ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.833/95
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΔΑναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
1. Παναγιώτη Α. Παναγίδη, εξ Αγ.Νάπας
2. Γιαννάκη Α. Παναγίδη «
3. Νικόλα Α. Παναγίδη «
4. Κυριακής Α. Παναγίδη «
9;
αιτητών- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του
Υπουργείου Οικονομικών και/ή
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος και/ή
Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
FONT>καθ΄ων η αίτηση
------------------------
14.4.1998
Για τους αιτητές: κ.Στ.Δρυμιώτης για κ.Α.Σταύρου και κ.Α.Καρά
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα.Στ.Χούρη - δικηγόρος της Δημοκρατίας
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 29.4.87 οι αιτητές πώλησαν ένα χωράφι στην Αγία Νάπα, στο οποίο η ιδιοκτησία τους ήταν κατά 1/4 ιδανικό μερίδιο, στην οικογενειακή τους εταιρεία ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΑΓΙΔΗ (NISSI) ΛTΔ. Στις 24.7.92 ο Διευθυντής Φόρου Εισοδήματος απέστειλε σ΄αυτούς αρχική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών, βάσει εκτίμησης που έκαμε ο ίδιος. Σύμφωνα μ΄αυτή ο πληρωτέος φόρος καθορίστηκε σε £4,500 για τον καθένα από τους αιτητές, οι οποίοι στις 14.8.92 υπέβαλαν ένσταση στην πιο πάνω φορολογία μέσω του λογιστή τους. Ο λόγος που προβλήθηκε στην ένσταση ήταν πως δεν προέκυψε σ΄αυτούς οποιοδήποτε κέρδος από τη διάθεση του κτήματος, εφόσον τούτο μεταβιβάστηκε δωρεάν στην εταιρεία τους, όπου όλοι οι μέτοχοι είναι μέλη της ίδιας οικογένειας.
Ο Διευθυντής κάλεσε τους αιτητές, με επιστολή του ημερ. 9.9.92, να προσκομίσουν στοιχεία προς υποστήριξη της ένστασης τους. Την 1.11.93 ο λογιστής των αιτητών, ενεργώντας πάλιν εκ μέρους τους, απέσυρε την ένσταση που είχαν υποβάλει, αναφέροντας πως τούτο γινόταν μετά από σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία συζητήθηκε και καθορίστηκε η έκταση του όρου «οικογένεια», που απαντά στο άρθρο 10 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, του 1980, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.135/90. Μετά την απόσυρση της ένστασης επιβλήθηκε η τελική φορολογία με τις σχετικές ειδοποιήσεις που απέστειλε ο Διευθυντής στις 11.11.93, και προχώρησε η διαδικασία είσπραξης της.
Στις 11.9.95 δικηγόρος των αιτητών υπέβαλε εκ μέρους των νέα ένσταση στην επίδικη φορολογία, επικαλούμενος την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χρυστάλλα Ν. Εγγλεζάκη και άλλων ν. της Δημοκρατίας, που εκδόθηκε στις 12.9.94 στις προσφυγές 27/93-34/93. Κατά την άποψη του η απόφαση αυτή μετέβαλε την προηγούμενη νομική αντίληψη της έννοιας του όρου «οικογένεια», που απαντά στο Νόμο, ώστε η περίπτωση των αιτητών να εμπίπτει τώρα σ΄αυτή την έννοια και να εξαιρούνται, εφόσον είναι αδέλφια, και σύμφωνα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, του φόρου. Ο Διευθυντής απέρριψε την ένσταση αναφέροντας πως, εκτός από το γεγονός ότι ήταν εκπρόθεσμη, η επιβολή φορολογίας συντελέστηκε με την ειδοποίηση φορολογίας στις 11.11.93, η οποία μάλιστα ολοκληρώθηκε μετά από συμφωνία των αιτητών και του Διευθυντή.
Είναι σ΄αυτή την τελευταία επιστολή του Διευθυντή, που φέρει ημερομηνία 14.9.95, που οι δικηγόροι των αιτητών εντοπίζουν διοικητική απόφαση την οποία και προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή. Βασικό επιχείρημα τους είναι πως η φορολόγηση των πολιτών ανάγεται στην έννοια των ατομικών - θεμελιωδών δικαιωμάτων, που διασφαλίζονται στο Σύνταγμα, και τα οποία ο πολίτης δεν μπορεί να αποποιηθεί. Αναφέρονται δε σε σχετική νομολογία και νομικές πραγματείες εγκρίτων Ελλήνων συγγραφέων, για να προτείνουν πως δικαιούνται να ζητήσουν ακύρωση της φορολογίας, μετά τη νεώτερη, κατά την άποψη τους νομολογία, στην οποία κάνω αναφορά πιο πάνω.
΄Εχω τη γνώμη πως οι συνήγοροι των αιτητών λειτουργούν εν πλάνη περί τον νόμον. Η επίδικη απόφαση για τη φορολόγηση τους συνετελέστηκε στις 11.11.93, και μάλιστα ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας των ιδίων με τον Διευθυντή, μετά που απέσυραν την ένσταση τους σ΄αυτή, που είχαν υποβάλει την 1.11.93. Η προσφυγή που καταχωρίστηκε στις 25.9.95 είναι εκπρόθεσμη. Δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με ο,τιδήποτε άλλο, νομικά άσχετο, ζήτημα. Περιορίζομαι μόνο να πω ότι η φορολογία είναι υποχρέωση του καθενός, που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 24.1. του Συντάγματος, και όχι ατομικό ή θεμελιώδες δικαίωμα.
Χρ. Αρτεμίδης,
Δ.
/ΜΑΑ