ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 551/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Ανδρέα Ψαρά,
Αιτητή
- και -
Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων,
Καθ΄ ου η αίτηση
---------------------------
22 Μαΐου 2001
Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με επιστολή, ημερ. 31 Αυγούστου 1992 του τότε Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι επιλέγηκε για πρόσληψη σε έκτακτη βάση από 1 Σεπτεμβρίου 1992 να υπηρετεί στη Βουλή, εκτελώντας καθήκοντα λειτουργού οικονομικών ερευνών και οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα του ανατίθεντο. Θα πληρωνόταν βέβαια από το δημόσιο. Καθοριζόταν ότι:
"Η απασχόληση αυτή είναι προσωρινή και θα ανανεώνεται χρόνο με χρόνο, θα μπορεί όμως και να τερματιστεί οποτεδήποτε, αφού δοθεί η αναγκαία προειδοποίηση."
Για τη δυνατότητα τερματισμού, διατυπωνόταν πιο συγκεκριμένα ο εξής βασικός όρος:
"6.
Τερματισμός απασχόλησης: Η απασχόληση είναι προσωρινή θα μπορεί να τερματιστεί οποτεδήποτε είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργοδοτούμενο, αφού δοθεί η αναγκαία προειδοποίηση σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο."
Την 1 Σεπτεμβρίου 1992 ο αιτητής αποδέχθηκε την προσφορά και ανέλαβε καθήκοντα. Προϊστάμενος του αιτητή εμφανιζόταν να ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής και, καθώς προκύπτει από τη μεταξύ τους αλληλογραφία, ο αιτητής δεν αμφισβήτησε αυτή τη σχέση. Περί το τέλος του 1999, ο Γενικός Διευθυντής εξέφρασε έντονη δυσαρέσκεια για ό,τι θεωρούσε ως απρεπή συμπεριφορά, απειθαρχία και έλλειψη επαγγελματικής επάρκειας ή υπευθυνότητας από μέρους του αιτητή. Ένα δε από τα ζητήματα που έθεσε, αφορούσε "την ιδιωτική απασχόληση" του αιτητή ο οποίος δίδασκε σε Κολλέγιο εκτός του συνήθους ωραρίου εργασίας του στη Βουλή.
Του είχε χορηγηθεί, κατά το 1995, σχετική άδεια για δύο χρόνια, η οποία δεν ανανεώθηκε. Ο Γενικός Διευθυντής στις 13 Δεκεμβρίου 1999, του έγραψε μεταξύ άλλων τα εξής:"Σημειώνω ότι δεν έχω ως τώρα τη θετική ή αρνητική σας βεβαίωση ότι έχετε σταματήσει να εργάζεστε πάνω σε ιδιωτική βάση. Στο παρόν στάδιο είμαι υποχρεωμένος να συνεχίσω τη διερεύνηση των καταγγελιών εις βάρος σας αναμένοντας, έστω και την υστάτη, τη δική σας αντίδραση στο κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα. Στο μεταξύ, αν και εφόσον βεβαιωθεί η καταγγελία αυτή, να θεωρήσετε ότι η παρούσα αναφορά μου επέχει και θέση γραπτής ειδοποίησης για τον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών σας."
Με επιστολή, ημερ. 14 Δεκεμβρίου 1999, ο αιτητής παραδέχθηκε την απασχόλησή του, εξήγησε τις περιστάσεις και κατέστησε σαφές ότι δεν επρόκειτο να σταματήσει. Ο Γενικός Διευθυντής επανήλθε με επιστολή ημερ. 15 Δεκεμβρίου 1999 για να αναφέρει ότι οι αποφάσεις του, της 13 Δεκεμβρίου 1999, παρέμεναν αναλλοίωτες. Και, στις 9 Φεβρουαρίου 2000, απέστειλε στον αιτητή την ακόλουθη επιστολή:
"Αναφέρομαι στο γνωστό θέμα της παράνομης ιδιωτικής απασχόλησής σας σε πλήρη αντιπαράθεση προς τους βασικούς όρους της υπηρεσίας σας και ειδικότερα στην τελευταία επιστολή μου σε σχέση με το θέμα αυτός της 15ης Δεκεμβρίου 1999. Φαίνεται, είτε γιατί δε θέλετε να το αντιληφθείτε ή ακόμα δεν μπορείτε να το κατανοήσετε, οι θέσεις μου ήταν και παραμένουν αναλλοίωτες και έτσι σας διαβιβάστηκαν με την πιο πάνω επιστολή μου.
Γι΄ αυτό και ενασκώντας τα δικαιώματα με τα οποία με περιβάλλει το σχετικό έγγραφο της απασχόλησής σας, σας πληροφορώ ξανά ότι η αναγκαία προειδοποίηση που είμαι υποχρεωμένος να σας δώσω, σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, εκπνέει στις 13 Φεβρουαρίου 2000. Συνεπώς από της ημερομηνίας αυτής τερματίζεται η απασχόλησή σας, γι΄ αυτό και εντέλλεσθε να παραδώσετε οποιοδήποτε υλικό, αναλώσιμο και μη, στο λογιστή της Υπηρεσίας κ. Γιώργο Θεοφίλου."
Με την προσφυγή του, που καταχωρίστηκε στις 21 Απριλίου 2000, ο αιτητής ζητά:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση που περιέχεται σε επιστολή ημερ. 9.2.2000 του καθ΄ ου (παραρτ. Α) με την οποία απέλυσε τον αιτητή, λήφθηκε αναρμόδια, παράνομα και πρέπει να κηρυχθεί άκυρη."
Η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή. Κατά την άποψή μου, η εργοδότηση του αιτητή βάσει της σύμβασης ημερ. 11 Σεπτεμβρίου 1992 η οποία ανανεωνόταν από χρόνο σε χρόνο, προφανώς σιωπηρώς, ανήκε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Το ότι ο αιτητής πληρωνόταν από το δημόσιο, το ότι βάσει της σύμβασης είχε υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις "νομοθετικές, γενικές ή ειδικές διατάξεις, τις οδηγίες και τους κανονισμούς της Κυβέρνησης που αφορούν τους δημόσιους υπαλλήλους" και το ότι θα είχε ορισμένα ωφελήματα από εκείνα των δημοσίων υπαλλήλων, δεν μετέβαλλε τη φυσιογνωμία της σχέσης που προέκυψε μεταξύ του αιτητή και του Προέδρου της Βουλής. Ο οποίος, βάσει του Συντάγματος, δεν ήταν δυνατόν να ασκήσει εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Ως προς τις ενέργειες του Γενικού Διευθυντή της Βουλής, θα πρέπει νομίζω να θεωρηθεί, σε αυτή την ανορθόδοξη διευθέτηση, ότι γίνονταν εκ μέρους του Προέδρου της Βουλής και όχι, όπως εμφανίζονταν, από προϊστάμενο προς υφιστάμενο. Δεν διακρίνω περιθώριο για διαφορετική κατάταξη. Δεν μπορώ επομένως να προχωρήσω σε ο,τιδήποτε άλλο.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή. Έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ