ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 294/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Γεώργιου Βακανά (Λοχία 3809)

Αιτητών

- και -

1. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

2. Αρχηγού Αστυνομίας

Καθ'ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22 Μαΐου, 1998.

Για τον αιτητή: Λ. Κυθραιώτης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ξ. Ευσταθίου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής με την προσφυγή του αυτή προσβάλλει την απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, για κατάσχεση των απολαβών που του κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια διαθεσιμότητάς του.

Ο αιτητής είναι Λοχίας στην Αστυνομική Δύναμη και υπηρετούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού. Όπως φαίνεται από το φάκελο της διοίκησης στις 2.11.96, ενώ ο αιτητής ήταν καθήκον στον εν λόγω Αστυνομικό Σταθμό, προσπάθησε να συλλάβει και να οδηγήσει στα κρατητήρια του Σταθμού άτομο εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης. Το άτομο αυτό όμως κατόρθωσε να αποδράσει και εναντίον του αιτητή διατάχθηκε έρευνα για πιθανή διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος. Στο μεταξύ ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα, η οποία ήρθη στις 20.12.96. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του ο αιτητής λάμβανε τα 2/3 του μισθού του.

Ως αποτέλεσμα της διεξαχθείσας έρευνας, ο αιτητής κατηγορήθηκε πειθαρχικά για αμέλεια καθήκοντος κατά παράβαση της παραγράφου 5(δ) του Πειθαρχικού Κώδικα (Κανονισμός 8) και του Κανονισμού 22(1) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο Πειθαρχικό Έντυπο, ο αιτητής στις 2.11.96 "στη Λεμεσό εξ απροσεξίας ή αμέλειάς του παρήξε τη δυνατότητα σε κρατούμενο να αποδράσει". Η πειθαρχική κατηγορία εναντίον του αιτητή εκδικάστηκε στις 30.12.96. Ο αιτητής παραδέχτηκε την κατηγορία και μετά την έκθεση των γεγονότων και την αγόρευση του συνηγόρου του, επιβλήθηκε σ΄ αυτόν από τον Προεδρεύοντα Αξιωματικό που ορίστηκε για την εκδίκαση της υπόθεσης, η ποινή της Αυστηρής Επίπληξης.

Με επιστολή του ημερομηνίας 15.1.97, ο Αστυνομικός Διευθυντής Τμήματος Α΄ ζήτησε οδηγίες από τον Αρχηγό Αστυνομίας αναφορικά με την κατάσχεση ή άλλως των απολαβών του αιτητή που κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του και που ανέρχονταν στις £550,00. Στην επιστολή αυτή ο Αρχηγός της Αστυνομίας σημείωσε τα ακόλουθα, στις 22.1.97: "Να μην του επιστραφεί οποιονδήποτε ποσόν.". Ο αιτητής πληροφορήθηκε για την πιο πάνω απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, με επιστολή ημερομηνίας 23.1.97, εναντίον της δε καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί δεν δόθηκε στον αιτητή ευκαιρία να ακουστεί πριν τη λήψη της, ιδιαίτερα εφόσον πρόκειται στην ουσία για οιωνεί δικαστική ποινική εξουσία του Αρχηγού. Ισχυρίζεται επίσης ότι πρόκειται για ποινή, ο δε Αρχηγός δεν έχει εξουσία επιβολής ποινής, ούτε μπορούσε να τιμωρηθεί ο αιτητής δύο φορές για το ίδιο αδίκημα. Εισηγείται ότι ο Κανονισμός 31(ζ) των Κανονισμών που δίνει τέτοια εξουσία στον Αρχηγό, παραβιάζει τις πρόνοιες του Άρθρου 12.2. του Συντάγματος, όπως επίσης και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αφού δίνει σε διοικητικό όργανο (τον Αρχηγό), εξουσία επιβολής τιμωρίας, ενώ η μη επιστροφή του αποκοπέντος ποσού σε ορισμένες περιπτώσεις προνοείται από τους Κανονισμούς. Υποστηρίζει επίσης ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι ο Αρχηγός δεν έλαβε υπόψη τα ουσιώδη στοιχεία που αφορούσαν τον αιτητή και την πειθαρχική υπόθεση.

Η εξουσία του Αρχηγού Αστυνομίας στην παρούσα περίπτωση πηγάζει από τον Κανονισμό 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (ΚΔΠ 53/89) που έχει ως εξής:-

"(ζ) σε περίπτωση που μέλος το οποίο είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντά του, θα λάβει, από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, το μισθό και τα επιδόματα τα οποία θα εδικαιούτο σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1989 ή οποιουσδήποτε Κανονισμούς που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, αν

(ι) αποφασίστηκε το μέλος αυτό να μην κατηγορηθεί για πειθαρχικό αδίκημα, ή

(ιι) όλες οι εναντίον του κατηγορίες έχουν απορριφθεί:

Νοείται ότι αν βρέθηκε ένοχο και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν, όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει".

Ένας από τους βασικούς κανόνες του διοικητικού δικαίου είναι η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων των εκδιδομένων κατά διακριτική εξουσία και ιδιαίτερα των δυσμενών για τον διοικούμενο. Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων είναι απαραίτητη για να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Αιτιολογία που δεν δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξης δεν είναι επαρκής. Στην παρούσα περίπτωση ο Αρχηγός είχε την ευχέρεια, να επιστρέψει στον αιτητή τόσο ποσό από τις κατακρατηθείσες απολαβές του όσο ήθελε αποφασίσει κατά την κρίση του. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η απόφασή του μπορεί να είναι και αυθαίρετη. Στην παρούσα περίπτωση όντως δεν υπάρχει αιτιολογία για την επίδικη απόφαση.

Ο ισχυρισμός του δικηγόρου για τον καθ΄ου η αίτηση ότι εφόσον ο Κανονισμός 31(ζ) δεν απαιτεί αιτιολογία της σχετικής απόφασης του Αρχηγού δεν χρειάζεται οποιαδήποτε αιτιολογία δεν με βρίσκει σύμφωνο. Οι διοικητικές πράξεις δεν μπορούν να είναι ανέλεγκτες δικαστικά, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις δυσμενείς για το διοικούμενο. Η εισήγηση του δικηγόρου για τον καθ΄ ου η αίτηση θα απέληγε στην αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.

Στην περίπτωση που η αιτιολογία δεν απαιτείται ρητά από το Νόμο, αυτή μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν υπάρχει στο φάκελο της διοίκησης οποιοδήποτε στοιχείο που να συμπληρώνει ή να αναπληρώνει την ελλείπουσα αιτιολογία. Δεν καθίσταται γνωστό γιατί ο Αρχηγός επέλεξε να μην επιστρέψει στον αιτητή κανένα μέρος του ποσού που κατακρατήθηκε από τα ωφελήματά του. Ούτε φαίνεται τί στοιχεία, από τα περιεχόμενα στο φάκελο ή μη, έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση της κρίσης του. Ο δικαστικός έλεγχος στην προκειμένη περίπτωση είναι ανέφικτος. Γι΄ αυτό και η επίδικη απόφαση πρέπει ν΄ ακυρωθεί. Σχετική επί του θέματος είναι και η υπόθεση Βασίλειου Τσαγγαρίδη ν. Δημοκρατίας (υπόθ. αρ. 132/95, ημερομ. 14.11.95).

Ενόψει της κατάληξής μου αυτής δεν θ΄ ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους που προβάλλονται για την ακύρωση της επίδικης απόφασης, ιδιαίτερα αυτών που αφορούν τη συνταγματικότητα του Κανονισμού 31(ζ) εφόσον λόγοι συνταγματικότητας πρέπει ν΄ αποφασίζονται μόνο όταν τούτο είναι απαραίτητο για επίλυση του συγκεκριμένου ζητήματος.

Ως αποτέλεσμα η προσφυγή αυτή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο