ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ.20/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Δ

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος

ΜΕΤΑΞΥ:

Ανδρούλλα Αγρότου, από Λευκωσία

αιτήτρια

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

καθ΄ης η αίτηση

------------------------

Αίτηση ημερ. 24.11.2000

12.2.2001

Για την αιτήτρια: κ.Α.Σ.Αγγελίδης

Για την καθ΄ης η αίτηση: κ.Αντ.Βασιλειάδης - δικηγόρος της Δ/τιας

Για το ενδιαφ.μέρος: κα.Α.Ευσταθίου

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 9.9.1999, η δικηγόρος της Δημοκρατίας δήλωσε στο Δικαστήριο πως δεν θα υποστήριζε τη νομιμότητα της επίδικης πράξης στην προσφυγή 483/98, μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΕ2743 Δημοκρατία ν. Χριστάκη Ευθυμίου, 20.7.1999. Και τούτο γιατί η ΕΔΥ δεν είχε αιτιολογήσει την αξιολόγηση των υποψηφίων, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, (1/90). Αιτήτρια στην προσφυγή 483/98 είναι και αιτήτρια στην παρούσα.

Η ΕΔΥ επανεξετάζοντας το θέμα, στις 7.10.99, και σε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην πιο πάνω προσφυγή και τη νομολογία, επεδίωξε να εφαρμόσει ορθά το νόμο. Αναφέρεται, επί του προκειμένου, στο σχετικό πρακτικό πως τα μέλη της Επιτροπής: «χρησιμοποιώντας τις σημειώσεις τους, κατέγραψαν την αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση». Ακολουθεί η αιτιολόγηση, και καταγράφονται ξεχωριστά αυτή της πλειοψηφίας και ενός εκάστου των μελών της Επιτροπής, όπου εκφράζεται διαφορετική εκτίμηση.

Στις 24.11.2000 ο δικηγόρος της αιτήτριας καταχώρισε την υπό συζήτηση ενδιάμεση αίτηση. Ζητά αποκάλυψη και προσαγωγή των σημειώσεων του Προέδρου και μελών της ΕΔΥ, που χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς για την καταγραφή της αιτιολόγησης της εκτίμησης τους, αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση που είχε προηγηθεί και έγινε στη διαδικασία λήψης της ακυρωθείσας απόφασης. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας ενίσταται στην αίτηση. Επικαλείται δε, και υιοθετεί επί του θέματος, απόφαση αδελφού Δικαστή πάνω στο ίδιο ζήτημα, με την οποία και απορρίφθηκε παρόμοιο αίτημα (δες: Γεώργιος Χίνης ν. Δημοκρατίας, προσφυγή 319/2000, 13.10.2000, Ηλιάδης, Δ.).

Ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγείται πως το αίτημα του, στην ενώπιον μου διαδικασία, διαφοροποιείται από την πιο πάνω υπόθεση, καθώς και την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κολοκοτρώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 15.6.1998, που αποτέλεσε και την αιτιολογική βάση στην απόφαση του Ηλιάδη Δ. Εισηγείται πως δεν επιδιώκει την προσαγωγή των σημειώσεων, και ανάλογα με το περιεχόμενο τους να τις αντιπαραβάλει με το πρακτικό της απόφασης. Απλά θέλει, καθώς λέγει, να επαληθευθεί στο Δικαστήριο αν πράγματι ο Πρόεδρος και τα μέλη της ΕΔΥ είχαν τέτοιες σημειώσεις. Για την προώθηση του σκοπού του επικαλέστηκε γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, λ.χ. για πλήρη διαφάνεια και καθαρότητα στη λειτουργία της διοίκησης, και του ελέγχου της από το διοικητικό δικαστήριο.

Είναι, κατά τη γνώμη μου, εσφαλμένη η νομική προσέγγιση του δικηγόρου της αιτήτριας, γιατί ακριβώς αντιστρατεύεται αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως εγώ τουλάχιστο τις καταλαβαίνω. Είναι ανεπίτρεπτο να αμφισβητείται και προσβάλλεται η προσωπική επάρκεια ή εντιμότητα ατόμων που ασκούν διοικητική λειτουργία, και μάλιστα όταν αυτά διορίζονται στη βάση συνταγματικών διατάξεων όπως στην περίπτωση μας. Το διοικητικό δικαστήριο δεν διερευνά κατά πόσο τα μέλη των διοικητικών οργάνων διαθέτουν τα πιο πάνω χαρακτηριστικά. Αυτό που έχει εξουσία να κάνει είναι να ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων τους. Διαφορετικά, τα άτομα που συνθέτουν συλλογικά το διοικητικό όργανο θα ήσαν προσωπικά υπόλογα στο δικαστήριο, και ενδεχομένως να ανακρίνονται, για την ορθότητα και αλήθεια των όσων αναφέρονται στα πρακτικά των αποφάσεων τους.

Στην αίτηση που μας απασχολεί καταγράφεται στο πρακτικό πως ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής χρησιμοποίησαν τις σημειώσεις τους, για τους λόγους που ήδη ανέφερα. Είναι αδιανόητο για το Δικαστήριο να αμφισβητεί αυτή την καταχώριση, και να θέλει να επιβεβαιώσει την αλήθεια της. Και κάτι άλλο. ΄Εχω την άποψη πως ακόμη και η βεβαίωση της ύπαρξης σημειώσεων, για την εκ των υστέρων καταγραφή της αιτιολόγησης της εκτίμησης της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, δεν χρειάζεται. Και τούτο για τους ίδιους λόγους που παραθέτω πιο πάνω. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, και επομένως να ελεγχθεί, η δυνατότητα ή ικανότητα των μελών διοικητικού οργάνου να έχουν παραστάσεις της διαδικασίας που έγινε ενώπιον τους, τις οποίες επαναφέρουν μετά σε γραπτό λόγο στα πρακτικά. Να προχωρήσω όμως και πιο πέρα. Ας υποθέσουμε, θεωρητικά, πως παρουσιάζονται τέτοιες σημειώσεις στο Δικαστήριο, που τυχαίνει να είναι ευανάγνωστες και χρησιμοποιείται σ΄αυτές η κοινή γραφή, όχι σήματα ή κλειδιά του γράφοντος, και διαπιστώνεται ότι το περιεχόμενο τους είναι αντίθετο με αυτά που υποστήριξε ο γράφων και καταχωρήθηκαν στο πρακτικό. Πού μας οδηγεί τέτοιο ενδεχόμενο; Νομίζω στον κοινό τόπο πως ο συγγραφέας, κατά τη συζήτηση του θέματος στο συλλογικό όργανο που μετέχει μετέβαλε άποψη. Απόλυτα θεμιτή εξέλιξη.

Μοναδικά λοιπόν στοιχεία για τον έλεγχο της διοικητικής απόφασης είναι ο διοικητικός φάκελος, που ασφαλώς πρέπει να περιέχει όλα τα έγγραφα που αφορούν στη λήψη της, ή άλλα στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με αυτή. Δεν διεξάγεται ανάκριση αναφορικά με τις νοητικές λειτουργίες των μελών του διοικητικού οργάνου, ή την ικανότητα και επάρκεια τους στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Η αίτηση απορρίπτεται με Λ.Κ.150 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας, ο δικηγόρος της οποίας καταχώρισε την ένσταση, η οποία και υιοθετήθηκε από τη δικηγόρο του ενδιαφερομένου μέρους, και Λ.Κ.75 υπέρ του τελευταίου.

 

Χρ. Αρτεμίδης, Δ.

 

/ΜΑΑ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο