ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 244/1999

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Γιάννη Αναστασίου, από τη Λεμεσό

&# 9;Αιτητή

- και -

Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου

Καθ'ου η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27 Απριλίου, 2001.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για το καθ΄ου η αίτηση: Γ. Σεραφείμ για Τ. Παπαδόπουλο.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση για πειθαρχική ποινή του καθ΄ου η αίτηση που δεν έχει ημερομηνία και η οποία στάληκε στον αιτητή κατά ή περί τις 23.1.99 με την οποία έκρινε τον αιτητή ένοχο και επέβαλε σ΄ αυτόν την πειθαρχική ποινή της χρηματικής ποινής των Λ.Κ.200 και την ποινή της γραπτής επίπληξης είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.".

Ο αιτητής είναι πολιτικός μηχανικός. Υπήρξε και εξακολουθεί να είναι μέλος του Επιμελητηρίου, εγγεγραμμένος στο Μητρώο των Αρχιτεκτόνων.

Κατόπιν γραπτής καταγγελίας από το γραφείο αρχιτεκτόνων και μηχανικών "Κολακίδης και Συνέταιροι" προς το Συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση, το Πειθαρχικό Συμβούλιο των καθ΄ων η η αίτηση διόρισε, δυνάμει του Καν. 13(2) της Κ.Δ.Π. 327/96, ως εισηγητή της υπόθεσης τον κ. Αντώνη Αντωνίου, Πολιτικό Μηχανικό που υπηρετεί στο Επαρχιακό Γραφείο Λευκωσίας του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο εισηγητής, μετά από τη σχετική έρευνα και αφού άκουσε τις απόψεις τόσο των παραπονουμένων όσο και του αιτητή, πείσθηκε πως πιθανολογείται η εκ μέρους του αιτητή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων και διατύπωσε, δυνάμει των Κανονισμών 3(α) και (β), 5(2)(α) και (β) της Κ.Δ.Π. 827/96, εγγράφως συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον του αιτητή και τον εκάλεσε να απολογηθεί. Ο αιτητής απάντησε επί των κατηγοριών με επιστολή του ημερ. 30.6.97.

Στις 8.12.97, αφού προηγήθηκε σχετική κλήση στον αιτητή, άρχισε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου η ακρόαση της υπόθεσης στην οποία παρίστατο ο αιτητής και ο συνήγορος του.

Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας το Πειθαρχικό Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση του με την οποία βρήκε ένοχο τον αιτητή στις κατηγορίες και του επέβαλε τις ποινές που αναφέρονται στο αιτητικό της προσφυγής.

Εναντίον αυτής της καταδίκης του ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

Προβάλλει ως κύριους λόγους ακύρωσης (α) Παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης κατά τη διαδικασία, (β) Παραβίαση της αρχής ότι "ουδείς κριτής των ιδίων αυτού αποφάσεων", και (γ) την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.

Eίναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχει κατ΄ αρχήν υπόθεση για αντιδεοντολογική συμπεριφορά του αιτητή πριν από οποιαδήποτε έρευνα. Διαμόρφωσαν, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, γνώμη πριν από την έρευνα, χάνοντας έτσι την αμεροληψία του αφού κανένας δεν μπορεί να γίνει κριτής της ίδιας αυτού απόφασης.

Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή του αιτητή. Δυνάμει του Καν. 13 προτού το Πειθαρχικό Συμβούλιο διορίσει εισηγητή προηγείται μια αρχική κρίση του "ότι μέλος ενδέχεται να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα.". Η αρχική αυτή κρίση βασίζεται σε περιστατικά τα οποία έχουν "περιέλθει σε γνώση του Συμβουλίου ή καταγγελθεί σ΄ αυτό". Εξ αντικειμένου ο Καν. 13 ενεργοποιείται μόνο εφόσον το Πειθαρχικό Συμβούλιο αναγνωρίσει την ύπαρξη του ενδεχομένου διάπραξης του πειθαρχικού παραπτώματος. Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα προχωρούσε στο διορισμό εισηγητή.

Ένας άλλος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι ειδοποιήθηκε ο εισηγητής για το διορισμό του από τον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου ο οποίος δεν μετείχε στη λήψη της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Εισηγείται ότι αυτό είναι παρατυπία που επιφέρει ακυρότητα.

Δεν συμφωνώ ούτε με αυτή την εισήγηση. Ο Καν. 13 δεν ορίζει τυπική διαδικασία ενημέρωσης του εισηγητή για το διορισμό του. Και αν ακόμα θεωρηθεί ότι τούτο αποτελεί παρατυπία δεν μπορεί να επιφέρει ακυρότητα, γιατί δεν έχει επηρεάσει καθόλου τις εγγυήσεις νομιμότητας της τελικής απόφασης, ούτε και επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε δυσμενή τρόπο τα έννομα συμφέροντα του αιτητή. (Βλέπε: Προσφυγή αρ. 988/93, Δ. Χατζηκυριάκου ν. ΡΙΚ, ημερ. 9.10.93 και Προσφυγή αρ. 117/92, Σ. Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας, ημερ. 24.7.94). Επίσης για τους ίδιους λόγους ο ισχυρισμός του αιτητή ότι επήλθε ακυρότητα γιατί η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ομιλεί για διορισμό "ερευνώντα λειτουργού" και όχι εισηγητή κρίνεται ανεδαφικός. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο διόρισε εισηγητή σύμφωνα με τον Καν. 13. Πουθενά στην απόφαση δεν αναφέρεται οτιδήποτε άλλο. Η φράση, εντός παρενθέσεως, "ερευνώντα λειτουργό" συμπεριλήφθηκε από τον Πρόεδρο του Επιμελητηρίου στην επιστολή του προς τον εισηγητή.

Είναι περαιτέρω η εισήγηση του αιτητή ότι το πόρισμα του εισηγητή δεν βασίζεται σε δέουσα έρευνα ούτε ήταν το αποτέλεσμα της ελεύθερης δικής του έρευνας. Και τούτο γιατί το Πειθαρχικό Συμβούλιο επενέβαινε στο έργο του.

Δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω θέση του αιτητή. Έχω διεξέλθει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και έχω καταλήξει ότι ο εισηγητής κατέληξε στην εισήγηση του κατόπιν της διεξαγωγής της πρέπουσας έρευνας. Δεν έχω πεισθεί, ακόμα, ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο επενέβη στο έργο του εισηγητή.

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός του αιτητή ότι οι ενέργειες του Πειθαρχικού Συμβουλίου να ζητήσει από τον παραπονούμενο, μετά την υποβολή της εισήγησης από τον εισηγητή, περαιτέρω στοιχεία αποτελούν ανάμιξη στο ανακριτικό έργο, και εν πάση περιπτώσει παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης γιατί (α) στέρησε την αναγκαία προστασία στον αιτητή και (β) δεν έλαβε γνώση ο αιτητής των στοιχείων για να αντεξετάσει τον παραπονούμενο κατά τη δίκη. Οι θέσεις όμως αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Τα "νέα στοιχεία" κατατέθησαν ως τεκμήρια κατά τη διάρκεια της δίκης και ο δικηγόρος του αιτητή αντεξέτασε επί μακρόν τον παραπονούμενο. Εξάλλου δυνάμει των Καν. 15 και 16, προκύπτει ότι η έναρξη και η προώθηση της διαδικασίας ανήκει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο που έχει εξουσία ανάλογη με αυτή του Ανακριτικού Ερευνητικού συστήματος. Δεν έχω πεισθεί ότι, και εάν ακόμα ενεφιλοχώρησε οποιαδήποτε παρατυπία αυτή έχει επηρεάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την υπεράσπιση του αιτητή.

Είναι ακόμα ο ισχυρισμός του αιτητή ότι παράτυπα τροποποιήθηκε η κατηγορία από τον κατήγορο πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Η τροποποίηση αφορούσε την προσθήκη άρθρου του Νόμου και Κανονισμών. Στο τροποποιηθέν κατηγορητήριο υπάρχει σαφής παράθεση των περιστατικών και η νομική βάση στην οποία στηρίζετο η κατηγορία. Ο αιτητής και ο δικηγόρος του απεδέχθησαν την τροποποίηση και συνεχίσθηκε η ακροαματική διαδικασία. Δεν έχω διαπιστώσει ότι επηρεάσθηκε με οποιοδήποτε τρόπο η υπεράσπιση του αιτητή.

Η τελική εισήγηση του αιτητή είναι ότι έχουν παραβιασθεί οι αρχές της ακριβοδίκαιης δίκης. Είναι γεγονός ότι οι αρχές του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος εφαρμόζονται τόσο στις ποινικές διαδικασίες όσο και στις πειθαρχικές. Το κατά πόσο μια δίκη συνάδει με τα επίπεδα που θέτει το άρθρο 6 πρέπει να αποφασιστεί με την εξέταση της δίκης στο σύνολό της και όχι με βάση την εξέταση μιας μεμονωμένης πτυχής της δίκης ή ενός συγκεκριμένου συμβάντος.

Έχω εξετάσει με προσοχή τη διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τόσο πριν όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία και την έκδοση της απόφασης. Είναι η κατάληξη μου ότι ο αιτητής έτυχε δίκαιης δίκης και άσκησε πλήρως το δικαίωμα ακρόασης για την υπαίτια πράξη του.

Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής είναι ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Δεν αναπτύσσεται όμως στο περίγραμμα σχεδόν καθόλου. Έχω μελετήσει την επίδικη απόφαση και καταλήγω ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο