ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1495/2000

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

Λουκά Ιατρού,

Αιτητή

και

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ'ης η αίτηση

-----------------------------

22 Ιανουαρίου 2001

Για τον Αιτητή: κ. Ν. Χαραλάμπους.

Για την Καθ'ης η αίτηση: κα Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

----------------------------------- -------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(α) Η μετάθεση στη Λάρνακα

Στις 11/5/00 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (που πιο κάτω θα αποκαλείται η "Επιτροπή"), απεφάσισε τη μετάθεση του αιτητή, που υπηρετούσε τότε σαν Διευθυντής Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, στη Διανέλλειο Τεχνική Σχολή Λάρνακας.

Ο αιτητής με επιστολές του ημερομηνίας 11/5/2000 και 5/6/2000 ζήτησε από την Επιτροπή να πιστωθεί με ακόμα δύο μονάδες λόγω της φοίτησης του γιού του σε Πανεπιστήμιο της Αμερικής. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αν το αίτημα του γινόταν αποδεκτό θα είχε 86.560 μονάδες έναντι 83.958 του συναδέλφου του Κώστα Προύντζου και έτσι θα έπρεπε να τοποθετηθεί στη Λευκωσία και όχι στη Λάρνακα. Επιπρόσθετα ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι λόγω χειροτέρευσης της πάθησης του σπονδύλου και του αυχένα από την οποία υπέφερε ο ιατρός του τον συμβούλευσε να υποβληθεί σε εγχείρηση. Η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα του στις 15/6/2000 με την ακόλουθη αιτιολογία:

"2. Η Επιτροπή αποφασίζει να μην εγκρίνει το αίτημά σας για τους παρακάτω λόγους:

i. Σε καμιά περίπτωση η Επιτροπή δεν παραχώρησε 2 μονάδες για παιδιά τα οποία υπερβαίνουν την ηλικία των 25 χρόνων. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας είναι προγραμματισμένος να παραχωρεί 2 μονάδες μετάθεσης για κάθε παιδί που σπουδάζει στο εξωτερικό και δεν υπερβαίνει την ηλικία των 25 χρόνων. Η λογική πίσω από αυτή την απόφαση πολιτικής της Επιτροπής είναι ότι, μετά την υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά, μέσος όρος 5 χρόνων είναι αρκετός για απόκτηση του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου. Η απόφαση πολιτικής της Επιτροπής δεν προνοεί για παραχώρηση μονάδων μετάθεσης σε περίπτωση μεταπτυχιακών σπουδών, αφού μεταπτυχιακές σπουδές μπορούν να επιδιωχθούν και σε μεγάλη ηλικία.

ii. Ο γιός σας, ήδη συμπλήρωσε την ηλικία των 25 ετών και παρακολουθεί μεταπτυχιακές σπουδές."

 

 

(β) Η μετάθεση στο Παραλίμνι

Προτού ο αιτητής αναλάβει καθήκοντα στη Λάρνακα και πιο συγκεκριμένα στις 29/8/2000, πληροφορήθηκε ότι ο Κ. Προύντζος (που υπερτερούσε σε μονάδες από τον αιτητή) μετετίθετο από τη Λευκωσία στη Λάρνακα εκτοπίζοντας έτσι τον αιτητή, που ως επακόλουθο μετατέθηκε στο Παραλίμνι.

Είναι η θέση του αιτητή ότι η πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής της 24/8/2000 για τη μετάθεση του από Λάρνακα στο Παραλίμνι είναι προϊόν νομικής πλάνης και παράβασης των αρχών χρηστής διοίκησης, αφού η εφαρμογή της απόφασης πολιτικής της Επιτροπής ημερομηνίας 12/4/2000 αναφορικά με την απόδοση μονάδων δεν επέτρεπε τέτοια ερμηνεία.

 

 

 

(γ) Προδικαστική ένσταση

Η προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη αφού σύμφωνα με ιδία δήλωση του αιτητή είχε πληροφορηθεί το περιεχόμενο της σχετικής απόφασης της μετάθεσης του από Λάρνακα σε Παραλίμνι στις 25/8/2000 και η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 17/11/2000, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Και τούτο γιατί ο αιτητής είχε υποβάλει στις 29/8/2000 ένσταση για τη μετάθεση του στο Παραλίμνι. Η ένσταση απορρίφθηκε στις 7/9/2000. Εχοντας υπόψη το διάβημα της ένστασης στο οποίο είχε καταφύγει ο αιτητής που δεν μπορεί να παραγνωριστεί όταν εξετάζεται η χρονική περίοδος των 75 ημερών, εξυπακούεται ότι η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, έχοντας υπόψη ότι ο αιτητής πληροφορήθηκε προφορικά για τη σχετική απόφαση της μετάθεσης του στο Παραλίμνι σε συνάντηση που είχε ο αιτητής με τα μέλη της Επιτροπής στα γραφεία της Επιτροπής μεταξύ 1/9 και 8/9/2000, το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.

 

(δ) Η απόδοση μονάδων

Ο βασικός λόγος πάνω στον οποίο βασίζεται η αμφισβήτηση της εγκυρότητας της επίδικης απόφασης βασίζεται στη μη απόδοση προς τον αιτητή μονάδων που προκύπτουν από φοίτηση τέκνου του σε Ανώτερα ή Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.

Ο αιτητής είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο ένα γιό, τον Χαράλαμπο Ιατρού, που γεννήθηκε το 1974 στη Λευκωσία και κατά τον ουσιώδη χρόνο φοιτούσε στο Baruch College of the City University of New York στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Οι σπουδές άρχισαν την 1/9/99, η διάρκεια τους ήταν δύο χρόνια και το δίπλωμα που θα αποκτούσε ήταν μεταπτυχιακό.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (1) του Κανονισμού 12 των Περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Τοποθετήσεις, Μετακινήσεις και Μεταθέσεις) Κανονισμών του 1987 και 1994 (ΚΔΠ 212/87 και ΚΔΠ 267/94) η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κατά τη λήψη απόφασης για μεταθέσεις ακολουθεί σειρά προτεραιότητας η οποία καθορίζεται με κριτήρια που συμπεριλαμβάνονται στην πιο πάνω παράγραφο. Μεταξύ των κριτηρίων είναι και εκείνο της σύνθεσης της οικογένειας του Εκπαιδευτικού Λειτουργού. Σύμφωνα με την παράγραφο (2) του πιο πάνω Κανονισμού η βαρύτητα κάθε κριτηρίου "αποφασίζεται από την Επιτροπή εκ των προτέρων σε απόφαση πολιτικής, με σύστημα αριθμητικής αποτίμησης των κριτηρίων αυτών σε μονάδες". Η σχετική απόφαση πολιτικής της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας που λήφθηκε στις 12/4/2000 αναφέρει σχετικά με τα παιδιά ενός Εκπαιδευτικού Λειτουργού τα ακόλουθα: "Παιδιά: δύο μονάδες για κάθε παιδί κάτω των 25 ετών ή παιδί που φοιτά σε Ανώτερα ή Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα".

Είναι η θέση του αιτητή ότι οι Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί δικαιούνται να πιστώνονται με δύο μονάδες για κάθε παιδί που φοιτά σε Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, ανεξάρτητα αν η ηλικία του είναι άνω των 25 ετών και ανεξάρτητα αν η φοίτηση του είναι σε πτυχιακό ή μεταπτυχιακό επίπεδο.

 

(ε) Η νομική πλευρά

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα τα Δικαστήρια εφάρμοζαν το "χρυσό κανόνα" ερμηνείας (golden rule) που βασιζόταν πάνω στη συνηθισμένη και γραμματική ερμηνεία των λέξεων. Οπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Parke στην υπόθεση Becke v. Smith (1836) 2 M + W 191,

"Είναι ένας χρήσιμος κανόνας στην ερμηνεία ενός νόμου να προσκολλάται στο συνηθισμένο νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται και στη γραμματική τους ερμηνεία, εκτός αν τούτο έρχεται σε αντίθεση με την πρόθεση της νομοθετικής εξουσίας όπως συνάγεται από τον ίδιο το νόμο ή οδηγεί "σε μια πασιφανή παραλογία οπόταν και η γλώσσα που χρησιμοποιείται πρέπει να τροποποιείται για να αποφεύγεται μια τέτοια δυσκολία, αλλά όχι οτιδήποτε περισσότερο."

 

Ομως σταδιακά παρατηρείται ότι όταν οι λέξεις που χρησιμοποιούνται σε ένα νομοθέτημα είναι ασαφείς τα Δικαστήρια δεν περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο στη φρασεολογία του υπό ερμηνεία κειμένου αλλά προχωρούν στην απόδοση εκείνης της ερμηνείας που θα προωθούσε πιο αποτελεσματικά τους σκοπούς του νομοθέτη. (Ιδε Carter v. Bradbeer [1975] 3 All ER 158 και Pepper v. Hart [1993] 1 All ER 42 (HL)). Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην Κύπρο όπου σε αριθμό αποφάσεων τονίστηκε ότι η υιοθέτηση της τελεολογικής ερμηνείας (teleological or purposive interpretation) δεν πρέπει να συγκρούεται με ρητές νομοθετικές διατάξεις. (Ιδε ΚΟΤ ν. Παπαδόπουλου [1990] 2 ΑΑΔ 86, Τροκκούδη ν. Πέτρου, Εκλογική Αίτηση 4/97 της 10/4/98 και Κυπριανού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Α.Ε. 672/96 της 29/5/98).

Χαρακτηριστικά στην υπόθεση ΚΟΤ ν. Παπαδόπουλου (πιο πάνω), τονίστηκε ότι,

"Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Οπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη."

 

Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 ΑΑΔ 59, όπου τονίστηκε ότι,

"Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Οπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου."

 

Στην παρούσα περίπτωση η γραμματική ή συνηθισμένη ερμηνεία της σχετικής πρόνοιας καθορίζει ότι θα πρέπει να αποδοθούν δύο μονάδες σε ένα Εκπαιδευτικό Λειτουργό που έχει παιδιά κάτω των 25 χρόνων ή παιδί που φοιτά σε Ανώτερα ή Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός στην ηλικία ενός παιδιού που θα ακολουθήσει ανώτερες σπουδές. Η ερμηνεία που δόθηκε από την Επιτροπή ότι η απόδοση δύο μονάδων θα έπρεπε να περιορίζεται σε παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό, των οποίων η ηλικία δεν υπερβαίνει τα 25 χρόνια, δεν συνάδει με τη συνηθισμένη ερμηνεία της σχετικής φρασεολογίας. Η αιτιολογία που προσφέρεται για τον πιο πάνω ερμηνευτικό τρόπο, ότι δηλαδή μετά από την υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά μια χρονική περίοδος 5 χρόνων θα ήταν αρκετή για την απόκτηση του πρώτου πτυχίου και ότι η απόφαση πολιτικής δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι καλύπτει και μεταπτυχιακές σπουδές, δεν μπορεί να υποστηρίξει τις θέσεις της Επιτροπής. Και τούτο γιατί η γραμματική ερμηνεία της σχετικής φρασεολογίας είναι σαφής σε βαθμό που να μην επιτρέπει την καταφυγή στην τελεολογική ερμηνευτική μέθοδο που θα δικαιολογούσε την υιοθέτηση της πιο πάνω αιτιολογίας.

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σχετική απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή αφού λήφθηκε κάτω από το καθεστώς πλάνης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα σε βάρος των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο