ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 893/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Αντώνη Βασιλείου, εκ Λεμεσού,
FONT>Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, διά
1. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
2. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
30 Ιανουαρίου 2001
Για τον αιτητή: Χρ. Χατζηστερκώτης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, ηλικίας τώρα 54 ετών, ασκούσε το επάγγελμα πελεκάνου από πολύ νέος. Το 1986 κατέστη αυτοτελώς εργαζόμενος. Διατηρούσε ξυλουργείο στο υπόγειο της κατοικίας του και απασχολείτο, βοηθούμενος από υπαλλήλους, με την κατασκευή πορτοπαραθύρων και κουζίνων. Περί το τέλος του 1991 παρουσίασε αυχενική δισκοπάθεια και τέθηκε υπό την παρακολούθηση κυβερνητικού νευροχειρούργου. Χειρουργήθηκε δύο φορές, μια το 1991 και ξανά τον Απρίλιο του 1997. Σύμφωνα με ιατρική έκθεση ημερ. 7 Απριλίου 1998, ο αιτητής ήταν ενόψει αυτού του προβλήματος υγείας ικανός μόνο "για εργασία μη βαρειάς χειρονακτικής φύσης". Το ίδιο γνωμοδότησε και Ιατρικό Συμβούλιο στις 29 Ιουνίου 1998.
Στις 15 Απριλίου 1998 ο αιτητής υπέβαλε στο προβλεπόμενο έντυπο αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Ανέφερε, σε απάντηση σχετικού ερωτήματος, πως δεν μπορούσε πια να απασχοληθεί παρά μόνο με την "επίβλεψη για μερικές ώρες σε ξυλουργείο". Τις δυνατότητες που του απέμεναν τις είχε περιγράψει και λίγο ενωρίτερα, στις 29 Ιανουαρίου 1998, σε γραπτή κατάθεσή του στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για σκοπούς επιδόματος ασθενείας. Είχε αναφέρει τα εξής:
"Από τον Φεβράρη του 1997 που αρρώστησα μέχρι σήμερα δεν εργάστηκα καθόλου. Στο πελεκανιό μου έμειναν ο γιος μου Βάσος και ο γαμπρός μου Αντρέας. Γυρεύω να βρω κανένα να πουλήσω τα μηχανήματα μου γιατί λόγω του ότι υπάρχει κρίση τώρα στο επάγγελμα προτιμούν να πάνε μεροκάματο παρά να αναλάβουν το μαγαζί ο γιος μου ή ο γαμπρός μου. Λόγω του ότι το μαγαζί μου βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού μου όταν είμαι καλά κατεβαίνω απλώς για να επιθεωρώ την δουλειά και να τους δίνω καμμιά συμβουλή και αυτό γίνεται από τον τελευταίο μήνα περίπου."
Η αίτηση για σύνταξη ανικανότητος εγκρίθηκε στις 14 Αυγούστου 1998 και το τελικό αποτέλεσμα κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 10 Σεπτεμβρίου 1998 στην οποία αναφερόταν πως το ποσοστό ανικανότητας καθορίστηκε σε 75% και το μηνιαίο ποσό της σύνταξης σε £134.09, από 11 Μαρτίου 1998.
Μετά την πάροδο κάποιου διαστήματος δόθηκαν οδηγίες σε Επιθεωρητή Κοινωνικών Ασφαλίσεων να διενεργήσει έρευνα για έλεγχο. Η Επιθεωρητής πήρε κατάθεση από τον αιτητή στις 8 Μαρτίου 1999 και από κάποια γειτόνισσα του στις 23 Μαρτίου 1999. Στην κατάθεσή του ο αιτητής επανέλαβε το ιστορικό και ανέφερε τα εξής για τη διαμορφωθείσα κατάσταση:
"Απασχολούμαι λίγο όταν και όποτε νοιώθω καλά και αναλαμβάνω ελαφριάς φύσεως εργασίες. Τα εισοδήματά μου φτάνουν δεν φτάνουν τις £20 την εβδομάδα. Όταν δεν εργάζομαι τις ώρες μου τις περνώ στο σπίτι ξαπλωμένος ή στο μαγαζί της κόρης μου. Το 1998 τα εισοδήματά μου ήταν περισσότερα γιατί απασχολούσα και ένα υπάλληλο. Τώρα δεν απασχολώ κανένα.
Η γειτόνισσα στην κατάθεσή της ανέφερε ότι γνώριζε για τα προβλήματα υγείας του αιτητή, τον έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα, φαινόταν πως δεν μπορούσε καλά-καλά να περπατήσει, σπάνια άνοιγε το μικρό εργαστήρι του και δεν είχε πια υπαλλήλους.
Οι παρατηρήσεις στις οποίες εν τέλει προέβη η Επιθεωρητής, στις 6 Απριλίου 1999, αντικατόπτριζαν το περιεχόμενο των εν λόγω καταθέσεων. Είχαν όμως συγκεντρωθεί και ορισμένα άλλα στοιχεία. Το ένα ήταν η Δήλωση Εισοδήματος που ο αιτητής υπέβαλε για το φορολογικό έτος 1998 στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων. Δήλωσε ότι είχε ως επιπλοποιός-μαραγκός φορολογητέο κέρδος ύψους £3.350,00 όπως πιστοποίησε και ο ελεγκτής του. Το δεύτερο, επί της ίδιας πτυχής, ήταν ο επαγγελματικός φόρος ύψους £74 τον οποίο του επέβαλε ο Δήμος Λεμεσού για το ίδιο έτος. Τρίτο, ήταν η κατάσταση εργοδότησης υπαλλήλων στο ξυλουργείο από το 1995. Φαινόταν πως η εργοδότηση του ενός έληξε τον Σεπτέμβρη 1997 ενώ του άλλου κατά το τέλος Ιανουαρίου 1999. Και, τέταρτο, ήταν η εγγραφή του αιτητή στα αρχεία του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως εργοδότη με οικονομική δραστηριότητα στον τομέα λιανικού εμπορίου όπου εμφανιζόταν να απασχολούσε κάποια Θεμούλα Χριστοδούλου από 1 Αυγούστου 1994.
Παρατηρώ, τέλος, πως ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης περιέχει σημειώσεις που ετοιμάστηκαν για τους σκοπούς της προσφυγής όπως και πρόσθετα στοιχεία και έγγραφα που δεν υπήρχαν κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι σημειώσεις αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι τα εισοδήματα του αιτητή κατά το 1996 και 1997 ήταν £4.956 και £4.518 αντίστοιχα, χωρίς όμως να παρέχουν ένδειξη από που λήφθηκαν αυτά· επιπλέον, σε μια από δύο εκτυπωμένες καταστάσεις ηλεκτρονικού υπολογιστή σημειώνεται χειρογράφως η περίοδος 1/8/94-1/3/99, προφανώς ως η διάρκεια εργοδότησης της Θεμούλας Χριστοδούλου. Αυτά τα μεταγενέστερα δεν λαμβάνονται υπόψη.
Ενόψει των περισυλλεγέντων στοιχείων, υποβλήθηκε στο Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων σημείωμα, ημερ. 20 Απριλίου 1999, με εισήγηση για αναδρομικό τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας. Παραθέτω το μέρος που αναφέρεται στους λόγους:
"Για τον συνταξιούχο ανικανότητας έγινε διερεύνηση στις 6/4/99 (ερ. 30-26α) από την οποία διαπιστώθηκε ότι από 1/1/98-31/12/98 εργάστηκε κανονικά και απασχολούσε και υπαλλήλους. Το πιστοποιητικό που εξασφαλίστηκε από τον εγκεκριμένο λογιστή του (ερ. 27) πιστοποιεί ότι ο επιχειρηματίας Αντωνάκης Βασιλείου είχε καθαρό κέρδος £3.350.
Σύμφωνα με τα αρχεία μας, ο συνταξιούχος ως εργοδότης έχει δύο οικονομικές δραστηριότητες, του πελεκάνου και το λιανικό εμπόριο, στο οποίο απασχολεί την Θεμούλα Χριστοδούλου από 1/8/94 (ερ. 33-31)."
Ο Διευθυντής συμφώνησε με την εισήγηση και στις 21 Απριλίου 1999 έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. Το αποτέλεσμα κοινοποιήθηκε στον αιτητή με ειδοποίηση σε μορφή συμπληρωμένου εντύπου ημερ. 28 Απριλίου 1999. Η ειδοποίηση έλεγε τα εξής:
"Σας πληροφορούμε ότι η σύνταξη ανικανότητας που σας καταβαλλόταν από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τερματίστηκε από 11/3/98, γιατί το ποσοστό της ανικανότητας σας για εργασία είναι χαμηλότερο του 66.2/3%.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν χορηγείται σύνταξη όταν η ανικανότητα για εργασία είναι κάτω από το ποσοστό αυτό.
Παρακαλείστε να μας επιστρέψετε την ταυτότητα δικαιούχου δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης την οποία κατέχετε.
Παρακαλώ όπως επιστρέψετε το ποσόν των £1971.59 που σας καταβλήθηκε αντικανονικά σαν σύνταξη ανικανότητας."
Το δικαίωμα σε σύνταξη ανικανότητος ρυθμίζεται από το άρθρο 38 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80) όπως τροποποιήθηκε. Παραθέτω το μέρος που έχει σχέση με τις ανάγκες αυτής της υπόθεσης:
"38.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ησφαλισμένος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος εάν -
(α) ήτο ανίκανος προς εργασίαν δι΄ εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας εντός οποιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως·
(β) εντός της τοιαύτης περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αποδείξη ότι προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν·
(γ) δεν συνεπλήρωσε την συντάξιμον ηλικίαν· και
(δ) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:
.................................. ................................................ P>
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, η σύνταξις ανικανότητος καταβάλλεται από της σχετικής ημερομηνίας εν όσω ο ησφαλισμένος παραμένει μονίμως ανίκανος προς εργασίαν και δεν έχει συμπληρώσει την συντάξιμον ηλικίαν.
.................................. .................................................. .....................
(5) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεώς του, ή προγενεστέρας η οποία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισίν του, δεν δύναται να κερδίζη δι΄ εργασίας την οποία ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ΄ όψιν των
δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεώς του, πέραν του ενός τρίτου του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως:.................................. .................................................. ...................."
Η θέση του αιτητή, όπως αναπτύχθηκε με την αγόρευση του συνηγόρου του, είναι βασικά πρώτο ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα την πλάνη ως προς τα γεγονότα και επακόλουθα την εξαγωγή αυθαίρετων συμπερασμάτων· και, δεύτερο, ότι δεν αιτιολογήθηκε η άποψη του Διευθυντή πως το ποσοστό ανικανότητος του αιτητή ήταν χαμηλότερο του 66 2/3%.
Το ζητούμενο ήταν εν προκειμένω το κατά πόσο ο αιτητής διατηρούσε δυνατότητα "να κερδίζη δι΄ εργασίας .... πέραν του ενός τρίτου του ποσού" που θα αναμενόταν υπό κανονικές περιστάσεις. Στην ειδοποίηση για τερματισμό της σύνταξης, η απόφαση αποδίδετο στην άποψη ότι το ποσοστό ανικανότητας του αιτητή για εργασία ήταν χαμηλότερο του 66 2/3%, με άλλα λόγια ότι ο αιτητής μπορούσε να κερδίζει πέραν του ενός τρίτου του κανονικώς αναμενόμενου ποσού. Επρόκειτο για άποψη που εξέφραζε την κατάληξη στο θέμα, με αυτόματο πλέον το αποτέλεσμα, και όχι το λόγο που να
εξηγούσε την κατάληξη. Όμως λόγοι για την απόφαση διατυπώθηκαν στο σημείωμα ημερ. 20 Απριλίου 1999 με το οποίο έγινε η εισήγηση για τον τερματισμό της σύνταξης. Οι λόγοι ήταν δύο: ο ένας ήταν ότι κατά το 1998 ο αιτητής, ο οποίος ως πελεκάνος είχε κέρδος ύψους £3.350, "εργάστηκε κανονικά και απασχολούσε και υπαλλήλους"· και ο άλλος ήταν ότι ο αιτητής είχε ως δεύτερη οικονομική δραστηριότητα το λιανικό εμπόριο για τη διεξαγωγή του οποίου εργοδοτούσε υπάλληλο.Σχετικά με τον πρώτο λόγο, θεωρώ ανεδαφική την αναφερθείσα ως διαπίστωση ότι κατά το 1998 ο αιτητής "εργάστηκε κανονικά". Βάσει των στοιχείων των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο αιτητής κατά το 1998 εργοδοτούσε ένα άτομο όπως εξ άλλου δήλωσε και ο ίδιος στην κατάθεσή του, ημερ. 23 Μαρτίου 1999, ενώ κατά τις αρχές του 1998 είχε στο ξυλουργείο το γιο και το γαμπρό του οι οποίοι όμως δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν εκεί ούτε να το αναλάβουν. Αυτά δεν μπορούσαν, κατά την αντίληψή μου, να οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως ο αιτητής "εργάστηκε κανονικά". Για την κατάσταση της υγείας του αιτητή δεν χωρούσε αμφιβολία. Σύμφωνα με την ιατρική πιστοποίηση, παρέμενε ικανός "για εργασία μη βαρειάς χειρονακτικής φύσης". Η δήλωσή του στις 23 Μαρτίου 1999 ότι απασχολείτο λίγο όταν και όποτε ένοιωθε καλά και αναλάμβανε ελαφριάς φύσεως εργασίες, δεν ήταν ασυμβίβαση με τα όσα ήταν ήδη γνωστά κατά το χρόνο που του χορηγήθηκε η σύνταξη. Το μόνο στοιχείο που ο Διευθυντής δεν είχε προηγουμένως ήταν το κέρδος του αιτητή, ύψους £3.350, για το 1998. Αυτό το στοιχείο δικαιολογούσε την περαιτέρω εξέταση με αναφορά (α) στο συνολικό ποσό το οποίο κάποιος στη θέση του αιτητή θα αναμενόταν να κέρδιζε αν ήταν υγιής, ώστε να φαινόταν αν πράγματι το κερδηθέν υπερέβαινε το ένα τρίτο· και (β) στο πώς προέκυψε αυτό το κέρδος. Σε σχέση με το πρώτο δεν νομίζω ότι οι αριθμοί καθιστούσαν την κατάληξη αυτονόητη. Η άποψη ότι το ποσό των £3.350 επί τρία θα απέδιδε ποσό ψηλότερο από ό,τι ο αιτητής θα κέρδιζε μπορεί να εξέφραζε την πραγματικότητα αλλά και μπορεί όχι. Χωρίς την αναφορά σε κάποια δεδομένα και την πρωτογενή αξιολόγησή τους, καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος. Σε σχέση με το δεύτερο, νομίζω πως για την ερμηνεία και εφαρμογή του εδαφίου (5) του άρθρου 38 ο Διευθυντής θα έπρεπε να είχε κατευθύνει την προσοχή του στο κατά πόσο τα εισοδήματα από τα οποία προέκυπτε το κέρδος, προέρχονταν πράγματι από εργασία που έγινε κατά το 1998 και δεν αποτελούσαν το προϊόν εργασίας που είχε γίνει προηγουμένως αλλά πληρώθηκε μέσα στο 1998 οπόταν η κατάληξη ενδεχομένως να ήταν διαφορετική. Αυτό ήταν θέμα για πρωτογενή κρίση από το Διευθυντή.
Αναφορικά, τέλος, με τον λόγο που αφορούσε την εργοδότηση της Θεμούλας Χριστοδούλου για διεξαγωγή λιανικού εμπορίου, μου φαίνεται πως το θέμα έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης για το είδος και την έκταση, με σκοπό την εκτίμηση του τί οικονομικώς μπορεί να απέφερε, προτού καταστεί δυνατή η εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ