ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 243
10 Απριλίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΟΪΖΟΣ ΠΙΠΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Aιτητές,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Kαθ' ης η αίτηση.
(Yποθέσεις Aρ. 1021/95, 1052/95, 1070/95)
Eκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προαγωγή στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Eκπαίδευσης ―�Eπισκόπηση της νομοθετικής ρύθμισης ―�Tο ζήτημα κατά πόσο η αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Eπιτροπή καθώς και η απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Eκπαίδευσης επί ενστάσεων ως προς την αξία οφείλουν να είναι αιτιολογημένες ―�Kαταφατική απάντηση και θεμελίωσή της.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Kαθορισμός τους στο δικόγραφο της Aιτήσεως και ανάπτυξή τους στην γραπτή αγόρευση ―�Διαφορετική η κατεύθυνση της γραπτής αγόρευσης στην κριθείσα περίπτωση μη περιλαμβάνουσα ανάπτυξη λόγων κατονομαζόμενων στην Aίτηση ― H προσφυγή απορρίφθηκε αν και συνέτρεχαν ακυρωτικοί λόγοι της επίδικης απόφασης ―�Περιστάσεις.
Oι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Διευθυντές Σχολείων Δημοτικής Eκπαίδευσης.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση ως προς δύο εκ των προσφυγών και απορρίπτοντας την τρίτη, αποφάσισε ότι:
1. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, κατά πόσο η αποτίμηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή των μονάδων αξίας των υποψηφίων καθώς επίσης και η απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης πάνω στην ένσταση που υποβάλλεται για το κριτήριο της αξίας, και η πιθανή αυξομείωση των μονάδων των υποψηφίων, πρέπει να είναι αιτιολογημένες, δοθέντος ότι δεν αποτελούν την τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ. αλλά ενδιάμεσα στάδια στη διαδικασία των προαγωγών, όπως η περίπτωση που εξετάζεται.
Ο Νόμος δεν προβλέπει ρητά για αιτιολόγηση των αποφάσεων των πιο πάνω οργάνων, κάτι που γίνεται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου 3 του Άρθρου 5, που σαφώς αφορά τις θέσεις που δεν ανήκουν στο διδακτικό προσωπικό. Η πλήρωση όμως θέσης που ανήκει στο διδακτικό προσωπικό, διέπεται από το εδάφιο 4 του Άρθρου 5. Ειδικές διατάξεις για αιτιολογία υπάρχουν στο Νόμο, και καλύπτουν άλλες περιπτώσεις.
2. Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου για αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων εφαρμόζονται στις υποθέσεις που εξετάζονται, λόγω των ειδικών διατάξεων του Νόμου, μολονότι σύμφωνα με αυτές επιβάλλεται η αιτιολόγηση της τελικής απόφασης και όχι των ενδιάμεσων. Η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που αφορά στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων σε μονάδες, που είναι μάλιστα και ο μέγιστος αριθμός μονάδων, μέχρι 100, πρέπει να αιτιολογείται. Το ίδιο ισχύει και για την απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευση, όταν αποφασίζει επί ενστάσεως πάνω στο ίδιο κριτήριο, αυτό δηλαδή της αξίας, που αποτιμάται σε μονάδες, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από την απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης επί του ζητήματος.
3. Η λειτουργία της Ε.Ε.Υ. περιορίζεται ουσιαστικά στην αύξηση των μονάδων που έχει ένας υποψήφιος στον κατάλογο μέχρι 5, ανάλογα με την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις.
Είναι πρόδηλο, πως ο καθορισμός των δικαιωμάτων και επηρεασμός των συμφερόντων των υποψηφίων δημιουργούνται ουσιαστικά από τις αποφάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Γι' αυτό και πρέπει να είναι αιτιολογημένες.
4. Δεν ισχύουν τα ίδια για την προσφυγή 1052/95, για τον εξής λόγο. Ο αιτητής σ' αυτή δεν πρόβαλε τους ίδιους νομικούς λόγους για την ακύρωση της απόφασης.
Είναι φανερό πως οι δικηγόροι του αιτητή δεν στηρίζουν την υπόθεση τους στις πρόνοιες του Νόμου, που ισχύει στην περίπτωση. Είναι γεγονός πως στα νομικά σημεία, που αναφέρονται στην αίτηση ακυρώσεως, θίγεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο η βαθμολόγηση των ενδιαφερομένων μερών. H γραπτή αγόρευση όμως οδηγεί σε εντελώς διαφορετικούς νομικούς δρόμους και οι ισχυρισμοί που γίνονται σ' αυτή, επί των γεγονότων, δεν ευσταθούν.
Oι Υποθέσεις Αρ. 1021/95 και 1070/95 επιτυγχάνουν με έξοδα. H�Υπόθεση Αρ. 1052/95 απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση διευθυντή σχολείων Δημοτικής Eκπαίδευσης αντί των αιτητών.
Τρ. Κωνσταντινίδης, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1021/95.
Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1052/95.
Ι. Νικολάου για Ν. Μαρκίδου, για τον Aιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1070/95.
Τζ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Kαθ' ης η αίτηση.
Α. Παναγιώτου, για το Eνδιαφερόμενο μέρος αρ. 3 στην Υπόθεση Αρ. 1052/95.
Α. Ευσταθίου, για τα Eνδιαφερόμενα μέρη Aρ. 14, 15 στην Υπόθεση Αρ. 1052/95 και Aρ. 5 στην Υπόθεση Αρ. 1070/95.
Cur. adv. vult.
APTEMIΔHΣ, Δ.:�Οι τρεις προσφυγές συνεκδικάστηκαν γιατί στρέφονται κατά της ίδιας διοικητικής απόφασης, της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών σε κάθε μια από αυτές, στη θέση του διευθυντή σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, από 11.9.95. Η επίδικη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.11.95. Με την προσφυγή 1021 προσβάλλονταν αρχικά η προαγωγή τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών, τελικά όμως περιορίστηκε στους πρώτους τρεις στον επισυνημμένο κατάλογο στην αίτηση ακυρώσεως. Η 1052 στρεφόταν εναντίον 15 προαχθέντων, αποσύρθηκε όμως εναντίον του υπ' αριθμόν 1, στον κατάλογο που επισυνάπτεται στην αίτηση ακυρώσεως. Η προσφυγή 1070 αφορά οκτώ ενδιαφερόμενα μέρη, αποσύρθηκε εναντίον του 8. Το ενδιαφερόμενο μέρος 3 στην προσφυγή 1052 εκπροσωπείται με δικηγόρο, όπως επίσης τα ενδιαφερόμενα μέρη 14 και 15 στην ίδια προσφυγή και το ενδιαφερόμενο μέρος 5 στην 1070.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη λήψη της επίδικης απόφασης είναι αυτή που προβλέπεται στον περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1995, Ν.78(1)/95. Ο Νόμος εφαρμόζεται, όπως ο ίδιος ορίζει στο άρθρο 3, για το διάστημα από την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή 14.7.95, μέχρι και της 31.12.96, αντί των διατάξεων των άρθρων 35Α και 35Β των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (Αρ. 2) του 1995.
Συνοψίζω παρακάτω τη διαδικασία που καθορίζεται στον πιο πάνω Νόμο για τη διενέργεια διορισμών-προαγωγών, ζήτημα ουσιώδες στην εξέταση των θεμάτων που εγείρονται στις προσφυγές. Σύμφωνα με το άρθρο 4 οι προαγωγές γίνονται από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ύστερα από σύσταση της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης που ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης, η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται μετά την αριθμητική αποτίμηση σε μονάδες των κριτηρίων της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας όλων των προσοντούχων υποψηφίων (άρθρο 5(4) του Νόμου). Στις παραγράφους του άρθρου (α), (β) και (γ) ορίζεται ο μέγιστος αριθμός μονάδων που δίδονται για το κάθε ένα από τα πιο πάνω τρία στοιχεία αξιολόγησης ως εξής:
(α) Αξία: μέχρι 100 μονάδες που παραχωρούνται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ύστερα από μελέτη των Συνήθων Εκθέσεων, των Εκθέσεων διευθυντών σχολείων και των Ατομικών Πληροφοριακών Δελτίων που περιέχονται στο φάκελο των υποψηφίων για την περίοδο των τελευταίων 10 ετών, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις εκθέσεις και πληροφοριακά δελτία των 2 τελευταίων ετών. Ειδική επιφύλαξη στο άρθρο διαλαμβάνει πως η Συμβουλευτική Επιτροπή θα αγνοεί τις βαθμολογίες που περιέχονται στις εν λόγω Υπηρεσιακές Εκθέσεις.
(β) Προσόντα: 1-5 μονάδες που δίδονται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφαση της για πρόσθετο προσόν που είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης.
(γ) Αρχαιότητα: αυτή καθορίζεται με το ένα δωδέκατο της μονάδας για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας σε θέση από την οποία ο υποψήφιος μπορεί να προαχθεί σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας.
Στην περίπτωση του καταλόγου που καταρτίζεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, βάσει του εδαφίου 4, αυτός περιέχει τριπλάσιο αριθμό από τις κενές θέσεις. Όταν υποψήφιοι ισοβαθμούν με τον τελευταίο υποψήφιο στον κατάλογο, περιλαμβάνονται και οι ίδιοι σε αυτόν.
Οι εκθέσεις, μαζί με τους καταλόγους που ετοιμάζονται, αποστέλλονται στην Επιτροπή, στην οποίαν ο κάθε υποψήφιος μπορεί να υποβάλει, μέσα σε 10 ημέρες από της ημερομηνίας αναρτήσεως του καταλόγου, ένσταση για αναθεώρηση του. (εδάφιο 7). Αν η ένσταση αφορά την αναθεώρηση ή τροποποίηση της αριθμητικής αποτίμησης του κριτηρίου της αξίας, όπως αυτή φαίνεται στον κατάλογο, η Επιτροπή παραπέμπει το ζήτημα στο Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Ο τελευταίος, αφού πάρει τις παρατηρήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφασίζει την ένσταση μόνο ως προς το ζήτημα της αριθμητικής αποτίμησης του κριτηρίου «αξία», και στέλλει την απόφαση του στην Επιτροπή και στον λειτουργό που υπέβαλε την ένσταση. (εδάφιο 8 του άρθρου 5).
Η Επιτροπή, στη συνέχεια, εξετάζει και αποφασίζει τις ενστάσεις αλλά δεσμεύεται από την απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης πάνω στο θέμα της αριθμητικής αποτίμησης του κριτηρίου "αξία", (εδάφιο 9). Αφού καταρτίσει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων τους καλεί σε προσωπική συνέντευξη, στην οποία μπορεί να παρευρίσκεται και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος για να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων. Όταν τελειώσουν οι προσωπικές συνεντεύξεις η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλυτέρων υποψηφίων που περιέχονται στους τελικούς καταλόγους. Στην περίπτωση των υποψηφίων που περιέχονται στον κατάλογο που καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο 4, του άρθρου 5, που μας αφορά, λαμβάνει υπόψη τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο, τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 5 με αιτιολογημένη απόφαση της, που στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. (παράγραφος (β) εδάφιο 11 του άρθρου 5 του Νόμου).
Στις προσφυγές 1021 και 1070 εγείρεται ως βασικό επιχείρημα, για την ακύρωση της επίδικης απόφασης, πως αυτή δεν έχει αιτιολογηθεί στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Γι' αυτό και η τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ. συμπαρασύρεται ως επίσης πάσχουσα για έλλειψη αιτιολογίας.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι, κατά πόσο η αποτίμηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή των μονάδων αξίας των υποψηφίων, που γίνεται όπως εξήγησα πιο πάνω, καθώς επίσης και η απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης πάνω στην ένσταση που υποβάλλεται για το κριτήριο της αξίας, και η πιθανή αυξομείωση των μονάδων των υποψηφίων, πρέπει να είναι αιτιολογημένες, δοθέντος ότι δεν αποτελούν την τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ. αλλά ενδιάμεσα στάδια στη διαδικασία των προαγωγών, όπως η περίπτωση που εξετάζουμε.
Ο Νόμος δεν προβλέπει ρητά για αιτιολόγηση των αποφάσεων των πιο πάνω οργάνων, κάτι που γίνεται κατά την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου 3 του άρθρου 5, που σαφώς αφορά τις θέσεις που δεν ανήκουν στο διδακτικό προσωπικό. Η πλήρωση όμως θέσης που ανήκει στο διδακτικό προσωπικό, όπως είπα πιο πάνω, διέπεται από το εδάφιο 4 του άρθρου 5. Ειδικές διατάξεις για αιτιολογία υπάρχουν στο Νόμο, και καλύπτουν άλλες περιπτώσεις, που μνημονεύονται πιο πάνω.
Έχω τη γνώμη πως οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου για αιτιολόγηση των διοικητικών αποφάσεων εφαρμόζονται στις υποθέσεις που εξετάζουμε, λόγω των ειδικών διατάξεων του Νόμου, μολονότι σύμφωνα με αυτές επιβάλλεται η αιτιολόγηση της τελικής απόφασης και όχι των ενδιάμεσων. Φρονώ δε πως η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που αφορά στην αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων σε μονάδες, που είναι μάλιστα και ο μέγιστος αριθμός μονάδων, μέχρι 100, πρέπει να αιτιολογείται. Το ίδιο φρονώ και για την απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευση, όταν αποφασίζει επί ενστάσεως πάνω στο ίδιο κριτήριο, αυτό δηλαδή της αξίας, που αποτιμάται σε μονάδες, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από την απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης επί του ζητήματος.
Η λειτουργία της Ε.Ε.Υ. περιορίζεται ουσιαστικά στην αύξηση των μονάδων που έχει ένας υποψήφιος στον κατάλογο μέχρι 5, ανάλογα με την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις.
Είναι πρόδηλο, πως ο καθορισμός των δικαιωμάτων και επηρεασμός των συμφερόντων των υποψηφίων δημιουργούνται ουσιαστικά από τις αποφάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Γι' αυτό και πρέπει να είναι αιτιολογημένες.
Είναι δίκαιο να αναφέρω, γιατί είναι εις πίστιν της Ε.Ε.Υ. πως στην έναρξη της διαδικασίας για τη λήψη της τελικής απόφασης επισημαίνει, και καταγράφεται στα πρακτικά, πως η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η απόφαση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης επί των ενστάσεων δεν έχουν οποιαδήποτε αιτιολογία. Δεν έγινε όμως τίποτε για να θεραπευθεί η κατάσταση.
Ενόψει των όσων αναφέρω πιο πάνω, οι προσφυγές 1021/95 και 1070/95 επιτυγχάνουν. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Δεν ισχύουν τα ίδια για την προσφυγή 1052/95, για τον εξής λόγο. Ο αιτητής σ' αυτή δεν πρόβαλε τους πιο πάνω νομικούς λόγους για την ακύρωση της απόφασης. Ισχυρίζεται μόνο πως υπερέχει των ενδιαφερομένων μερών. Αμφισβητεί επίσης την αξιολόγηση του στην προσωπική συνέντευξη και λέγει πως ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης τον χαρακτήρισε σ' αυτή ως εξαίρετο. Με βάση την αξιολόγηση του Διευθυντή, προτείνουν οι συνήγοροι του, η Ε.Ε.Υ. έπρεπε να είχε δώσει ειδική αιτιολογία για την παρέκκλιση της από τη «σύσταση» του Διευθυντή.
Είναι φανερό πως οι δικηγόροι του αιτητή δεν στηρίζουν την υπόθεση τους στις πρόνοιες του Νόμου, που ισχύει στην περίπτωση, και που εξέθεσα πιο πάνω. Στη γραπτή τους αγόρευση γίνεται επίκληση της νομολογίας που αφορά σε άλλη νομοθεσία, όπως οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας και Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμοι. Είναι γεγονός πως στα νομικά σημεία, που αναφέρονται στην αίτηση ακυρώσεως, θίγεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο η βαθμολόγηση των ενδιαφερομένων μερών, που χαρακτηρίζεται ως "αυθαίρετη ή παράνομη" και μέμφεται η αναθεώρηση της βαθμολογίας ως "χωρίς δικαιολογία και αυθαίρετη". Όπως έχω όμως ήδη αναφέρει, η γραπτή αγόρευση οδηγεί σε εντελώς διαφορετικούς νομικούς δρόμους και οι ισχυρισμοί που γίνονται σ' αυτή, επί των γεγονότων, δεν ευσταθούν.
Υπό τις περιστάσεις η προσφυγή αυτή απορρίπτεται αλλά δεν κρίνω σκόπιμο να εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα, λόγω της ακυρωτικής απόφασης που αφορά στις άλλες δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές.
Oι Υποθέσεις Αρ. 1021/95 και 1070/95 επιτυγχάνουν με έξοδα. H�Υπόθεση Αρ. 1052/95 απορρίπτεται χωρίς έξοδα.