ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 131
25 Φεβρουαρίου, 1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΡΜΙΟΝΗ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ ΤΑΛΙΩΤΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Yπόθεση Aρ. 603/95)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο συμφέρον ― Aποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης ― Στερεί τον αιτητή του εννόμου συμφέροντός του ― Προϋποθέσεις και περιστάσεις της συνδρομής αποδοχής στην κριθείσα περίπτωση.
Φορολογία ― Φορολογία Kεφαλαιουχικών κερδών ― Bεβαίωση και Επιβολή ― Eπιβολή της φορολογίας με καθυστέρηση 11 ετών ― Άρθρο 13 του περί Φορολογίας Kεφαλαιουχικών Kερδών Nόμου ― Σαφής ευχέρεια βεβάιωσης του φόρου καθ' οιονδήποτε χρόνο ― Eξίσου σαφής και η συναρτώμενη διάταξη του Άρθρου 22 του Nόμου περί επιβολής τόκου αναδρομικώς ― Oι καθυστερήσεις εκ μέρους των φορολογικών αρχών ενεπιθύμητες αλλά μη επηρεάζουσες τη νομιμότητα της διοικητικής δράσης.
H αιτήτρια στράφηκε κατά της επιβολής τόκου επί του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών που της επεβλήθη 11 χρόνια μετά την γένεση της φορολογικής της υποχρέωσης. H προσφυγή καταχωρίστηκε παρόλο που ο σύζυγος της αιτήτριας είχε εξοφλήσει τόσο τον φόρο όσο και τον αμφισβητούμενο τόκο χωρίς εμφανή ένδειξη οποιασδήποτε επιφύλαξη δικαιωμάτων.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση άσκησης προσφυγής κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η διαπίστωση της απουσίας του στερεί τον προσφεύγοντα του δικαιώματος προώθησης της προσφυγής του.
Σύμφωνα τόσο με την ελληνική όσο και τη δική μας νομολογία, άτομο που απεδέχθη ελεύθερα και ανεπιφύλακτα μια διοικητική πράξη στερείται εννόμου συμφέροντος για προσβολή της.
Η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή με την πληρωμή των απαιτηθέντων ποσών φόρου και τόκου αποδέχτηκε την επίδικη απόφαση ανεπιφύλακτα. Δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι η αποδοχή της πράξης δεν ήταν ελεύθερη, ούτε και προσήχθη μαρτυρία για στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού της αιτήτριας ότι η πληρωμή έγινε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της και η μη αναγραφή τούτου επί της σχετικής απόδειξης οφειλόταν σε αμέλεια του αρμόδιου λειτουργού. Επομένως, με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, το Δικαστήριο βρίσκει ότι η αιτήτρια στερείται του απαραίτητου έννομου συμφέροντος για προώθηση της προσφυγής της.
2. Σύμφωνα με το Άρθρο 13 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, όπως ίσχυε στην παρούσα περίπτωση, ο Διευθυντής είχε εξουσία βεβαίωσης του πληρωτέου φόρου "καθ' οιονδήποτε χρόνο είτε η δήλωση διαθέσεως ιδιοκτησίας επεδόθη είτε όχι". Η φρασεολογία του νόμου είναι σαφής και δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τον τρόπο που εισηγείται η αιτήτρια. Ο Διευθυντής μπορεί να βεβαιώσει τον οφειλόμενο φόρο καθ' οιονδήποτε χρόνο. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση στην υπόθεση Έλλη Μακρίδου v. Δημοκρατίας (1994) 4 A.A.Δ. 110. Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε, αλλά η έφεση περιορίστηκε στην ερμηνεία του όρου "της αρχικής βεβαίωσης" που απαντάται στο Άρθρο 14 του Νόμου. Η έφεση απορρίφθηκε. Όσον δε αφορά την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε και εκεί (9 χρόνια) στη βεβαίωση του φόρου, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου συμμερίστηκε την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο κάκισε την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε.
Αναφορικά με την επιβολή τόκου, σχετικό είναι το Άρθρο 22 του Νόμου, όπως ήταν πριν την αναρίθμηση και τροποποίησή του από το Ν. 135/90.
Το ίδιο θέμα ηγέρθη και στην υπόθεση Έλλη Μακρίδου (πιο πάνω) πρωτοδίκως. Το Δικαστήριο απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό είπε ότι η πρόνοια για καταβολή τόκου είναι επιτακτική και δεν υπήρχε καμιά ασάφεια στο Νόμο. Το θέμα δεν ηγέρθη στην έφεση. Tο Δικαστήριο συμφωνεί και υιοθετεί τα όσα λέχθηκαν από τον αδελφό Δικαστή Νικήτα στην πιο πάνω υπόθεση και κακίζει την καθυστέρηση που σημειώθηκε.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Tomboli v. Cyprus Telecommunications Authority (1982) 3 C.L.R. 14,
Μακρίδου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 110,
Μακρίδου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Διευθυντή του Tμήματος Eσωτερικών Προσόδων για την επιβολή, στην αιτήτρια, Φόρου Kεφαλαιουχικών Kερδών με τόκο 9%.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για την Aιτήτρια.
Στ. Χούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XPYΣOΣTOMHΣ, Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής αυτής είναι η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (ο Διευθυντής), με την οποία επιβλήθηκε στην αιτήτρια Φόρος Κεφαλαιουχικών Κερδών, με τόκο 9% από 12.3.83. Η απόφαση του Διευθυντή κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 19.4.95.
Η αιτήτρια ήταν ιδιοκτήτρια του 1/6 μεριδίου σε ακίνητο που περιγράφεται ως χωράφι, αρ. εγγραφής 15534, Φ/Σχ. LIII/64, τεμάχιο 233/1, στην περιοχή Ύψωνα, στη Λεμεσό. Το ως άνω ακίνητο πωλήθηκε με αναγκαστική πώληση στις 12.12.82. Το ακίνητο μεταβιβάστηκε στον αγοραστή και το αντίτιμο που αναλογούσε στο μερίδιό της πληρώθηκε στην αιτήτρια.
Στις 22.9.94 (11 χρόνια αργότερα), ο Διευθυντής απέστειλε στην αιτήτρια ειδοποίηση επιβολής φορολογίας για την πιο πάνω διάθεση, σύμφωνα με την οποία προέκυπτε φόρος κεφαλαιουχικών κερδών ανερχόμενος στο ποσό των £560,00, συν τόκοι από 12.3.83. Η αιτήτρια ενέστη με επιστολή της ημερ. 27.10.94, αναφέροντας ότι παρόλο που είχε υποβάλει το έντυπο IR401 για να πάρει άλλο σχετικό έντυπο το οποίο παρουσίασε στο Κτηματολόγιο για να πάρει το μερίδιό της από το αντίτιμο της πώλησης, το Γραφείο του Φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών καθυστέρησε 11 ολόκληρα χρόνια να επιβάλει φορολογία.
Μετά από συνάντηση που είχε ο σύζυγος της αιτήτριας με λειτουργό του Γραφείου του καθ' ου η αίτηση, έγιναν αποδεκτά ορισμένα έξοδα που δηλώθηκαν, αλλά όχι αίτημα που αφορούσε την επιβολή τόκων. Ως αποτέλεσμα, στάληκε στην αιτήτρια νέα Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών με την ακόλουθη συνοδευτική επιστολή ημερ. 19.4.95:
"(α) Ύστερα από επανεξέταση της υπόθεσής σας και τις επεξηγήσεις που έχουν δοθεί από τον σύζυγό σας κατά τις επισκέψεις του στο γραφείο μου στις 28.3.95 και 14.4.95 παραχωρούνται τα διεκδικούμενα έξοδα για μεταβιβαστικά, τόκους και χαρτόσημα Λ.Κ.321.-.
(β) Δεν μπορεί να γίνει διαφοροποίηση στο θέμα των τόκων διότι ορθά επεβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου στο οποίο αναφέρεται ότι "απλούς τόκος προς εννέα τοις εκατόν κατ' έτος καταβάλλεται επί παντός φόρου από της παρόδου τριών μηνών από της ημερομηνίας της διαθέσεως της ιδιοκτησίας μέχρι της ημερομηνίας της πληρωμής ...."
2. Εσωκλείω Τελική Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών. Αν θεωρείτε ότι αδικείστε με την πιο πάνω απόφασή μου έχετε το δικαίωμα να καταχωρήσετε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας σε 75 μέρες από την ημερομηνία κατά την οποία η πιο πάνω φορολογία θα περιέλθει σε γνώση σας."
Σαν αποτέλεσμα η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 3.7.95.
Η δικηγόρος για τον καθ' ου η αίτηση ήγειρε με τη γραπτή αγόρευσή της προδικαστική ένσταση περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της αιτήτριας την οποία στηρίζει στο γεγονός ότι η αιτήτρια αποδέχτηκε την επίδικη απόφαση πληρώνοντας το απαιτηθέν ποσό μαζί με τους τόκους, χωρίς καμιά επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.
Η πληρωμή, όπως φαίνεται από το φάκελο της υπόθεσης, έγινε στις 29.5.95. Στη σχετική απόδειξη δεν γίνεται αναφορά σε καμιά επιφύλαξη.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας στην απαντητική του αγόρευση ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγος της αιτήτριας, ο οποίος πλήρωσε το φόρο και τον τόκο, ανάφερε στον αρμόδιο λειτουργό προφορικά ότι πληρώνει με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της αιτήτριας. Το γεγονός δε ότι δεν αναγράφεται οτιδήποτε σχετικό στην απόδειξη πληρωμής οφείλεται, όπως ισχυρίζεται, σε παράλειψη του αρμόδιου λειτουργού. Για απόδειξη των ισχυρισμών του επεφύλαξε το δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας σε μεταγενέστερο στάδιο. Αργότερα όμως ο δικηγόρος της αιτήτριας δήλωσε ότι δεν θα προσάξει μαρτυρία.
Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση άσκησης προσφυγής κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Η διαπίστωση της απουσίας του στερεί τον προσφεύγοντα του δικαιώματος προώθησης της προσφυγής του.
Σύμφωνα τόσο με την ελληνική όσο και τη δική μας νομολογία, άτομο που απεδέχθη ελεύθερα και ανεπιφύλακτα μια διοικητική πράξη στερείται εννόμου συμφέροντος για προσβολή της (Tomboli v. Cyprus Telecommunications Authority (1982) 3 C.L.R. 14, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας (1929-1959) σελ 260-261).
Η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή με την πληρωμή των απαιτηθέντων ποσών φόρου και τόκου αποδέχτηκε την επίδικη απόφαση ανεπιφύλακτα. Δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι η αποδοχή της πράξης δεν ήταν ελεύθερη, ούτε και προσήχθη μαρτυρία για στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού της αιτήτριας ότι η πληρωμή έγινε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της και η μη αναγραφή τούτου επί της σχετικής απόδειξης οφειλόταν σε αμέλεια του αρμόδιου λειτουργού. Επομένως, με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, βρίσκω ότι η αιτήτρια στερείται του απαραίτητου έννομου συμφέροντος για προώθηση της προσφυγής της.
Εν πάση περιπτώσει, θα επιληφθώ και της ουσίας της υπόθεσης, η οποία περιορίζεται στην επιβολή τόκου προς 9% από 12.3.83, επί του οφειλόμενου ποσού του φόρου.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι κατέθεσε στα Γραφεία του Καθ' ου η αίτηση Δήλωση Διάθεσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας στο έντυπο IR401, στις 19.1.83 και παρουσίασε φωτοτυπία. Είναι δε η θέση της ότι ο Διευθυντής δεν μπορεί να επιβάλει φορολογία και να απαιτεί και τόκο μετά την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, εισηγείται ότι η φράση "καθ' οιονδήποτε χρόνο" στο άρθρο 13 του Νόμου πρέπει να ερμηνευθεί ότι σημαίνει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι είναι η τακτική του Γραφείου του καθ' ου η αίτηση να σφραγίζει οποιαδήποτε έγγραφα παρουσιάζονται και ότι αφού το παρουσιασθέν έντυπο δεν φέρει σφραγίδα σημαίνει ότι δεν παρουσιάστηκε. Υποστηρίζει όμως ότι εν πάση περιπτώσει, ο Διευθυντής είχε εκ του νόμου εξουσία να επιβάλει φορολογία σε οποιοδήποτε χρόνο, όπως και εξουσία επιβολής τόκων. Όσο για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην επιβολή της επίδικης φορολογίας, είπε ότι οφείλετο στο γεγονός ότι το σχετικό έντυπο μεταβίβασης που αποστέλλεται από το Κτηματολόγιο στο Γραφείο του καθ' ου η αίτηση παρέπεσε.
Σύμφωνα με το άρθρο 13 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, όπως ίσχυε στην παρούσα περίπτωση, ο Διευθυντής είχε εξουσία βεβαίωσης του πληρωτέου φόρου "καθ' οιονδήποτε χρόνο είτε η δήλωση διαθέσεως ιδιοκτησίας επεδόθη είτε όχι". Η φρασεολογία του νόμου είναι σαφής και δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τον τρόπο που εισηγείται η αιτήτρια. Ο Διευθυντής μπορεί να βεβαιώσει τον οφειλόμενο φόρο καθ' οιονδήποτε χρόνο. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση στην υπόθεση Έλλη Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 110. Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε, αλλά η έφεση περιορίστηκε στην ερμηνεία του όρου "της αρχικής βεβαίωσης" που απαντάται στο άρθρο 14 του Νόμου. Η έφεση απορρίφθηκε. Όσον δε αφορά την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε και εκεί (9 χρόνια) στη βεβαίωση του φόρου, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου συμμερίστηκε την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο κάκισε την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε (Βλ. Έλλη Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581).
Αναφορικά με την επιβολή τόκου, σχετικό είναι το άρθρο 22 του Νόμου, το οποίο όπως ήταν τότε πριν την αναρίθμηση και τροποποίησή του από το Ν. 135/90, προνοούσε ότι:
"Απλούς τόκος προς εννέα τοις εκατόν κατ' έτος καταβάλλεται επί παντός φόρου από της παρόδου τριών μηνών από της ημερομηνίας της διαθέσεως της ιδιοκτησίας μέχρι της ημερομηνίας της πληρωμής, και εισπράττεται ως εάν απετέλει μέρος του εν υπερημερία φόρου:
Νοείται ότι εις περιπτώσεις καθ' ας δεν έχει γίνει η βεβαίωσις του πληρωτέου φόρου, το υπόχρεον εις την καταβολήν του φόρου πρόσωπον δύναται να καταβάλη εις τον Διευθυντήν παν ποσόν έναντι του μετέπειτα βεβαιωθησομένου φόρου, και παν ποσόν ούτω καταβαλλόμενον καταλογίζεται κατά την βεβαίωσιν του φόρου έναντι του φόρου του οφειλομένου υπό του προσώπου τούτου."
Το ίδιο θέμα ηγέρθη και στην υπόθεση Έλλη Μακρίδου (πιο πάνω) πρωτοδίκως. Το Δικαστήριο απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό είπε ότι η πρόνοια για καταβολή τόκου είναι επιτακτική και δεν υπήρχε καμιά ασάφεια στο Νόμο. Το θέμα δεν ηγέρθη στην έφεση. Συμφωνώ και υιοθετώ τα όσα λέχθηκαν από τον αδελφό Δικαστή Νικήτα στην πιο πάνω υπόθεση και κακίζω την καθυστέρηση που σημειώθηκε. Τέτοιες καθυστερήσεις δεν είναι επιθυμητές.
Σαν αποτέλεσμα η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.