ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 967/97

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:-

SHOEMEX LIMITED

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Εφόρου Φόρου Εισοδήματος

Καθ΄ ου η Αίτηση

_ _ _ _ _ _ _ _

22 Απριλίου, 1999

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για την Αιτήτρια: Κος. Ελ. Ελευθερίου.

Για τον Καθ΄ ου η Αίτηση: Κος. Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α.

_ _ _ _ _ _ _ _

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του καθ΄ ου η αίτηση, ημερομηνίας 10/10/1997, με την οποία:-

(α) δεν επέτρεψε ως έκπτωση από το εισόδημα της αιτήτριας των ετών 1984 έως 1989 μέρος των τόκων που διεκδίκησε ως δαπάνη ή έξοδο που υπέστη εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά προς κτήση του εν λόγω εισοδήματος, και

(β) μείωσε τη φορολογική ζημιά του έτους 1991 κατά £10.788 θεωρώντας, με βάση το άρθρο 47Α των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων 1961 έως 1991, ότι καταβλήθηκε στην αιτήτρια τόκος προς 9% επί των "χρεωστικών υπολοίπων των διευθυντών ή μετόχων της" για το έτος 1991.

Η αιτήτρια είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ιδρύθηκε το 1973 και, μέχρι το 1993, οπότε τερμάτισε τις δραστηριότητες της, ασχολείτο με την κατασκευή, πώληση και εξαγωγή υποδημάτων. Στις 4/4/1986 υπέβαλε δήλωση εισοδήματος για το φορολογικό έτος 1984, στις 8/1/1991 για τα φορολογικά έτη 1985 έως 1989, και στις 26/2/1993 για το φορολογικό έτος 1991. Αφού της επιβλήθηκαν οι σχετικές αρχικές φορολογίες φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς για τους πρόσφυγες και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα, η αιτήτρια υπέβαλε ενστάσεις με επιστολές των ελεγκτών της ημερομηνιών 11/3/1991 και 7/7/1997. Στις 20/5/1997 ο καθ΄ ου η αίτηση, με επιστολή του προς την αιτήτρια, ζήτησε, για σκοπούς εξέτασης της ένστασης ημερομηνίας 11/3/1991, αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς της ότι όλοι οι τόκοι με τους οποίους επιβαρύνθηκε η αιτήτρια κατά τα έτη 1984 έως 1989 έγιναν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά προς κτήση του εισοδήματος της και ότι κανένα μέρος των τόκων αυτών δεν χρησιμοποιήθηκε προς χρηματοδότηση των συμβούλων της. Σε απάντηση της επιστολής αυτής η αιτήτρια έδωσε τις εξηγήσεις της με επιστολή ημερομηνίας 7/7/1997. Με την ίδια επιστολή υπέβαλε και ένσταση για τη φορολογία του εισοδήματος της για το έτος 1991. Ακολούθως ο καθ΄ ου η αίτηση, αφού μελέτησε τις δύο ενστάσεις, επέμεινε στην αρχική του απόφαση και απέστειλε προς την αιτήτρια την τελική φορολογία για τα υπό εξέταση έτη μαζί με επιστολή ημερομηνίας 10/10/1997 (Παράρτημα Α στην προσφυγή) με την οποία, αφού προσδιόριζε τα πληρωτέα ποσά, αιτιολογούσε την απόφαση του ως ακολούθως:-

"(α) Δεν προσκομίσατε αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς σας ότι όλοι οι τόκοι με τους οποίους επιβαρυνθήκατε κατά τα έτη 1984 - 1989 έγιναν εξ΄ ολοκλήρου και αποκλειστικά προς κτήση του εισοδήματος σας και ότι κανένα μέρος των τόκων αυτών δεν χρησιμοποιήθηκε προς χρηματική διευκόλυνση των συμβούλων/μετόχων σας.

(β) ΄Εχω θεωρήσει ότι καταβλήθηκε σε εσάς τόκος προς εννέα τοις εκατό (9%) ετήσια επί των χρεωστικών υπολοίπων των μετόχων σας για το έτος 1991, σύμφωνα με το άρθρο 47Α του Περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, δεδομένου ότι η μη αποπληρωμή από τους μετόχους των υποχρεώσεων που ανέλαβαν αποτελεί χρηματική διευκόλυνση από εσάς προς τους μετόχους σας. Σημειώνω ότι σύμφωνα με τη Νομολογία η απόφαση μου δεν δίδει αναδρομική ισχύ στις πρόνοιες του άρθρου 47Α."

 

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι πλάνη περί το νόμο. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ουσιαστικά φορολογήθηκε με τόκους για τα έτη 1984 έως 1989 και για το έτος 1991 με βάση το άρθρο 47Α που ενσωματώθηκε στους περί Φορολογίας του Εισδήματος Νόμους με τον περί Φορολογίας Εισοδήματος Τροποποιητικό Νόμο του 1990, (Νόμος 245/90), και ότι η ενέργεια αυτή του καθ΄ ου η αίτηση συνιστά επιβολή αναδρομικής φορολογίας για το λόγο ότι επιβλήθηκε κατ΄ εφαρμογή νόμου που τέθηκε σε ισχύ "μετά την αποκρυστάλλωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της επίδικης σχέσης". Ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι το άρθρο 47Α εφαρμόζεται σε δάνεια ή χρηματικές διευκολύνσεις που θα παρασχεθούν από το 1991 και όχι σε δάνεια ή διευκολύνσεις που παρασχέθηκαν στο παρελθόν σε πρόσωπα τα οποία έπαυσαν να είναι σύμβουλοι ή μέτοχοι της εταιρείας.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του λόγου αυτού πρέπει να σημειώσω ότι ο καθ΄ ου η αίτηση στηρίχθηκε στο άρθρο 47Α μόνο αναφορικά με το φορολογικό έτος 1991. Για τα φορολογικά έτη 1984 έως 1989 στήριξε τον περιορισμό του ποσού των τόκων στα άρθρα 11(1) και 13(ε) για το λόγο ότι, κατά την κρίση του, δεν είχε αποδειχτεί ότι επρόκειτο για δαπάνη ή έξοδο που αποσκοπούσε εξ΄ ολοκλήρου και αποκλειστικά για κτήση του εισοδήματος της εταιρείας. Τούτο προκύπτει σαφώς από τη δεύτερη παράγραφο της επιστολής του καθ΄ ου η αίτηση, ημερομηνίας 10/10/1997, όπου αναφέρει ότι:-

"2. Μετά από προσεκτική επανεξέταση των γεγονότων και των πληροφοριών που μου έδωσαν οι κύριοι Ν. Ιωνίδης και Φιλίππου, έχω αποφασίσει για σκοπούς Φόρου Εισοδήματος, ΄Εκτακτης Εισφοράς για τους πρόσφυγες και ΄Εκτακτης Εισφοράς για την άμυνα, να διατηρήσω την αρχική μου απόφαση και

α) να περιορίσω τους τόκους που διεκδικούνται επιτρέποντας μόνο τόκους που αποδεδειγμένα καταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για κτήση του εισοδήματος της εταιρείας (άρθρα 11(1) και 13(ε) για τα έτη 1984 - 1989 και

β) να επιβάλω τόκο £10.788 [(£59.800 + £60.063 + £59.800 + £60.063)/2 @ 9%] στα χρεωστικά υπόλοιπα των μετόχων (άρθρο 47Α) για το έτος 1991."

 

΄Ερχομαι τώρα στην εισήγηση ότι ο καθ΄ ου η αίτηση πλανήθηκε περί το νόμο με το να επικαλεσθεί και εφαρμόσει το άρθρο 47Α αναφορικά με το έτος 1991. Το κείμενο του άρθρου έχει ως εξής:-

"47Α. Οποτεδήποτε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία ελέγχεται από όχι περισσότερα από πέντε πρόσωπα, παραχωρεί δάνειο ή οποιαδήποτε άλλη χρηματική διευκόλυνση σε διευθυντές ή μετόχους της ή σε συγγενείς τους μέχρι και του δεύτερου βαθμού συγγένειας, ο ΄Εφορος δύναται να θεωρήσει ότι καταβάλλεται στην εταιρεία τόκος προς εννέα τοις εκατόν (9%) ετήσια επί του ποσού του δανείου."

 

Στην υπόθεση Αδελφοί Συκοπετρίτη Λίμιτεδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 745/94, απόφαση 9/10/1995, ο Δικαστής Νικήτας έδωσε την ορθή ερμηνεία του άρθρου 47Α λέγοντας τα ακόλουθα:-

"Ο δεύτερος λόγος που προβάλλεται για ανατροπή της απόφασης είναι ότι προσδόθηκε στο άρθρ. 47Α αναδρομική δύναμη δεδομένου πως το δάνειο είχε συναφθεί πριν τη θέσπιση του νόμου. Αλλά η αντιμετώπιση αυτή προσκρούει στις διατάξεις του άρθρ. 24.3 του Συντάγματος που απαγορεύει την αναδρομικότητα των φορολογικών νόμων. Η χρήση του ρήματος "παραχωρεί δάνειο" δημιουργεί μελλοντική προοπτική. Δεν αναφέρεται σε δάνειο που ήδη έχει παραχωρηθεί.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας αντέκρουσε το πρώτο επιχείρημα ... Για την αναδρομικότητα είπε ότι το άρθρο εφαρμόζεται οποτεδήποτε παραχωρήθηκε δάνειο, αλλά για εισόδημα από τόκους που έχει προκύψει μετά την 1/1/91, ημερομηνία έναρξης της ισχύος του άρθρ. 47Α και όχι προηγουμένως.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η ερμηνεία που πρόβαλε η δικηγόρος της Δημοκρατίας συνάδει με τη γραμματική έννοια της λέξης "οποτεδήποτε". Σύμφωνα με το "Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας" του Εμμανουήλ Κριαρά σημαίνει "κάθε φορά που, όποτε κι αν, σε οποιαδήποτε περίπτωση". Στην απόφαση της Ολομέλειας στην προσφυγή αρ. 132/90 Μιχαήλ Θεοδοσίου Λίμιτεδ ν. Δήμου Λεμεσού ημερ. 18/2/93 κρίθηκε ότι "το κύριο γνώρισμα αναδρομικής νομοθεσίας είναι η αναμόρφωση του δικαίου από ημερομηνία προγενέστερη της έκδοσης του". Στην υπόθεση εκείνη ο ν. 84/88 αφορούσε διατάγματα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας που εκδόθηκαν πριν τη θέσπιση του. Η ακυρότητα όμως των διαταγμάτων ίσχυε από την έκδοση του νόμου και όχι προηγουμένως. Το γεγονός ότι τα διατάγματα ήταν προγενέστερα του νόμου δεν καθιστούσε τη νομοθεσία αναδρομική.

Το ίδιο θέμα πραγματεύεται ο Μ.Δ. Στασινόπουλος "Μαθήματα Δημοσιονομικού Δικαίου" σελ. 250:

"Αύτη είναι η συνήθης μέθοδος της επιβολής ιδίως των αμέσων φόρων, η μέθοδος δ΄ αύτη δεν εμπεριέχει αναδρομήν, διότι υποβαλλόνται εις φορολογίαν "α ι π α ρ ο ύ σ α ι σ υ ν έ π ε ι α ι π α ρ ε λ θ ό ν τ ω ν ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν γ ε γ ο ν ό τ ω ν". Παρελθόντα γεγονότα είναι η οικονομική δραστηριότης η δημιουργήσασα τα κέρδη. Αλλά αι συνέπειαι της οικονομικής ταύτης δραστηριότητος του παρελθόντος έτους, ήτοι τα κέρδη, είναι εισέτι παρούσαι. Δια τούτο, όταν ο φορολογικός νόμος ορίζη ότι δια τα κέρδη του παρελθόντος οικονομικού έτους θα καταβληθή ποσόν φόρου, ρυθμίζει σχέσεις παρούσας και ουχί παρελθούσας. Συνεπώς δεν είναι νόμος αναδρομικός. Αναδρομικός θα ήτο εάν ώριζεν ότι ο φόρος επί των κερδών, ο οποίος κατεβλήθη κατά το παρελθόν έτος 1959 αυξάνεται έκτοτε κατά το α ποσόν."

Το ίδιο περίπου συμβαίνει και εδώ. Φορολογήθηκε το εισόδημα που ο ΄Εφορος θεώρησε ότι είχε προκύψει το 1991. Μόνο σε περίπτωση που επιβαλλόταν φορολογία για περίοδο πριν από 1/1/91 θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπάρχει στοιχείο αναδρομής. ΄Οπως επισημάνθηκε ο φόρος, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, επιβάλλεται και η ευθύνη πληρωμής δημιουργείται κατά το χρόνο κτήσης του φορολογητέου εισοδήματος: Α.Ε. 898 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Lordos Plastics Ltd. ημερ. 27/10/92 Α.Ε. 1314, 1315 και 1316 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χ"Ιωάννου & ΄Αλλοι ημερ. 22/7/94.

Η προσέγγιση του αγγλικού δικαίου δεν αφίσταται της δικής μας. Πιστεύω ότι η ακόλουθη περικοπή από τον Maxwell "The Interpretation of Statutes" 12η έκδοση σελ. 216 και 217, παρέχει σύντομα και περιεκτικά τη θέση των αγγλικών δικαστηρίων:

"Before the presumption against retrospectivity is applied, a court must be satisfied that the statute is in fact retrospective. In the words of Craies on Statute Law, a statute is retrospective "which takes away or impairs any vested right acquired under existing laws, or creates a new obligation, or imposes a new duty, or attaches a new disability in respect to transactions or considerations already past." Other statutes, though they may relate to acts or events which are past, are not retrospective in the sense in which the word is used for the purposes of the rule under consideration."

Για τους λόγους που προσπάθησα να εκφράσω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εισήγηση της αιτήτριας ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει αναδρομική εφαρμογή του αρθρ. 47Α δεν ευσταθεί. Η χρήση του ενεστώτος κατά τη σύνταξη του κειμένου (παραχωρεί δάνειο) εκφράζει διαχρονικότητα όσον αφορά τη σύναψη του δανείου."

 

Εν όψει της πιο πάνω ορθής ερμηνείας του άρθρου 47Α καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η θέση της αιτήτριας ότι ο καθ΄ ου η αίτηση πλανήθηκε περί το νόμο εφαρμόζοντας το εν λόγω άρθρο για το φορολογικό έτος 1991 δεν είναι ορθή. Δεν υπήρξε πλάνη περί το νόμο. Το δε γεγονός ότι το δάνειο παραχωρήθηκε αρχικά στον Πετράκη Γρουτίδη, που απεβίωσε το 1983, δεν αποτελούσε, κατά την άποψη μου, κώλυμα για την εφαρμογή του άρθρου 47Α. Εφόσο το δάνειο δεν είχε αποπληρωθεί αλλά εξακαλουθούσε να υφίσταται ως υποχρέωση που κληρονόμησαν οι θυγατέρες του αποβιώσαντος, ο καθ΄ ου η αίτηση μπορούσε εύλογα "να θεωρήσει ότι καταβάλλεται στην εταιρεία τόκος προς εννέα τοις εκατόν (9%) ετήσια επί του ποσού του δανείου".

΄Οπως έχω ήδη σημειώσει η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση να μην επιτρέψει ως έκπτωση από το εισόδημα της αιτήτριας των ετών 1984 έως 1989 μέρος των τόκων που διεκδίκησε ως δαπάνη ή έξοδο που υπέστη εξολοκλήρου και αποκλειστικά προς κτήση του εισοδήματος αυτού στηρίχθηκε, όχι στο άρθρο 47Α, αλλά στα άρθρα 11(1) και 13(ε) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων 1961 έως 1990.

Το άρθρο 11(1) έχει ως εξής:-

"11.-(1) Προς εξεύρεσιν του φορολογητέου εισοδήματος παντός προσώπου θα εκπίπτωνται άπασαι αι δαπάναι ας το τοιούτο πρόσωπον υπέστη εξ ολοκλήρου και αποκλειστικώς προς κτήσιν του εισοδήματος. ..."

 

Το άρθρο 13(ε) έχει ως εξής:-

"13. Προς εξεύρεσιν του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου τινός δεν θα εκπίπτωνται τα ακόλουθα-

(ε) πάσα δαπάνη ή έξοδον όπερ δεν αντιπροσωπεύει ποσόν εξ οκοκλήρου και αποκλειστικώς διατεθέν ή δαπανηθέν προς τον σκοπόν κτήσεως του εισοδήματος."

Η φράση "εξ ολοκλήρου και αποκλειστικώς" απαντάται και στην αγγλική φορολογική νομοθεσία. Η κλασσική διατύπωση του κανόνα έγινε από το δικαστή Romer. L.J. στην υπόθεση Bentleys, Stokes & Lowless v. Beeson (1952) 2 All. E.R. 82 στην οποία είπε στη σελ. 85:-

"It is, ... a question of fact. And it is quite clear that the purpose must be the sole purpose. The paragraph says so in clear terms. If the activity be undertaken with the object both of promoting business and also with some other purpose, for example, with the object of indulging an independent wish of entertaining a friend or stranger or of supporting a charitable or benevolent object, then the paragraph is not satisfied though in the mind of the actor the business motive may predominate. For the statute so prescribes. ..."

 

Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Λ. Μαντοβάνη & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 996/91, απόφαση 27/4/1993, όπου ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α. Λοΐζου είπε τα εξής:-

"Οι διατάξεις αυτές έγιναν αντικείμενο δικαστικής ερμηνείας, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία, όπου η σχετική νομοθετική διάταξη είναι σχεδόν παρόμοια με τη δική μας, με την εξής ελαφρά διαφορά στη διατύπωση. Η πρόνοια του Κανόνα 3(α) της Αγγλικής Νομοθεσίας του 1952 απαγορεύει όλες τις δαπάνες οι οποίες δεν γίνονται εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά "για τους σκοπούς της επιχείρησης."

Η φράση "για τους σκοπούς της επιχείρησης" ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Strong and Co. of Romsey Ltd v. Woodfield 5 T.C. 215, σε τρόπο ώστε για να εκπίπτεται μια δαπάνη δεν είναι αρκετό να γίνεται εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για τους σκοπούς της επιχείρησης, αλλά θα πρέπει να γίνεται για το σκοπό απόκτησης κέρδους. Η διατύπωση της δικής μας διάταξης στο άρθρο 11(1) φαίνεται ότι βασίζεται στην ανάλυση που έγινε στην υπόθεση αυτή.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Από την προαναφερθσείσα Νομολογία προκύπτει ότι για σκοπούς φόρου εισοδήματος, εκπίπτεται από το φορολογητέο εισόδημα η δαπάνη η οποία αφ΄ ενός συνδέεται με τη διεξαγόμενη επιχείρηση και αφ΄ ετέρου γίνεται για να μπορέσει ο φορολογούμενος να διεξάγει την επιχείρηση του καλύτερα προς το σκοπό απόκτησης του εισοδήματος, είτε με την απαλλαγή του από δυσμενείς ή επαχθείς συμβάσεις εργοδοτήσεως προσωπικού, είτε με τη διατήρηση υψηλού επιπέδου της επιχείρησης του. Δεν αρκεί η δαπάνη να γίνεται στην πορεία της επιχείρησης ή να πηγάζει από την επιχείρηση ή να συνδέεται με τη διεξαγωγή της επιχείρησης ή να καταβάλλεται από τα κέρδη της επιχείρησης. Πρέπει να γίνεται με σκοπό την κτήση του εισοδήματος."

 

Στην προκείμενη περίπτωση, τα ποσά των οποίων δεν επετράπη η έκπτωση από το εισόδημα της αιτήτριας (των ετών 1984 έως 1989) ως δαπάνη ή έξοδο αντιπροσώπευαν τόκους με τους οποίους χρεώθηκε η ίδια για δάνειο που συνήψε με τρίτα πρόσωπα και το οποίο, στη συνέχεια, παραχώρησε στο μέτοχο Πετράκη Γρουτίδη για να αγοράσει τις μετοχές της από τους άλλους μετόχους. Είναι εμφανές ότι το χρέος της αιτήτριας δεν είχε καμμία σχέση με την κτήση του εισοδήματος της ή την πραγματοποίηση κέρδους εκ μέρους της εφόσον δημιουργήθηκε για λογαριασμό μετόχου της και με σκοπό την προς αυτόν παροχή χρηματικής διευκόλυνσης. Ορθά ο καθ΄ ου η αίτηση δεν επέτρεψε τη διεκδικηθείσα έκπτωση. Είναι γεγονός ότι μέχρι το 1989 ο καθ΄ ου η αίτηση επέτρεπε χαριστικά την αφαίρεση τόκων που αναλογούσαν ως έξοδο αγοράς μετοχών σε ιδιωτικές εταιρείες. Η πρακτική αυτή δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί στην περίπτωση της αιτήτριας δεδομένου ότι η επένδυση έγινε από μέτοχο της και όχι από την ίδια.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι ο καθ΄ ου η αίτηση δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα και ενήργησε υπό το καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ο καθ΄ ου η αίτηση δεν προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστώσει το βάσιμο των ισχυρισμών της. Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. Από τα ενώπιον μου γεγονότα είναι φανερό ότι, υπό τις περιστάσεις, έγινε πλήρης και επαρκής έρευνα όλων των στοιχείων που τέθηκαν υπόψη του καθ΄ ου η αίτηση, ιδιαίτερα με τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν από την αιτήτρια.

Ο τρίτος και τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η αιτιολογία που έδωσε ο καθ΄ ου η αίτηση είναι γενική και αόριστη με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η επιστολή του καθ΄ ου η αίτηση ημερομηνίας 10/10/1997, το σχετικό απόσπασμα της οποίας παρέθεσα πιο πάνω, εκθέτει κατά τρόπο περιεκτικό και συγκεκριμένο τους ακριβείς λόγους για τους οποίους εύλογα οδηγήθηκε στην προσβαλλόμενη δισκελή απόφαση του.

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

/ΜΝ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο