ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 319/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

1. Λουκή Δημητρίου,

2. Θεοφάνη Μίλλα,

Αιτητών,

ν.

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5.2.98

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για τους αιτητές: κα Α. Ευσταθίου

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Κουρσουμπά

Για το ενδιαφερόμενο μέρος 3: κ. Πελίδης

Για το ενδιαφερόμενο μέρος 4: κα Πανταζή για τους κ.κ. Κoύσιο και Κορφιώτη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή τους οι δύο αιτητές ζητούν ακύρωση της απόφασης με την οποία οι καθ΄ων η αίτηση προήγαγαν στις μόνιμες θέσης Τελώνη (Τακτικός Προϋπολογισμός) Τμήμα Τελωνείων από την 1η Μαρτίου 1996 τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη αντί των αιτητών. Οι αιτητές βασίζουν το αίτημα τους σε αριθμό νομικών λόγων και όπως προέκυψε από τις γραπτές αγορεύσεις αυτοί οι λόγοι επικεντρώνονται βασικά σε δύο σημεία. Πρώτον, προσβάλλεται η νομιμότητα της σύστασης του Διευθυντή με βάση το αναιτιολόγητο της και δεύτερον, η έλλειψη αιτιολογίας εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. για την παραγνώριση της αρχαιότητας των αιτητών.

Ο λόγος ότι οι προαγωγές έγιναν για εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού δεν έχει θεμελιωθεί. Όπως έχει κατ΄επανάληψη νομολογηθεί έλλειψη αντικειμενικότητας και ύπαρξη προκατάληψης πρέπει να αποδεικνύεται εξειδικευμένα και όχι αόριστα και να προσδιορίζεται επακριβώς ο επιδιωχθείς αλλότριος σκοπός ή να προκύπτει από την ίδια την πράξη ή τα στοιχεία του φακέλου. (Δέστε Yiannoula Louca & Another v. R.R.A., 777 & 780, ημερ. 16.6.89, Ξενίδης κ.α. ν. Α.Τ.Η.Κ., αρ. 135/95 κ.α., ημερ. 24.1.97 και Ιακωβίδης ν. Δημοκρατία, Α.Ε.1635, ημερ. 21.1.97).

Αποτελεί κοινό έδαφος, γεγονός που επισημαίνει και ο Διευθυντής στη σύσταση του, ότι όλοι οι υποψήφιοι, σύμφωνα με τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις, είχαν εξαιρετική απόδοση και ήταν περίπου ίσοι στον τομέα αξία, καθώς και στα προσόντα. Συνεπώς, όπως επισημαίνει ο Διευθυντής, ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς μέσα από τον κατάλογο αξιολόγησης τους καταλληλότερους υποψηφίους για προαγωγή. Προχωρεί ο Διευθυντής και αναφέρει ότι γνώριζε προσωπικά όλους τους υποψηφίους και είχε συζητήσει το θέμα και με τους προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς διαμορφώνοντας έτσι σαφή γνώμη για τον καθένα. Ακολούθως, αναφέρει ότι έχοντας υπόψη τα κριτήρια που προβλέπονται στη νομοθεσία, δηλαδή αξία, προσόντα και αρχαιότητα και εκτιμώντας τις ανάγκες της θέσης και μετά από σχολαστική σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων αλλά κυρίως με βάση την προσωπική του γνώση, αφού του είχε δοθεί η ευκαιρία να συνεργασθεί μαζί τους, έκρινε ότι πέντε από τους υποψηφίους τους οποίους συστήνει ονομαστικά για προαγωγή ήταν οι καταλληλότεροι. Μεταξύ αυτών δεν ήταν οι αιτητές.

Η Ε.Δ.Υ., υιοθετώντας κατά πλειοψηφία τη σύσταση του Διευθυντή, την ακολούθησε αποκλείοντας τους αιτητές. Αντίθετα, ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ. διαφώνησε με τους υπόλοιπους, κρίνοντας ότι οι συστάσεις δεν ικανοποιούσαν γιατί παραγνωρίζονταν όλα τα νομολογημένα στοιχεία και λήφθηκαν επίσης υπόψη εξωγενή στοιχεία όπως η "αποδοχή από τους συναδέλφους και τον εμποροβιομηχανικό κόσμο". Περαιτέρω, θεώρησε ότι η εκτενής αναφορά στους υποψηφίους που σύστησε ήταν στην ουσία μία περιγραφή καθηκόντων και ωραιοποίηση στοιχείων σχετικά με την ενάσκηση των καθηκόντων αυτών με κάλυψη στοιχείων που δυνατόν να εφαρμόζονται ή να ισχύουν για όλους τους υποψηφίους, περιλαμβανομένων και εκείνων που δεν συστήθηκαν και συνεπώς δεν αποτελούν αιτιολόγηση που να συνιστά σωστή βάση για επιλογή των πιο κατάλληλων.

Πράγματι, όσον αφορά εξωγενή στοιχεία, και θεωρώ τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, που λήφθηκαν υπόψη, ως εξωγενή στοιχεία, είναι καλώς νομολογημένο ότι όπου τέτοια στοιχεία λαμβάνονται υπόψη οδηγούν σε ακυρότητα της σύστασης. (Δέστε και Καϊσίδου-Πέτρου ν. Κυπριακή Δημοκρατία αρ. 122/96, 13.1.97).

Περαιτέρω, βρίσκω πως οι λόγοι που επικαλούνται οι αιτητές και που αναφέρονται και στο σχετικό πρακτικό που επικαλέστηκε και ο Πρόεδρος της Ε.Δ.Υ., φαίνεται να ευσταθούν. Προβαίνοντας στις συστάσεις και εξαίροντας τα προτερήματα των ενδιαφερομένων μερών ο Διευθυντής, ενώ αναφέρει ότι προέβη σε σχολαστική σύγκριση, ουδεμία συγκριτική αναφορά κάμνει στους αιτητές. Το ερώτημα που γεννάται είναι κατά πόσο δεν θα μπορούσε να λεχθούν παρόμοια σχόλια και για τους αιτητές. Το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να κρίνει αν ο Διευθυντής εννοούσε ότι τέτοια σχόλια δεν θα μπορούσαν να γίνουν για τους αιτητές. Από τους φακέλους όμως προκύπτει ότι οι δύο αιτητές έχουν σχόλια στις αξιολογήσεις τους που οδηγούν σε αντίθετο συμπέρασμα. Ο Αιτητής Δημητρίου αναφέρεται ότι έχει αναπτύξει εξαιρετική δραστηριότητα και ότι διαθέτει διοικητική ικανότητα ενώ για τον αιτητή Μίλλα αναφέρεται ότι έχει εκτελέσει τα καθήκοντα του με αξιοζήλευτο τρόπο και αποτελεί παράδειγμα για μίμηση. Επίσης γίνεται αναφορά στην εξαίρετη επαγγελματική του κατάρτιση και την ασυνήθιστη τελειότητα επίλυσης προβλημάτων και την απόδοση του κατά το έτος 1990.

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι ο Διευθυντής όφειλε να αναφερθεί και στους αιτητές και συγκριτικά να εξετάσει το θέμα και να κρίνει κατά πόσο υπερτερούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η αποτυχία του να το πράξει αφήνει το Δικαστήριο στο σκοτάδι στο θέμα αυτό και το καθιστά ανίκανο να κρίνει αν τα συμπεράσματα του Διευθυντή που κατέληξε στην προτίμηση των ενδιαφερομένων μερών δικαιολογούνταν. Η παράλειψη αυτή καθιστά τη σύσταση του Διευθυντή μη δεόντως αιτιολογημένη οδηγώντας την σε ακυρότητα, ακυρότητα που συμπαρασύρει μαζί και την τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. που βασίστηκε στη σύσταση.

 

 

 

 

 

 

 

Εν όψει της κατάληξης μου στο θέμα αυτό δεν θα ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών.

 

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

 

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο