ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 751/98

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Ferrero S.P.A. από την Ιταλία

Αιτητρίας

- και -

Εφόρου Εμπορικών Σημάτων,

Καθού η αίτηση

-------------------------

Ημερομηνία: 11 Ιουνίου, 2001

Για την αιτήτρια: Δρ. Χρ. Θεοδούλου

Για τον καθού η αίτηση: Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος

της Δημοκρατίας

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Κ. Μαυραντώνης

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια είναι αλλοδαπή εταιρεία. Έχει την έδρα της στην Alba Ιταλίας. Είναι ιδιοκτήτρια του εμπορικού σήματος KINDER SORPRESA/KINDER SURPRISE. Όπως ισχυρίστηκαν δύο αξιωματούχοι της σε ένορκη δήλωση, που κατατέθηκε στη διαδικασία ενώπιον της Εφόρου Εμπορικών Σημάτων, το σήμα αυτό είναι εγγεγραμμένο σε πάρα πολλές χώρες. Και χαίρει ευρύτατης καλής φήμης, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Κύπρο, για προϊόν που παράγει, δηλαδή σοκολατένια αυγά. Στην απόφαση της Εφόρου (που ενήργησε μέσω του Βοηθού Εφόρου, ο οποίος και την εξέδωσε) υπογραμμίζεται ιδιαίτερα ο παράγων της φήμης. Κάτω από τον τίτλο: (α) Φήμη των προϊόντων των ενισταμένων αναφέρεται ότι "πολύ σοβαρός παράγοντας είναι η φήμη των προϊόντων των ενισταμένων (αιτήτριας)".

Αντικείμενο της κρινόμενης προσφυγής είναι η εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης του Βοηθού Εφόρου (Β. Εφόρου) ημερ. 16/7/98 με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της αιτήτριας σχετικά με την εγγραφή του εμπορικού σήματος WONDER SURPRISE & LABEL με αρ. 36475 του ενδιαφερόμενου μέρους, εταιρείας που εδρεύει στη Λεμεσό. Αποτέλεσμα ήταν να προχωρήσει και συντελεστεί η εγγραφή του σήματος αυτού. Η αιτήτρια δεν προσδιόρισε τη νομική βάση της ένστασης της στο πλαίσιο του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκε. Έθεσε όμως θέμα απομίμησης του εμπορικού της σήματος και σύγχισης ή παραπλάνησης του μέσου καταναλωτή για την προέλευση του προϊόντος από ορισμένη επιχείρηση.

Ο Έφορος έκρινε, υπό τις συνθήκες αυτές, ότι το νομοθετικό καθεστώς που διέπει την υπόθεση δεν μπορούσε να είναι άλλο από τα άρθρα 13 και 14 του νόμου. Το άρθρ. 13 απαγορεύει την αποδοχή υλικού και την εγγραφή του ως εμπορικού σήματος στο σχετικό τμήμα του μητρώου, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που η χρήση του μπορεί να προκαλέσει τον κίνδυνο σύγχισης ή να εξαπατήσει. Το παραθέτω:

"13. Δεν είναι νόμιμο να εγγραφεί ως εμπορικό σήμα ή μέρος εμπορικού σήματος οποιοδήποτε σκανδαλιστικό σχέδιο ή οποιοδήποτε θέμα ή χρήση του οποίου, λόγω του ότι είναι ενδεχόμενο να παραπλανήσει ή να προκαλέσει σύγχυση ή διαφορετικά, θα αποστερούσε αυτό από το δικαίωμα προστασίας του σε Δικαστήριο, ή θα ήταν αντίθετο στο νόμο ή την ηθική."

Το άρθρ. 14 περιέχει απαγόρευση εγγραφής πανομοιότυπων και ομοιαζόντων εμπορικών σημάτων. Όμως, αυτο προνοεί για σύγκριση προτεινόμενου σήματος με σήμα που βρίσκεται ήδη στο μητρώο. Από έρευνα που διεξήγαγε ο Έφορος φάνηκε ότι δεν υπήρχε προηγούμενη εγγραφή του σήματος της ενιστάμενης αιτήτριας. Άλλωστε δεν πρόβαλε ποτέ τέτοιο ισχυρισμό. Επομένως είναι ορθή η κρίση του Β. Εφόρου ότι η ένσταση δεν μπορούσε να εξετασθεί υπό αυτό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρ. 14.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δικηγόρος της αιτήτριας στηρίχθηκε γενικευτικά και αόριστα σε όλο το φάσμα των διατάξεων του νόμου και τους σκοπούς του, που αποβλέπουν, όπως υπέβαλε, την αποτροπή του αθέμιτου συναγωνισμού. Όμως η αναφορά συλλήβδην σε όλες τις διατάξεις δεν αποτελεί στέρεο έδαφος γιατί, πέραν των άλλων, τέτοια γενικότητα δεν επιδέχεται δικαστικής εκτίμησης. Ιδιαίτερα στο κρινόμενο, ένα κατ' εξοχήν εξειδικευμένο και τεχνικό θέμα, ρυθμιζόμενο από ειδικές πρόνοιες του νόμου. Με βάση όμως τα αναγραφέντα στην ένσταση περί παραποίησης ή αντιγραφής του σήματος της αιτήτριας και τα παρεπόμενα αποτελέσματα για κινδύνους σύγχισης ή εξαπάτησης, φρονώ ότι ο Έφορος σωστά είχε εντάξει την υπόθεση στην περίμετρο των άρθρων 13 και 14. Και φυσικά δεν μπορεί να επικριθεί για την παράλειψη της αιτήτριας να δώσει και νομοθετική βάση στις παραπάνω αιτιάσεις. Πέραν τούτου, θα συμφωνούσα ότι το νομοθέτημα αποσκοπεί στην πάταξη του αθέμιτου συναγωνισμού. Όμως η προστασία του καταναλωτή από τους επιτήδειους επιχειρηματίες είναι ο άλλος μεγάλος στόχος του νομοθέτη.

Είναι καιρός για ένα σύντομο σχόλιο που αφορά την επίδικη απόφαση. Θα μας προσδιορίσει και το περιεχόμενο της πρώτης - και ίσως της πιο βαρύνουσας - εισήγησης του δικηγόρου της αιτήτριας, ότι η έρευνα της υπόθεσης από τον Έφορο, που κυρίως εντοπίστηκε στα μαρτυρικά στοιχεία που προσκόμισε η αιτήτρια, υπήρξε ανεπαρκής. Κρίθηκε ότι δε θεμελιώθηκε ο παράγων φήμη, που ορίζει το άρθρ. 13, του εμπορικού σήματος της αιτήτριας. Συγκεκριμένα ότι (1) δεν αποδείχθηκε η εγγραφή του σήματος σε όλες σχεδόν τις ξένες χώρες, όπως ισχυρίστηκε η αιτήτρια, από τους πίνακες που επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση των αξιωματούχων της. (2) ο Β. Έφορος δε μετέτρεψε τα ποσά των τιμολογίων, που επίσης προσκομίστηκαν για να φανούν οι πωλήσεις, από το ιταλικό νόμισμα, που αναφέρεται στα τιμολόγια, σε κυπριακό νόμισμα, πράγμα εύκολο. και (γ) παρανοήθηκε ο σκοπός που προσκομίστηκαν 2 τιμολόγια των ετών 1983 και 1984, που ήταν για να δείξουν πως το προϊόν της αιτήτριας βρίσκεται στην ντόπια αγορά από το 1983 και κυκλοφορεί με το σήμα KINDER EGG και από το 1984 με το σήμα KINDER SURPRISE και όχι απλώς ότι για την εν λόγω περίοδο εισάχθηκαν δύο χαρτόνια από το εμπόρευμα αυτό.

Για συμπλήρωση της εικόνας, που αφορά το υπό εξέταση θέμα, αναφέρεται ότι η αιτήτρια επισύναψε στη μαρτυρία της μακρύ κατάλογο που, όπως ισχυρίζεται, περιείχε λεπτομέρειες των ανά το κόσμο εμπορικών της σημάτων. Ο κατάλογος ή οι πίνακες, όπως τον ονομάζει ο Β. Έφορος, είναι στην ιταλική γλώσσα και δε μεταφράστηκαν στην αγγλική, όπως συνέβη με την ένορκη δήλωση. Εκείνο πάντως, που μπορεί από μια πρώτη ματιά να εντοπισθεί είναι τα ονόματα ξένων χωρών.

Η εισήγηση είναι περαιτέρω ότι η απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας γιατί δε λήφθηκε καθόλου υπόψη η μαρτυρία της αιτήτριας με τη δικαιολογία ότι εστερείτο βαρύτητας και αποδεικτικής αξίας. ενώ ο Β. Έφορος δε ζήτησε διευκρινίσεις για τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν και ειδικά δε ζήτησε μετάφραση των επισυναπτόμενων πινάκων.

Έχει σημασία να έχουμε υπόψη πώς ακριβώς χερίστηκε ο Β. Έφορος το θέμα, όπως φαίνεται από το παρακάτω σχετικό απόσπασμα της απόφασης του:

"(α) Φήμη των προϊόντων των ενισταμένων

Πολύ σοβαρός παράγοντας είναι η φήμη των προϊόντων των ενισταμένων. Ενώ γίνεται ισχυρισμός από τους μάρτυρες των ενισταμένων στη Δήλωση ημερομηνίας 7 Φεβρουαρίου 1996 για την ύπαρξη εγγραφών σε διάφορες χώρες κανένα πιστοποιητικό έχει προσκομισθεί που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς αυτούς. Μόνο έχει επισυναφθεί κατάλογος υποτιθέμενων εγγράφων προφανώς απόσπασμα από τα αρχεία της ενιστάμενης εταιρείας. Ενώ η ένορκη δήλωση ημερομ. 7/2/96 των κων Filippo Ferrua Magliani και Sergio Testa έχει μεταφρασθεί από την Ιταλική στην Αγγλική γλώσσα οι πίνακες που επισυνάπτονται και σκοπόν έχουν να αποδείξουν την ύπαρξη εγγραφών σε χώρες του εξωτερικού δεν έχουν μεταφρασθεί με αποτέλεσμα πολύ λίγη βαρύτητα να έχουν. Σημειώνω επίσης ότι ενώ στις ένορκες δηλώσεις επισυνάπτονται τιμολόγια για να δείξουν χρήση και πωλήσεις του σήματος των ενισταμένων ουδεμία προσπάθεια έγινε για να μετατραπούν τα ποσά των πωλήσεων σε Κυπριακό συνάλλαγμα από Ιταλικές λιρέττες καθιστώντας πολύ δύσκολο για τον Έφορο να αντιληφθεί το ύψος των πωλήσεων πράγμα που επηρεάζει επίσης δυσμενώς τη βαρύτητα της μαρτυρίας.

Τα ίδια άτομα είναι οι ενόρκως Δηλούντες και στην απαντητική μαρτυρία ημερομηνίας 27.12.1996. Σε αυτή είναι επισυνημμένα ως τεκμήρια αντίγραφα δύο τιμολογίων του 1983 και 1984 αντίστοιχα και πάλι σε Ιταλικές λιρέττες όπου δεικνύεται ότι σε κάθε περίπτωση εισήχθηκαν στην Κύπρο δύο καρτόνια από τα προϊόντα των ενισταμένων. Πέραν αυτών καμιά άλλη μαρτυρία έχει προσκομισθεί που να δεικνύει ευρεία χρήση των προϊόντων των ενισταμένων.

Αφού έχω εξετάσει τη μαρτυρία που προσκομίσθηκε φθάνω στο συμπέρασμα ότι οι ενιστάμενοι δεν έχουν επιτύχει να καταδείξουν ότι το εμπορικό τους σήμα είναι γνωστό σε σημαντικό αριθμό καταναλωτών λαμβανομένου υπόψη του τύπου των εμπορευμάτων."

Στη συνέχεια ο Β. Έφορος εξέτασε, εφαρμόζοντας το λεγόμενο Ovax test, που μνημονεύει η απόφαση Smith's Heyden (1946) 63 R.P.C. 97, κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 13 αν, δηλαδή, υφίσταται ο κίνδυνος σύγχισης ή εξαπάτησης. Για τους λόγους που αναφέρει, κατέληξε ότι τα δύο προαναφερθέντα σήματα διαφοροποιούνται επαρκώς κατά τη συνολική οπτική και ηχητική εντύπωση που αφήνουν.

Προκύπτει από το απόσπασμα της επίδικης απόφασης, το οποίο παρέθεσα, ότι ο Έφορος προχώρησε σε αξιολόγηση του υλικού που προσκομίστηκε κατά την ακρόαση της ένστασης χωρίς να έχει μετάφραση των τεκμηρίων που συνόδευσαν τη μαρτυρία της αιτήτριας. Χωρίς, επομένως να έχει όλο το φάσμα των περιστατικών που θα του επέτρεπαν μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση και εκτίμηση του θέματος. Ακόμη και σε αυστηρή νομική διαδικασία γίνεται δεκτό ως αποδεικτικό μέσο έγγραφο διατυπωμένο σε ξένη γλώσσα: βλ. άρθρ. 5(1) των περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Τροποποιητικού Νόμου αρ. 154/90. Μάλιστα, κατά το εδ. (2) του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να διατάξει "τη μετάφραση εγγράφου ή μέρους αυτού στην επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας ή σε οποιαδήποτε από αυτές".

Αυτό θα μπορούσε να κάμει και ο Β. Έφορος είτε διότι δε γνώριζε τη γλώσσα στην οποία ήταν συνταγμένα τα τεκμήρια, είτε διότι θα ήταν ορθότερο να υπάρχει μετάφραση. Αντ' αυτού προέβη σε άνευ σημασίας εικασίες.

Αναφορικά με το θέμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ο Έφορος θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις ή να αποκτήσει κατ' άλλο τρόπο γνώση, που θα του επέτρεπε να υπολογίσει το ύψος των πωλήσεων. Θα υπενθυμίσω εδώ ότι ο Έφορος στο προκείμενο "δεν ασκεί δικαστική ή οιωνεί δικαστική εξουσία, αλλά διοικητική εξουσία": Bally's Shoes Factory v. Εφόρου Εμπορικών Σημάτων (1991) 4 A.Α.Δ. 2487. Όπως προκύπτει από την ίδια απόφαση, ο Έφορος δε δεσμεύεται από τους αυστηρούς κανόνες του δικαίου της απόδειξης, που ισχύουν στη δικαστική διαδικασία. Στη σελ. 2448 διευκρινίζεται ότι:

"Ο ισχυρισμός ότι ο Έφορος δέχτηκε μαρτυρία εξ ακοής είναι αντίθετος με το Νόμο και με τη φύση της λειτουργίας του Εφόρου. Ο Έφορος είναι διοικητικό όργανο και όχι δικαστικό. Ως εκ τούτου, δεν δεσμεύεται από τους κανόνες απόδειξης μαρτυρίας που εφαρμόζονται στα Δικαστήρια."

Ουσιαστικά με την απόφαση του ο Έφορος απέκλεισε τα σχετικά στοιχεία, που αφορούν φήμη και χρήση του σήματος, χωρίς την επιβαλλόμενη διερεύνηση τους. Αναντίρρητα όμως αποτελούσαν ουσιώδη παράγοντα για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του Εφόρου στο πλαίσιο του άρθρ. 13. Σημειώθηκε δε το οξύμωρο, σε στοιχεία που δεν ήταν γνωστά επειδή δε μεταφράστηκαν τα τεκμήρια να αποδοθεί "πολύ λίγη βαρύτητα". Πρόκειται για αντιφατικούς συλλογισμούς, που αφαιρούν από την απόφαση το κύρος της. Ακυρώνω, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 146.4(β) του Συντάγματος, την επίδικη απόφαση γιατί δεν προηγήθηκε η σωστή έρευνα των περιστάσεων που αφορούσαν τη φήμη του σήματος της αιτήτριας. Επιδικάζω τα έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.

 

Σ. Νικήτας,

Δ.

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο