ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.

925/98, 926/98, 995/98 και 1020/98

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ. 925/98

Μεταξύ:

Κώστα Κωνσταντίνου από τη Λευκωσία

Αι τητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας

Κα θ΄ ης η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση Αρ. 926/98

Μεταξύ:

Νικόλαου Κωνσταντινίδη από τη Λευκωσία

Αι τητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας

Κα θ΄ ης η αίτηση

- - - - - -

 

 

 

 

Υπόθεση Αρ. 995/98

Μεταξύ:

Παναγιώτη Πελεκάνου από τη Λευκωσία

Αι τητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας

Κα θ΄ ης η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση Αρ. 1020/98

Μεταξύ:

Άριστου Αριστείδου από τη Λευκωσία

Αι τητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας

Κα θ΄ ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 14.3.2000

Για τους αιτητές στις προσφυγές 925/98 & 926/98: κ. Ι. Νικολάου.

Για τους αιτητές στις προσφυγές 995/98 & 1020/98: κα Μ. Ασπρή .

Για την καθ΄ης η αίτηση: κ. Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Το ενδιαφερόμενο μέρος 1, κ. Οδυσσέας Μιχαηλίδης, αυτοπροσώπως.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος 2, κ. Ηρακλή Πασσάδη: κ. Χρ. Χριστοφίδης.

- - - - - -

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με τις προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου, οι αιτητές ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας της 4.9.1998, και με την οποία διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Ελέγχου, 2ης Τάξης, Υπουργείο Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, από τις 15.9.1998, οι Οδυσσέας Μιχαηλίδης και Ηρακλής Πασσάδης, αντί των αιτητών, είναι άκυρη.

Οι επίδικες δύο θέσεις είναι θέσεις πρώτου διορισμού. Αφού δημοσιεύτηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβλήθηκαν 186 αιτήσεις οι οποίες και διαβιβάστηκαν στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ως Πρόεδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την παράκληση όπως, σύμφωνα με το εδάφιο 4 του άρθρου 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, συνέλθει η Συμβουλευτική Επιτροπή και ενεργήσει με βάση τα εδάφια 6, 7 και 14 του εν λόγω άρθρου. Ακολούθως, η Συμβουλευτική Επιτροπή, ύστερα από προφορική και γραπτή εξέταση των υποψηφίων, σύστησε ως καταλληλότερους για διορισμό οκτώ υποψήφιους, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονταν οι αιτητές στις προσφυγές 925/98 και 926/98, ενώ περιλαμβάνονταν οι αιτητές στις προσφυγές 995/98 και 1020/98, καθώς και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Δεδομένου ότι οι προσφυγές 925/98 και 926/98 αφορούν αιτητές που δεν συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ οι προσφυγές 995/98 και 1020/98 αφορούν αιτητές που συστήθηκαν μεν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, δεν επιλέγησαν όμως τελικά για διορισμό από την καθ΄ης η αίτηση, θα προχωρήσω και θα εξετάσω τη κάθε ομάδα ξεχωριστά.

Προσφυγές 925/98 και 926/98

Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Σχεδίου Υπηρεσίας, τα καθήκοντα και οι ευθύνες της θέσης Λειτουργού Ελέγχου, 2ης Τάξης, είναι τα ακόλουθα:

«(α) Διεξάγει τεχνικό έλεγχο σε εργασίες Πολιτικής Μηχανικής, Αρχιτεκτονικής, Μηχανολογικής, Ηλεκτρολογικής ή Ηλεκτρονικής φύσης,

(β) εκπαιδεύει, καθοδηγεί και εποπτεύει τεχνικό προσωπικό,

(γ) εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα που θα του ανατεθούν.»

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου Σχεδίου:

«Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατά τον καταρτισμό του προκαταρκτικού καταλόγου των υποψήφιων, διαπίστωσε ότι οι αιτητές δεν είχαν το πλεονέκτημα. Η διαπίστωσή της αυτή υιοθετήθηκε από την καθ΄ης η αίτηση κατά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι πεπλανημένα η Συμβουλευτική Επιτροπή και, στη συνέχεια, η καθ΄ης η αίτηση έκριναν ότι οι δύο αιτητές δεν κατείχαν το πλεονέκτημα. Η πεπλανημένη αυτή κρίση τους οφείλεται, σύμφωνα με το δικηγόρο των αιτητών, στο γεγονός ότι δεν ερεύνησαν δεόντως το ζήτημα, ενώ είχαν ενώπιόν τους όλα τα απαραίτητα στοιχεία. Περαιτέρω, δεν αιτιολόγησαν καθόλου τη διαπίστωσή τους ότι οι αιτητές δεν είχαν το πλεονέκτημα. Προς υποστήριξη της εισήγησής του ο δικηγόρος τους παρέπεμψε σε δύο βεβαιώσεις του Διευθυντή Τμήματος Δημοσίων Έργων, ημερομηνίας 5.9.1996, που αναφέρονται στους αιτητές, όπως και σε επιστολή του ίδιου Διευθυντή προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου που αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στους αιτητές, επίσης ημερομηνίας 5.9.1996.

Οι δύο βεβαιώσεις έχουν ως εξής:

«ΒΕΒΑΙΩΣΗ

Επιθυμώ να επιβεβαιώσω ότι ο κ. Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου που προσλήφθηκε σαν έκτακτος Τεχνικός στις 25/4/95, βρίσκεται στο γραφείο του Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού (Μελέτες), Κλάδο Προγραμματισμού και Κυκλοφοριακών Μελετών, όπου καθ΄όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του, επιπρόσθετα από τα καθήκοντα Τεχνικού εκτελεί κατά πολύ μεγάλο ποσοστό καθήκοντα Εκτελεστικού Μηχανικού για μόνιμες ανάγκες του Τμήματος Δημοσίων Έργων.

Ο κ. Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου ασχολείται με θέματα Οδικής Ασφάλειας και τα κυριότερα καθήκοντα του είναι:

° Μελέτες Οδικής Ασφάλειας υφισταμένων και προτεινομένων σχολείων.

° Μελέτες προβληματικών σημείων (Black Spots) του Οδικού Δικτύου.

° Συμμετοχή στη Υποεπιτροπή Νομοθεσίας του Συμβουλίου Οδικής Ασφάλειας.»

 

«ΒΕΒΑΙΩΣΗ

Επιθυμώ να επιβεβαιώσω ότι ο κ. Νικόλαος Κωνσταντινίδης που προσλήφθηκε σαν έκτακτος Τεχνικός στις 22/4/95, βρίσκεται στο γραφείο του Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού (Μελέτες), Μονάδα Γεφυρών και Ειδικών Μελετών, όπου καθ΄όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του, επιπρόσθετα από τα καθήκοντα Τεχνικού εκτελεί κατά πολύ μεγάλο ποσοστό καθήκοντα Εκτελεστικού Μηχανικού για μόνιμες ανάγκες του Τμήματος Δημοσίων Έργων.

Ο κ. Νικόλαος Κωνσταντινίδης ασχολείται με τη μελέτη Τεχνικών Έργων και τα κυριότερα καθήκοντα του είναι:

° Εκπόνηση σχεδίων και μελετών γεφυρών, ειδικών τεχνικών έργων και οδοποιίας.

° Μελέτες συντήρησης και ενίσχυσης γεφυρών.

° Επίλυση τεχνικών προβλημάτων επί τόπου.

° Ετοιμασία δελτίων ποσοτήτων τεχνικών έργων.

° Εκτίμηση δαπάνης τεχνικών έργων.»

Στην επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Δημοσίων Έργων προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 5.9.1996, την οποία δεν θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω επί λέξει, επεξηγείται πώς καθορίστηκε η τακτική να εκτελούν καθήκοντα Εκτελεστικού Μηχανικού οι δύο αιτητές, όπως και άλλοι υπάλληλοι, παρά το γεγονός ότι είχαν προσληφθεί στην υπηρεσία ως έκτακτοι Τεχνικοί.

Είναι η θέση του δικηγόρου των αιτητών ότι, υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων που προέρχονται από τον αρμόδιο Διευθυντή Τμήματος Δημοσίων Έργων, αυτοί, αν και έκτακτοι Τεχνικοί, είχαν πείρα στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, η δε πείρα τους αυτή ήταν «σχετική» με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Η θέση αυτή του δικηγόρου των αιτητών δεν με βρίσκει σύμφωνο στο μέτρο που αφορά τον αιτητή Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου (Προσφυγή 925/98), με βρίσκει όμως σύμφωνο στο μέτρο που αφορά τον αιτητή Νικόλαο Κωνσταντινίδη (Προσφυγή 926/98) για τον ακόλουθο λόγο: Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι «πείρα» είναι η πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με το να επιδίδεται σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. (Βλ., μεταξύ άλλων, Hadjisavva v. Republic (1972) 3 CLR 76 και Ιωάννου ν. ΑΗΚ, ΑΕ2063, 15.9.1998). Στη βεβαίωση του Διευθυντή Δημοσίων Έργων σχετικά με τον Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου αναφέρεται ότι αυτός, επιπρόσθετα από τα καθήκοντα του Τεχνικού, εκτελούσε κατά πολύ μεγάλο ποσοστό καθήκοντα Εκτελεστικού Μηχανικού για μόνιμες ανάγκες του Τμήματος Δημοσίων Έργων και συγκεκριμένα, «ασχολείται με θέματα Οδικής Ασφάλειας και τα κυριότερα καθήκοντα του είναι μελέτες Οδικής Ασφάλειας υφισταμένων και προτεινομένων σχολείων, μελέτες προβληματικών σημείων (Black Spots) του Οδικού Δικτύου και συμμετοχή στην Υποεπιτροπή Νομοθεσίας του Συμβουλίου Οδικής Ασφάλειας.» Από μια απλή σύγκριση των καθηκόντων της επίδικης θέσης, όπως τα παράθεσα προηγουμένως, με τα καθήκοντα που εκτελούσε ο αιτητής Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου είναι, κατά την άποψή μου, πρόδηλο ότι τα τελευταία δεν έχουν σχέση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Και, επομένως, η ορθότητα της διαπίστωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι αυτός δεν είχε το πλεονέκτημα, δεν μπορεί εύλογα να αμφισβητηθεί. Το αντίθετο συμβαίνει αναφορικά με τον αιτητή Νικόλαο Κωνσταντινίδη. Στη βεβαίωση του Διευθυντή Δημοσίων Έργων σχετικά με το Νικόλαο Κωνσταντινίδη αναφέρεται ότι αυτός, επιπρόσθετα από τα καθήκοντα του Τεχνικού, εκτελούσε κατά πολύ μεγάλο ποσοστό καθήκοντα Εκτελεστικού Μηχανικού για μόνιμες ανάγκες του Τμήματος Δημοσίων Έργων και συγκεκριμένα, «ασχολείται με τη μελέτη τεχνικών έργων και τα κυριότερα καθήκοντα του είναι, εκπόνηση σχεδίων και μελετών γεφυρών, ειδικών τεχνικών έργων και οδοποιίας, μελέτες συντήρησης και ενίσχυσης γεφυρών, επίλυση τεχνικών προβλημάτων επί τόπου, ετοιμασία δελτίων ποσοτήτων τεχνικών έργων και εκτίμηση δαπάνης τεχνικών έργων.» Από μια σύγκριση των καθηκόντων της επίδικης θέσης με τα καθήκοντα που εκτελούσε ο αιτητής Νικόλαος Κωνσταντινίδης είναι, κατά την άποψή μου, πρόδηλο ότι τα τελευταία έχουν άμεση σχέση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

Επομένως, εφόσον ο αιτητής Νικόλαος Κωνσταντινίδης είχε, στην πραγματικότητα, το πλεονέκτημα, και θα μπορούσε να περιληφθεί στον προκαταρκτικό και/ή στον τελικό κατάλογο και, ενδεχόμενα, να διορισθεί σε μια από τις επίδικες θέσεις, η προσφυγή του δεν μπορεί παρά να επιτύχει πάνω σ΄ αυτή τη βάση.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται, και τον οποίο, ενόψει του ευρήματός μου ότι ο αιτητής Νικόλαος Κωνσταντινίδης κατέχει το πλεονέκτημα, θα εξετάσω μόνο μέσα στα πλαίσια της προσφυγής του Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου, είναι ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη όπως απαιτείται από το άρθρο 33(6) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Κατά τον καταρτισμό του προκαταρκτικού καταλόγου, η Συμβουλευτική Επιτροπή αντιπαρέθεσε τους οκτώ υποψήφιους που συμπεριέλαβε στον κατάλογο με όλους τους άλλους, που δεν συμπεριέλαβε, περιλαμβανομένου και του Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου, και αιτιολόγησε πλήρως την επιλογή της αυτή, όπως φαίνεται με λεπτομέρεια στο Παράρτημα 5 που επισυνάπτεται στην ένσταση (σελίδες 18 - 27). Επαρκώς είναι, επίσης, αιτιολογημένη, κατά την άποψή μου, η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η ανάλογη βαθμολογία αναφορικά με την απόδοση του Κωνσταντίνου Κωνσταντίνου κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής έχει ως εξής:

«Απάντησε σχεδόν ορθά στις ερωτήσεις επί τεχνικών θεμάτων αλλά οι απαντήσεις του επί συμβολαίων και ελέγχου υστερούσαν. Δεν εμβάθυνε στις απαντήσεις του. Ήταν άνετος ενώπιον της Επιτροπής. Κρίθηκε ότι είχε αρκετά ευχάριστη προσωπικότητα και μερικές διοικητικές ικανότητες. Βαθμολογήθηκε με 60%.»

Ο δικηγόρος των αιτητών πρόβαλε, επίσης, ως λόγο ακυρώσεως και την εισήγηση ότι η τελική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση για διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Υποστήριξε συναφώς ότι οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να προβάλουν αυτό το λόγο, αφού η σχετική νομολογία αναφέρεται στο συμφέρον προσβολής της διοικητικής απόφασης, που αναντίλεκτα δικαιούνται να προσβάλουν, και όχι στους λόγους ακυρώσεως που δικαιούνται να προβάλουν προς ακύρωσή της. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή. Εφόσον οι αιτητές δεν περιλήφθηκαν ούτε στον προκαταρκτικό ούτε στον τελικό κατάλογο, δεν έχουν έννομο συμφέρον να επικαλεσθούν λόγο ακυρώσεως που αναφέρεται αποκλειστικά στη διαδικασία επιλογής που ακολούθησε, και στην οποία προέβη η καθ΄ης η αίτηση μεταξύ των περιληφθέντων στον κατάλογο, και τούτο για το λόγο ότι, από την τυχόν ακύρωση της τελικής απόφασης, δεν υπάρχει περίπτωση να αντλήσουν οποιοδήποτε όφελος. Γιατί, κατά την επανεξέταση, η καθ΄ης η αίτηση θα πρέπει να περιοριστεί στο ποιους, από εκείνους τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο, και μόνον, θα επιλέξει για διορισμό. Σχετικό, τηρουμένων των αναλογιών, είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κωνσταντινίδη Δ. στην Σοφοκλέους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. 117/92 κ.α., 29.7.1994:

«Δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, και δεν νομιμοποιούνται στην προβολή ισχυρισμών για λόγους ακυρότητας σε σχέση με τη διαδικασία που ακολούθησε τον καταρτισμό του καταλόγου. Ο Αρχηγός σύμφωνα με το άρθρο 13 Α(5) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 (βλ. Ν. 69/87) επιλέγει μεταξύ των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο και μόνο. Οτιδήποτε και αν συνέβαινε σε σχέση με την ουσιαστική κρίση ως προς τους καταλληλότερους, την αξιολόγηση και την έγκριση του Υπουργού, δεν μπορούσε να τους αφορά. Αυτοί είχαν ήδη αποκλειστεί.»

Προσφυγές 995/98 και 1020/98

Όπως έχω ήδη αναφέρει, οι αιτητές στις προσφυγές αυτές συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά η καθ΄ης η αίτηση επέλεξε και πρόσφερε τελικά διορισμό στα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, αντί σ΄ αυτούς. Κατά την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψήφιων στην προφορική εξέταση, η καθ΄ης η αίτηση χρησιμοποίησε τον πίνακα στον οποίο καταγράφονται οριζοντίως τα κεφάλαια κάτω από τα οποία αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι και στην τελευταία στήλη η γενική αξιολόγηση, μέθοδο που κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν είναι ορθή και δεν απολήγει σε επαρκή αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψήφιων στην προφορική εξέταση όπως απαιτεί το άρθρο 34(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, που αναφέρεται στη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής και που είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 33(14), που αναφέρεται στη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού. (Βλέπε, Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ν. Χριστάκη Ευθυμίου, ΑΕ2743, απόφαση 20.7.1999).

Έχοντας υπόψη την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, και δεδομένου ότι με την προσφυγή προσβάλλεται η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, τόσο ο δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση όσο και ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους 2 Η. Πασσάδη, όχι όμως και το ενδιαφερόμενο μέρος Ο. Μιχαηλίδης, που εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, συμφώνησαν, ορθά, ότι αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στην επιτυχία και αυτών των προσφυγών.

Η προσφυγή 925/98 απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσφυγή 926/98 επιτυγχάνει λόγω πλάνης της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την κατοχή, από τον αιτητή, του πλεονεκτήματος. Με έξοδα.

Οι προσφυγές 995/98 και 1020/98 επιτυγχάνουν για παράβαση ουσιώδους τύπου, συγκεκριμένα λόγω έλλειψης της κατά Νόμο (άρθρο 33(14)) απαιτούμενης επαρκούς αιτιολογίας. Με έξοδα.

 

Ρ. Γαβριηλίδης

&# 9;Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο