ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 738
15 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΝΙΚΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ,
2. CYPRUS SULPHUR AND COOPER CO. LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 609/94)
Aναγκαστική Aπαλλοτρίωση ―�Διάταγμα ― Όροι νομιμότητας ―�Έρευνα, υπαλλακτική ολιγότερο επαχθής λύση, αιτιολογία ―�Περιστάσεις νομιμότητας του επιδίκου διατάγματος απαλλοτριώσεως που εξεδόθη με πρωτοβουλία της Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου.
Έννομο συμφέρον ―�Έννομο συμφέρον προσφυγής κατά διατάγματος απαλλοτριώσεως ―�Προϋποθέτει πιθανολόγηση που να συνδέει τον αιτητή με την ιδιοκτησία του απαλλοτριούμενου ―�Περιστάσεις ελλείψεως τέτοιας πιθανολόγησης στην κριθείσα περίπτωση ―�Συνέπειες.
Oι αιτητές αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του διατάγματος απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας τους αλλά και παρακειμένης ιδιοκτησίας της οποίας δεν εμφαίνοντο ιδιοκτήτες.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την προσφυγή κατά το μέρος που αφορούσε ακίνητο που δεν ανήκε στους αιτητές και απορρίπτοντας κατά τα λοιπά και επί της ουσίας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Θα εξεταστεί αρχικά ο ισχυρισμός του δικηγόρου της Αρχής, ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής όσον αφορά το τεμάχιο 179, καθότι δεν είναι ιδιοκτήτες του.
Οι αιτητές δεν απάντησαν στον ισχυρισμό αυτό. Όπως φαίνεται δε από τα στοιχεία που τέθηκαν, οι αιτητές δεν πιθανολόγησαν με κανένα τρόπο το έννομο συμφέρον τους όσον αφορά το τεμάχιο αυτό. Αντίθετα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου, οι αιτητές κατά το χρόνο που δημοσιεύθηκαν οι πρώτες Γνωστοποιήσεις απαλλοτριώσεως, υπέβαλαν ένσταση μόνο όσον αφορά το τεμάχιο 178/2/1/1, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι δεν ήταν ιδιοκτήτες του 179. Όπως επίσης φαίνεται από τα διάφορα στοιχεία του φακέλου, οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν και η αλληλογραφία αναφέρονταν στο τεμάχιο 178/2/1/1. Επίσης, παρά το γεγονός ότι οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση όσον αφορά και το τεμάχιο 179, μετά την τελευταία Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, στην αλληλογραφία που ακολουθεί γίνεται αναφορά μόνο στο τεμάχιο 178/2/1/1 ως ιδιοκτησία των αιτητών, όσον αφορά δε το τεμάχιο 179, αναφέρεται ότι εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος ο ιδιοκτήτης του. Ενόψει των στοιχείων αυτών και της παράλειψης των αιτητών να υποβάλουν οποιοδήποτε στοιχείο που να δεικνύει το συμφέρον τους στο εν λόγω ακίνητο, η προδικαστική ένσταση ευσταθεί και γίνεται αποδεκτή. Ως εκ τούτου, η προσφυγή όσον αφορά το μέρος της που σχετίζεται με την απαλλοτρίωση του τεμαχίου 179 απορρίπτεται.
2. Όσον αφορά το Διάταγμα απαλλοτρίωσης του τεμαχίου 178/2/1/1, του οποίου η ιδιοκτησία δεν αμφισβητείται, οι λόγοι που προβάλλουν οι αιτητές για ακύρωσή του είναι αβάσιμοι. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στην οποία αναφέρθηκαν οι αιτητές, απλώς απαιτεί όπως στα στοιχεία που τίθενται ενώπιόν του περιλαμβάνονται και στοιχεία ως προς το κατά πόσο η συγκεκριμένη ιδιοκτησία προορίζεται για αξιοποίηση και κατά πόσο υπάρχει πλησίον κρατική γη, κατάλληλη για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Και τα δύο αυτά στοιχεία είχαν τεθεί, στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου και δεν υπάρχει θέμα παράβασης της πιο πάνω απόφασης. Όσον αφορά την κρατική γη, είναι φανερό από τη μαρτυρία λειτουργού της Αρχής ότι δεν ήταν κατάλληλη, για τεχνικούς λόγους που σχετίζονταν με τη μορφολογία του εδάφους και τις υψομετρικές διαφορές. Εξάλλου, τούτο δεν αμφισβητείται στην ουσία κι' από τον ίδιο το μάρτυρα των αιτητών, που αναφέρει στην ένορκο δήλωσή του ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παρακείμενη κρατική γη, αλλά το κόστος ισοπέδωσης και μετακίνησης της γραμμής 66,000 βολτς θα ήταν μεγάλο.
3. Αναφορικά με την πιθανότητα χρησιμοποίησης του αναφερομένου Τουρκοκυπριακού τεμαχίου, το οποίο όντως κρίθηκε ως κατάλληλο από την Αρχή, από την ογκώδη αλληλογραφία διαπιστώνεται ότι εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια από την Αρχή και ότι εύλογα θεώρησε τους όρους υπό τους οποίους της προσφέρθηκε το τεμάχιο ως επαχθείς και τους απέρριψε, αφού η μίσθωση θα ήταν μόνο προσωρινή για μια πενταετία, και ανανέωση από έτους εις έτος μετά τη λήξη της. Επί πλέον η Αρχή θα ήταν υποχρεωμένη, ανά πάσα στιγμή, να το παραδώσει στην κατάσταση την οποίαν το παρέλαβε, χωρίς καμιά αποζημίωση για επενδύσεις που θα έκαμνε (βλέπε επιστολή ημερομηνίας 26.2.93).
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου (Επιστολή ημερομ. 10.5.91) και οι ίδιοι οι αιτητές ζήτησαν τη μακροχρόνια μίσθωση του εν λόγω τεμαχίου, για λογαριασμό της Αρχής, χωρίς όμως τούτο να καταστεί εφικτό.
4. Η έρευνα που διεξήχθη στην παρούσα περίπτωση ήταν πλήρης και ουδόλως υπήρξε κακοπιστία εκ μέρους της Αρχής, που συζήτησε και με τους αιτητές το χώρο που θα καταλάμβανε η επέκταση του υποσταθμού ούτως ώστε να μην αποκόπτετο τελείως το κτήμα τους σε δύο μέρη χωρίς σύνδεση μεταξύ τους.
5. Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης βρίσκεται στο ίδιο το Διάταγμα και συμπληρώνεται από την ογκώδη αλληλογραφία που βρίσκεται στο φάκελο. Το γεγονός ότι στο παρελθόν άλλο Διάταγμα απαλλοτρίωσης του ιδίου τεμαχίου ανακλήθηκε, με την αναφορά ότι η εν λόγω περιουσία δεν ήταν απαραίτητη για τους συγκεκριμένους λόγους δημόσιας ωφέλειας δεν επηρεάζει την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Εξάλλου, είναι φανερό από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο λόγος της ανάκλησης ήταν η διάσωση των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στην επηρεαζόμενη περιοχή.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται το Διάταγμα Aπαλλοτρίωσης του τεμαχίου 178/2/1/1 (μέρος) και 179 (μέρος) στο χωριό Mακούντα, Πόλη Xρυσοχούς.
Α. Λυκούργου για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Aιτητές.
Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση αρ. 1.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Kαθ' ων η αίτηση αρ. 2.
Cur. adv. vult.
KPONIΔHΣ, Δ.: Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή τους αξιούν δήλωση του Δικαστηρίου όπως το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης του τεμαχίου 178/2/1/1 (μέρος) και 179 (μέρος), Φ/Σχ. XXVI.52 στο χωριό Μακούντα, Πόλη Χρυσοχούς, Επαρχία Πάφου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 17.6.94, κηρυχθεί άκυρο.
Οι καθ' ων η αίτηση 2 (η Αρχή) αποφάσισαν την ενδυνάμωση και εκσυγχρονισμό του υποσταθμού μεταφοράς 66/11 KV (ο υποσταθμός). Ετοίμασαν δε και σχετική μελέτη, ημερομηνίας 30.4.90, με βάση την οποία απαιτείτο η απόκτηση επιπρόσθετης παραπλήσιας γης, εκτάσεως 6215 τ.μ..
Οι αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 1.8.90, έφεραν σε γνώση της Αρχής τα σχέδιά τους για αξιοποίηση της παρακείμενης περιουσίας τους, με μεγάλο τουριστικό έργο που περιλάμβανε ξενοδοχειακά συγκροτήματα, επαύλεις, γήπεδο γκολφ κ.ά. και ζήτησαν από την Αρχή να μελετήσει άλλες υπαλλακτικές λύσεις για τη δημιουργία μεγαλύτερου υποσταθμού.
Με βάση εκτίμηση του Κτηματολογίου, η Αρχή πρόσφερε στους αιτητές το ποσό των Λ.Κ. 6.100 για την αγορά του μέρους του τεμαχίου 178/2/1/1 που έκριναν απαραίτητο για την υλοποίηση του σχεδίου τους, και το οποίο ανήκε στους αιτητές. (Βλέπε επιστολή ημερομηνίας 10.9.90). Με την ίδια επιστολή η Αρχή πληροφορούσε τους αιτητές ότι η υφιστάμενη θέση του υποσταθμού κρίνετο πολύ ικανοποιητική από τεχνικής πλευράς και δεν ενδείκνυτο η μετακίνησή του και ότι η μετακίνηση του υποσταθμού προϋπέθετε και τη μετατόπιση του υφιστάμενου δικτύου μεταφοράς και διανομής, διαδικασία που ήταν πολύ χρονοβόρα και δαπανηρή. Ωστόσο, πρόσθετε η επιστολή, θα μπορούσε να εξετασθεί τέτοια μετακίνηση υπό ορισμένες προϋποθέσεις, που συνίσταντο, μεταξύ άλλων, στην παραχώρηση χώρου από τους αιτητές όπως και στην ανάληψη της δαπάνης μετακίνησης.
Οι αιτητές, με επιστολή τους ημερομηνίας 17.9.90, αφού αναφέρθηκαν με σχετική λεπτομέρεια στα σχέδιά τους για ανάπτυξη της παρακείμενης περιουσίας τους, ανέφεραν ότι η υφιστάμενη θέση του υποσταθμού αποξένωνε μέρος του προτεινόμενου γηπέδου γκολφ. Ανέφεραν επίσης ότι όχι μόνο δεν υπήρχαν περιθώρια παραχώρησης οποιουδήποτε μέρους της περιουσίας τους που ήταν ολόκληρη απαραίτητη για την υλοποίηση του σχεδίου ανάπτυξης, αλλά προέβαιναν σε διαβήματα για την αγορά και άλλης πρόσθετης συνορεύουσας περιουσίας. Υπέδειξαν επίσης, για τη δημιουργία υποσταθμού, ως κατάλληλο το γειτνιάζον τεμάχιο 144/1, που αποτελούσε Τουρκοκυπριακή περιουσία.
Η Αρχή, με επιστολή της ημερομηνίας 9.10.90, αποτάθηκε στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με αίτημα τη μακροχρόνια εκμίσθωση του προαναφερθέντος Τουρκοκυπριακού τεμαχίου, η οποία απάντησε ότι δεν ήταν δυνατή, στα πλαίσια της υφιστάμενης νομικής υπόστασης που διέπει τη διαχείριση των Τουρκοκυπριακών περιουσιών, η μακροχρόνια εκμίσθωση του τεμαχίου.
Ακολούθησαν προσπάθειες και συναντήσεις των αιτητών και της Αρχής με την Υπηρεσία Προστασίας και Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας για μακροχρόνια εκμίσθωση του τεμαχίου 144/1, οι οποίες όμως δεν τελεσφόρησαν, κυρίως για το λόγο ότι δεν μπορούσε να προσφερθεί η εν λόγω ιδιοκτησία στην Αρχή με μακροχρόνια μίσθωση και θα έπρεπε η Αρχή να ήταν έτοιμη, ανά πάσα στιγμή, να την παραδώσει στον ιδιοκτήτη της στην αρχική της κατάσταση.
Ως αποτέλεσμα της μη επίτευξης συμφωνίας προωθήθηκε η διαδικασία απαλλοτρίωσης και στις 22.3.91 δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας Γνωστοποιήσεις απαλλοτρίωσης αναφορικά με τα τεμάχια 178/2/1/1 και 179. Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση κατά της Γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης του τεμαχίου 178/2/1/1, στις 4.4.91, για το λόγο κυρίως ότι η απαλλοτρίωση θα παρεμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την όλη ανάπτυξη του έργου. Συνεχίστηκαν όμως οι διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών αναφορικά με τη μετακίνηση του υποσταθμού στο Τεμάχιο 144/1, μέχρι που παρήλθε ο χρόνος των 10 μηνών που προνοεί ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος για την έκδοση Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και ως εκ τούτου η διαδικασία ατόνισε.
Ακολούθως η Αρχή αποφάσισε την εκ νέου προώθηση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης των ιδίων τεμαχίων. Μετά τις σχετικές Γνωστοποιήσεις και την απόρριψη της νέας ένστασης των αιτητών, που αφορούσε και τα δύο τεμάχια, δημοσιεύθηκε στις 27.8.93, Διάταγμα απαλλοτρίωσης των πιο πάνω τεμαχίων. Σημειωτέον ότι ο ιδιοκτήτης του τεμαχίου 179 περιγράφεται στη σχετική αλληλογραφία ως άγνωστος. Εναντίον του Διατάγματος απαλλοτρίωσης, οι αιτητές καταχώρησαν την προσφυγή 846/93.
Με επιστολή του ημερομηνίας 31.1.94, το Τμήμα Αρχαιοτήτων πληροφόρησε την Αρχή για την ανακάλυψη, στην εν λόγω περιοχή, μνημείου μεγάλης αρχαιολογικής αξίας και ζήτησε την εκπόνηση νέων σχεδίων από την Αρχή ούτως ώστε να αποκλείεται ο επηρεαζόμενος αρχαιολογικός χώρος. Ακολούθησε ανάκληση του Διατάγματος απαλλοτρίωσης και δημοσίευση νέων Γνωστοποιήσεων, αναφορικά με τα ίδια τεμάχια, για την εγκατάσταση του υποσταθμού σε χώρο που να μην επηρεάζει τους αρχαιολογικούς χώρους των εν λόγω τεμαχίων.
Οι νέες Γνωστοποιήσεις δημοσιεύθηκαν στις 31.3.94 μαζί με Διατάγματα επιτάξεως. Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση και πάλιν αναφορικά με τα δύο τεμάχια, στις 11.4.94, η οποία απερρίφθη από το Υπουργικό Συμβούλιο, και στις 17.6.94, δημοσιεύθηκε το επίδικο Διάταγμα απαλλοτρίωσης.
Ο δικηγόρος των αιτητών πρόβαλε με τη γραπτή αγόρευσή του τους ακόλουθους λόγους για ακύρωση της επίδικης απόφασης: α) Παράβαση νομοθεσίας και πολιτικής, β) Κακόπιστη συμπεριφορά των καθ' ων η αίτηση, γ) Έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη, και δ) Απουσία δέουσας αιτιολογίας.
Αναπτύσσοντας τους παραπάνω λόγους ακυρώσεως, ο δικηγόρος των αιτητών υποστήριξε ότι σύμφωνα με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 6.7.93, η απαλλοτρίωση ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας είναι επιτρεπτή μόνο α) όταν δεν προορίζεται για αξιοποίηση και β) δεν υπάρχει γειτνιάζουσα κρατική γη, κατάλληλη για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Οι προϋποθέσεις αυτές, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, δεν ισχύουν στην παρούσα περίπτωση, όπου υπήρχε τουλάχιστον εξίσου κατάλληλη Τουρκοκυπριακή περιουσία και γειτνιάζουσα κρατική γη, οι δε αιτητές προόριζαν τα κτήματά τους για αξιοποίηση.
Είναι η θέση του ότι η Αρχή αδικαιολόγητα, κακόπιστα και χωρίς να διεξαγάγει τη δέουσα έρευνα, προχώρησε στην επίδικη πράξη και δεν αποδέχτηκε προσφορά ή/και δεν συζήτησε περαιτέρω όρους για εκμίσθωση της παρακείμενης Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας. Τέλος, υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, παραπέμποντας στο Διάταγμα ανακλήσεως του προηγούμενου Διατάγματος απαλλοτρίωσης της ίδιας περιουσίας, όπου αναφέρεται ότι η Αρχή θεωρεί την εν λόγω περιουσία ως μη αναγκαία για τους συγκεκριμένους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.
Οι δικηγόροι για τους καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι οι αιτητές παρερμήνευσαν την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 6.7.93, ότι η Αρχή ερεύνησε πλήρως όλες τις πτυχές της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των υπαλλακτικών λύσεων, ότι ορθά οι προσφερόμενοι όροι εκμίσθωσης του Τουρκοκυπριακού ακινήτου θεωρήθηκαν επαχθείς και ότι η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα διάφορα στοιχεία του φακέλου.
Προτού εξετάσω τα πιο πάνω εγειρόμενα θέματα, θα εξετάσω τον ισχυρισμό του δικηγόρου της Αρχής, ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής όσον αφορά το τεμάχιο 179, καθότι δεν είναι ιδιοκτήτες του.
Οι αιτητές δεν απάντησαν στον ισχυρισμό αυτό. Όπως φαίνεται δε από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, οι αιτητές δεν πιθανολόγησαν με κανένα τρόπο το έννομο συμφέρον τους όσον αφορά το τεμάχιο αυτό. Αντίθετα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου, οι αιτητές κατά το χρόνο που δημοσιεύθηκαν οι πρώτες Γνωστοποιήσεις απαλλοτριώσεως, υπέβαλαν ένσταση μόνο όσον αφορά το τεμάχιο 178/2/1/1, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι δεν ήταν ιδιοκτήτες του 179. Όπως επίσης φαίνεται από τα διάφορα στοιχεία του φακέλου, οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν και η αλληλογραφία αναφέρονταν στο τεμάχιο 178/2/1/1. Επίσης, παρά το γεγονός ότι οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση όσον αφορά και το τεμάχιο 179, μετά την τελευταία Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, στην αλληλογραφία που ακολουθεί γίνεται αναφορά μόνο στο τεμάχιο 178/2/1/1 ως ιδιοκτησία των αιτητών, όσον αφορά δε το τεμάχιο 179, αναφέρεται ότι εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος ο ιδιοκτήτης του. Ενόψει των στοιχείων αυτών και της παράλειψης των αιτητών να υποβάλουν οποιοδήποτε στοιχείο που να δεικνύει το συμφέρον τους στο εν λόγω ακίνητο, βρίσκω ότι η προδικαστική ένσταση ευσταθεί και γίνεται αποδεκτή. Ως εκ τούτου, η προσφυγή όσον αφορά το μέρος της που σχετίζεται με την απαλλοτρίωση του τεμαχίου 179 απορρίπτεται.
Όσον αφορά το Διάταγμα απαλλοτρίωσης του τεμαχίου 178/2/1/1, του οποίου η ιδιοκτησία δεν αμφισβητείται, βρίσκω ότι οι λόγοι που προβάλλουν οι αιτητές για ακύρωσή του είναι αβάσιμοι, και εξηγώ γιατί. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στην οποία αναφέρθηκαν οι αιτητές, απλώς απαιτεί όπως στα στοιχεία που τίθενται ενώπιόν του περιλαμβάνονται και στοιχεία ως προς το κατά πόσο η συγκεκριμένη ιδιοκτησία προορίζεται για αξιοποίηση και κατά πόσο υπάρχει πλησίον κρατική γη, κατάλληλη για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Και τα δύο αυτά στοιχεία είχαν τεθεί, στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου και δεν υπάρχει θέμα παράβασης της πιο πάνω απόφασης. Όσον αφορά την κρατική γη, είναι φανερό από τη μαρτυρία λειτουργού της Αρχής ότι δεν ήταν κατάλληλη, για τεχνικούς λόγους που σχετίζονταν με τη μορφολογία του εδάφους και τις υψομετρικές διαφορές. Εξάλλου, τούτο δεν αμφισβητείται στην ουσία κι' από τον ίδιο το μάρτυρα των αιτητών, που αναφέρει στην ένορκο δήλωσή του ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παρακείμενη κρατική γη, αλλά το κόστος ισοπέδωσης και μετακίνησης της γραμμής 66,000 βολτς θα ήταν μεγάλο.
Αναφορικά με την πιθανότητα χρησιμοποίησης του αναφερομένου Τουρκοκυπριακού τεμαχίου, το οποίο όντως κρίθηκε ως κατάλληλο από την Αρχή, από την ογκώδη αλληλογραφία βρίσκω ότι εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια από την Αρχή και ότι εύλογα θεώρησε τους όρους υπό τους οποίους της προσφέρθηκε το τεμάχιο ως επαχθείς και τους απέρριψε, αφού η μίσθωση θα ήταν μόνο προσωρινή για μια πενταετία, και ανανέωση από έτους εις έτος μετά τη λήξη της. Επί πλέον η Αρχή θα ήταν υποχρεωμένη, ανά πάσα στιγμή, να το παραδώσει στην κατάσταση την οποίαν το παρέλαβε, χωρίς καμιά αποζημίωση για επενδύσεις που θα έκαμνε (βλέπε επιστολή ημερομηνίας 26.2.93).
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου (Επιστολή ημερομ. 10.5.91) και οι ίδιοι οι αιτητές ζήτησαν τη μακροχρόνια μίσθωση του εν λόγω τεμαχίου, για λογαριασμό της Αρχής, χωρίς όμως τούτο να καταστεί εφικτό.
Βρίσκω, με βάση όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, ότι η έρευνα που διεξήχθη στην παρούσα περίπτωση ήταν πλήρης και ουδόλως υπήρξε κακοπιστία εκ μέρους της Αρχής, που συζήτησε και με τους αιτητές το χώρο που θα καταλάμβανε η επέκταση του υποσταθμού ούτως ώστε να μην αποκόπτετο τελείως το κτήμα τους σε δύο μέρη χωρίς σύνδεση μεταξύ τους.
Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης βρίσκεται στο ίδιο το Διάταγμα και συμπληρώνεται από την ογκώδη αλληλογραφία που βρίσκεται στο φάκελο. Το γεγονός ότι στο παρελθόν άλλο Διάταγμα απαλλοτρίωσης του ιδίου τεμαχίου ανακλήθηκε, με την αναφορά ότι η εν λόγω περιουσία δεν ήταν απαραίτητη για τους συγκεκριμένους λόγους δημόσιας ωφέλειας δεν επηρεάζει την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. Εξάλλου, είναι φανερό από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο λόγος της ανάκλησης ήταν η διάσωση των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στην επηρεαζόμενη περιοχή.
Με βάση τα πιο πάνω απορρίπτω όλους τους ισχυρισμούς των αιτητών που δεν κατέδειξαν βάσιμο λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή αυτή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.