ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 635
31 Iουλίου, 1998
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
ΕΛΑΙΟΥΡΓΕΙΑ ΠΕΤΤΕΜΕΡΙΔΗ ΛΤΔ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ
ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Yπόθεση Aρ. 701/94)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ―�Λόγοι ακυρώσεως ―�Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ―�Περιστάσεις βασιμότητας και των δύο λόγων στην κριθείσα περίπτωση απορρίψεως αίτησης για χορήγηση άδειας εισαγωγής πυρηνελαίου.
Eισαγωγές ― Άδεια εισαγωγής ―�Aίτηση για άδεια εισαγωγής πυρηνελαίου βάσει του Άρθρου 3 του περί Kανονισμού Eισαγωγών Nόμου αρ. 49/62 και αρ. 7/67 και του περί Kανονισμού Eισαγωγών (Έλεγχος και Pύθμισις Eμπορευμάτων) Διάταγμα του 1983 (K.Δ.Π. 7/83) ― H αίτηση απερρίφθη ― Περιστάσεις ακυρότητας της απορρίψεως.
Eυρωπαϊκή Oικονομική Kοινότητα ― Συμφωνία σύνδεσης E.O.K. - Kύπρου ―�O Nόμος 321/87 περί του Πρωτοκόλλου για την εφαρμογή του B΄ Σταδίου Eφαρμογής Σύνδεσης E.O.K. - Kύπρου ―�Tο Άρθρο 28(1) του Nόμου και η ισχυριζόμενη παράβαση του εδαφίου (γ) αυτού στην κριθείσα περίπτωση ― Δεν στοιχειοθετήθηκε ―�Παρεμπόδιση συγκεκριμένης εισαγωγής προϊόντος δεν συνιστά "κρατική ενίσχυση" υπό την έννοια του Nόμου.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόρριψη της αίτησης των αιτητών για χορήγηση άδειας εισαγωγής 50 τόνων ακατέργαστου πυρηνέλαιου.
Χρ. Κληρίδης, για τους Aιτητές.
Γ. Φράγκου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
HΛIAΔHΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα
"Έλαια φυτικά μόνιμα, ρευστά ή στερεά, ακαθάριστα, εξηυγενισμένα ή κεκαθαρμένα εξαιρέσει του λινελαίου και ρετσινελαίου" υπόκεινται σε άδεια εισαγωγής*. Ο πιο πάνω ορισμός συμπεριλαμβάνει και το πυρηνέλαιο. Η αιτήτρια εταιρεία, που διεξάγει εργασίες παραγωγής και εμφιάλωσης ελαιολάδου, με χειρόγραφη επιστολή της (χωρίς ημερομηνία) που λήφθηκε από τους καθ'ων η αίτηση στις 27/4/94 ζήτησε "άδεια εισαγωγής ακατέργαστου ουδέτερου πυρηνελαίου με σκοπόν την επεξεργασίαν του σε μια από τις δύο ραφιναρίες της Κύπρου 50 τόνων ακατέργαστου ουδέτερου πυρηνελαίου".
Το πυρηνέλαιο θεωρείται το πλησιέστερο υποκατάστατο του παρθένου ελαιολάδου και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μαγείρεμα όπως και τα άλλα σπορέλαια (π.χ. αραβοσιτέλαιο και σογιέλαιο) τα οποία χρειάζονται άδεια εισαγωγής. Η τιμή διάθεσης του πυρηνελαίου είναι χαμηλότερη εκείνης του παρθένου ελαιολάδου.
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια την έγγραφη απάντηση των καθ'ων η αίτηση της 23/5/94.
"Θέμα: Αίτηση για άδεια εισαγωγής 50 τόνων
ακατέργαστου πυρηνελαίου
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας χωρίς ημερομηνία που λήφθηκε στις 27/4/1994 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας δεν εγκρίνεται για λόγους προστασίας της ντόπιας παραγωγής παρθένου ελαιολάδου."
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης για διάφορους λόγους, που με τη γραπτή αγόρευση της περιορίστηκαν
(1) Στη μη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας,
(2) Στην έλλειψη αιτιολογίας και στο ότι
(3) Η απόφαση αντίκειται προς το άρθρο 28(1) του Νόμου 321/87 του Πρωτοκόλλου για την Εφαρμογή του Β΄ Σταδίου Εφαρμογής Σύνδεσης ΕΟΚ - Κύπρου.
(β) Δέουσα έρευνα
Είναι η θέση των αιτητών ότι η αρμόδια Αρχή είχε συγχύσει το ακατέργαστο ουδέτερο πυρηνέλαιο (για το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση) με το παρθένο ελαιόλαδο και δεν προέβηκε σε έρευνα για να διαπιστώσει αν υπήρχε επαρκής ποσότητα ακατέργαστου πυρηνελαίου στην Κύπρο. Επιπρόσθετα η έρευνα δεν ήταν ικανοποιητική αφού δεν εξετάστηκε μεταξύ άλλων, κατά πόσο το επεξεργασμένο προϊόν θα μπορούσε να επηρεάσει την τοπική παραγωγή, κατά πόσο το επεξεργασμένο πυρηνέλαιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο του ελαιολάδου και κατά πόσο θα μπορούσαν να επιβληθούν περιοριστικοί όροι στην άδεια, όπως π.χ. μειωμένος αριθμός, χρονικοί περιορισμοί κ.λ.π. Επιπρόσθετα οι αιτητές εισηγούνται ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν έπρεπε να θεωρήσουν ως δεδομένο ότι μετά την επεξεργασία του, οι αιτητές θα διέθεταν το τελικό προϊόν στην Κύπρο.
Αντίθετα οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι είχαν προβεί στη δέουσα έρευνα και ότι από πληροφορίες που είχαν πάρει από το Συμβούλιο Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων (ΣΕΚΕΠ), που είναι ο αρμόδιος οργανισμός που συγκεντρώνει όλα τα επιτόπια αποθέματα ελαιολάδου, υπήρχαν αρκετές ποσότητες ελαιολάδου, που σε περίπτωση έγκρισης της σχετικής αίτησης θα υπήρχε πρόβλημα διάθεσής τους. Επιπρόσθετα οι καθ'ων η αίτηση δέχθηκαν ότι το πυρηνέλαιο και το ελαιόλαδο είναι δύο διαφορετικά προϊόντα, αλλά ο συσχετισμός και/ή σύγκριση μεταξύ των διαθέσιμων ποσοτήτων ελαιολάδου και της παροχής άδειας εισαγωγής πυρηνελαίου ήταν αναγκαίος γιατί το πυρηνέλαιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο του ελαιολάδου. Και τούτο γιατί στην πραγματικότητα οι αιτητές είχαν προειδοποιηθεί στο παρελθόν με δύο διαφορετικές επιστολές του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερομηνίας 6/5/94 και 28/6/94 ότι παραπλανούσαν το κοινό, αφού προσπαθούσαν να διαθέσουν στην αγορά πυρηνέλαιο με τέτοια περιγραφή, που θα μπορούσε να παραπλανήσει τον καταναλωτή ότι το πυρηνέλαιο ήταν ελαιόλαδο. Η πιο πάνω συμπεριφορά της αιτήτριας εταιρείας μπορούσε να οδηγήσει τους καθ'ων η αίτηση στο συμπέρασμα ότι το επεξεργασμένο πυρηνέλαιο θα διατίθετο στην Κύπρο.
Το ερώτημα κατά πόσο είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα πρέπει να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια του περιεχομένου του σχετικού φακέλου με ιδιαίτερη αναφορά στι ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί οι καθ'ων η αίτηση, από το τέλος Απριλίου 1994 (που είχαν λάβει την χωρίς ημερομηνία αίτηση των αιτητών) μέχρι τις 23/5/94 (που είχαν αποστείλει τη σχετική απάντησή τους). Από το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου φαίνεται ότι με σχετικό σημείωμα ημερομηνίας 29/5/94 αρμόδιος υπάλληλος, που εξέταζε εκτός από την αίτηση των αιτητών και δύο άλλες επιπρόσθετες αιτήσεις από τρίτα πρόσωπα για την εισαγωγή κατεργασμένου πυρηνελαίου, είχε ζητήσει τις απόψεις του ΣΕΚΕΠ. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Συμβούλιο Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων (ΣΕΚΕΠ) ιδρύθηκε με τον Περί Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων Νόμος (Αρ. 24/68) για τη λήψη των αναγκαίων ρυθμιστικών μέτρων που θα εξασφαλίζουν για τους ελαιοπαραγωγούς τις πλέον επωφελείς και οικονομικές διευθετήσεις για τη συσκευασία, μεταφορά, εμπορία, εξαγωγή, φόρτωση και πώληση ελαιοκομικών προϊόντων. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του Συμβουλίου για την προαγωγή των συμφερόντων των ελαιοπαραγωγών, δόθηκε η ευχέρεια στο Συμβούλιο να παρέχει γνωμοδοτήσεις και να υποβάλλει ενστάσεις στον Υπουργό ως προς την άσκηση των εξουσιών του Υπουργού που προέρχονται από διάφορους νόμους και κανονισμούς αναφορικά με ελαιοκομικά προϊόντα. Ο ΣΕΚΕΠ με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 18/5/94 απάντησε ότι δεν είχε ένσταση για την εξαγωγή ελαιοπυρήνα, αλλά έφερε ενστάσεις στην επανεισαγωγή πυρηνελαίου λόγω του ότι υπήρχαν αποθέματα χίλιων μετρικών τόνων ελαιολάδου στην Κύπρο και οποιαδήποτε άδεια εισαγωγής πυρηνελαίου θα δημιουργούσε προβλήματα. Με βάση τα πιο πάνω ο αρμόδιος υπάλληλος ο οποίος είχε προβεί στη σχετική έρευνα ζήτησε τις οδηγίες άλλου υπαλλήλου. Οι απόψεις του τελευταίου, που είναι καταγραμμένες στο σχετικό φάκελο, συμπεριλαμβάνουν σημείωση ότι εφόσον υπάρχουν αρκετές ποσότητες ελαιολάδου και η αναμενόμενη παραγωγή με βάση τη βροχόπτωση και τον αριθμό των δέντρων θα ήταν καλή, δεν έπρεπε να δοθούν άδειες εισαγωγής πυρηνελαίου.
Από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να διεξάγουν τη δική τους έρευνα για να εξετάσουν αν η αιτούμενη εισαγωγή πυρηνελαίου από την αιτήτρια εταιρεία θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τη διάθεση του επιτόπιου ελαιολάδου. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η αίτηση της αιτήτριας για την εισαγωγή πυρηνελαίου δεν ήταν η μοναδική που είχε υποβληθεί, αλλά εξεταζόταν ταυτόχρονα με δύο άλλες. Από τα στοιχεία των φακέλων της Διοίκησης φαίνεται ότι οι καθ'ων η αίτηση βασίστηκαν αποκλειστικά στις πληροφορίες που πήραν από το ΣΕΚΕΠ και η απόρριψη της αίτησης βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην ενημέρωση των καθ'ων η αίτηση από το ΣΕΚΕΠ ότι υπήρχαν αδιάθετοι χίλιοι μετρικοί τόνοι ελαιολάδου, η διάθεση των οποίων θα επηρεαζόταν δυσμενώς αν εχορηγείτο η σχετική άδεια. Χαρακτηριστικά η ανάγκη διεξαγωγής επιπρόσθετης έρευνας με άλλες αρμόδιες Υπηρεσίες αναφορικά με την ύπαρξη αδιάθετων ποσοτήτων ελαιολάδου μετά τη σχετική απόφαση της 23/5/94, σημειώνεται σε έγγραφο των καθ'ων η αίτηση της 14/7/94. Επιπρόσθετα προς τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι δεν είχε γίνει έρευνα αν υπήρχε ακατέργαστο πυρηνέλαιο στην Κύπρο, ως προς τα επακόλουθα που μπορούσαν να προκύψουν από τη διάθεση του επεξεργασμένου πυρηνελαίου και για άλλα σπορέλαια που θα μπορούσαν να επηρεαστούν.
Με βάση τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να διεξάγουν τη δική τους έρευνα και βασίστηκαν αποκλειστικά στις πληροφορίες που είχαν πάρει από το ΣΕΚΕΠ για να διαμορφώσουν την απορριπτική τους απάντηση. Η συμπεριφορά αυτή των καθ'ων η αίτηση επιβεβαιώνει την έλλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας.
(γ) Έλλειψη αιτιολογίας
Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης ότι η σχετική επιστολή των καθ'ων η αίτηση της 23/5/94 δεν περιέχει την απαραίτητη αιτιολογία για την απόρριψη της αίτησης. Ο λόγος που προβάλλεται ότι η αίτηση της αιτήτριας εταιρείας δεν μπορεί να εκδοθεί "για λόγους προστασίας της ντόπιας παραγωγής ελαιολάδου", δεν είναι αιτιολογικά ικανοποιητικός.
Μια διοικητική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη σε βαθμό που να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της εγκυρότητας της. Η αοριστία και ασάφεια που καθιστά αδύνατο τον έλεγχο μιας διοικητικής απόφασης μπορεί να έχει ως επακόλουθο την ακύρωση της πράξης. (Ίδε Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο" 3η Έκδοση, 1992, παράγραφοι 636, 646 και 647). Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής. Όμως μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να πάρει μια λακωνική μορφή, νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου" 6η Έκδοση, 667).
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56,
"Οπου αιτιολογείται η απόφαση με αναφορά στα στοιχεία που διερευνήθηκαν, μπορεί το Δικαστήριο να αναφερθεί στα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσει αν ήταν κατά λογική συνέπεια εφικτό για την Αρχή να καταλήξει στην απόφαση στην οποία άχθηκε."
Στην παρούσα περίπτωση έχω διεξέλθει τους δύο φακέλους που έχουν παρουσιαστεί και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς, με βάση τα στοιχεία που περιέχονται, οι καθ'ων η αίτηση θα μπορούσαν να καταλήξουν στη σχετική τους απόφαση. Οι δύο φάκελοι περιέχουν αιτήσεις από διάφορους ενδιαφερομένους, στοιχεία και πληροφορίες με διάφορες αναφορές σε ελαιόλαδο και πυρηνέλαιο, που δύσκολα συνδέονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν τους λόγους πάνω στους οποίους θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η αιτιολογία της απόφασης. Είναι σαφές ότι στην παρούσα περίπτωση η απαίτηση της νομολογίας για αιτιολόγηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Η εξέταση των στοιχείων των φακέλων που έχει γίνει από τη Διοίκηση δεν μπορεί να αιτιολογήσει τη σχετική απόφαση.
Συνεπακόλουθα η αίτηση επιτυγχάνει. Η σχετική απόφαση ακυρώνεται. Οι καθ'ων η αίτηση διατάσσονται να καταβάλουν τα έξοδα της αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(δ) Η επίδικη απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση με το άρθρο 28(1) του Νόμου 321/87 του Πρωτοκόλλου για την Εφαρμογή του Β΄ Σταδίου Εφαρμογής Σύνδεσης ΕΟΚ - Κύπρου.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη της αίτησης θα προχωρήσω να εξετάσω αν η σχετική απόφαση των καθ'ων η αίτηση της 23/5/94 παραβιάζει το άρθρο 28(1) του Νόμου 321/87. Είναι η θέση της αιτήτριας εταιρείας ότι η πλήρης απαγόρευση για την προστασία της τοπικής βιομηχανίας συνιστά κρατική ενίσχυση της τοπικής βιομηχανίας που παραβιάζει τον ελεύθερο συναγωνισμό μεταξύ τοπικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Η ενίσχυση μπορεί να συμπεριλαμβάνει πλεονεκτήματα που παρέχονται είτε έμμεσα είτε άμεσα. Στην παρούσα περίπτωση η προστασία που δόθηκε δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα έμμεσο πλεονέκτημα που συνιστά κρατική επέμβαση. Επιπρόσθετα είναι η θέση των αιτητών ότι η πλήρης απαγόρευση συγκρούεται με τις πρόνοιες του άρθρου 28(1) του Νόμου 321/87.
Αντίθετα οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συγκεκριμένη κρατική ενίσχυση προς την κυπριακή παραγωγή ελαιολάδου, αλλά μόνο μια προστασία που δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση.
Το άρθρο 28(1) του Νόμου 321/87 προνοεί ότι
"Από την έναρξη ισχύος του δεύτερου σταδίου, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 27 που αφορούν τα άρθρα 85, 86 και 92 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τα ακόλουθα είναι ασυμβίβαστα με την καλή λειτουργία της Συμφωνίας, εφόσον μπορούν να βλάψουν το εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και της Κύπρου:
(α) ........................................................................................................
(β) ........................................................................................................
(γ) κάθε κρατική ενίσχυση που νοθεύει ή υπάρχει κίνδυνος να νοθεύσει τον ανταγωνισμό με το να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένες παραγωγές."
Η κρατική ενίσχυση συμπεριλαμβάνει πλεονεκτήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα από κρατικές πηγές. Η κρατική ενίσχυση κατά παράβαση του άρθρου 92 της Συνθήκης εξυπακούει την καταστρατήγηση του συναγωνισμού προσφέροντας πλεονεκτήματα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που θα πρέπει να επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ Κρατών. Η κρατική ενίσχυση μπορεί να πάρει διάφορες μορφές και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων καταβολή χρηματικών ποσών, προνομιακή φορολογική μεταχείριση, επιχορηγήσεις για την κάλυψη εξόδων πλεονασμού, επενδυτικές επιχορηγήσεις και άλλα. (Ίδε Josephine Steiner "Textbook on EEC Law" 87). Στην υπόθεση Openbaar Ministerie v. Jacobus Philippus van Tiggele (Αρισ. Βλάχου "Νομολογία Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων" 7, σ. 324) σε ερώτημα αν η επιβολή κατωτάτων τιμών για την πώληση οινοπνευματωδών ποτών στην Ολλανδία μπορούσε να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως "κρατική ενίσχυση" αφού τα πλεονεκτήματα που μπορεί να επιφέρει μια τέτοια παρέμβαση δεν χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα μέσω κρατικών πόρων.
Ανεξάρτητα από το ότι το ερώτημα μπορούσε να αποτελέσει θέμα άλλων διαδικασιών (ίδε Josephine Steiner "Textbook on EEC Law" 89) η άρνηση των καθ'ων η αίτηση να επιτρέψουν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση την εισαγωγή της συγκεκριμένης ποσότητας πυρηνελαίου για την αποφυγή δημιουργίας προβλημάτων στη διάθεση υφιστάμενων ποσοτήτων ελαιολάδου, που έχουν άμεση σχέση με την αιτούμενη άδεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση. Και τούτο γιατί η απόφαση επηρεάζει μόνο μια συγκεκριμένη επιχειρηματική μονάδα, είναι μικρής διάρκειας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση που παρέχεται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.