ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 652/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Δέσποινας Φιλίππου,

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________________

10 Απριλίου, 1998.

Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της καθ΄ ης ημερ. 24.6.97, και με την οποίαν πληροφόρησε την αιτήτρια ότι, επανεξετάζοντας το θέμα της πλήρωσης μιας θέσης Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, η οποία κατέστει κενή ύστερα από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 1512, αποφάσισε ότι δεν προχωρεί σε επιλογή της ίδιας ή άλλου για τη θέση αυτή επειδή τα στοιχεία που είχεν ενώπιον της ήταν ανεπαρκή και δεν την βοηθούσαν να επιλέξει, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση της καθ΄ ης η αίτηση να πληρώσει κατά το Νόμο με την επανεξέταση που διενήργησε τη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων 2ης Τάξης η οποία κατέστει κενή ύστερα από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Α.Ε. 1512 και ενώ υπήρχαν κριθέντες ως κατάλληλοι για την θέση προσοντούχοι υποψήφιοι είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διαταχθεί όπως διενεργηθεί."

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή έχουν ως εξής:

Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 14.1.97 στην Α.Ε. 1512 (Φιλίππου ν. Δημοκρατίας), ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ("η Ε.Δ.Υ.") για διορισμό του Δημήτρη Χατζηπάκκου στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων, από 15.11.90, γιατί η Επιτροπή δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε η αιτήτρια.

Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρίαση της με ημερομηνία 10.2.97, αφού έλαβε γνώση της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσισε να ειδοποιηθεί το ενδιαφερόμενο μέρος ότι ο διορισμός του στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, εξαφανίζεται και ότι συμπαρασύρεται και η μετέπειτα προαγωγή του στη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 1ης Τάξης.

Στη συνέχεια, η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τον τρόπο επανεξέτασης του θέματος ύστερα από την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση. Μελετώντας τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, έκρινε ότι ούτε η προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. μπορεί να ληφθεί υπόψη, λόγω αλλαγής στη σύνθεση του οργάνου, ούτε και η προφορική εξέταση ενώπιον της τότε Συμβουλευτικής Επιτροπής, γιατί κατά την κρίση της Ε.Δ.Υ. η εντύπωση δεν αιτιολογήθηκε. Στη συνεδρίαση κλήθηκε ο κ. Βασιλειάδης, εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, ο οποίος συμβούλευσε την Ε.Δ.Υ. όπως κατά την επανεξέταση του θέματος, ελλείψει στοιχείων που θα διευκόλυναν την επιλογή του καταλληλότερου, καλέσει εκ νέου τους δύο υποψήφιους για προφορική εξέταση ενώπιόν της και ότι το θέμα δεν πρέπει να σταλεί πίσω στην Συμβουλευτική Επιτροπή γιατί μόνο δύο υποψήφιοι (Αιτήτρια και Ενδιαφερόμενο Μέρος) ικανοποιούν τα προσόντα. Η Επιτροπή, μετά την αποχώρηση του κ. Βασιλειάδη, αποφάσισε να υιοθετήσει τη συμβουλή του και να καλέσει σε προφορική εξέταση τους δύο υποψηφίους.

Ο δικηγόρος κ. Α.Σ. Αγγελίδης, με επιστολή του ημερομηνίας 14.2.97, εκ μέρους της αιτήτριας, διαμαρτυρήθηκε για την πιο πάνω απόφαση της Ε.Δ.Υ. επικαλούμενος σχετική νομολογία.

Το Γραφείο της Ε.Δ.Υ. με επιστολή του ημερ. 19.2.97 έθεσε υπόψη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το περιεχόμενο της επιστολής του κ. Αγγελίδη, ζητώντας συμβουλή για την ορθότητα της απόφασης της να καλέσει εκ νέου τους υποψήφιους σε συνέντευξη.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με επιστολή του ημερ. 7.3.97, συμβούλευσε την Ε.Δ.Υ. να μη καλέσει σε νέες συνεντεύξεις αλλά να προχωρήσει σε επανεξέταση της υπόθεσης αγνοώντας τις εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις.

Η Ε.Δ.Υ. στην συνεδρίαση της ημερ. 4.6.97 αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν την επιλογή του καταλληλότερου και ως εκ τούτου η θέση παραμένει κενή και εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να προβεί σε τέτοιες διευθετήσεις ώστε να καταστεί δυνατή η επαναπροκήρυξή της.

Η μειοψηφία της Επιτροπής συμφώνησε ως προς την ανεπάρκεια των στοιχείων για μια δίκαιη επιλογή, αλλά υπό το φως της ισχύουσας νομολογίας θεώρησε ότι θα πρέπει να επιχειρηθεί επιλογή του πιο κατάλληλου υποψηφίου με βάση τα οποιαδήποτε στοιχεία παραμένουν.

Μεταφέρω την απόφαση της Ε.Δ.Υ., όπως έχει καταγραφεί στα σχετικά πρακτικά:

"Η πλειοψηφία της Επιτροπής (κ.κ. Καραγιώργης, Εργατούδης και Μαρτίδης) πιστεύουν ότι με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία δεν μπορεί να γίνει επιλογή για τους πιο κάτω λόγους:

(α) Με βάση τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει νέα συνέντευξη.

(β) Δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε στοιχείο

μεταγενέστερο της ακυρωθείσας πράξης.

(γ) Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν μπορεί να λάβει

υπόψη την εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής,

αφού είναι αναιτιολόγητη, ούτε της παρέχεται η

ευχέρεια να έχει την άποψη ενός ειδικού σχετικού με

την καταλληλότητα των υποψηφίων.

 

 

(δ) Οι δύο υποψήφιοι πληρούν απλώς τις απαιτήσεις σ΄

ότι αφορά τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και

η μια από αυτούς διαθέτει το πλεονέκτημα. Ως

αποτέλεσμα, δεν είναι δυνατόν να κριθεί κατά δίκαιο

τρόπο ο άλλος υποψήφιος. Πιθανόν οι πιο πάνω

σκέψεις να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, ούτως

εχόντων των πραγμάτων, θα έπρεπε να διοριστεί

λόγω και μόνο του πλεονεκτήματος η Φιλίππου,

γιατί τα προσόντα είναι περίπου ίσα (διαφέρει μόνο

ο τρόπος απόκτησης του πρώτου πτυχίου). Αν όμως

γινόταν κάτι τέτοιο, θα οδηγούσε σε 'μηχανική' αντίκρυση του προβλήματος, γιατί, δεν δίνεται με

κανένα άλλο τρόπο στον άλλο υποψήφιο οποια-

δήποτε δυνατότητα σύγκρισης με τη Φιλίππου.

Εξάλλου, δεν παρέχεται η ευχέρεια στην Επιτροπή να διαπιστώσει τις υπόλοιπες ιδιότητες που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως π.χ. ισχυρός χαρακτήρας, διοικητική και οργανωτική ικανότητα.

Η πλειοψηφία επισημαίνει ότι κύρια αποστολή της Επιτροπής δεν μπορεί να είναι άλλη με βάση το Νόμο από του να κρίνει την καταλληλότητα των υποψηφίων για τη θέση, τα δε υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.

Κατά συνέπεια, η πλειοψηφία της Επιτροπής, κρίνει ότι: εφόσο δεν μπορεί να επαναληφθεί η συνέντευξη, η ορθότερη λύση είναι να παραμείνει η θέση κενή. Εναπόκειται δε στην αρμόδια αρχή να προβεί σε τέτοιες διευθετήσεις ώστε να καταστεί δυνατή η επαναπροκήρυξη της θέσης.

Η μειοψηφία της Επιτροπής (Πρόεδρος και κ. Κυριάκου) συμφωνούν ως προς την ανεπάρκεια στοιχείων για μια δίκαιη επιλογή, αλλά υπό το φως της ισχύουσας Νομολογίας θεωρεί ότι θα πρέπει να επιχειρήσει την επιλογή του πιο κατάλληλου υποψηφίου με βάση τα οποιαδήποτε στοιχεία παραμένουν."

Η εικόνα των πραγματικών περιστατικών συμπληρώνεται με αναφορά σε ορισμένα στοιχεία τα οποία σχετίζονται με την πρώτη - ακυρωθείσα - απόφαση της Ε.Δ.Υ., όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση που δόθηκε στην πιο πάνω Α.Ε. 1512. Τα μεταφέρω:

"Η εφεσείουσα ήταν υποψήφια για την θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων. Η θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού.

Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας 'πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα'.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε για την πλήρωση της θέσης αποφάνθηκε ότι 22 από τους 24 αιτητές/υποψήφιους δεν πληρούν τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό στην πιο πάνω θέση. Μετά από προφορική εξέταση των υπολοίπων 2 υποψηφίων - της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους - κατάληξε ότι:

'(α) Και οι δύο πληρούν τα προσόντα και τις απαιτήσεις των Σχεδίων Υπηρεσίας για διορισμό στη θέση του Υπολογιστή Ποσοτήτων 2ης Τάξης συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της 'καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας'.

(β) Η Δέσποινα Φιλίππου:

- κατέχει το πλεονέκτημα της πείρας της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης που διεκδικεί η οποία αποκτήθηκε σε έκτακτη απασχόληση της από 1η Φεβρουαρίου, 1988 στο Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων όπου εξακολουθεί ακόμα να εργάζεται.

- έχει τύχει ύστερα από επιτυχή επαγγελματική εξέταση του διπλώματος 'Chartered Quantity Surveyor'.'

Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε ότι αφορά την απόδοση των πιο πάνω δύο υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη τους ήταν:

1. Εφεσείουσα: '΄Αριστη'.

2. Ενδιαφερόμενο Μέρος: 'Λίαν Καλή'.

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων της η Επιτροπή σύστησε και τους δύο υποψήφιους.

Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ('Ε.Δ.Υ.') άρχισε με προφορική συνέντευξη - εξέταση των υποψηφίων που έλαβε χώραν στις 28.9.90, στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος . Στους υποψηφίους υποβλήθηκαν ερωτήσεις σε γενικά θέματα και κυρίως σε θέματα που αφορούν τα καθήκοντα της θέσης, τόσο από το Διευθυντή όσο και από τον Πρόεδρο και Μέλη της Ε.Δ.Υ.

Μετά το περας της προφορικής εξέτασης ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σ΄ αυτήν και στη συνέχεια, αφού αυτός αποχώρησε από τη συνεδρίαση, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε και η ίδια την απόδοσή τους, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή. Η εφεσείουσα υστέρησε του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο Διευθυντής χαρακτήρισε το ενδιαφερόμενο μέρος 'εξαίρετο' και η Ε.Δ.Υ. 'πάρα πολύ καλό'. Η εκτίμηση για την εφεσείουσα ήταν 'πάρα πολύ καλή' και 'σχεδόν πολύ καλή' αντίστοιχα.

Η Ε.Δ.Υ. αξιολογώντας την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, στηρίχτηκε στο περιεχόμενο και διατύπωση των απαντήσεων, στο βαθμό ευθυκρισίας και επίσης στην προσωπικότητα των υποψηφίων.

Ο Διευθυντής, προτού αποχωρήσει από τη συνεδρίαση, ανάφερε ότι η εφεσείουσα είναι πάρα πολύ καλή στην εργασία της ως έκτακτη. Το περιεχόμενο της γενικής αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων από την Ε.Δ.Υ. αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας. Για το λόγο αυτό το παραθέτουμε αυτούσιο:

'Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψήφιων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το πλεονέκτημα που καθορίζει το Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο διαθέτει η υποψήφια Δέσποινα Φιλίππου, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων καθώς και την απόδοση των υποψήφιων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, επέλεξε το Δημήτρη ΧΑΤΖΗΠΑΚΚΟ ως καταλληλότερο για διορισμό στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων, 2ης Τάξης, Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων. Αυτός κρίθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ως πάρα πολύ καλός στην προφορική εξέταση, έναντι σχεδόν πολύ καλής της Φιλίππου, η οποία ως έκτακτη όφειλε να γνώριζε περισσότερα για τα καθήκοντα της θέσης και να απαντούσε καλύτερα.'"

 

Οι λόγοι ακυρώσεως:

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε να διενεργήσει έρευνα και να προβεί σε επιλογή. ΄Οφειλε, επίσης, να "επανεξετάσει κατά το δεδικασμένο" και να προβεί σε επιλογή αξιοκρατική. Τόνισε ότι η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. "παρά την προσβαλλόμενη απόφαση της να μην επιλέξει κανένα για την θέση δεν διαπίστωσε ότι η αιτήτρια είναι ακατάλληλη για τέτοιο διορισμό. Τότε και μόνο - συνεχίζει η εισήγηση - θα μπορούσε η Ε.Δ.Υ. να μη προχωρήσει σε διορισμό "εάν η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά το άρθρο 33(7) ή η

 

 

 

 

 

ίδια η Ε.Δ.Υ. κατά το άρθρο 33(11) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν 1/90) έκριναν την αιτήτρια ως ακατάλληλη".

Η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. είχαν κρίνει στην προηγούμενη διαδικασία και τους δύο υποψηφίους κατάλληλους εξ΄ ου και η πρόσκληση τους τότε σε συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά το άρθρο 33(9) και (10) του Νόμου. Το δικαστήριο δεν ανέτρεψε το δεδομένο αυτό. Ενόψει όλων των ανωτέρω "η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή άρνηση" πάσχει γιατί παραβιάζει το δεδικασμένο και τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.

Οι αρχές του διοικητικού δικαίου απαγορεύουν την επανέκδοση της πράξης με την αυτή ως και η ακυρωθείσα τυπική ή ουσιαστική πλημμέλεια. Απαγορεύουν, επίσης, την έκδοση "κατ΄ έμμεσον τρόπον όμοιας πράξεως προς την ακυρωθείσαν". Στο σύγγραμμα της Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου "Αι συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως", 1988, σελ. 48, δίνεται το πιο κάτω παράδειγμα της έκδοσης "κατ΄ έμμεσον τρόπον όμοιας πράξεως προς την ακυρωθείσαν":

"Η εις άλλην ανάλογον περίπτωσιν, μετά από σχετικήν ακυρωτικήν απόφασιν, η Διοίκησις αποφασίζει ότι η κενή θέσις θα πρέπει να πληρωθή διά διαγωνισμού κατόπιν σχετικής προκηρύξεως, αντί να επιλέξη, όπως και κατά την ακυρωθείσαν πράξιν, μεταξύ των ήδη υπηρετούντων.

Ο ακυρωτικός δικαστής ακυρώνει και την πράξιν αυτήν, την εκδοθείσαν κατά 'κατάχρησιν διαδικασίας', λόγω της μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς το δεδικασμένον ή διά τον λόγον ότι αντίκειται εις τας αρχάς της χρηστής και αγαθής διοικήσεως."

Η αρχή η οποία διατυπώνεται στο πιο πάνω απόσπασμα βασίζεται πάνω στα όσα έχουν νομολογηθεί στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας 269/69 και 3498/70.

Στην πρώτη υπόθεση το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι "εις εκτέλεσιν της ακυρωτικής αποφάσεως" η διοίκηση υποχρεούται όπως προβεί "δια του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εις κρίσιν των συγκεντρούντων τα νόμιμα προσόντα προς κατάληψιν" της θέσης. Μόνο δε σε περίπτωση που ητιολογημένα έκρινε "ότι ουδείς τούτων εκέκτητο τα νόμιμα προσόντα" για κατάληψη της θέσης με προαγωγή η διοίκηση θα μπορούσε να προχωρήσει σε προκήρυξη της πλήρωσης της θέσης με διορισμό. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επειδή η διοίκηση παρέλειψε να εκτιμήσει τα προσόντα της αιτήτριας και να κρίνει αν αυτή ήταν κατάλληλη προς κατάληψη της θέσης και αντί τούτου είχε αχθεί στην κρίση ότι η θέση έπρεπε να πληρωθεί "δια διορισμού κατόπιν σχετικής προκηρύξεως".

Στη δεύτερη υπόθεση (3498/70) έχει ερμηνευθεί το άρθρο "50 παρ. 4 του Κωδ. Νόμου 3713/28" το οποίο ορίζει ότι "αι διοικητικαί αρχαί δέον κατά τας εκάστοτε περιστάσεις να συμμορφώνονται δια θετικής ενεργείας προς το περιεχόμενον της αποφάσεως του Συμβουλίου ή απέχωσιν από πάσης ενεργείας αντιτιθεμένης προς τα υπ΄ αυτού κριθέντα".

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι:

"Εκ της διατάξεως ταύτης προκύπτει σαφώς, ότι εκ του προκύπτοντος εξ ακυρωτικής αποφάσεως δεδικασμένου επιβάλλεται όπως η Διοίκησις μη προβαίνη εις πράξεις ή παραλείψεις ενέχουσας εμμονήν διατηρήσεως του αποτελέσματος της ακυρωθείσης προγενεστέρας πράξεως ή παραλείψεως, η ούτω εκδηλουμένη παράλειψις συμμορφώσεως προς την ακυρωτικήν απόφασιν, ως διάφορος της ακυρωθείσης πράξεως ή παραλείψεως, δύναται να προσβληθή δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως."

 

Λόγος (ratio) της απόφασης στην πιο πάνω προσφυγή, Α.Ε. 1512, ήταν η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση του προσόντος - πλεονέκτημα που κατείχε η αιτήτρια. "Μόνον εκ της ακυρώσεως πράξεως λόγω ανεπαρκούς ή εσφαλμένης αιτιολογίας δεν παράγεται δεδικασμένον" (Βλ. Σ.Ε. 206/1940, 2309/1947 και Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 1119/91/25.1.96). Επομένως δεν αντιμετωπίζουμε περίπτωση δεδικασμένου.

Στην κρινόμενη περίπτωση η Ε.Δ.Υ. δεν έχει αποφανθεί ότι οι δύο υποψήφιοι ήταν ακατάλληλοι για διορισμό ή ότι "ουδείς τούτων εκέκτητο τα νόμιμα προσόντα", όπως απαιτείται από το πιο πάνω άρθρο 34(11) και τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου (Βλ. απόφαση 269/69 του Σ.Τ.Ε.). ΄Εχει αποφασίσει να μην πληρώσει τη θέση και να το αφήσει στην αρμόδια αρχή να "προβεί σε τέτοιες διευθετήσεις ώστε να καταστεί δυνατή η επαναπροκήρυξη της θέσης".

Η πορεία που έχει επιλέξει η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. συνιστά "κατάχρηση διαδικασίας διά τον λόγον ότι αντίκειται εις τας αρχάς της χρηστής και αγαθής διοικήσεως" (Βλ. Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου, πιο πάνω). Παραβιάζει, επίσης, το άρθρο 33(11) του Νόμου 1/90 και τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου (Βλ. απόφαση 269/69 του Σ.Τ.Ε.).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £300.-

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο