ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ.835/96.
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Χρίστου Ιωνά από τη Λευκωσία
Aιτητή
και
Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
Καθ΄ων η αίτηση
-----------------
HMEΡΟΜΗΝΙΑ: 8 Σεπτεμβρίου 1998.
Για τον αιτητή: Ι. Νικολάου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Κ. Χ"Ιωάννου.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ρ. Λοϊζίδη: Π. Σαρρής.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Σ. Χριστοδούλου: Α.Σ. Αγγελίδης.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 20 Δεκεμβρίου 1991 το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου προήγαγε αριθμό λειτουργών στη θέση Προϊστάμενου Υπηρεσίας "Β" (Τεχνικό Προσωπικό). Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή τεσσάρων από τους προαχθέντες επειδή, όπως κατέληξε, η εκτίμηση του Συμβουλίου Προσωπικού, του Γενικού Διευθυντή και τελικά του Διοικητικού Συμβουλίου πως "υπερέχουν των υπολοίπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες", δεν συνήδε με τα στοιχεία του φακέλλου. Στην πραγματικότητα δεν υπερείχαν των αιτητών. (βλ. Χρίστος Ιωνά και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου 242/92 κ. α. ημερομηνίας 17.1.94).
Στις 7 Ιουνίου 1994 επαναπροάχθηκαν οι ίδιοι και στην προσφυγή που ακολούθησε (βλ. Χρίστος Ιωνά ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου - Προσφυγή 593/94 ημερομηνίας 16.1.96) τέθηκε ζήτημα παράβασης του δεδικασμένου. Το Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ σημείωσε αυτή τη φορά την ελαφρά, όπως τη χαρακτήρισε, υπεροχή του αιτητή στις βαθμολογίες, κατέληξε και πάλιν πως οι προαχθέντες "υπερέχουν των υπόλοιπων υποψηφίων σε απόδοση και επίδοση" και πως "είναι οι καταλληλότεροι λαμβάνοντας υπόψη την αξία, την πείρα και τη γενική υπηρεσιακή εικόνα". Οι προαγωγές ακυρώθηκαν εκ νέου. Δεν είχαν αποκαλυφθεί οι λόγοι της προτίμησης των προαχθέντων ούτε τα συγκεκριμένα στοιχεία που συνέθεταν την υπεροχή τους. Η κρίση ως προς την υπεροχή τους βασίστηκε στα ίδια στοιχεία των φακέλλων και, όπως επισημάνθηκε, με βάση τα στοιχεία αυτά το Δικαστήριο ήδη έκρινε ότι δεν υποστηρίζετο η υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων. Η νέα απόφαση δεν διέφερε ουσιαστικά από την ακυρωθείσα και επιπλέον δεν περιείχε επαρκή αιτιολογία.
Επανεξετάστηκε το θέμα, προάχθηκαν οι ίδιοι και προσβάλλονται οι προαγωγές των Ρ. Λοϊζίδη και Σ. Χριστοδούλου. Ο προεξάρχων ισχυρισμός αφορά στο δεδικασμένο των δυο ακυρωτικών αποφάσεων. Κατά τον αιτητή παραβιάστηκε κατάφωρα. Προβάλλονται και επιμέρους ισχυρισμοί αναφορικά με τους χειρισμούς κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης και, συμπληρωματικά, πως σε κάθε περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Ισχυρίζεται επίσης ο αιτητής πως υπερέχει έκδηλα των ενδιαφερομένων προσώπων. Οι καθ΄ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα θεωρούν πως η διαδικασία ήταν νομότυπη και πως στο πλαίσιο της εξ' αρχής εξέτασης όλων των δεδομένων ήταν ανοικτή η επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων. Δεν προέκυπτε καθήκον προαγωγής του αιτητή. Το κενό της αιτιολογίας που επισημάνθηκε στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση πληρώθηκε και δεν προκύπτει έκδηλη υπεροχή του αιτητή.
΄Οπως και κατά την προηγούμενη επανεξέταση, το Συμβούλιο Προσωπικού είχε καλέσει τους προϊσταμένους που είχαν αξιολογήσει μόνο με 7 το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Σ. Χριστοδούλου στο στοιχείο "Γνώση της Εργασίας" για την περίοδο 1.4.1989 - 1.4.90 για διευκρινίσεις. Η ουσία τους ήταν πως αυτή η αξιολόγηση δεν αφορούσε στο σύνολο των τεχνικών του γνώσεων για τις οποίες εβαθμολογείτο ως τότε με 9 αλλά μόνο στη γνώση του στην ψηφιακή τεχνολογία στην οποία δεν είχε εκπαιδευτεί. Πράγμα που ίσχυε, όπως δέχθηκε το Συμβούλιο Προσωπικού, για όλους τους υποψήφιους. Στηριγμένο στις διευκρινίσεις των προϊσταμένων, κατέγραψε ως διαπίστωσή του πως "δεν υπήρχε κανένας άλλος υποψήφιος που θα μπορούσε να βαθμολογηθεί πιο ψηλά από 7". Πρόσθεσε πως "οποιοσδήποτε υποψήφιος ερχόταν στο Τμήμα θα βαθμολογείτο με 7, εφόσον δεν γνώριζε τη ψηφιακή τεχνολογία". Πρόσθεσε το Συμβούλιο Προσωπικού, ως προς το Σ. Χριστοδούλου, πως επόπτευε το προσωπικό του Τμήματος πάρα πολύ καλά και βαθμολογήθηκε με 9 στην ικανότητα εποπτείας, παρά την απουσία του προϊσταμένου του. Ως προς το Ρ. Λοϊζίδη αναφέρθηκε σε ευρεία πείρα και εμπειρίες που δεν είχαν άλλοι υποψήφιοι, στις Κατασκευές γενικά και ειδικότερα στις Κατασκευές Κέντρων. Επίσης στην ικανότητα διοίκησης προσωπικού που αποδόθηκε στο γεγονός ότι στο τμήμα που εργαζόταν "υπηρετεί μεγάλος αριθμός υπαλλήλων που λόγω και του διαφορετικού μορφωτικού τους επιπέδου χρειάζεται ο Επιθεωρητής να διαθέτει ιδιαίτερες δεξιοτεχνίες για να μπορέσει να τους διοικήσει". Το Συμβούλιο Προσωπικού προέβη σε ειδική αναφορά και στον αιτητή αλλά για να σημειώσει σε ποιές υπηρεσίες εργαζόταν από την εποχή της πρόσληψής του το 1967. Αναφέρει πως "υπερτερεί κατά τι στις βαθμολογίες των πιο πάνω τεσσάρων υποψηφίων" αλλά στη συνέχεια ξεχωρίζει τη βαθμολογία του στο στοιχείο γνώση της εργασίας για το 1985 και 1986. Βαθμολογήθηκε τότε με 8, όπως αναφέρεται, "παρά το γεγονός ότι η εργασία που εκτελούσε δεν είχε αλλάξει". Την ονομαστική αναφορά στους τέσσερις υποψηφίους των οποίων την προαγωγή τελικά πρότεινε και στον αιτητή, ακολούθησε αναφορά και σε άλλους υποψήφιους που υπερτερούσαν κατά τι στη βαθμολογία "από τους πιο πάνω". Αυτοί όμως δεν διέθεταν, όπως έκρινε, "ικανότητες σχεδιασμού, πρωτοβουλίας και διοίκησης ανάλογες των
τεσσάρων που συστήνονται". Είναι σαφές πως αυτή η εκτίμηση δεν αναφέρεται στον αιτητή.Ο Γενικός Διευθυντής αναφέρεται σε διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων, διαπιστώνει ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού είναι σωστή και δικαιολογημένη και καταλήγει πως, κατά την άποψή του, οι προταθέντες "υπερέχουν των υπόλοιπων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ικανότητες και είναι οι κατάλληλοι για προαγωγή."
Το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από αξιολόγηση και σύγκριση, όπως σημειώνει όλων των υποψηφίων, με βάση τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοση τους καθώς και την καταλληλότητά τους για τις θέσεις, έκρινε ότι οι προταθέντες "υπερέχουν των υπολοίπων υποψηφίων και είναι οι καταλληλότεροι για τις κενές θέσεις". Προηγήθηκε σύντομη αναφορά στον καθένα από τους υποψηφίους. Διαπιστώνεται ότι ο Ρ. Λοϊζίδης είναι πολύ καλός και εργατικός υπάλληλος που εκτελεί τα καθήκοντα του με επιτυχία, ότι ο Σ. Χριστοδούλου είναι καλός και εργατικός υπάλληλος και ότι ο αιτητής είναι πολύ καλός υπάλληλος.
Έχουμε, λοιπόν, τελική κρίση για υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων έναντι του αιτητή κατ΄ευθείαν αντίθετη προς την πρώτη ακυρωτική απόφαση πως αυτή η εκτίμηση δεν συνάδει προς τα στοιχεία των φακέλλων. Και πάλιν, όπως είχε διαπιστωθεί και στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, πάνω στη βάση των ίδιων ακριβώς δεδομένων. ΄Οσα είχαν σημειωθεί ως προς την πείρα, τις εμπειρίες και τις ικανότητες των ενδιαφερομένων προσώπων, βρίσκονταν εξ' αρχής στους φακέλλους. Δεν υπάρχει δυνατότητα συνύπαρξης της ακυρωτικής απόφασης
πως από τη σύγκριση "τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη δεν υπερέχουν των αιτητών" με την τωρινή κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου πως υπερέχουν. Η διακριτική εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου οριοθετείτο από τη δεσμευτική κρίση του Δικαστηρίου πως δεν υπερείχαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έναντι του αιτητή. Απασχόλησε, όπως είδαμε, η βαθμολογία του Σ. Χριστοδούλου για ένα στοιχείο για το 1990 και θα αναφερθώ σ΄αυτή στη συνέχεια. Είναι όμως σαφές πως η κρίση του Δικαστηρίου στην πρώτη ακυρωτική απόφαση πως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα "δεν υπερέχουν των αιτητών" έγινε με γνώμονα το σύνολο των κριτηρίων του Κανονισμού 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Τροποποιητικών) (Αρ. 2) Γενικών Κανονισμών του 1990 ΚΔΠ 163/90. Δεν αποτελούσε αντανάκλαση μόνο της βαθμολογίας, τη διαφορά στην οποία επίσης εξειδίκευσε το Δικαστήριο. Και κατά τον Κανονισμό αυτό, η κρίση για προαγωγή διενεργείται με βάση "την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους".Το Συμβούλιο Προσωπικού και κατ΄επέκταση ο Γενικός Διευθυντής και το Διοικητικό Συμβούλιο ασχολήθηκαν ειδικά με τη βαθμολογία του Σ. Χριστοδούλου και μάλιστα για ένα συγκεκριμένο έτος. Εμφανώς για να αμβλυνθεί η σημασία του βαθμού 7 για το στοιχείο "γνώση της εργασίας". Οι όποιες εξηγήσεις ως προς τη βαθμολογία αυτή θα αναμενόταν να τη συνόδευαν. Δεν χρειάζεται όμως να δω το ζήτημα από τη σκοπιά της ενδεχόμενης διαφοροποίησης του πραγματικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου. Η θεώρηση πως κανένας από τους υποψήφιους δεν θα εξασφάλιζε ψηλότερη βαθμολογία αν του ανατίθενταν τα ίδια καθήκοντα, είναι ούτως ή άλλως απαράδεκτη. Αποτελεί ανεπίτρεπτη πιθανολόγηση που ανάχθηκε σε θετική διαπίστωση κατά παραγνώριση, μάλιστα, των στοιχείων. Η συζητηθείσα χαμηλή βαθμολογία του Σ. Χριστοδούλου αποδόθηκε, όπως είδαμε, στην περιορισμένη γνώση του στη ψηφιακή τεχνολογία. Ο αιτητής συστηνόταν σταθερά για προαγωγή με εγκώμια ως προς την αξία του από το 1985. Αντίθετα προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα η σύσταση για προαγωγή των οποίων άρχιζε ως προς τον Ρ. Λοϊζίδη το 1987 ενώ ως προς το Σ. Χριστοδούλου το 1988. Και αποτελούσε βασικό λόγο για τις συστάσεις υπέρ του αιτητή, από το 1985, το γεγονός ότι έχει "ακαδημαϊκά προσόντα κατάλληλα για τις ανάγκες της νέας ψηφιακής τεχνολογίας". Ενώ αργότερα, το 1989, διαπιστώνεται πως "έχει γνώσεις που καλύπτουν όλο το φάσμα των συστημάτων που συντηρούμε".
Η προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων, που αποφασίστηκε πάνω στη βάση της υπεροχής τους έναντι του αιτητή, παραβιάζει τα κριθέντα. Δεν υπάρχει δικαιοδοτική δυνατότητα επανεξέτασης των ίδιων στοιχείων προς εκ νέου κρίση ως προς το αν αναδεικνύονται τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ως υπερέχοντα. ΄Οσα σημείωσα σε σχέση με τη βαθμολογία του Σ. Χριστοδούλου για το 1990, αποτελούν πρόσθετο λόγο ακύρωσης στην περίπτωσή του.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.