ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 229/94
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 25 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Σταύρου Γεωργάκη
Αιτητή
- και -
Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου
Καθού η αίτηση
------------
Ημερομηνία:
13 Aπριλίου, 1998Για τον αιτητή: Α. Δημητρίου
Για τον καθού η αίτηση: Τ. Παπαδόπουλος
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι απόφοιτος του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Α.Τ.Ι.) στον κλάδο της Πολιτικής Μηχανικής. Εργάζεται, από 13/11/91, σε κυπριακή εργοληπτική εταιρεία ως Επιμετρητής. Έχει σημασία να λεχθεί πως προηγουμένως ασκούσε το ίδιο επάγγελμα στο εξωτερικό, κυρίως, στις Αραβικές χώρες. Στις 16/11/93 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή του στο καθού η αίτηση Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (Ε.Τ.Ε.Κ. ή Επιμελητήριο). Απορρίφθηκε όμως γιατί ο αιτητής δεν κατείχε, για την παραπάνω ειδικότητα, πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν (βλέπε την απορριπτική απάντηση του Ε.Τ.Ε.Κ. ημερ. 23/11/93). Τούτο αποτελεί προϋπόθεση εγγραφής που θέτει το αρθρ. 7(1)(α) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμου του 1990 (ν. 224/90, όπως τροποποιήθηκε).
Ο νόμος κάμνει πρόβλεψη (με το άρθρ. 6) για την κατάρτιση και τήρηση (α) μητρώου μελών και (β) μητρώου μελών "κατά κλάδο μηχανικής επιστήμης και κατά υποδιαίρεση των κλάδων μηχανικής επιστήμης". Πέρα από την εγγραφή απαιτείται, για την άσκηση επαγγέλματος σε οποιοδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης, ετήσια άδεια από το Επιμελητήριο. Ας σημειωθεί εδώ ότι η επιμέτρηση αποτελεί, με βάση τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2, κλάδο της μηχανικής επιστήμης.
Στη συνέχεια, στις 23/12/93, ο αιτητής συμπλήρωσε και απέστειλε στο Ε.Τ.Ε.Κ. αίτηση για εγγραφή του στον ειδικό κατάλογο των εξ επαγγέλματος τεχνικών, που επιτρέπουν οι διατάξεις του άρθρ. 25, όπως διαμορφώθηκε από τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 106(1)/92 και το άρθρ. 2 του ν. 53(1)/93. Η εξέταση των αιτήσεων και η σύνταξη του ειδικού καταλόγου ανατέθηκε σε δύο επιτροπές. Την Επιτροπή Καταρτισμού (εφεξής Ε.Κ.) που είχε την τελική ευθύνη, και τη Συμβουλευτική Επιτροπή Καταρτισμού (Σ.Ε.Κ.) πού, όπως φανερώνει η ονομασία της, είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα. Θα βοηθούσε την πρώτη στο έργο της.
Σε συνεδρίαση της στις 3/1/94 η Ε.Κ. απέρριψε την αίτηση (ημερ. 23/12/93) με την αιτιολογία ότι:
"Δεν έχει εργαστεί για 3 χρόνια τουλάχιστον στην Δημοκρατία στον τομέα της Επιμέτρησης πριν από τις 10/6/91."
Στις 7/1/94 ο Πρόεδρος του Ε.Τ.Ε.Κ. γνωστοποίησε την απορριπτική απόφαση αναφέροντας ότι:
"Η αίτηση σας για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο των εξ επαγγέλματος Επιμετρητών έχει μελετηθεί προσεχτικά και με βάση τα στοιχεία που έχετε υποβάλει έχει διαπιστωθεί ότι δεν ικανοποιείτε τις πρόνοιες του άρθρου 2(α) (1Β) (γ), (δ) του Νόμου 106(1)/92 και ως εκ τούτου, με λύπη του, το ΕΤΕΚ αδυνατεί να σας εγγράψει στον εν λόγω Ειδικό Κατάλογο εξ επαγγέλματος Επιμετρητών."
Προβλήθηκε προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη δεδομένου ότι αυτός, κατά τους ισχυρισμούς του καθού, δε διαθέτει το ελάχιστο προσόν που απαιτεί ο νόμος για την εγγραφή του στον ειδικό κατάλογο. Η ένσταση δεν ευσταθεί. Όπως έχω αναφέρει στην προσφ. αρ. 401/92 Δαυϊδ Γεωργίου ν. Δημοκρατίας ημερ. 24/5/94:
"Από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά, όπως στην προκείμενη περίπτωση, η εκτίμηση της διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα, η οποία και καθίσταται επίδικο θέμα, ο αιτητής δε χάνει το έννομο του συμφέρον να επιδιώξει αναθεώρηση της. Βλέπε προσφυγή αρ. 808/92 Παντελής Αντωνίου Παντελή ν. Δημοκρατίας ημερ. 10/5/94, στην οποία υιοθετείται το σκεπτικό των αποφάσεων του Σ.τ.Ε. 19, 86, 3028 και 4311/88 στις οποίες ουσιαστικά επιλύθηκε όμοιο θέμα."
Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε γενικά, χωρίς οποιαδήποτε θεμελίωση, πως οι όροι εντολής του Ε.Τ.Ε.Κ. προς την Ε.Κ. και Σ.Ε.Κ. (βλέπε παραρτήματα Α και Β της ένστασης αντίστοιχα) συνιστούν κανονισμούς που, σύμφωνα με το άρθρ. 32 του νόμου, έπρεπε να είχε εγκρίνει το Υπουργικό Συμβούλιο, πράγμα που δεν έγινε. Με αποτέλεσμα να πάσχει από ακυρότητα η επίδικη απόφαση.
Οι όροι αυτοί, αν αντιληφθεί ένας την αληθινή τους φύση, είναι οδηγίες που αφορούν κυρίως τη διενέργεια συνεντεύξεων ή των γραπτών εξετάσεων για να διακριβωθεί κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την εγγραφή υποψηφίου στους κλάδους επιμέτρησης ή εκτίμησης γης ή τοπογραφίας. Και επίσης την εξέταση ενστάσεων, μέχρι την ημερομηνία που καθορίστηκε από υποψηφίους των οποίων οι αιτήσεις είχαν προηγουμένως απορριφθεί από τη Διοικούσα Επιτροπή. Το άρθρ. 32 παρέχει στο Επιμελητήριο την ευχέρεια για κανονιστική ρύθμιση των ζητημάτων που αναφέρονται στην εξουσιοδοτική ρήτρα στην οποία το παραπάνω ζήτημα δε συγκαταλέγεται.
Πέραν τούτου πρέπει να λεχθεί ότι οι παραπάνω επιτροπές καθιδρύθηκαν από το τριακονταμελές Γενικό Συμβούλιο (βλ. άρθρ. 10) που έχει εξουσία, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 18(1) (3), να συστήνει επιτροπές στις οποίες να αναθέτει οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητες του. Περαιτέρω, με βάση το εδ
. 2:"(2) Κάθε Επιτροπή που καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (1), θα συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του Γενικού Συμβουλίου και θα υποβάλλει αναφορά για τις εργασίες της στο Συμβούλιο."
Δεν υπήρχε επομένως υποχρέωση για την έκδοση πράξης κανονιστικού χαρακτήρα. Η σύσταση των Επιτροπών από το Γενικό Συμβούλιο ήταν νόμιμη και η διαδικασία που ακολούθησε έγκυρη.
Ο αιτητής έθεσε θέμα παράνομης σύνθεσης της Επιτροπής που τον έκρινε. Με την εξής έννοια. Συμμετείχαν σε αυτήν Επιμετρητές Ποσοτήτων εν ενεργεία που είχαν ή μπορούσαν να έχουν συμφέρον να παρεμποδιστεί η εγγραφή του αιτητή. Για να μην είναι σε θέση, ως ελεύθερος επαγγελματίας, να τους ανταγωνιστεί. Εν πρώτοις η σκέψη αυτή δεν ξεπερνά τα όρια μιας απλής γενικής υπόθεσης, χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δε δικαιολογείται μια τέτοια ενατένιση του θέματος εκτός φυσικά στην περίπτωση που η καταγγελία βρίσκεται μέσα στα όρια κάποιας επιλήψιμης συγκεκριμενοποίησης.
Η Επιτροπή απαρτίζεται από τα μέλη του Γενικού Συμβουλίου, που όπως ορίζεται στο νόμο, εκλέγονται από τα μέλη του Επιμελητηρίου. Με άλλα λόγια υπάρχει η δημοκρατική νομιμοποίηση της κοινής αποδοχής και εν πολλοίς της επαγγελματικής καταξίωσης. Συνεπώς δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτόν στο να να κρίνονται, όσοι επιδιώκουν
την εγγραφή στον ειδικό κατάλογο, από τους ομότεχνους τους, που αναδεικνύονται από τις τάξεις του επαγγέλματος τους. Είναι άλλωστε αρχή του επιμελητηριακού θεσμού, που εμφανίζεται και στην Ηπειρωτική Ευρώπη από την οποία και έχουν ληφθεί ορισμένα στοιχεία του συστήματος. Ας σημειωθεί ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του θεσμού επικεντρώνεται σε ένα συγκερασμό των σχετικών επαγγελματικών ρυθμίσεων με το δημόσιο συμφέρον. Είναι γιαυτό, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από ολόκληρο το νομοθέτημα, ότι τα όργανα του Επιμελητηρίου είναι φορείς καθηκόντων δημόσιας εξουσίας.Το άρθρ. 25 του νόμου, που προσδιορίζει τους όρους άσκησης επαγγέλματος σε οποιοδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης, δημιουργεί μια εξαίρεση προς όφελος των αποφοίτων του Α.Τ.Ι. Η επιφύλαξη του εδ. 1 έχει ως εξής:
"Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν τα υφιστάμενα δικαιώματα των αποφοίτων του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου ανεξάρτητα από το χρόνο αποφοίτησης τους."
Καμιά πλευρά δε συζήτησε το θέμα, πέρα από την έγερση και άρνηση του, σε βάθος. Ο αιτητής, όπως δείχνει το έγγραφο της 14/4/75, που είναι στο φάκελο, βεβαιώνει ότι στις 13/7/73 απέκτησε το δίπλωμα του Α.Τ.Ι. ως Τεχνικού στην Πολιτική Μηχανική (Technician Engineering in Civil Engineering). Δεν υπάρχει στο φάκελο ούτε προσκομίστηκε πρόσθετο υλικό για άλλη ειδικότητα που θα έφερνε την περίπτωση μέσα στην εμβέλεια της επιφύλαξης.
Πρέπει να σημειωθεί, προτού προχωρήσω, ότι η αγόρευση του Επιμελητηρίου δεν απαντά ειδικά σε όλα τα σημεία που θίγει εκείνη του αιτητή. Ή τουλάχιστον δεν καταπιάνεται απευθείας με αυτά. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι εκκρεμούσαν άλλες όμοιες υποθέσεις για τις οποίες αρχικά έγιναν σκέψεις για συνεκδίκαση. Έτσι καταχωρήθηκε μια βασικά αγόρευση. Τελικά όμως κρίθηκε πως η διαδικασία συνεκδίκασης δεν προσφερόταν και η κάθε υπόθεση προχώρησε και έληξε χωριστά. Φυσικά είναι καθήκον του δικαστηρίου να εξετάσει όλα τα θιγόμενα σημεία παρόλο που μερικά από αυτά τα χαρακτηρίζει κάποια γενικότητα και αοριστία. Είναι για τον παραπάνω λόγο που δόθηκαν οδηγίες για συμπληρωματικές αγορεύσεις αναφορικά με το θέμα αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρ. 25 (1Β) (γ) και (δ).
Οι τελευταίες εισηγήσεις αφορούν τη συνταγματικότητα των παραπάνω διατάξεων. Οι διατάξεις αυτές αναγνωρίζουν ρητά το δικαίωμα προσώπου να ασκεί το επάγγελμα του Επιμετρητή Ποσοτήτων αν το Επιμελητήριο πεισθεί, μεταξύ άλλων, ότι:
"(γ) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ασκεί με καλή πίστη και προσωπικά στη Δημοκρατία επάγγελμα στον κλάδο επιμέτρησης ή στον κλάδο εκτίμησης γης ή στον κλάδο τοπογραφίας:
.................................. .................................................. ......
δ) εργάστηκε, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (γ), σε οποιαδήποτε πριν από τη 10η Ιουνίου 1991 περίοδο, για τρία τουλάχιστο χρόνια, ανεξάρτητα από το αν αυτά ήταν ή όχι συνεχή."
Θα πρέπει όμως πρώτα να αποσαφηνισθεί ένα ζήτημα που αφορά την αιτιολογία της πράξης. Ο κ. Δημητρίου υπέβαλε πως τα ευρήματα της Ε.Κ., που παρέθεσα ήδη, δε συνάδουν με το περιεχόμενο της απορριπτικής επιστολής ημερ. 7/1/94. Όπως το αντιλαμβάνεται, η εν λόγω απόφαση αναφέρει, ως μοναδικό λόγο, θέμα που εμπίπτει στην παράγραφο (γ), ανωτέρω, χωρίς να εμπλέκεται καθόλου η παράγραφος (δ). Δε διαπιστώνεται καμιά δυσαρμονία. Όπως πρέπει να έγινε φανερό από την παράθεση των δύο παραγράφων υπάρχει ενσωμάτωση σε μεγάλο βαθμό της παραγράφου (γ) στη (δ) με ρητή αναφορά. Αυτό που προστίθεται είναι ο καθορισμός της χρονικής διάρκειας άσκησης του επαγγέλματος στα εδαφικά όρια της Δημοκρατίας. Καθορίζεται σε 3 τουλάχιστον χρόνια, έστω και διακεκομμένως.
Το εύρημα, αυτό καθ' αυτό, της Ε.Κ. δεν αμφισβητήθηκε. Εφόσον ο αιτητής δεν εργάστηκε καθόλου στην Κύπρο κατά την εν λόγω περίοδο είναι περιττό να εξετασθεί κατά πόσον ο αιτητής "άσκησε με καλή πίστη και προσωπικά στη Δημοκρατία το επάγγελμα στον κλάδο επιμέτρησης, θέμα στο οποίο αφιέρωσαν εκτεταμένα σχόλια οι δικηγόροι του Επιμελητηρίου. Έτσι, εκτός αν ευσταθήσει η ένσταση αντισυνταγματικότητας, που θα εξετάσω αμέσως μετά, η επίδικη απόφαση, που αποκλείει την εγγραφή του αιτητή,
κινήθηκε μέσα στα όρια της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει στο Επιμελητήριο ο νόμος. Γιαυτό και δεν ήταν απαραίτητο να κληθεί σε συνέντευξη ο αιτητής, για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει επαρκείς γνώσεις στο επάγγελμα του, δεδομένου ότι είναι παραδεκτόν πως δεν το άσκησε καθόλου στην Κύπρο κατά τον κρίσιμο χρόνο.Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι οι επίμαχες διατάξεις προσκρούουν στην αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Και επίσης στη συνταγματική αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας που περιλαμβάνει την ελεύθερη εκλογή και άσκηση επαγγέλματος. Δημιουργούν αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος Κυπρίων πολιτών που εργάζονται στο εξωτερικό ως Επιμετρητές
. και ειδικά απέναντι στον αιτητή που έχει εξασφαλισμένα δικαιώματα ως απόφοιτος του Α.Τ.Ι. Το θέμα αυτό δε θα με απασχολήσει διότι ήδη το έχω αποφασίσει.Η διάκριση, κατά την άποψη του καθού, ήταν εύλογη γιατί (1) δεν επηρέαζε άτομα, όπως τον αιτητή, που εργαζόταν ως Επιμετρητής στο εξωτερικό
. (2) τα δικαιώματα τέτοιων προσώπων παρέμειναν ανεπηρέαστα, όπως πάλιν του αιτητή, ο οποίος συνεχίζει να εργάζεται στην Κύπρο με υπαλληλική ιδιότητα. και (3) είναι άγνωστο το επίπεδο των γνώσεων που απαιτείται για άσκηση του επαγγέλματος στο εξωτερικό.Οι αρχές της ισότητας και της επαγγελματικής ελευθερίας δεν εμποδίζουν το νομοθέτη να θεσπίζει, με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, όρους και προϋποθέσεις για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος. Φτάνει να συνάδουν οι τιθέμενοι περιορισμοί με λόγους δημοσίου συμφέροντος ή με οποιοδήποτε από τους άλλους λόγους που εξειδικεύονται στην παράγραφο 25.2 του Συντάγματος. Εδώ είναι φανερό ότι το κριτήριο που έθεσε ο νόμος και αφορά το τοπικό στοιχείο άσκησης επαγγέλματος συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, δηλαδή, το επίπεδο των απαιτούμενων προσόντων στην Κύπρο σε σύγκριση με εκείνο των άλλων χωρών.
Πιστεύω συνεπώς ότι η διαφοροποίηση δεν είναι αυθαίρετη. Δεν έχουμε την περίπτωση που όμοιες καταστάσεις ρυθμίζονται με ανόμοιο τρόπο. Για τις σχετικές αρχές υπάρχει πληθώρα νομολογίας: βλέπε για παράδειγμα την πρόσφατη απόφαση στην Α.Ε. 1935 Χαρ. Ι. Φιλιππίδης & Υιοί ν. Δημοκρατίας ημερ. 30/9/97. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα η σοφία της σχετικής διάταξης δεν αφορά το δικαστήριο: Βλέπε Ευρετήριο των Αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (1989) Β΄τόμος, σελ. 1096:
"Ο υπό των δικαστηρίων έλεγχος της εφαρμογής της αρχής της ισότητος εκ μέρους του νομοθέτου και της Διοικήσεως είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ' αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, 1087, 1504/89."
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ