ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 373/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:1. Σύλβιας Παναγιώτη Χαραλάμπους, από την Πάφο,
2. Ηλιάνας Παναγιώτη Χαραλάμπους, από την Πάφο,
Αιτητριών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας,
1. Υπουργού Εσωτερικών,
2. Υπουργικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας,
FONT>Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
30 Ιουλίου 1998
Για τις αιτήτριες: Ε. Κορακίδης.
Για τη Δημοκρατία: Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτήτριες είναι εγγεγραμμένες συνιδιοκτήτριες ανά ½ μερίδιο η καθεμιά των τεμαχίων 106/5 και 106/6, του Φ/Σ 51/ΙΙ.2.6, στην πόλη Πάφου, έκτασης 533 τ.μ. και 555 τ.μ. αντίστοιχα. Το πρώτο βρίσκεται στη Λεωφόρο Αθηνών και το δεύτερο στη γωνία της ίδιας λεωφόρου με τη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή. Από το 1982 επηρεάζονταν και τα δύο από δεσμευτική ρυμοτομία, σε έκταση 90 τ.μ. το πρώτο και 192 τ.μ. το δεύτερο: βλ. την Α.Δ.Π. 1480/82.
Κατά το 1987 η Δημοκρατία προέβη σε επίταξη του μέρους των εν λόγω τεμαχίων - όπως και άλλη ιδιοκτησία - το οποίο κάλυπτε η ρυμοτομία, με σκοπό τη διαπλάτυνση των λεωφόρων: βλ. την Α.Δ.Π. 1183, ημερ. 17 Ιουλίου 1987. Κατ΄ ακολουθίαν η Δημοκρατία ανέλαβε κατοχή και διεκπεραίωσε το έργο. Προς διασφάλιση της κατοχής ακολούθησαν και άλλα διατάγματα επίταξης σχετικά με την ίδια ιδιοκτησία. Ενόψει βέβαια της μονιμότητας του έργου, η Δημοκρατία προχώρησε και με διαδικασία απαλλοτρίωσης. Δημοσιεύτηκε, σε σχέση με ζήτημα, η Γνωστοποίηση Απαλλοτριώσεως Α.Δ.Π. 1730 ημερ. 20 Νοεμβρίου 1987 και ακολούθησε το Διάταγμα Απαλλοτριώσεως, Α.Δ.Π. 198 ημερ. 19 Φεβρουαρίου 1988. Οι αιτήτριες διεκδίκησαν αποζημιώσεις για την απαλλοτρίωση και κατά το 1991 καταχώρησαν Παραπομπές για τον καθορισμό τους.
Ενόσω εκκρεμούσαν οι Παραπομπές, οι αιτήτριες από κοινού με τη μητέρα τους, ιδιοκτήτρια όμορου τεμαχίου, αποτάθηκαν στις 27 Οκτωβρίου 1990 στο Δήμο Πάφου ως την αρμόδια αρχή, για την έκδοση άδειας οικοδομής προς τον σκοπό ανέγερσης ενιαίου κτιριακού συγκροτήματος επί των τριών τεμαχίων. Στις 26 Ιουλίου 1991 εκδόθηκε η αιτηθείσα άδεια με αρ. Κ751 και οι αιτήτριες προχώρησαν με την ανέγερση. Σύμφωνα με τον όρο 3 της άδειας:
"Το τμήμα του τεμαχίου που επηρεάζεται από τη ρυμοτομία και φαίνεται με κόκκινο χρώμα στο τοπογραφικό σχέδιο, να παραχωρηθεί για τη διαπλάτυνση του εφαπτόμενου δημοσίου δρόμου."
Οι Παραπομπές στο Επαρχιακό Δικαστήριο πήραν μάκρος. Όταν ο δικηγόρος της Δημοκρατίας ο οποίος εμφανιζόταν σε αυτές έλαβε γνώση ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση παραχωρήθηκε στο δημόσιο με την εκδοθείσα άδεια οικοδομής, εξέλιξη για την οποία γίνεται πρόνοια στο άρθρου 13 του περί Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, τέθηκε σε λειτουργία διεργασία που απέληξε στην έκδοση του Διατάγματος ανάκλησης της απαλλοτρίωσης της υπό αναφορά ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητριών. Πρόκειται για το προσβαλλόμενο Διάταγμα, Α.Δ.Π. 135/97 που δημοσιεύτηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1997. Το άρθρο 13 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, προβλέπει ότι:
"(1) Όταν χορηγείται άδεια από αρμόδια αρχή, και η άδεια αυτή συνεπάγεται νέα εξωτερική πλευρά για οποιαδήποτε οδό, σύμφωνα με οποιοδήποτε σχέδιο, το οποίο κατέστη δεσμευτικό δυνάμει του άρθρου 12, οποιοδήποτε διάστημα μεταξύ τέτοιας εξωτερικής πλευράς της οδού και της παλιάς εξωτερικής πλευράς της οδού, το οποίο εναπομένει όταν χορηγείται κάποια άδεια, καθίσταται τμήμα της οδού αυτής χωρίς καταβολή από την αρμόδια αρχή οποιασδήποτε αποζημίωσης:
Νοείται ότι, αν ήθελε διαπιστωθεί ότι θα προερχόταν βλάβη αν δεν καταβαλλόταν αποζημίωση, η αρμόδια αρχή καταβάλλει τέτοια αποζημίωση ως ήθελε θεωρηθεί εύλογη λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.
(2) Όταν χορηγείται άδεια δυνάμει του εδαφίου (1), το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, κατόπι αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, μεριμνά ώστε να επακολουθήσουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις στις σχετικές εγγραφές και η εγγραφή που τροποποιήθηκε θεωρείται τελική ανεξάρτητα από το ότι οποιοδήποτε πιστοποιητικό που αφορά αυτή παραμένει αναλλοίωτο."
Έρεισμα λοιπόν για την ανάκληση της απαλλοτρίωσης στην έκταση που αφορά την ακίνητη ιδιοκτησία των αιτητριών, αποτέλεσε το ότι το δημόσιο ήδη την απέκτησε με την εφαρμογή του σχεδίου ρυμοτομίας, οπότε δεν συνέτρεχε λόγος να προχωρήσει η απαλλοτρίωση μέχρι τέλους με την καταβολή της όποιας καθορισθησομένης αποζημίωσης για εγγραφή της ιδιοκτησίας επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας.
Οι αιτητές διατυπώνουν αριθμό αιτιάσεων κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Την εμφανίζουν να λήφθηκε αναρμοδίως, παράνομα, υπό πλάνη περί τα πράγματα, καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, να παραβιάζει τις αρχές χρηστής διοίκησης και καλής πίστης και να στερείται νόμιμης και έγκυρης αιτιολογίας.
Προηγείται η εξέταση του ζητήματος αρμοδιότητας ως προς τη λήψη της απόφασης για ανάκληση. Κι΄ αυτό διότι εμφανίζεται να ενήργησε ο Υπουργός Εσωτερικών ενώ αρμοδιότητα είχε το Υπουργικό Συμβούλιο. Καθώς όμως υπέδειξε ο συνήγορος της Δημοκρατίας, ο Υπουργός ενήργησε εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου ως αποτέλεσμα εκχώρησης σχετικής εξουσίας με την Κ.Δ.Π. 28/95 που εκδόθηκε δυνάμει του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/62) κατόπιν της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 41.025, ημερ. 18 Μαίου 1994. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως.
Ως προς τα λοιπά, οι θέσεις των αιτητών μπορεί να συνοψιστούν με αυτά τα λίγα, ήτοι, ότι η ανάκληση έγινε για να αποφευχθεί η καταβολή αποζημιώσεων
. ότι η ανάκληση "δεν επαναφέρει την ακίνητη ιδιοκτησία στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη κατοχή και χρήση των αιτητριών". ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης επιτεύχθηκε από το 1988 και εξακολουθεί να υφίσταται, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται, δυνάμει του άρθρου 15 του Νόμου 15/62 ή εν πάση περιπτώσει, δυνατή η ανάκληση.Το ότι με την ανάκληση της απαλλοτρίωσης της ακίνητης ιδιοκτησίας που εδώ ενδιαφέρει, αποφεύχθηκε η καταβολή αποζημιώσεων για γη που ήταν αναγκαία για τον σκοπό που προοριζόταν να εξυπηρετήσει η απαλλοτρίωση, δεν υποδηλώνει αφ΄ εαυτού ο,τιδήποτε το άτοπο. Η ουσία του ζητήματος είναι το κατά πόσο η ενδιάμεση απόκτηση της ιδιοκτησίας από το δημόσιο, ως αποτέλεσμα της εκδοθείσας άδειας οικοδομής υπό το φως της σχετικής νομοθετικής διάταξης, καθιστούσε δυνατή
τη λήψη απόφασης για μη συμπλήρωση της διαδικασίας με την καταβολή αποζημιώσεων.Η με κάποιο τρόπο απόκτηση της εν λόγω ιδιοκτησίας ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση του έργου. Το έργο εκτελέστηκε από ενωρίς. Αυτό έγινε όμως, όχι στη βάση του διατάγματος απαλλοτρίωσης αλλά των διαταγμάτων επίταξης που απέβλεπαν στην πραγμάτωση του ίδιου σκοπού προτού η ακίνητη ιδιοκτησία περιέλθει στη Δημοκρατία με την εγγραφή, κατόπιν πληρωμής των αποζημιώσεων που θα καθορίζονταν. Το καθεστώς μεταβλήθηκε με την αυτόβουλη ενέργεια των αιτητριών. Χωρίς οποιαδήποτε συμμετοχή ή επίδραση από μέρους της Δημοκρατίας.
Το διάταγμα απαλλοτρίωσης εκδίδεται για να καταστήσει δυνατή την απόκτηση ιδιοκτησίας. Εφόσον η απόκτηση επέλθει στο μεταξύ με άλλο τρόπο, παύει να έχει νόημα η απαλλοτρίωση. Διότι, ενώ ο σκοπός δημόσιας ωφέλειας παραμένει, η απαλλοτρίωση δεν εξυπηρετεί πια τον σκοπό της μια και η ακίνητη ιδιοκτησία έχει ήδη αποκτηθεί. Δεν νοείται η απόκτηση εκ δευτέρου. Αναφορικά με αυτό, η πρώτη απόκτηση έγινε εν προκειμένω όχι με το διάταγμα απαλλοτρίωσης, με το οποίο απλώς τέθηκε η βάση για την απόκτηση, αλλά με τη διά νόμου ρυθμιζόμενη παραχώρηση του μέρους που κάλυπτε η ρυμοτομία, εξέλιξη την οποία απεικόνιζε ο όρος 3 της χορηγηθείσας άδειας οικοδομής. Η έκδοση διαταγμάτων επίταξης μετά την εν λόγω απόκτηση της γης - το τελευταίο εκδόθηκε το 1995 με λήξη το 1996 - εξηγείται από το ότι δεν είχε σε αυτό το διάστημα περιέλθει η εν λόγω εξέλιξη σε γνώση της Δημοκρατίας και εν πάση περιπτώσει δεν μεταβάλλει την ουσία του ζητήματος.
Προκύπτει ότι η περίπτωση διερευνήθηκε επαρκώς πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης με αποκρυσταλλωμένα τα απλά και σύντομα γεγονότα. Η αιτιολογία είναι προφανής και βάσιμη. Δεν υπήρξε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας ή οποιαδήποτε παρανομία. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελούσε παρά μόνο την ενδεδειγμένη απόληξη της αναγνώρισης της νέας δημιουργηθείσας κατάστασης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει. Και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.