ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 142/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Μεταξύ:

Κυριάκου Χαραλάμπους, από τη Λευκωσία,

Αιτητή,

- και -

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διοικητή Εθνικής Φρουράς,

Καθ΄ου η αίτηση.

- - - - - -

8 Δεκεμβρίου, 1998.

Για τον αιτητή: κ. Σ. Οικονομίδης.

Για τον καθ΄ου η αίτηση: κ. Α. Μαππουρίδης.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ΄ ου η αίτηση που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 21-2-1997, με την οποία έκρινε τον Αιτητή ως ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε πειθαρχικά, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."

 

 

Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός Πεζικού του Στρατού της Δημοκρατίας. Διορίστηκε στο Στρατό της Δημοκρατίας την 1.8.83 και από την ίδια ημερομηνία αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Από 30.8.96 φέρει το βαθμό του Ταγματάρχη. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο αιτητής υπηρετούσε στο 213 Τάγμα Πεζικού με καθήκοντα του Αξιωματικού του 2ου και 3ου Γραφείου.

Στις 20.9.1996 διετάχθη από το 1ο Επιτελικό Γραφείο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς η διενέργεια ανάκρισης προς εξακρίβωση των συνθηκών και πραγματικών γεγονότων κάτω από τα οποία εμπιστευτική διαταγή του ΓΕΕΦ που αφορούσε τις προαγωγές των Αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς επεδόθη στις 16 Σεπτεμβρίου 1996 από άγνωστο ένστολο πρόσωπο στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών προκειμένου να δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο.

Οι έρευνες οδήγησαν στο πρόσωπο του αιτητή και όπως καταλήγει η ανάκριση ο αιτητής, "με τον τρόπο που προφανώς ενήργησε κατέστη υπαίτιος παραβίασης εχεμύθειας κατά παράβαση του πειθαρχικού παραπτώματος με αρ. (5)(γ) του πειθαρχικού κώδικα".

Ο αιτητής κλήθηκε σε διοικητική απολογία ως ακολούθως:

"Στρατιωτικός τυγχάνων στις 16 Σεπ. 96 και περί ώραν 1500 παραδώσατε σε υπάλληλο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Λευκωσίας τρεις φακέλλους που περιείχαν φωτοαντίγραφα της εμπιστευτικής διαταγής προαγωγής των στελεχών της Εθνικής Φρουράς με ημερομηνία 8 Σεπ. 96 προκειμένου να τοποθετηθούν στις θυρίδες τριών τοπικών εφημερίδων για να λάβουν γνώση του περιεχομένου των παρά τις υφιστάμενες δγές που περιέχονται στους πειθαρχικούς Κανονισμούς της Ε.Φ οι οποίες απαγορεύουν την κοινοποίηση στο κοινό, τον τύπο ή σε αναρμόδια πρόσωπα οποιωνδήποτε ζητημάτων που έχουν σχέση με την Εθνική Φρουρά.

2. Η απολογία σας σαφώς και πλήρως αιτιολογημένη να υποβληθεί ιεραρχικά στο ΓΕΕΦ/1οΕΦ/Ι μέχρι 31 Ιαν. 97 όπως το συνημμένο υπόδειγμα."

 

Ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχικά τη διοικητική του απολογία στις 31.1.97. Στην απολογία του αρνείται κατηγορηματικά ότι στις 16.9.96 ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία παράδωσε σε υπάλληλο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών Λευκωσίας οποιουσδήποτε φακέλους και δήλωνε ότι στις 16.9.96 βρισκόταν λόγω μέτρων επιφυλακής (γεγονότα της Δερύνειας) όλη την ημέρα στη μονάδα του. Μεταξύ άλλων ζητούσε όπως του δοθούν επίσημα όλες οι μαρτυρίες και τα στοιχεία στα οποία στηριζόταν η υπόθεση, την οποία θεωρούσε πλαστή, για να μπορέσει να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Ο καθ΄ ου η αίτηση τον πληροφόρησε ότι το αίτημά του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί γιατί δεν ήταν κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση.

Τελικά ο Διοικητής της Εθνικής Φρουράς τιμώρησε τον αιτητή. Το σχετικό έγγραφο ημερομηνίας 17.2.97 έχει ως εξής:

"1. Αφού έλαβα υπόψη το πόρισμα διενεργηθείσης ανάκρισης καθώς επίσης και την από 31 Ιαν. 97 διοικητική απολογία του, τον Τχη (ΠΖ) Χαραλάμπους Κυριάκο του Σπύρου, ΑΜ3011 του 213ΤΠ

τ ι μ ω ρ ώ

με 8ήμερη φυλάκιση διότι, στις 16 Σεπ. 96 και περί ώραν 1500 παρέδωσε σε υπάλληλο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Λευκωσίας τρεις φακέλλους που περιείχαν φωτοαντίγραφα της εμπιστευτικής διαταγής προαγωγής των στελεχών της Εθνικής Φρουράς με ημερομηνία 8 Σεπ. 96 προκειμένου να τοποθετηθούν στις θυρίδες τριών τοπικών εφημερίδων για να λάβουν γνώση του περιεχομένου των παρά τις υφιστάμενες δγές που περιέχονται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Ε.Φ οι οποίες απαγορεύουν την κοινοποίηση στο κοινό, τον τύπο ή σε αναρμόδια πρόσωπα οποιωνδήποτε ζητημάτων που έχουν σχέση με την Εθνική Φρουρά."

 

Στις 24.2.97 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

Οταν ο αιτητής έλαβε γνώση της πειθαρχικής ποινής με επιστολή του ημερομηνίας 3.3.97 ζήτησε όπως η ανάκριση ανατεθεί σε εξ Ελλάδος Ανώτερο Αξιωματικό για να αποδειχθεί "η αλήθεια και η αποκατάσταση του ονόματός μου". Τα παράπονα του αιτητή εξετάστηκαν από το Διοικητή της Εθνικής Φρουράς ο οποίος με απόφασή του ημερομηνίας 16.4.97 τα έκρινε αβάσιμα. Τα τελευταία αυτά γεγονότα δεν αφορούν άμεσα την παρούσα υπόθεση γιατί είναι μεταγενέστερα της καταχώρησης της προσφυγής, αναφέρονται όμως για σκοπούς συμπλήρωσης του ιστορικού και για να επεξηγηθεί η απόρριψη του ισχυρισμού του καθ΄ ου η αίτηση ότι ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή: Ο αιτητής δεν έκαμε κάτι τέτοιο αλλά προσέβαλε αμέσως και απ΄ ευθείας με την προσφυγή του την απόφαση του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς.

Το πρώτο νομικό σημείο πάνω στο οποίο ο αιτητής βασίζει την προσφυγή του είναι ότι ο καθ΄ ου η αίτηση ενήργησε αναρμοδίως ή/και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας ή/και κατά παράβαση των πειθαρχικών κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Ο δικηγόρος του αναφέρεται στους σχετικούς Κανονισμούς οι οποίοι κατά την άποψή του παραβιάστηκαν. Ο "διοικών αξιωματικός" του Κανονισμού 5 ήταν ο Διοικητής του 213 ΤΠ. Σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ισχυρισμός ότι στρατιώτης πιθανό να διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα το όλο ζήτημα θα πρέπει να αναφέρεται στον "διοικούντα αξιωματικό", δηλαδή τον άμεσα προϊστάμενο Διοικητή του.

Ο Κανονισμός 6 προνοεί τα ακόλουθα:

"(1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ΄ ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:

.................................. .................................................. ..................

(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας:

Νοείται ότι εφόσον κρίνη ανεπαρκή την ποινήν ην έχει εξουσίαν να επιβάλη συμφώνως προς την δικαιοδοσίαν αυτού παραπέμπει την υπόθεσιν εις τον αμέσως ανώτερον διοικητήν όπως επιληφθή της υποθέσεως:

Νοείται περαιτέρω ότι ουδεμία ποινή πλην της στερήσεως εξόδου επιβαλλομένη υπό διοικητικού υπομονάδος ή τμήματος θα εκτελήται άνευ προηγουμένης εγκρίσεως του διοικητού της μονάδος όστις δικαιούται να επαυξήση ή μειώση ταύτην.

(3) Εάν το αναφερθέν παράπτωμα αποτελεί αδίκημα ή χρήζει περαιτέρω ερεύνης ο διοικών αξιωματικός διατάσσει ανάκρισιν."

 

 

Ο καθ΄ ου η αίτηση Διοικητής της Εθνικής Φρουράς δεν ήταν ο κατά τον ουσιώδη χρόνο άμεσα Προϊστάμενος Διοικητής του αιτητή. "Διοικών Αξιωματικός" του αιτητή ήταν ο Διοικητής του 213 Τάγματος Πεζικού. Ετσι η ποινή επιβλήθηκε αναρμοδίως γιατί αποκλείστηκε από τη διαδικασία ο "διοικών αξιωματικός".

Δεύτερος λόγος που προβάλλεται είναι ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Στη διοικητική απολογία του ο αιτητής αρνείτο κατηγορηματικά οποιαδήποτε εμπλοκή του στο περιστατικό και χαρακτήριζε τη σε βάρος του υπόθεση ως πλαστή ισχυριζόμενος επιπρόσθετα πως βρισκόταν στη μονάδα του κατά τον ουσιώδη χρόνο. Τούτο, κατά την εισήγηση του αιτητή, δεν ερευνήθηκε και, αν διεξαγόταν η δέουσα έρευνα, θα εξακριβώνετο ο ισχυρισμός του.

Το τρίτο νομικό σημείο πάνω στο οποίο ο αιτητής βασίζει την προσφυγή του είναι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Δεν επιχειρηματολόγησε όμως πάνω στο θέμα αυτό και το άφησε στην κρίση του Δικαστηρίου.

Η θέση του καθ΄ ου η αίτηση όπως την προέβαλε ο συνήγορος του ήταν ότι στην προκείμενη περίπτωση το αδίκημα για το οποίο διεξήχθηκε ανάκριση συνιστούσε συνάμα και ποινικό αδίκημα και γι΄αυτό εφαρμόστηκε η διαδικασία του άρθρου 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Νόμος 40/64). Το άρθρο αυτό προνοεί τα ακόλουθα:

"Τα έγγραφα και αι εκθέσεις των επί της ανακρίσεως ανακριτικών υπαλλήλων μετά σχετικού πορίσματος, υποβάλλονται διά των προϊσταμένων αρχών, άνευ αναβολής εις τον Διοικητήν όστις εάν κρίνη ότι δεν υπάρχουσιν εναντίον του υπό κατηγορίαν προσώπου ενδείξεις τελέσεως ποινικού τινός αδικήματος ή ότι τα βεβαιωθέντα γεγονότα δεν συνιστώσιν αξιόποινον πράξιν, αλλά συνιστώσι πειθαρχικήν παράβασιν θέτει την δικογραφίαν εις το αρχείον επιβάλλων τας υπό των πειθαρχικών κανονισμών του στρατού προβλεπομένας πειθαρχικάς κυρώσεις, άλλως αποστέλλει τον φάκελλον της δικογραφίας μετά των υπαρχόντων τυχόν πειστηρίων και κατασχεθέντων πραγμάτων εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ίνα διατάξη τα καθ΄ εαυτόν διά την ποινικήν δίωξιν του υπό κατηγορίαν προσώπου."

 

Ακολούθως, ο συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση υπέβαλε ότι, επειδή στο πόρισμα της ανάκρισης που διεξήχθη με βάση το άρθρο 124 είχαν καταλογισθεί πειθαρχικές ευθύνες στον αιτητή και δεν διαπιστώθηκε η διάπραξη αδικήματος αυτός κλήθηκε από τον Διοικητή της Εθνικής Φρουράς σε διοικητική απολογία. Η αρμοδιότητα αυτή ασκείται από τον Διοικητή της Εθνικής Φρουράς μόνο στις περιπτώσεις που η ανάκριση γίνεται με βάση το άρθρο 124 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.

Το γεγονός του οποίου επιδιώκετο η διερεύνηση με την ανάκριση που διατάχθηκε προφανώς δεν συνιστούσε οποιοδήποτε αδίκημα αλλά το πειθαρχικό παράπτωμα της παραγράφου (5)(γ) του Πειθαρχικού Κώδικα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς που προνοεί τα ακόλουθα:

"(5) Εχεμυθείας παραβίασις, ήτοι εάν μέλος -

(α) ........................... .................................................. .............

(β) ........................... ......................................................... ......

(γ) άνευ της δεούσης εξουσιοδοτήσεως κοινοποιήση εις το κοινόν, τον τύπον, ή εις αναρμόδιον πρόσωπον οιονδήποτε ζήτημα έχον σχέσιν με την Δύναμιν,"

 

Πουθενά δεν αναφέρθηκε και σε κανένα έγγραφο δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία του Ποινικού Στρατιωτικού Κώδικα. Τόσο στο έγγραφο με το οποίο ζητήθηκε από τον αιτητή διοικητική απολογία (παράρτημα Β στην απαντητική γραπτή αγόρευση) όσο και στο έγγραφο που περιέχει την πειθαρχική ποινή (παράρτημα Γ) γίνεται ρητά αναφορά στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς.

Είναι έτσι προφανές ότι ο αιτητής πράγματι τιμωρήθηκε σε πρώτο βαθμό από τον Διοικητή της Εθνικής Φρουράς κατά παράβαση των Πειθαρχικών Κανονισμών αναρμοδίως (δέστε Λεοντιάδης ν. Κυπριακή Δημοκρατία, προσφ. αρ. 464/95, ημερ. 20.3.96). Η λανθασμένη αυτή αντιμετώπιση του θέματος υπήρξε και ο βασικός λόγος ακύρωσης ανάλογης διοικητικής πράξης στην υπόθεση Σάντης ν. Κυπριακή Δημοκρατία, προσφ. αρ. 609/96, ημερ. 22.12.97.

Ενόψει των πιο πάνω συμπερασμάτων μου δεν θα εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας.

 

Κατά συνέπεια των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΦ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο