ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
FONT>Υπόθεση Αρ. 1538/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Κλαύδιος Αυγουστή,
Αι τητής,
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Διοικητή ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας,
Κα θ΄ων η αίτηση.
- - - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
30.4.01Για την αιτήτρια: κ. Σ. Οικονομίδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Μ. Παπαϊωάννου
Για ενδιαφ. μέρη: Ουδεμία εμφάνιση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο πιο πάνω αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ημερ. 22.11.1999, με την οποία έκρινε τον αιτητή ως ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε πειθαρχικά με 6ήμερη κράτηση, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας."
Ο αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός του Κυπριακού στρατού. Διορίστηκε στις 1.4.1978 με το βαθμό του μόνιμου λοχία και αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Στις 15.12.1994 προήχθη στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Από τις 29.8.1998 ο αιτητής υπηρετεί στον 20ο Λόχο Υλικού Πολέμου (ΛΥΠ). Κατά το Μάρτιο του 1999 διαπιστώθηκε στον 20ο ΛΥΠ η απώλεια της Απόρρητης Πάγιας Διαταγής (ΑΠ. ΠΔ 1-16/91/ΓΕΕΦ/2ο ΕΓ με ΑΑΑ 244) η οποία χρεώθηκε στον αιτητή στις 13.2.1999 από τη Διεύθυνση Οργάνωσης (ΔΟΡ) του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (Γ.Ε.Ε.Φ). Ο Διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, στην οποία υπάγεται ιεραρχικά η μονάδα του αιτητή, με διαταγή του ημερομηνίας 19.4.1999, η οποία κοινοποιήθηκε προς το Γ.Ε.Ε.Φ. διέταξε την ενέργεια ποινικής ανάκρισης για την εξακρίβωση των συνθηκών της απώλειας της πιο πάνω απόρρητης διαταγής και για την απόδοση τυχόν ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης στο εμπλεκόμενο προσωπικό.
Με βάση τη διενεργηθείσα ποινική ανάκριση, η Διεύθυνση Δικαστικού του Γ.Ε.Ε.Φ. με εμπιστευτική επιστολή ημερομηνίας 20.10.1999 προς την ΧΧ Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία με κοινοποίηση προς τις ενδιαφερόμενες μονάδες και διευθύνσεις τις ενημέρωσε ότι η σχετική δικογραφία τέθηκε στο αρχείο σύμφωνα με το άρθρο 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα λόγω ελλείψεως επαρκών ενδείξεων εναντίον των εμπλεκομένων αξιωματικών.
Ακολούθως ο Διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας με διαταγή του ημερομηνίας 15.11.1999 ενημέρωσε τον αιτητή και το Διοικητή της μονάδας του αιτητή, δηλαδή το Διοικητή του 20ου ΛΥΠ,ότι με βάση τα στοιχεία της ποινικής ανάκρισης που διεξήχθη, προέκυψε πειθαρχική ευθύνη εναντίον τους για την απώλεια της απόρρητης διαταγής, και τους κάλεσε σε απολογία.
Ο αιτητής υπέβαλε την απολογία του στις 19.11.1999 στην οποία ανέφερε τη δική του εκδοχή για το περιστατικό και αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη για το πειθαρχικό παράπτωμα που του καταλογίστηκε. Σχετική απολογία υποβλήθηκε και εκ μέρους του Διοικητή του. Ο Διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας αφού έλαβε υπόψη την διενεργηθείσα ποινική ανάκριση και τις απολογίες του αιτητή και του Διοικητή του 20ου ΛΥΠ δεν επέβαλε ποινή στον τελευταίο και τιμώρησε τον αιτητή με την πειθαρχική ποινή της εξαήμερης κράτησης. Η απόφαση αυτή του Διοικητή της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας λήφθηκε στις 22.11.1999 και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι:
"1. Ο καθ΄ου η αίτηση ενήργησε αναρμοδίως και/ή κατά παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.
2. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση λήφθηκε χωρίς οποιαδήποτε ή/και τη δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα.
3. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση δεν έχει επαρκή και/ή νόμιμη αιτιολογία."
Ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης ισχυριζόμενος στον πρώτο λόγο ακυρώσεως που επικαλείται, ότι ο καθ΄ου η αίτηση, δηλαδή στην υπό εκδίκαση υπόθεση ο Διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, ενήργησε αναρμοδίως και/ή κατά παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Παραθέτει δε προς υποστήριξη του ισχυρισμού του τις σχετικές διατάξεις τις προβλεπόμενες στους σχετικούς κανονισμούς και υποστηρίζει την εισήγησή του με αναφορά σε σειρά αποφάσεων σε προσφυγές στις οποίες ακυρώθηκε πειθαρχική ποινή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Το υπό συζήτηση θέμα διέπεται από τους Κανονισμούς 5 και 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Δ.Π. 554/64) όπως τροποποιήθηκαν. Οι πιο πάνω Κανονισμοί προβλέπουν τα εξής:
"5(1) Δια τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών "διοικών αξιωματικός" σημαίνει τον διοικητήν της μονάδος εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενον μέλος και περιλαμβάνει τον διοικητήν υπομονάδος.
(2) Δια τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού "μονάς" σημαίνει οιονδήποτε ανεξάρτητον τμήμα στρατού ουχί ανώτερον του τάγματος και υπομονάδα αυτού και περιλαμβάνει οιονδήποτε άλλο ανεξάρτητον ανάλογον τμήμα στρατού, στρατιωτικόν κατάστημα ή υπηρεσίαν.
6(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ΄ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:
Νοείται ότι πας αξιωματικός συναντών στρατιωτικόν κατώτερον κατά βαθμόν και τάξιν αυτού διαταράττοντα την κοινήν ησυχίαν και εν γένει ατακτούντα, οφείλει να μετέλθη την επιρροήν του ίνα επαναφέρη τούτον εις την τάξιν και την ευκοσμίαν, δυνάμενος εν ανάγκη να ενεργήση την βιαίαν αποστολήν του ατακτούντος εις το πλησιέστερον στρατιωτικόν στρατόπεδον ή ελλείψει τούτου εις τον πλησιέστερον αστυνομικόν σταθμόν, είτε αυτός μόνος είτε τη βοηθεία της στρατιωτικής ή αστυνομικής αρχής, αναφέρων συγχρόνως το γεγονός εις τον διοικητήν της μονάδος του απειθαρχήσαντος.
(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας:
Νοείται ότι εφόσον κρίνη ανεπαρκή την ποινήν ην έχει εξουσίαν να επιβάλη συμφώνως προς τη δικαιοδοσίαν αυτού παραπέμπει την υπόθεσιν εις τον αμέσως ανώτερον διοικητήν όπως επιληφθή της υποθέσεως:
Νοείται περαιτέρω ότι ουδεμία ποινή πλην της στερήσεως εξόδου επιβαλλομένη υπό διοικητού υπομονάδος ή τμήματος θα εκτελήται άνευ προηγουμένης εγκρίσεως του διοικητού της μονάδος όστις δικαιούται να επαυξήση ή μειώση ταύτην."
Είναι φανερό ότι από τον ορισμό που δίδεται στην έννοια του "διοικούντος αξιωματικού" από τον Κανονισμό 5 αρμόδιος στην υπό εξέταση περίπτωση ήταν ο Διοικητής της μονάδας του αιτητή και όχι ο Διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας. Όπως αναφέρει ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμά του "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο" Εκδόσεις Σάκκουλα, 1984, σελ.336:
"6. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων στα διάφορα διοικητικά όργανα αποσκοπεί την κατανομή εργασίας, τον καθορισμό της ευθύνης και την αποκέντρωση της εξουσίας. Όλοι αυτοί οι σκοποί θεμελιώνουν την αρχή της δεσμευτικότητας και αποκλειστικότητας της κατανομής των αρμοδιοτήτων.
Η αρχή αυτή σημαίνει τα εξής:
α. Μόνο το αρμόδιο όργανο δικαιούται και υποχρεούται να ασκήσει την αρμοδιότητα. Άλλο όργανο δεν μπορεί να την ασκήσει νομίμως έστω και αν είναι συλλογικό και περιλαμβάνει μεταξύ των μελών του τον προσωπικό φορέα του αρμόδιου (μονοπρόσωπου) οργάνου. Ούτε ο ιεραρχικός προϊστάμενος μπορεί να ασκήσει, χωρίς ρητή αντίθετη νομοθετική διάταξη, αρμοδιότητα του υφισταμένου του, ούτε να τον διατάξει να την εκδώσει με ορισμένο περιεχόμενο ούτε μπορεί να τροποποιήσει πράξη που εξέδωσε αρμοδίως υφιστάμενός του."
Η Δικηγόρος της Δημοκρατίας απαντώντας στον πιο πάνω λόγο ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής παραδέχεται ότι με βάση τις πρόνοιες που εισάγουν οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί και ειδικότερα κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 6(1) και (2) (βλ. σελ.3), αρμόδιο όργανο για την έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος και επιβολή ποινής είναι ο "διοικών αξιωματικός" του αιτητή δηλαδή στην περίπτωση αυτή ο Διοικητής του 20ου ΛΥΠ. Εισηγείται όμως ότι το γεγονός της ταυτόχρονης κλήσεως του Διοικητή του αιτητή σε απολογία σχετικά με το ίδιο γεγονός, κατέστησε αδύνατη την εκ μέρους του άσκηση της αρμοδιότητας του, για διεξαγωγή έρευνας και επιβολή ποινής στον αιτητή και έτσι εδικαιολογείτο η ακολουθηθείσα διαδικασία. Η θέση αυτή της Δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση δεν υποστηρίχθηκε νομολογιακά και δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι βέβαιο ότι ενόψει των Κανονισμών ο Διοικητής της ΧΧ Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας εστερείτο αρμοδιότητας. Δεν αναφέρθηκε οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή κανονισμού που να επιτρέπει ή να νομιμοποιεί αρμοδιότητα επέμβασης του ιεραρχικού προϊσταμένου του "διοικούντος αξιωματικού" σε τέτοιας φύσεως περιστάσεις. Η ιεραρχική λοιπόν υποκατάσταση είναι σ΄αυτήν την περίπτωση ανεπίτρεπτη. Πιθανό να υπάρχει κενό νόμου αλλά δεν επαφίεται στο Δικαστήριο να αποφασίσει ποιός θα ήταν ο αρμόδιος να επιβάλει ποινή υπό τις περιστάσεις, και ούτε θα ήταν σύμφωνο με τις αρχές του δικαίου, σε περίπτωση σιωπής του νόμου, να υιοθετηθεί απόφαση δυσμενής για το διοικούμενο.
Το έκδηλο σφάλμα που εντοπίστηκε πιο πάνω καθίσταται μοιραίο για τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην Α. Σάντης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 609/96, ημερ. 22.12.1997, (ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ):
"Θα υπομνήσω στο σημείο αυτό ότι το επεισόδιο για το οποίο κατηγορήθηκε ο αιτητής συνέβηκε στις 24.2.96. Και του ζητήθηκε να απολογηθεί στις 17.4.96. Τότε υπηρετούσε στον 20ο Λόχο Μηχανικού. Επομένως το ζήτημα έπρεπε, σύμφωνα με τον Καν.6, να αναφερθεί στο διοικητή της μονάδας αυτής, που είχε την αρμοδιότητα κατ΄αποκλεισμό άλλου πειθαρχικού οργάνου. Εδώ ο άμεσα πειθαρχικός προϊστάμενος, που θα αποφάσιζε για τους χειρισμούς και την πορεία της υπόθεσης παραγκωνίστηκε πλήρως. Η παρέμβαση του καθ΄ου δεν είχε κανένα νόμιμο έρεισμα. Ο καλύτερος τρόπος εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος είναι η πιστή τήρηση του νόμου και των κανονισμών."
Ενόψει των πιο πάνω δεν θα ήταν σκόπιμο να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακυρότητας. Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή γίνεται αποδεκτή και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.