ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 845
18 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΘΩΜΑ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Ι ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 743/1999)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Πειθαρχικές ποινές ― Όρια του αναθεωρητικού ελέγχου τους.
Στρατός της Δημοκρατίας ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Καν. 11Α (7) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 ― Επαύξηση πειθαρχικής ποινής ― Προϋποθέσεις ― Η επίδικη επαύξηση ποινής κρίθηκε αναιτιολόγητη ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση του διοικητή της Τακτικής Διοίκησης της Μεραρχίας στην οποία υπαγόταν η Μονάδα του να επαυξήσει την πειθαρχική ποινή της 4ήμερης κράτησης, που του είχε επιβληθεί, σε 5ήμερη φυλάκιση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Υπό εξέταση είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης για επαύξηση και όχι η επαύξηση από την άποψη αυστηρότητας της ποινής αφού, καθώς είναι νομολογημένο, το ύψος ή το είδος της ποινής, ως κατάληξη της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών και στάθμισης της βαρύτητας τους, δεν ελέγχεται.
Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Η αναφορά, στο κείμενο της απόφασης, σε αιτιολογικό το ίδιο με εκείνο της προηγούμενης απόφασης με την οποία ο αιτητής είχε βρεθεί ένοχος παραπτώματος και τιμωρήθηκε με τετραήμερη κράτηση δεν παρέπεμπε παρά μόνο στην έκθεση του παραπτώματος. Βέβαια, όπως και στην περίπτωση της αρχικά επιβληθείσας ποινής, έτσι και στην προσβαλλόμενη απόφαση έγινε αναφορά στην ανάκριση και στη διοικητική απολογία του αιτητή, όπου θα μπορούσαν να αναζητηθούν οι περιστάσεις προς εξήγηση της κατάληξης. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό τουλάχιστο για την περίπτωση επαύξησης· χρειαζόταν ρητή αναφορά στο λόγο για την άσκηση της εξουσίας. Η εξειδίκευση των λόγων στον Καν. 11Α (7) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 για τους οποίους επιτρέπεται η επαύξηση - αντί μιας γενικής αναφοράς σε ανεπάρκεια ποινής - πρέπει να σημαίνει και αντίστοιχο δικαίωμα στον τιμωρηθέντα να γνωρίζει το λόγο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Κρητιώτη v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της επαύξησης της πειθαρχικής ποινής η οποία του επιβλήθηκε από τετραήμερη σε πενθήμερη φυλάκιση.
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, μόνιμος αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας, φέρει το βαθμό του ανθυπολοχαγού και κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο 289 Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού. Κατόπιν της διαπίστωσης, στις 22 Δεκεμβρίου 1998, πως χάθηκε ένας ασύρματος, διενεργήθηκε ανάκριση από την οποία προέκυψε πειθαρχική ευθύνη και από μέρους του αιτητή επειδή την προτεραία, ως αξιωματικός υπηρεσίας διανυκτέρευσης Μονάδος (ΑΥΔΜ), δεν προέβη όπως όφειλε στον έλεγχο υλικών αλλά ανέθεσε το έργο στον αξιωματικό επιφυλακής (ΑΞΕΠ) με αποτέλεσμα τη μη διαπίστωση της απώλειας τότε.
Σε πειθαρχική διαδικασία η οποία ακολούθησε, ο αιτητής βρέθηκε στις 18 Μαρτίου 1999 ένοχος και τιμωρήθηκε με τετραήμερη κράτηση. Παραθέτω το σχετικό μέρος του πρακτικού:
"1. Αφού έλαβα υπόψη την διενεργηθείσα ανάκριση που διατάχθηκε στο "γ" σχετικό και την από 18 Μαρ. 99 διοικητική απολογία σας,
σας τιμωρώ
με 4ήμερο κράτηση, διότι ως ΑΥΔΜ την 21 Δεκ.98 δεν προβήκατε όπως οφείλατε στον έλεγχο των υλικών του Τμήματος Επιφυλακής αλλά ορίσατε να το κάνει αυτό ο ΑΞΕΠ με αποτέλεσμα να μην διαπιστώσετε την απώλεια του Σ/Α PRM 4720 Α με αριθμό 15240."
Ο διοικητής της Τακτικής Διοίκησης της Μεραρχίας, στην οποία υπαγόταν η Μονάδα του αιτητή, με απόφαση ημερ. 22 Απριλίου 1999 επαύξησε την ποινή σε πενθήμερη φυλάκιση. Το πρακτικό της απόφασης περιορίζεται, σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει, στα εξής:
"1. Αφού έλαβα υπόψη τα στοιχεία της διενεργηθείσης ανάκρισης και την από 18 Μαρ. 99 διοικητική απολογία του Ανθλγού (ΠΖ) Στυλιανού Θωμά ΑΜ 4012 του 289 ΜΤΠ καθώς και την επιβληθείσα σ' αυτόν ποινή 4ήμερης κράτησης από τον Διοικητή του 289 ΜΤΠ
επαυξάνω
σε 5νθήμερη φυλάκιση με το ίδιο αιτιολογικό, ήτοι διότι ως ΑΥΔΜ της Μονάδας του την 21 Δεκ.98 δεν προέβηκε όπως όφειλε στον έλεγχο των υλικών του Τμήματος Επιφυλακής αλλά όρισε να το κάνει ο Αξκός Επιφυλακής (ΑΞΕΠ) με αποτέλεσμα να μην διαπιστώσει την απώλεια του ΣΑ P.R.M 4720 Α με αριθμό 15240."
Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση για την επαύξηση.
Εξουσία για την επαύξηση ποινής παρέχει ο Καν. 11Α(7) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 όπως τροποποιήθηκαν. Προβλέπεται ότι:
"(7) Ο προϊστάμενος του επιβαλλόντος ποινήν τινά διοικητής ή ο Διοικητής της Δυνάμεως δύναται να επαυξήση ταύτην εάν κρίνη ότι η φύσις του παραπτώματος, αι συνθήκαι υφ' ας τούτο έλαβε χώραν, η προτέρα διαγωγή του τιμωρηθέντος ή η ανάγκη περιστολής συχνών παραπτωμάτων παρομοίας φύσεως, επιβάλλουν αυστηροτέραν ποινήν. Ο όρος επαύξησις περιλαμβάνει και μετατροπήν του είδους της ποινής επί το αυστηρότερον:
......................................................................................................"
Ο αιτητής προέβαλε ότι η απόφαση για επαύξηση δεν εντασσόταν στα όρια του Κανονισμού και φανέρωνε πλάνη νόμου αφού δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε από τους λόγους που επέτρεπαν την επαύξηση, ήτοι, τη φύση του παραπτώματος, τις συνθήκες διάπραξης του, την προηγούμενη διαγωγή του τιμωρηθέντος, και την ανάγκη ειδικής αποτροπής, αλλά επήλθε "με το ίδιο αιτιολογικό" της αρχικής ποινής, όπως ρητά εξηγείται στο κείμενο της απόφασης. Ο αιτητής πρότεινε ως εναλλακτική νομική βάση την έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας, ακόμα και έλλειψη έρευνας που να μπορούσε εν πάση περιπτώσει να στηρίξει σύνδεση της επαύξησης με οποιοδήποτε από τους προβλεπόμενους λόγους που να την επέτρεπαν. Παρατηρώ ωστόσο ότι ζήτημα έλλειψης δέουσας έρευνας θα μπορούσε να τεθεί μόνο εφόσον θα μπορούσε να συναρτηθεί με ό,τι χρειαζόταν οπωσδήποτε για την απόφαση και όχι με ενδεχόμενα στα οποία, όπως εδώ, δεν γίνεται επίκληση.
Καθίσταται κατ' αρχήν αναγκαία η διευκρίνιση ότι υπό εξέταση είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης για επαύξηση και όχι η επαύξηση από την άποψη αυστηρότητας της ποινής αφού, καθώς είναι νομολογημένο, το ύψος ή το είδος της ποινής, ως κατάληξη της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών και στάθμισης της βαρύτητας τους, δεν ελέγχεται: βλ. την Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 778, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη νομολογία.
Είναι νομίζω προφανές πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Η αναφορά, στο κείμενο της απόφασης, σε αιτιολογικό το ίδιο με εκείνο της προηγούμενης απόφασης με την οποία ο αιτητής είχε βρεθεί ένοχος παραπτώματος και τιμωρήθηκε με τετραήμερη κράτηση δεν παρέπεμπε παρά μόνο στην έκθεση του παραπτώματος. Βέβαια, όπως και στην περίπτωση της αρχικά επιβληθείσας ποινής, έτσι και στην προσβαλλόμενη απόφαση έγινε αναφορά στην ανάκριση και στη διοικητική απολογία του αιτητή όπου θα μπορούσαν να αναζητηθούν οι περιστάσεις προς εξήγηση της κατάληξης. Αυτό όμως δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, αρκετό τουλάχιστο για την περίπτωση επαύξησης· χρειαζόταν ρητή αναφορά στο λόγο για την άσκηση της εξουσίας. Η εξειδίκευση των λόγων στον Καν. 11Α (7) για τους οποίους επιτρέπεται η επαύξηση - αντί μιας γενικής αναφοράς σε ανεπάρκεια ποινής - πρέπει να σημαίνει και αντίστοιχο δικαίωμα στον τιμωρηθέντα να γνωρίζει το λόγο. Καταλήγω λοιπόν πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.