ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 926/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ιωάννη Καννάβα

Αιτητή

και

Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων

Καθ΄ου η αίτηση

--------------

27 Μαρτίου 1998

Για τον αιτητή: κ. Σπ. Ευαγγέλου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα. Ρ. Βραχίμη-Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή τις αποφάσεις του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (ο Διευθυντής), οι οποίες περιέχονται στις ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών με αρ. 940001, 940002, 940003, 940004, 950001, 950002, 950003, 950004, 950005, 950006 και 960001 και αφορούν το κέρδος που προέκυψε από πωλήσεις αριθμού οικοπέδων στην Αγία Φύλα, Λεμεσός, των οποίων ο αιτητής ήταν ιδιοκτήτης κατά το ήμισυ.

Τα εν λόγω οικόπεδα προέκυψαν από το διαχωρισμό των χωραφιών με αρ. εγγραφής 19952 και 29100, ο οποίος συμπληρώθηκε το 1995 και οι διαθέσεις που αφορούν τις επίδικες φορολογίες έλαβαν χώραν μεταξύ 20.4.94 και 29.5.96. Ο αιτητής υπέβαλε σχετικές δηλώσεις διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας μαζί με προσδιορισμούς του αντίστοιχου κέρδους στις 1.3.96 και 29.5.96. Ο Διευθυντής απέστειλε πρόσθετες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας στις 15.3.96 και 13.6.96, όπου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

"Όπως θα προσέξετε σαν κόστος λογίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 6 των Περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων 1980-1990 η αναλογική αξία γης που αντιστοιχεί σε κάθε οικόπεδο όπως καθορίστηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας πλέον τα έξοδα διαχωρισμού ως η υποβληθείσα κατάσταση.

Επισυνάπτω φωτοαντίγραφο επιστολής του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού με ημερομηνία 8 Μαρτίου 1996 για ενημέρωση σας.

Παραχωρείται πληθωρισμός για την αναλογική αξία της γης για κάθε οικόπεδο από την 1.1.80 και για τα έξοδα διαχωρισμού από την ημερομηνία της αποπεράτωσης του διαχωρισμού."

 

Ο αιτητής ενέστη με επιστολές των λογιστών του ημερ. 22.4.96 και 1.7.96, το περιεχόμενο των οποίων είναι ταυτόσημο και έχει ως εξής:

"Εκ μέρους του ως άνω πελάτη μας φέρουμε ένσταση κατά των επιβληθεισών φορολογιών καθότι η εκτιμημένη αξία κατά την 1 Ιανουαρίου 1980 που έχει αφαιρεθεί από το προϊόν διάθεσης αντιπροσωπεύει την κατ΄ αναλογία αξία της γης κατά την 1 Ιανουαρίου 1980 και όχι όπως καθορίζει το άρθρο 6 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου την "αξία της ιδιοκτησίας κατά την 1 Ιανουαρίου 1980 όπως έχει καθοριστεί με την γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, καθώς επίσης η μετέπειτα αύξηση της αξίας λόγω πληθωρισμού.""

 

Ο Διευθυντής με επιστολή του ημερ. 1.3.96, ζήτησε από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας όπως καθορίσει "την αναλογική αξία της γης για την 1.1.80 που αντιστοιχεί σε κάθε ένα από τα οικόπεδα με αριθμό εγγραφής 29755 μέχρι 29788, αριθμός τεμαχίων 517 μέχρι 550, που προήλθαν από το διαχωρισμό των κτημάτων με αριθμούς εγγραφής ...". Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας απάντησε με επιστολή του ημερ. 8.3.96, όπου δίνεται αναλυτικά η αναλογική αξία της γης για κάθε οικόπεδο ξεχωριστά. Ακολούθως ο Διευθυντής απέστειλε στον αιτητή τις επίδικες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας μαζί με την ακόλουθη συνοδευτική επιστολή ημερ. 25.9.96:

"Αναφέρομαι στις επιστολές των ελεγκτών σας με ημερομηνίες 22.4.96 και 1.7.96 με τις οποίες υποβάλλουν ένσταση κατά των φορολογιών Κεφαλαιουχικών Κερδών με αρ. 940001, 940002, 940003, 940004, 950001, 950002, 950003, 950004, 950005, 950006, 950007 και 960001 και σας πληροφορώ τα εξής:

α) Η άποψη των ελεγκτών σας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6α του Περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, θα έπρεπε να αφαιρεθεί από το προϊόν διάθεσης η αξία της ιδιοκτησίας κατά την 1.1.80 όπως αυτή έχει καθοριστεί με τη γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 69 του Περί Ακινήτου ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, δεν ευσταθεί.

Στη δική σας περίπτωση εφαρμόζονται οι πρόνοιες των άρθρων 6α ΙΙ και 6β του Περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, διότι κατά τη γενική εκτίμηση λήφθηκαν υπόψη προσθήκες και αλλαγές που έγιναν μετά την 1.1.80. Εφ΄ όσον κατά τον ουσιώδη χρόνο της εκτίμησης που είναι η 1.1.80, δεν υπήρχαν τα οικόπεδα αλλά τα χωράφια από τα οποία προέκυψαν τα οικόπεδα ύστερα από διαχωρισμό, από το προϊόν διάθεσης αφαιρείται η αξία της γης κατά την 1.1.80 που αντιστοιχεί σε κάθε οικόπεδο, όπως αυτή έχει καθοριστεί από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας σύμφωνα με την επιστολή του με ημερομηνία 8.3.96 που επισυνάπτεται, πλέον τα έξοδα διαχωρισμού ως η υποβληθείσα εκ μέρους σας κατάσταση.

β) Παραχωρείται πληθωρισμός για την αξία της γης για κάθε οικόπεδο από την 1.1.80 και για τα έξοδα διαχωρισμού από την ημερομηνία αποπεράτωσης του διαχωρισμού.

2) Εσωκλείω Τελικές Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών. Αν θεωρείτε ότι αδικείστε με την πιο πάνω απόφαση μου έχετε το δικαίωμα να καταχωρήσετε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας σε 75 μέρες από την ημερομηνία κατά την οποία οι πιο πάνω φορολογίες θα περιέλθουν σε γνώση σας."

 

Ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

Η θέση του αιτητή είναι ότι οι επίδικες φορολογίες είναι αντίθετες με τις πρόνοιες του άρθρου 6 του Νόμου, για το λόγο ότι ο καθ΄ου η αίτηση δεν στηρίχθηκε στη γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου που διενεργήθηκε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, αναφορικά με τα ακίνητα που διατέθηκαν, δηλαδή τα οικόπεδα, αλλά σε αξία που καθορίστηκε από το Διευθυντή του Κτηματολογίου, κατ΄αναλογία και όχι σαν αποτέλεσμα γενικής εκτίμησης, την οποία υπολόγισε σύμφωνα με τις οδηγίες του καθ΄ου η αίτηση.

Η δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση υποστήριξε ότι στην περίπτωση αυτή υπήρξε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Νόμου και αναλογικά λογίσθηκε η αξία των οικοπέδων κατά την 1.1.80, χωρίς προσθήκες ή αλλαγές. Είναι επίσης η θέση της ότι ορθά ενέργησε ο Διευθυντής, παραπέμποντας το θέμα στο Κτηματολόγιο για εκτίμηση. Ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αξίας των οικοπέδων υποστήριξε την άποψη ότι δεν είναι επιλήψιμος, αφού ο υπολογισμός έγινε με αναφορά σε συγκεκριμένα οικόπεδα με αριθμούς εγγραφής και όχι με αναφορά σε αόριστο εδαφικό χώρο.

Απαντώντας ο δικηγόρος του αιτητή ανάφερε ότι η εκτίμηση της αξίας των ακινήτων από το Κτηματολόγιο δεν έγινε με τον ενδεδειγμένο από το άρθρο 69 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, αφού δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από το Νόμο αυτό διαδικασία. Σ΄ απάντηση, η δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση είπε ότι η γενική εκτίμηση με βάση το άρθρο 69 του πιο πάνω νόμου, είχε ήδη γίνει και εφόσον δεν απαιτεί το άρθρο 6(α) νέα γενική εκτίμηση κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν αρκετή η αναπροσαρμογή της αξίας των συγκεκριμένων οικοπέδων για εξεύρεση της αξίας τους κατά την 1.1.80.

Το μέρος εκείνο του άρθρου 6 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80), όπως τροποποιήθηκε και του οποίου η ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής του αμφισβητούνται, έχει ως ακολούθως:

"6. Κατά τον υπολογισμό του κέρδους θα εκπίπτεται από το προϊόν διάθεσης-

(α) Η αξία της ιδιοκτησίας κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, όπως έχει καθοριστεί με τη γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, καθώς επίσης η μετέπειτα αύξηση της αξίας της ιδιοκτησίας λόγω πληθωρισμού:

Νοείται ότι:

.................................. .................................................. .......................

(ii) σε περίπτωση που κατά τη γενική εκτίμηση της ιδιοκτησίας λήφθηκαν υπόψη οποιεσδήποτε προσθήκες ή αλλαγές που έγιναν μετά την 1η Ιανουαρίου, 1980, αξία της ιδιοκτησίας θα λογίζεται η αγοραία αξία της, όπως είχε την 1η Ιανουαρίου, 1980."

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες έτυχαν δικαστικής ερμηνείας σε αριθμό υποθέσεων. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Γεωργίου Α. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 93/94, ημερ. 27.4.95, η οποία υιοθετήθηκε σε αριθμό άλλων μεταγενέστερων αποφάσεων:

"... Οι καθ΄ων η αίτηση θεωρούν ότι η γενική εκτίμηση της αξίας του αδιαίρετου κτήματος συνιστά και εκτίμηση της αξίας του διατεθέντος ακινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο και αυτό είναι το αντικείμενο του ελέγχου.

Αναζητούμε την αξία του ακινήτου που διατέθηκε, ως συγκεκριμένου εδαφικού χώρου. Αυτή η αξία πρέπει να καθορίζεται από το Κτηματολόγιο στο πλαίσιο γενικής εκτίμησης, όπως ορίζει ο Νόμος. Ο Έφορος δεν εκτιμά την αξία. Εφαρμόζει το νόμο πάνω στη βάση υπάρχουσας γενικής εκτίμησης από το Κτηματολόγιο. Χωρίς αυτή τη γενική εκτίμηση του ακινήτου που διατίθεται, δεν υπάρχει το υπόβαθρο για τον υπολογισμό του κέρδους από τον Έφορο.

Η γενική εκτίμηση που οδήγησε στον υπολογισμό του κέρδους στην παρούσα υπόθεση δεν ήταν εκτίμηση του ακινήτου που διατέθηκε αλλά κατά πολύ ευρύτερου εδαφικού χώρου. Η εξεύρεση της αξίας του ακινήτου που διατέθηκε με τη διαίρεση που έγινε, ήταν το αποτέλεσμα συλλογισμού του Εφόρου. Αναπόσπαστο στοιχείο αυτού του συλλογισμού ήταν η εξομοίωση, από την άποψη της αξίας, των 19 οικοπέδων στα οποία διαιρέθηκε μεταγενέστερα το κτήμα. Ο Έφορος, αφού εισήξε ο ίδιος ως σχετικό στοιχείο τον αριθμό των οικοπέδων στα οποία διαιρέθηκε το κτήμα εκ των υστέρων (τα οποία είναι αγνώστου εμβαδού, θέσης ή άλλων χαρακτηριστικών), εκτίμησε ότι ο εδαφικός χώρος που διατέθηκε αντιστοιχούσε σε ορισμένο αδιαίρετο μερίδιο.

Κρίνω ότι ο Έφορος δεν έχει τέτοιας μορφής εξουσία. Ο Έφορος οφείλει να ενεργεί πάνω στη βάση δοσμένης εκτίμησης και ο καθορισμός του κέρδους με τον πιο πάνω τρόπο, έγινε καθ΄υπέρβαση εξουσίας. Η επιφύλαξη (ιι) στο άρθρο 6 δεν μπορεί να αναμειχθεί στη συζήτηση, αφού και αυτή προϋποθέτει ορισμένη γενική εκτίμηση από το Κτηματολόγιο. Αν το Κτηματολόγιο λάμβανε υπόψη προσθήκες ή αλλαγές που έγιναν μετά την 1.1.80, ο Έφορος καθηκόντως θα εφάρμοζε την επιφύλαξη. Από την άλλη, η επιφύλαξη ως ερμηνευτικό βοήθημα αναφορικά με τη ζητούμενη αξία αφορά και πάλιν στο Κτηματολόγιο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για τον καθορισμό της."

 

Σχετικές είναι και οι υποθέσεις John Kokkalos & Sons Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, Υπ. Αρ. 421/93, ημερ. 21.6.95, Άννινου Γεωργίου Σωφρονίου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 150/93, ημερ. 31.5.96, Γεωργίου Α. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 94/94, ημερ. 3.10.96 και Όλγας Χρ. Οράτη ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 45/96, ημερ. 8.11.96, στις οποίες υιοθετήθηκε η πιο πάνω προσέγγιση.

Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις, δυο είναι οι λόγοι για τους οποίους η προσβληθείσα απόφαση φορολογίας έπρεπε να ακυρωθεί:

α) Γιατί ο Διευθυντής και όχι το Κτηματολόγιο εκτίμησε την αξία του ακινήτου από την πώληση του οποίου προέκυψε το φορολογηθέν κέρδος. και

β) Γιατί χωρίς τη γενική εκτίμηση του ακινήτου που διατέθηκε θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε το υπόβαθρο για τον υπολογισμό του κέρδους από το Διευθυντή.

Από το περιεχόμενο των φακέλων της Διοίκησης που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και τις αγορεύσεις των δικηγόρων στην παρούσα περίπτωση, προκύπτει ότι έγινε γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 224, άρθρο 69, που αφορούσε την αξία ολόκληρης της ιδιοκτησίας (των χωραφιών) όπως είχε πριν από το διαχωρισμό τους σε οικόπεδα. Δεν έγινε γενική εκτίμηση για τα οικόπεδα. Για την εξεύρεση της αξίας των οικοπέδων αυτών, όπως θα είχε την 1.1.80, ο Διευθυντής αποτάθηκε στο Κτηματολόγιο και δεν προέβη ο ίδιος στην εκτίμηση της όπως συνέβη στις προαναφερθείσες υποθέσεις. Η ενέργεια αυτή του Διευθυντή ήταν ορθή και σύμφωνη με τις νομοθετικές διατάξεις και τη νομολογία. Επομένως απομένει να εξετασθεί κατά πόσο ο τρόπος υπολογισμού της αξίας και η εκτίμηση της διατεθείσας περιουσίας κατά την 1.1.80, όπως έγινε από το Κτηματολόγιο, αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 6(α) κατά τρόπο που να καθιστά λανθασμένο τον υπολογισμό του κέρδους από το Διευθυντή. Έχουμε σαν δεδομένο και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι την 1.1.80 και κατά το χρόνο που έγινε η γενική εκτίμηση, τα προαναφερθέντα οικόπεδα αποτελούσαν μέρος των αδιαίρετων χωραφιών. Το Κτηματολόγιο, όπως φαίνεται από την επιστολή του προς το Διευθυντή ημερ. 8.3.96, υπολόγισε αναλογικά την αξία τους, όπως είχε την 1.1.80, με βάση τη γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου, που αφορούσε τα αδιαίρετα κτήματα πριν από το διαχωρισμό τους σε οικόπεδα.

Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία με την οποία συμφωνώ και υιοθετώ, μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι η προνοούμενη από το νόμο. Ο Έφορος δεν εκτιμά την αξία μα ούτε και το Κτηματολόγιο προβαίνει σε εξεύρεση της αναλογικής αξίας των τεμαχίων γης που προήλθαν από το αδιαίρετο ακίνητο του οποίου και μόνο η αξία καθορίστηκε σε γενική εκτίμηση. Το Κτηματολόγιο δίδει στον Έφορο την αξία της ιδιοκτησίας που πρόκειται να φορολογηθεί όπως αυτή ήταν την 1 Ιανουαρίου, 1980, και όπως αυτή έχει καθορισθεί με τη γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 και αφού εφαρμόσει όλες τις άλλες σχετικές με την αξία πρόνοιες του άρθρου 6. Ακολούθως ο Έφορος οφείλει να ενεργεί με βάση τη δοσμένη εκτίμηση.

Στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπάρχει γενική εκτίμηση των ακινήτων που πωλήθηκαν και επομένως δεν υπάρχει το υπόβαθρο για τον υπολογισμό του κέρδους που πραγματοποιήθηκε. Ακόμα μπορεί να ειπωθεί ότι, η αναλογική εκτίμηση που έγινε δεν ήταν η ορθή μέθοδος εκτίμησης της αγοραίας αξίας των οικοπέδων, γιατί με αυτό τον τρόπο το αποτέλεσμα ήταν η εξομοίωση τους χωρίς να ληφθεί υπόψη η θέση τους ή άλλα χαρακτηριστικά τους, και μια τέτοια ενέργεια δεν συνάδει με τη γενική εκτίμηση που προνοεί το άρθρο 69 του Κεφ. 224, αλλά ούτε και μπορεί να εφαρμοσθεί κατ΄αναλογία των προνοιών του άρθρου 72 του νόμου αυτού που αφορά την εκτίμηση εξ αδιαιρέτου ιδανικών μεριδίων, γιατί στην υπόθεση αυτή το ζητούμενο είναι η αξία συγκεκριμένων τεμαχίων.

Ενόψει της κατάληξης αυτής, δεν παραβλέπω το γεγονός πως δεν μπορεί να γίνεται γενική εκτίμηση κάθε φορά που γίνεται διαχωρισμός ενός κτήματος για να είναι εφικτή η ορθή εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 6. Όμως αυτό δεν είναι επιχείρημα για να δοθεί άλλη ερμηνεία στις πρόνοιες αυτές. Η αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να γίνει με νομοθετική ρύθμιση.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει. H επίδικη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εις βάρος των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

 

 

Γ. Χρυσοστομής

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο