ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 623/97
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Ελένης Ζαβρού από την Πάνω Δευτερά
Αιτητρίας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργείου Οικονομικών
2. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων
Καθών η αίτηση
--------------------
Ημερομηνία:
22 Δεκεμβρίου, 1998Για την αιτήτρια: Ι. Νικολάου για Ε. Μαρκίδου
Για τους καθών η αίτηση: Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της
Δημοκρατίας
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (εφεξής ο Διευθυντής), που της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 6/6/97. Ο Διευθυντής είχε εγκρίνει αίτημα της για ατελή εισαγωγή μηχανοκίνητου οχήματος "που έχει εισαχθεί πριν τις 17/6/93 δηλαδή μέσα σε ένα χρόνο από την άφιξη σας στην Κύπρο για επανεγκατάσταση, όπως ρητά αναφέρεται στο Νόμο" (βλέπε την παραπάνω επιστολή, τεκμ. Α στην αίτηση).
Το νομικό πλαίσιο της υπόθεσης παρέχουν οι διατάξεις του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1992 (αρ. 18(Ι)/92). Το εδ. 4(γ) του άρθρ. 11 προβλέπει ότι:
"(4) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου ως και οιασδήποτε ετέρας διατάξεως οπουδήποτε διαλαμβανομένης και αφορώσης εις την ατελή εισαγωγήν εμπορευμάτων ωσαύτως απαλλάττονται του εισαγωγικού δασμού ή και φόρου καταναλώσεως υπό τους ακολούθους όρους και προϋποθέσεις:
.................................. .................................................. .....
(γ) Μηχανοκίνητα οχήματα της Κλάσεως 8702 τα οποία εγγράφονται από την αρμοδίαν αρχήν εγγραφής μηχανοκινήτων οχημάτων διά την μεταφοράν μέχρι και εννέα προσώπων και μηχανοκίνητα οδικά οχήματα των Κλάσεων 8703 21-24, 8703 31-33 και 8703 90 εισαγόμενα υπό ή διά λογαριασμόν Κυπρίων οι οποίοι κατόπιν μονίμου εγκαταστάσεως εις το εξωτερικόν διά την συνεχή περίοδον των τελευταίων δέκα τουλάχιστον ετών προ της επανόδου των διά μόνιμον επανεγκατάστασιν εν τη Δημοκρατία, νοουμένου ότι η εισαγωγή γίνεται εντός ενός έτους από της αφίξεώς των εν τη Δημοκρατία δι' επανεγκατάστασιν:
.................................. .................................................. .."
Η καταγραφή των γεγονότων θα καταδείξει και το λόγο για τον οποίο η αιτήτρια στρέφεται εναντίον πράξης που εκ πρώτης όψεως φαίνεται ευνοϊκή για αυτήν. Ας σημειωθεί πως δεν τέθηκε ούτε προκύπτει θέμα νομιμοποίησης λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος. Η αιτήτρια γεννήθηκε στην Αυστραλία το 1962 από Κύπριους γονείς. Έζησε στον Άγιο Επίκτητο, τόπο καταγωγής της μητέρας της, από το 1969 μέχρι το 1974. Επέστρεψε στην Αυστραλία το Σεπτέμβριο του 1974 όπου εγκαταστάθηκε. Επανεγκαταστάθηκε όμως στην Κύπρο με την οικογένεια της από τις
18/6/92, που γύρισε πίσω.Στις 30/6/92 υπέβαλε την αίτηση για αφορολόγητο αυτοκίνητο ως επαναπατρισθείσα, αναφέροντας ότι για τη μεγαλύτερη περίοδο από τον Ιούλιο 1982 μέχρι το Μάϊο του 1984 αναγκάστηκε να μείνει στην Κύπρο για λόγους υγείας. Η αιτήτρια εξήγησε, όταν της ζητήθηκαν λεπτομέρειες, ότι τα προβλήματα υγείας αφορούσαν την ίδια, που τότε εγκυμονούσε και αργότερα το νεογέννητο παιδί της, το οποίο υποβλήθηκε σε εγχείρηση στη Λευκωσία. Σε επίρρωση των ισχυρισμών της παρέδωσε στη διοίκηση σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά.
Έχει σημασία να λεχθεί ότι η αιτήτρια συνόδευσε την αίτηση της με την ακόλουθη δήλωση την οποία υπέγραψε:
"Αναφορικά με την αίτηση μου ημερομηνίας 30/6/92 βάσει του άρθρου 11(4) του Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου, δηλώνω ότι έχω πληροφορηθεί πως η εισαγωγή του οχήματος θα πρέπει να γίνει μέσα σ' ένα χρόνο από την άφιξη μου στην Κύπρο για επανεγκατάσταση, δηλαδή μέχρι την 17/6/93, και τούτο είναι ανεξάρτητο από την υποχρέωση μου να προσκομίσω στις Τελωνειακές Αρχές όλα τ' απαιτούμενα στοιχεία για υποστήριξη του αιτήματος μου για απαλλαγή."
Το αίτημα απορρίφθηκε στις 19/2/93 επειδή δεν αποδείχθηκε συνεχής παραμονή στο εξωτερικό, όπως προβλέπει ο νόμος. Θεωρήθηκε ότι η διαμονή της αιτήτριας για την παραπάνω περίοδο στην Κύπρο (7/82-5/84) διέσπασε το ενιαίο της δεκαετούς περιόδου που απαιτεί ο νόμος ως προϋπόθεση για απόκτηση του δασμολογικού ευεργετήματος. Η αιτήτρια ζήτησε επανεξέταση με επιστολή της ημερ. 10/3/93 χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στην εν λόγω επιστολή, που είναι στο διοικητικό φάκελο, υπάρχει επίσημο σημείωμα σύμφωνα με το οποίο η υπόθεση της αιτήτριας δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με εκείνη άλλης κατηγορίας επαναπατρισθέντων (εργασθέντων στο εξωτερικό) γιατί στην περίπτωση των τελευταίων υπάρχει ρητή διάταξη [(άρθρ. 11 (4)(β)] ότι η παραμονή για ένα χρόνο στην Κύπρο "λόγω ασθενείας" θεωρείται ως παραμονή στην αλλοδαπή. Ούτε η διαμαρτυρία της αιτήτριας, το Μάρτιο του 1993, στο Υπουργείο Εξωτερικών μετέβαλε την κατάσταση.
Η αιτήτρια επανέφερε την υπόθεση της στο προσκήνιο όταν προφανώς έμαθε αργότερα πως σε άλλη περίπτωση, όμοια με τη δική της, ο Διευθυντής, που συμβουλεύθηκε και τη Νομική Υπηρεσία, είχε χορηγήσει άδεια. Το αίτημα που στη συνέχεια, στις 22/4/96, υπέβαλε, εγκρίθηκε αυτή τη φορά, στις 24/12/96. Τούτο προκύπτει από τη σχετική έκθεση και σημειώματα αρμοδίων λειτουργών στο φάκελο. Όπως συνάγεται από την επόμενη επιστολή της προς τη διοίκηση ημερ. 13/1/97, η αιτήτρια πληροφορήθηκε για τη νέα απόφαση από λειτουργό του Τμήματος, την οποία κατονομάζει, στην οποία είχε τηλεφωνήσει. Με την τελευταία αυτή επιστολή η αιτήτρια ζητά ουσιαστική λύση του προβλήματος της διότι η έγκριση που της δόθηκε είχε προϋπόθεση την εξεύρεση οχήματος που έπρεπε να είχε είσαχθεί μέχρι τις 17/6/93. Αφού ο Διευθυντής συμβουλεύθηκε το Γενικό Εισαγγελέα απέστειλε την επιστολή ημερ. 6/6/97, το περιεχόμενο της οποίας (το ουσιαστικό της μέρος ανέφερα ήδη στην αρχή) προσβάλλεται με την υπό κρίση προσφυγή.
Η βασική σκέψη πίσω από τις εισηγήσεις του δικηγόρου της αιτήτριας είναι ότι, υπό τις συνθήκες που έχω περιγράψει, δεν έπρεπε να εφαρμοστεί το γράμμα του νόμου αλλά να παραχωρηθεί λογική παράταση χρόνου μετά την έγκριση του αιτήματος για να καταστεί έτσι δυνατή η εισαγωγή οχήματος. Αυτή η λύση επιβαλλόταν από την αρχή, μετά το λανθασμένο χειρισμό που έτυχε η υπόθεση από το Διευθυντή και επίσης από τους κανόνες επανεξέτασης "όπως .............. έχουν εξειδικευθεί από τη νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία με ευκρίνεια και αναλυτικά έχει ρυθμίσει το ζήτημα της πραγματικής
αδυναμίας πιστής εφαρμογής διατάξεως τινός του νόμου" (δεν παρέχεται άλλη τεκμηρίωση, ούτε υπάρχει αναφορά σε νομολογία).Κατά την ίδια εισήγηση, η επίδικη απόφαση είναι ευάλωτη και για άλλους λόγους. Αντίκειται στις αρχές του estoppel, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη (ομοίως ελλείπει συγκεκριμένη ανάλυση ή παραπομπή σε δικαστικά προηγούμενα). Περαιτέρω η απόφαση είναι προϊόν κατάχρησης εξουσίας "αφού η πιστή και κατά γράμμα τήρηση του νόμου δεν είναι αυτοσκοπός ούτε μπορεί να θεμελιώσει την παράβαση του πνεύματος και του σκοπού του νόμου. Το να αποβλέπει η διοίκηση στο γράμμα του νόμου και με τον τρόπο αυτό να αποφεύγει και εν πάση περιπτώσει να ματαιώνει την αληθή εφαρμογή της διάταξης συνιστά αλλότριο πραγματικά σκοπό και κατάχρηση εξουσίας". Επικαλείται ο συνήγορος και υπέρβαση εξουσίας που θεωρεί ότι εκδηλώθηκε έντονα "αφού η λύση που έδωσαν οι καθ' ών η αίτηση στο πρόβλημα της αιτήτριας, που οι ίδιοι δημιούργησαν, δεν προβλέπεται από κανένα νόμο και κανονισμό, αποτελεί επινόηση τους υποτίθεται για να ικανοποιήσουν την αιτήτρια που προηγουμένως αδίκησαν αλλά κατ' αποτέλεσμα επιδεινώνοντας την ήδη δυσχερή θέση της".
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας είπε ότι η αιτήτρια γνώριζε από την αρχή για τον περιορισμό του χρόνου εφόσον είχε υπογράψει τη σχετική δήλωση. Υπέβαλε ότι η επίδικη είναι νέα απόφαση της διοίκησης στο θέμα. Δεν μπορεί να εκληφθεί ως απάντηση στην αρχική αίτηση και "δικαίωση" της αιτήτριας, όπως εισηγείται ο δικηγόρος της. Θα μπορούσε να προσβάλει την πρώτη απόφαση, αλλά δεν το έκαμε. Πέραν τούτου η προθεσμία που θέτει ο νόμος είναι αποκλειστική και δεν μπορεί να επεκταθεί στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης. Υπέβαλε τέλος, ότι αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι απλά και μόνο πρωθύστερη ορθή ερμηνεία διάταξης, όπως ουσιαστικά τη χαρακτηρίζει ο δικηγόρος της αιτήτριας, τότε η εν λόγω πράξη δεν ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης και συνεπώς δεν έχει εκτελεστότητα.
Κανένας από τους συνηγόρους, εκτός στην πολύ περιορισμένη έκταση που μόλις ανέφερα, δεν ασχολήθηκε με αυτή καθαυτή την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης. Αλλά είναι χιλιοειπωμένο πως το δικαστήριο μπορεί να πάρει την πρωτοβουλία σε αυτό το ζήτημα. Στην υπόθεση Yiangou v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 27, η Ολομέλεια έκρινε ότι εφόσον η αίτηση για ατέλεια είχε γίνει χωρίς προηγουμένως να είχε πραγματοποιηθεί η εισαγωγή του αυτοκινήτου, η απάντηση της διοίκησης στον επαναπατρισθέντα συνιστούσε πράξη πληροφοριακού περιεχομένου και δε διέθετε επομένως εκτελεστότητα. Η υπόθεση ακολουθήθηκε σε σωρεία άλλων μεταγενέστερων υποθέσεων μεταξύ των οποίων και της Ολομέλειας: Υπουργός Οικονομικών και άλλοι ν. Αχιλλέα Παπαξενόπουλου (1993) 3 Α.Α.Δ. 478, 483-484 πάνω στο ίδιο ζήτημα. Θα μπορούσε εδώ να σημειωθεί ότι από τότε που αποφασίστηκε η Yiangou, ανωτέρω, ο νόμος έχει τροποποιηθεί. Το λεκτικό όμως είναι βασικά το ίδιο. Άλλωστε στην αίτηση της αιτήτριας, που είναι σε προκαθορισμένο έντυπο, αναφέρεται ρητά ότι ζητούνται πληροφορίες σχετικά με απαλλαγή από την πληρωμή δασμών. Κατά συνέπεια η πρώτη απορριπτική απάντηση της διοίκησης δεν ήταν εκτελεστή. Τονίζω εδώ, ότι είναι παραδεκτόν ότι δεν είχε εισαχθεί και στην περίπτωση εκείνη αυτοκίνητο.
Η επίδικη απόφαση, είτε πρόκειται για επανεξέταση της αρχικής κρίσης είτε για νέα αίτηση, πρέπει να στερείται εκτελεστότητας. Κι αυτό γιατί σε κανένα χρονικό σημείο της όλης υπόθεσης δεν είχε εισαχθεί, από την επαναπατρισθείσα, αυτοκίνητο στην Κύπρο, που κατά τη νομολογία αποτελεί προϋπόθεση απαλλαγής. Εν πάση περιπτώσει η αναθεώρηση μη εκτελεστής πράξης δεν τη μεταμορφώνει σε εκτελεστή, χωρίς την ύπαρξη άλλων στοιχείων που να θεμελιώνουν την εκτελεστότητα της: βλ. προσφ. αρ. 813/96 Χρίστος Ηρακλέους ν. Δημοκρατίας ημερ. 10/12/97.
Το θέμα της εκτελεστότητας έχει και μια άλλη όψη. Τούτο θα ισχύει σε περίπτωση που η πιο πάνω γνώμη μου για την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης κριθεί λανθασμένη. Πρέπει να υπομνησθεί εδώ ότι η αιτήτρια είχε πληροφορηθεί από τηλεφώνου το αποτέλεσμα του αιτήματος για επανεξέταση από τις αρχές Ιανουαρίου 1997. Και όπως είναι φανερό είχε πλήρη γνώση της απόφασης έκτοτε συμπεριλαμβανομένου και του όρου που αφορούσε την εισαγωγή αυτοκινήτου μέχρι 17/6/93. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαιωτική της πρώτης απόφασης ημερ. 19/2/93. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη βεβαιωτικής πράξης είναι η ταυτότητα της με την προηγούμενη την οποία βεβαιώνει: Α.Ε. 2145 Jayne-Στέλλα Ιωάννου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα ημερ. 3/9/98 και Α.Ε. 2082 Αρχιμήδης Ζίττης ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/98. Το καθοριστικό αυτό στοιχείο ελλείπει.
Είναι όμως δυνατό να είναι επιβεβαιωτική της απόφασης ημερ. 24/12/96, που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια τηλεφωνικώς. Έστω και αν θεωρηθεί ότι η απόφαση (24/12/96) ήταν εκτελεστή, παρά το γεγονός ότι ούτε και τότε είχε εισαχθεί αυτοκίνητο, η αιτήτρια δεν την πρόσβαλε, αλλά επιδίωξε, με την επιστολή της ημερ. 13/1/97, αναμόρφωση της μέσω της διοικητικής οδού. Στην επιστολή έθιγε τις δυσχέρειες που προκαλούσε η απόφαση. Ωστόσο δεν περιείχε κανένα νεώτερο στοιχείο που υπαγόρευε τη διερεύνηση του. Η επανεξέταση αποκλειστικά της νομικής πλευράς του θέματος δεν απολήγει στην παραγωγή εκτελεστής πράξης: 1037/94 Δώρα Φικάρδου ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/2/97 και στην προσφ. αρ. 755/91 Κωνσταντία Παυλίδου ν. Δημοκρατίας ημερ. 14/12/92, που υιοθέτησε την απόφαση στις προσφυγές με αρ. 496/91 και 499/91 Μιχαήλ Παύλου & άλλη ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/12/91, όπου αποφασίστηκε ότι η αλλαγή αντίληψης ως προς τις συνέπειες του νόμου δεν αποτελεί νέο στοιχείο.
Συμπεραίνεται ότι η επίδικη απόφαση ακόμα και στην περίπτωση που θα θεωρηθεί ότι δεν είναι πληροφοριακού περιεχομένου, είναι βεβαιωτική εκείνης της 24/12/96 και συνεπώς δεν είναι προσβλητή. Η προθεσμία για την προσβολή της απόφασης ημερ. 24/12/96, αν μπορεί να θεωρηθεί εκτελεστή, παρήλθε άπρακτη.
Κατά την άποψη μου - και συμφωνώ σ' αυτό με τον κ. Θεοδούλου - η προθεσμία του κώδικα απαλλαγής είναι ανατρεπτική. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί πρακτικά να εφαρμοσθεί η ευμενής, κατά τα άλλα, για την αιτήτρια διοικητική πράξη. Το θέμα αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής και δεν
εκφράζω άποψη. Θα παραπέμψω όμως στην υπόθεση Πέτρος Χαραλάμπους Κώστα ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 253, στην οποία έχει θιγεί το θέμα αποζημίωσης σε τέτοιες περιπτώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 172 του Συντάγματος. Σημασία στο προκείμενο έχει η παρατήρηση per curiam, στη σελ. 255:"Ενόψει των εκ πρώτης όψεως ζημιογόνων συνεπειών που υπέστη ο εφεσείων λόγω της μη αποδοχής της αίτησης από την αρμόδια λειτουργό η οποία ήταν αδικαιολόγητη και εσφαλμένη, μη εκτελεστή όμως πράξη, ο εφεσείων ενδεχομένως να δικαιούται σε θεραπεία βάσει του Άρθρου 172 του Συντάγματος."
Η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν επιδικάζω έξοδα.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ
/Κασ