ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 748/99
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
CHRISTAKIS KRITIKOS CONSTRUCTIONS LIMITED
Αι τητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Καθ΄ ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 4.9.2000Για τους αιτητές: κ. Γ. Γεωργιάδης με κ. Αλ. Ιωαννίδη.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και επαγγέλλεται τον εργολάβο οικοδομών με έδρα την Αγία Νάπα.
Ασκώντας τις εξουσίες οι οποίες του παρέχονται από τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο (Νόμος 246/90), ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ο Έφορος) διενήργησε, μέσω των αρμόδιων Λειτουργών του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ Λάρνακας, έλεγχο στα υποστατικά της αιτήτριας, ο οποίος άρχισε στις 25.9.1997. Κατά την επίσκεψη της 25.9.1997 ζητήθηκαν τα βιβλία και τα αρχεία τα οποία τηρούσε η αιτήτρια, για την περίοδο από 1.3.1994 μέχρι 31.7.1997, για να εξεταστούν σε σύγκριση με τα στοιχεία τα οποία υπέβαλε στις φορολογικές της δηλώσεις. Όμως, όπως διαπιστώθηκε, η αιτήτρια δεν τηρούσε οποιαδήποτε βιβλία ή αρχεία ώστε να είναι δυνατή η επαλήθευση των στοιχείων αυτών. Ως εκ τούτου, ο έλεγχος περιορίστηκε στη διακρίβωση κατά πόσο αποδόθηκε ορθά ο οφειλόμενος φόρος εκροών, ενώ ο έλεγχος για τη διακρίβωση της ορθότητας των στοιχείων για το φόρο εισροών δεν προχώρησε. Για τον τελευταίο, με επιστολή ημερομηνίας 17.12.1997, ζητήθηκε από την αιτήτρια να παρουσιάσει, μέχρι τις 15.2.1998, το λογαριασμό ΦΠΑ τον οποίο τηρούσε, αναλυτική κατάσταση των τιμολογίων για τα οποία διεκδικούσε πίστωση φόρου, και τα τιμολόγια τα οποία της εκδόθηκαν από τους προμηθευτές της.
Αναφορικά με το φόρο εκροών έγινε ο ακόλουθος έλεγχος:
(α) Αντιπαραβλήθηκαν τα στοιχεία τα οποία δηλώθηκαν από την αιτήτρια ως φόρος εκροών με το φόρο ο οποίος έπρεπε να αποδοθεί, στη βάση των αποδείξεων τις οποίες είχε εκδώσει.
(β) Συγκρίθηκαν οι καταθέσεις σε λογαριασμούς σε Τράπεζες με τις εισπράξεις της αιτήτριας, στη βάση των αποδείξεων τις οποίες είχε εκδώσει.
(γ) Έγινε έλεγχος του χρόνου απόδοσης του οφειλόμενου φόρου εκροών από την αιτήτρια, και πάλι στη βάση των αποδείξεων τις οποίες είχε εκδώσει.
Από τον πιο πάνω έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια δεν απέδωσε ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών ο οποίος αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και/ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί κατά την περίοδο από 1.3.1994 μέχρι 31.7.1997.
Στη διαπίστωση αυτή κατέληξαν οι αρμόδιοι Λειτουργοί αφού,
(α) Από την αντιπαραβολή των στοιχείων τα οποία δηλώθηκαν με το φόρο ο οποίος έπρεπε να αποδοθεί, διαπιστώθηκε ότι, σε αρκετές φορολογικές περιόδους, αποδόθηκε ποσό φόρου εκροών μικρότερο από το οφειλόμενο.
(β) Από τη σύγκριση των καταθέσεων σε λογαριασμούς σε Τράπεζες με τις εισπράξεις διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν αρκετές καταθέσεις αναφορικά με τις οποίες δεν υπήρχε τεκμηρίωση της προέλευσής τους, παρά το ότι ζητήθηκαν εξηγήσεις από την αιτήτρια. Η ανυπαρξία βιβλίων και αρχείων σε συνδυασμό με την ύπαρξη καταθέσεων στις Τράπεζες, πέρα από τις δηλωθείσες ως εισπράξεις, οδήγησε τους αρμόδιους Λειτουργούς στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια είχε εισπράξεις για τις οποίες δεν είχαν εκδοθεί αποδείξεις ή τιμολόγια.
(γ) Από τον έλεγχο του χρόνου απόδοσης του οφειλόμενου φόρου διαπιστώθηκε ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, ο φόρος εκροών δεν αποδόθηκε μέσα στη φορολογική περίοδο κατά την οποία είχε εκδοθεί το αντίστοιχο τιμολόγιο.
Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο Έφορος έκρινε ότι η φορολογικές δηλώσεις τις οποίες είχε υποβάλει η αιτήτρια, για τις φορολογικές περιόδους από 1.3.1994 μέχρι 31.7.1997, ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ως εκ τούτου, προέβη σε βεβαίωση του φόρου εκροών, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 34(1) του Νόμου 246/90, και ειδοποίησε σχετικά την αιτήτρια με επιστολή του ημερομηνίας 30.12.1997. Σύμφωνα με τη βεβαίωση η αιτήτρια όφειλε να καταβάλει ποσό φόρου εκροών ύψους £8.935,92.
Με επιστολή της ημερομηνίας 11.3.1998, η αιτήτρια υπέβαλε αμφισβήτηση εναντίον της βεβαίωσης της 30.12.1997, προσκομίζοντας νέα στοιχεία. Επίσης, με δεύτερη επιστολή της ημερομηνίας 11.5.1998, υπέβαλε αμφισβήτηση εναντίον της ίδιας βεβαίωσης για το λόγο ότι ποσό £28.307,00, περιλαμβανομένου φόρου εισροών £2.096,81, δεν διεκδικήθηκε (όπως δήλωσε, το ποσό αφορούσε πληρωμές της ΣΠΕ Αγίας Νάπας προς τους υπεργολάβους και όχι δικές της εισπράξεις). Κατόπιν τούτου, αρμόδιοι Λειτουργοί επισκέφθηκαν εκ νέου τα υποστατικά της αιτήτριας και, αφού εξέτασαν τις αμφισβητήσεις, διαπίστωσαν τα ακόλουθα:
(α) Η αιτήτρια είχε διεκδικήσει για πίστωση ποσό μεγαλύτερο κατά £281,49 από αυτό το οποίο είχε καταχωρηθεί στα βιβλία της.
(β) Η αιτήτρια είχε πιστωθεί με ποσό £2.743,68 ως φόρο εισροών, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα.
(γ) Η αιτήτρια είχε πιστωθεί με ποσό £1.972,68 χωρίς να έχει στην κατοχή της οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο όπως προβλέπεται από το άρθρο 25(10) του Νόμου 246/90.
(δ) Ότι το ποσό του φόρου εκροών που είχε επιβληθεί με την επιστολή της 30.12.1997, και το οποίο αμφισβητήθηκε από την αιτήτρια με την επιστολή της 11.3.1998, για ποσό £4.000, το οποίο είχε κατατεθεί στη ΣΠΕ Αγίας Νάπας την 13.12.1996, έπρεπε να ακυρωθεί διότι αφορούσε δάνειο από τη συγγενική εταιρεία Χρ. Κρητικός και Υιοί Λτδ.
(ε) Ότι το αίτημα της αμφισβήτησης της 11.5.1998 έπρεπε να γίνει αποδεκτό, επειδή, όμως, δεν περιλαμβανόταν στη βεβαίωση της 30.12.1998, έπρεπε να γίνει διόρθωση στο λογαριασμό του ΦΠΑ ο οποίος αφορούσε την περίοδο μέσα στην οποία είχε εκδοθεί η σχετική απόδειξη είσπραξης προς τη ΣΠΕ Αγίας Νάπας.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις, ο Έφορος,
(α) Προέβη σε βεβαίωση του ποσού του φόρου ο οποίος δεν έπρεπε να πιστωθεί δυνάμει του άρθρου 34(2) του Νόμου 246/90 και, με επιστολή του ημερομηνίας 7.7.1998, ειδοποίησε σχετικά την αιτήτρια.
(β) Έστειλε επιστολή στην αιτήτρια, ημερομηνίας 6.7.1998 με την οποία την πληροφόρησε ότι το αίτημά της, ημερομηνίας 11.3.1998, είχε γίνει δεκτό με αποτέλεσμα το ύψος της βεβαίωσης φόρου, ημερομηνίας 30.12.1997, να μειωθεί από £8.935,92 σε £8.639,62.
(γ) Έστειλε επιστολή στην αιτήτρια, ημερομηνίας 19.10.1998, με την οποία την πληροφόρησε ότι το αίτημά της, ημερομηνίας 11.5.1998, είχε γίνει δεκτό και την κάλεσε να προβεί σε διόρθωση του λογαριασμού του ΦΠΑ τον οποίο τηρούσε για την περίοδο κατά την οποία είχε εκδοθεί η απόδειξη είσπραξης προς τη ΣΠΕ Αγίας Νάπας.
Με επιστολές της ημερομηνιών 31.12.1998, 28.1.199, 1.2.1999, 19.2.1999, 8.3.1999 και 23.3.1999, η αιτήτρια υπέβαλε νέα αμφισβήτηση, προσκομίζοντας, ταυτόχρονα, και νέα αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, στις 29.1.1999, εκπρόσωποι της αιτήτριας συναντήθηκαν με τον προϊστάμενο του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ Λάρνακας και υπέβαλαν τις παραστάσεις τους. Αφού επανεξέτασε την όλη υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη και τα νεότερα στοιχεία, ο Έφορος απέστειλε στην αιτήτρια την ακόλουθη επιστολή:
«
Αμφισβήτηση βεβαίωσης φόρουChristakis Kritikos Constructions Ltd,
αρ. εγγρ. 10059961Α
Αναφέρομαι στην αμφισβήτηση που λήγει με την επιστολή σας ημερομηνίας 8/3/99 αναφορικά με τις βεβαιώσεις φόρου που έγιναν στον πιο πάνω πελάτη σας 30/12/97 και 7/7/98 και σημειώνω τα πιο κάτω:
α. Δεν έχουμε απαντήσει οποιαδήποτε από τις προηγούμενες σας επιστολές γιατί σε κάθε μία από αυτές, ως επίσης και προφορικώς μας πληροφορούσατε ότι θα αποστέλλατε επιπρόσθετα στοιχεία οπότε θα μπορούσε να υπάρξει ολοκληρωμένη εξέταση τους.
β. Όσον αφορά τα στοιχεία που παρουσιάσατε θα ήθελα να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
· κατάθεση £4200 στις 30/9/94
· κατάθεση £10000 στις 11/12/96
· κατάθεση £2000 στις 28/2/97
3. Είμαστε στη διάθεση σας για οποιεσδήποτε πληροφορίες χρειάζεστε.»
Η πιο πάνω απόφαση του Εφόρου είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα ως αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του Εφόρου και, επίσης, ότι αυτή λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και ή κατάχρηση εξουσίας και στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι η αιτήτρια δεν διατηρούσε τα απαραίτητα βιβλία και αρχεία ώστε να μπορούν να επαληθευθούν με ακρίβεια οι φορολογικές της δηλώσεις, όπως προνοείται από το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90. Είναι επίσης παραδεκτό γεγονός ότι η αιτήτρια παρουσίασε στον Έφορο διάφορα στοιχεία προς τεκμηρίωση των αμφισβητήσεών της, όπως τιμολόγια, συμβόλαια οικοδομικών έργων, αποδείξεις εσόδων και εξόδων, αντίγραφα τραπεζικών καταστάσεων κ.λ.π. Ο Έφορος εξέτασε και αποδέχτηκε όσα στοιχεία έκρινε ότι ήταν επαρκώς τεκμηριωμένα, ενώ δεν αποδέχτηκε και απέρριψε εκείνα τα οποία, κατά την κρίση του, δεν είχαν τεκμηριωθεί επαρκώς ώστε να μπορούν να εξηγηθούν ικανοποιητικά οι αντίστοιχες συναλλαγές της αιτήτριας, όπως, π.χ. η πηγή προέλευσης αριθμού καταθέσεων σε τραπεζικούς λογαριασμούς της αιτήτριας. Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο Έφορος παρέλειψε να ερευνήσει δεόντως οποιαδήποτε στοιχεία τέθηκαν στη διάθεσή του ή ότι η εκ μέρους του εκτίμηση των εν λόγω στοιχείων βρίσκεται εκτός των ορίων του λογικά εφικτού. (Βλ. Goodstones Ltd v. Δημοκρατίας, ΑΕ2334, 20.10.1999). Ούτε ότι η απόφασή του, όπως περιέχεται στην επιστολή του ημερομηνίας 29.3.1999, στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Η αιτιολογία προκύπτει από τις βεβαιώσεις φόρου της 30.12.1997 και 7.7.1998, οι οποίες συνιστούν και το υπόβαθρο της επιστολής της 29.3.1999. Πρόσθετα, η αιτιολογία της απόφασης του Εφόρου συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου, συγκεκριμένα από την έκθεση του αρμόδιου Λειτουργού ο οποίος διεξήγαγε την έρευνα και στην οποία εξηγείται με λεπτομέρεια η κατάληξή του, περιλαμβανομένης της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε για τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου, πράγμα που ανήκε στη διακριτική του εξουσία. (Βλ. Παραρτήματα «Β» και «Κ» στην Ένσταση).
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η βεβαίωση σε ότι αφορά όλες τις φορολογικές περιόδους, εκτός από αυτή που έγινε μετά το Μάρτιο του 1997, είναι εκτός των χρονικών πλαισίων που θέτει το άρθρο 34(5)(α) του Νόμου 246/90, το δε άρθρο 34(5)(β), του ίδιου Νόμου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση της αιτήτριας.
Το άρθρο 34(5) του Νόμου 246/90 έχει ως εξής:
«(5) Οποιαδήποτε βεβαίωση με βάση τα εδάφια (1), (2) και (3) του παρόντος άρθρου για το ποσό του φόρου που οφείλεται αναφορικά με οποιαδήποτε φορολογική περίοδο πρέπει να γίνεται το αργότερο -
(α) Δύο χρόνια μετά το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου, ή
(β) ένα χρόνο αφότου περιήλθαν σε γνώση του Εφόρου στοιχεία αποδεικτικά των γεγονότων και ικανοποιητικά, κατά την κρίση του, ώστε να δικαιολογείται η πράξη της βεβαίωσης& ο Έφορος όμως μπορεί, εάν περιέλθουν σε γνώση του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία μετά την πιο πάνω βεβαίωση, το αργότερο μέσα σ΄ ένα χρόνο από την ημέρα που περιέχονται σε γνώση του τα άλλα αυτά αποδεικτικά στοιχεία.»
Στην προκείμενη περίπτωση η βεβαίωση του φόρου εκροών έγινε στις 30.12.1997, αφού προηγήθηκε η σχετική επίσκεψη ελέγχου η οποία άρχισε στις 25.9.1997 και ολοκληρώθηκε στις 16.12.1997, ενώ η συμπληρωματική βεβαίωση του ίδιου φόρου, όπως και του φόρου εισροών, έγινε στις 7.7.1998, αφού προηγήθηκε νέα επίσκεψη ελέγχου η οποία άρχισε στις 26.6.1998 και ολοκληρώθηκε στις 2.7.1998, και κατά την οποία περιήλθαν νέα στοιχεία σε γνώση του Εφόρου. Από τα πιο πάνω είναι σαφές ότι δεν υπήρξε, με κανένα τρόπο, οποιαδήποτε υπέρβαση των χρονικών ορίων που θέτει το άρθρο το άρθρο 34(5)(β). Η επιστολή της 29.3.1999, η οποία είναι και το αντικείμενο της προσφυγής, περιέχει απλώς μείωση του ποσού της βεβαίωσης της 30.12.1997 κατά £1.200, ενώ, ταυτόχρονα, επιβεβαιώνει το ποσό της βεβαίωσης ημερομηνίας 7.7.1998. Όσον αφορά το επιχείρημα του δικηγόρου της αιτήτριας ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 34(5)(β) επειδή ο δεύτερος έλεγχος έγινε ύστερα από αίτημα των λογιστών της αιτήτριας, και στη βάση επιχειρημάτων τα οποία αυτοί πρόβαλαν, και όχι επειδή οι αρμόδιοι Λειτουργοί του καθ΄ου η αίτηση
βρήκαν εξ ιδίων νέα στοιχεία, αυτό δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το δικαίωμα του Εφόρου να προβαίνει σε βεβαίωση του φόρου δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί με γνώμονα το κατά πόσο τα σχετικά στοιχεία βρέθηκαν μετά από πρωτοβουλία του Εφόρου ή των Λειτουργών του ή μετά από αμφισβήτηση που προβλήθηκε από τον ενδιαφερόμενο. Το άρθρο 34(5)(β) εφαρμόζεται οποτεδήποτε περιέλθουν στοιχεία σε γνώση του Εφόρου, ανεξάρτητα από την αφορμή που οδήγησε στην ανεύρεσή τους.Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι ο Έφορος εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90 διότι, ως είχαν τα γεγονότα, δεν ικανοποιούνταν οι απαραίτητες προϋποθέσεις εφαρμογής του.
Το άρθρο 34(1) έχει ως εξής:
«34.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές του δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο ΄Εφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.»
Σύμφωνα με τη νομολογία, ο Έφορος νομιμοποιείται να ασκήσει την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 34(1) εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Παράλειψη του φορολογουμένου να υποβάλει τις απαιτούμενες από το Νόμο φορολογικές δηλώσεις.
(β) Μη τήρηση των αναγκαίων εγγράφων.
(γ) Άρνηση παροχής των αναγκαίων διευκολύνσεων για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων.
(δ) Υποβολή φορολογικών δηλώσεων οι οποίες είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα.
Η ύπαρξη της πρώτης προϋπόθεσης εξετάζεται με βάση την αντικειμενική κατάσταση πραγμάτων. Οι λοιπές προϋποθέσεις επαφίονται στην κρίση του Εφόρου. Αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις ή οποιεσδήποτε ή οποιαδήποτε από αυτές, τότε ο Έφορος έχει εξουσία να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό
τρόπο την κρίση του. Για να χρησιμοποιήσει την κρίση του, ο Έφορος δεν είναι υπόχρεος να προβεί σε λεπτομερή έρευνα προτού αποφασίσει. (Βλ. Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, Προσφ. 229/96, 6.2.1997, υπό Καλλή Δ., απόφαση που επικυρώθηκε στην ΑΕ2421, 24.1.2000, και Van Boeckel v. Customs and Excise Commissioners (1981) 2 All E.R. 505, 507).Στην προκείμενη περίπτωση διαπιστώθηκε, κατά τον έλεγχο, ότι:
(α) Η αιτήτρια δεν τηρούσε τα βιβλία και αρχεία ώστε να είναι δυνατή η επαλήθευση των στοιχείων των φορολογικών της δηλώσεων,
(β) Σε αρκετές φορολογικές περιόδους απέδωσε ποσό φόρου εκροών μικρότερο από το οφειλόμενο, και,
(γ) Είχε, χωρίς να δίδει ικανοποιητικές εξηγήσεις, καταθέσεις σε Τράπεζες μεγαλύτερες από τις εισπράξεις τις οποίες δήλωνε στις φορολογικές της δηλώσεις, γεγονός που οδήγησε τον Έφορο στο συμπέρασμα ότι είχε πραγματοποιήσει εισπράξεις για τις οποίες δεν είχε εκδώσει αποδείξεις ή τιμολόγια.
Ενόψει των πιο πάνω, εφόσον δηλαδή διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια δεν τηρούσε τα απαραίτητα λογιστικά βιβλία και αρχεία, ώστε να είναι δυνατή η επαλήθευση των στοιχείων των φορολογικών της δηλώσεων, οι δε φορολογικές της δηλώσεις, για τις περιόδους 1.3.1994 μέχρι 31.7.1997, ήσαν ελλιπείς και ή περιείχαν σφάλματα (προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 3
4(1) υπό (β) και (δ), πιο πάνω), ορθά ο Έφορος εφάρμοσε το άρθρο 34(1) και, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία είχαν εξακριβωθεί κατά τον έλεγχο και ή προσκομίστηκαν από την αιτήτρια, χρησιμοποίησε την κρίση του, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και προχώρησε στη βεβαίωση τόσο του ποσού του οφειλόμενου φόρου εκροών όσο και του ποσού του οφειλόμενου φόρου εισροών.Η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφόρου, ήταν, στη βάση των ενώπιόν του στοιχείων, εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
FONT>Ρ. Γαβριηλίδης,
9;Δ.
/ΧΤΘ