ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 602/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Αναστάσιου Δημητρίου

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργείου Οικονομικών

Καθ΄ου η αίτηση

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 30 Ιανουαρίου, 1998.

Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Μ. Ραφτόπουλος.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής προσβάλλει με την προσφυγή του αυτή την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του εναντίον αποφάσεως του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ο Έφορος) να του επιβάλει Φόρο ανερχόμενο σε £2.906,07, για την περίοδο 1.12.92 μέχρι 30.4.95.

Ο αιτητής είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο ΦΠΑ πρόσωπο, και έχει ως εμπορική δραστηριότητα την επιχείρηση ξυλουργικών εργασιών. Υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις για τις περιόδους 1.12.92-30.4.95.

Για επαλήθευση των φορολογικών του δηλώσεων, λειτουργοί της Υπηρεσίας ΦΠΑ διενήργησαν επισκέψεις ελέγχου στα υποστατικά του αιτητή. Από τον έλεγχο οι λειτουργοί διαπίστωσαν ελλείψεις και σφάλματα στις φορολογικές δηλώσεις και ως εκ τούτου ο Έφορος προέβηκε σε βεβαίωση του ποσού του οφειλόμενου φόρου με βάση τη δική του εκτίμηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, την οποία απέστειλε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 18.10.95. Σύμφωνα με τη βεβαίωση αυτή ο αιτητής εκαλείτο να καταβάλει το ποσό των £3.002,92, ως οφειλόμενο φόρο.

Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση μέσω των λογιστών του, παρέχοντας ταυτόχρονα και ορισμένα επιπρόσθετα στοιχεία και επεξηγήσεις. Η ένσταση εξετάστηκε από τον Έφορο και αφού έγιναν αποδεκτά δύο από τα σημεία που ήγειρε, μειώθηκε το ποσό του οφειλόμενου φόρου στις £2.906,07. Τα υπόλοιπα σημεία της ένστασης του αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά από τον Έφορο. Ο αιτητής πληροφορήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 14.12.95.

Ο αιτητής υπέβαλε νέα ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών, με επιστολή των λογιστών του ημερομηνίας 12.1.96. Το Υπουργείο Οικονομικών ζήτησε από την Υπηρεσία ΦΠΑ σχετική έκθεση γεγονότων. Ο Υπουργός Οικονομικών (ο Υπουργός), με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, υιοθέτησε την επίδικη απόφαση, απορρίπτοντας την ένσταση του αιτητή. Η απόφαση του Υπουργού κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 2.5.96 και ο αιτητής την πρόσβαλε με την παρούσα προσφυγή.

Ο δικηγόρος του αιτητή υποστηρίζει ότι η απόφαση του Υπουργού είναι αυθαίρετη, λήφθηκε χωρίς καμία έρευνα από μέρους του Υπουργού, ο οποίος αρκέστηκε στο να υιοθετήσει κάποια από τα ευρήματα του Εφόρου, ότι αντίκειται στο Νόμο και ότι είναι αναιτιολόγητη αφού δεν αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης της ένστασης του αιτητή.

Ενόψει των ζητημάτων που εγείρονται, θεωρώ σκόπιμη την παράθεση της απόφασης του Υπουργού. Η απόφαση είναι η ακόλουθη:-

"Αφού έλαβα υπόψη:

(α) την υφιστάμενη νομοθεσία περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και ειδικά το άρθρο 34(1) με βάση το οποίο σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με το Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλειπείς ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.

(β) στην Αγγλική Νομοθεσία οι "Commissioners" οφείλουν να προβούν στην πράξη της βεβαίωσης "to the best of their judgement".

(γ) διάφορες αποφάσεις Αγγλικών Δικαστηρίων αναφορικά με τη δυνατότητα του Εφόρου να μπορεί να κρίνει ορισμένα στοιχεία. και

(δ) τα γεγονότα της υπόθεσης όπως παρουσιάζονται τόσο από την πλευρά του κου Δημητρίου όσο και από την πλευρά της Υπηρεσίας ΦΠΑ και ειδικά το γεγονός ότι:

(i) η επιχείρηση δεν τηρούσε στοιχεία για τη διακύμανση των αποθεμάτων του.

(ii) η επιχείρηση δεν εξέδιδε τιμολόγια πώλησης αλλά ούτε και απέδιδε το φόρο που αναλογούσε σε όλες τις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών.

(iii) το ταμείο της επιχείρησης συχνά παρουσίαζε πιστωτικό υπόλοιπο το οποίο και καλύπτεται με εγγραφές/εισπράξεις που δε στηρίζοντο σε οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία.

(iv) οι καταθέσεις του κου Δημητρίου στην Τράπεζα για την περίοδο Δεκεμβρίου 1992 - 30 Απριλίου 1995 (£73.460,70) ήταν ψηλότερες των εκροών (£64.726,44) που αυτός δήλωσε στις φορολογικές του δηλώσεις για την ίδια περίοδο.

(v) ο υπολογισμός του μεσοσταθμικού περιθωρίου κέρδους κατά κατηγορία πωλήσεων έγινε από την Υπηρεσία ΦΠΑ με βάση τιμολόγιο πώλησης το οποίο ο ίδιος ο κος Δημητρίου υπέδειξε ως αντιπροσωπευτικό των ξυλουργικών κατασκευών που αναλαμβάνει.

(vi) ο κυριότερος πελάτης του κου Δημητρίου ανάφερε σε λειτουργούς της Υπηρεσίας ΦΠΑ που τον επισκέφθηκαν ότι δεν υπάρχουν "προδιαγραφές και/ή σχεδιαγράμματα κατασκευής" όπως περιγράφει η λογιστής του κου Δημητρίου, κα Σιακά. Σχεδιάζοντας μάλιστα το ερμάρι που ο κος Δημητρίου του κατασκευάζει φαίνεται ότι αυτό διαφέρει από το σχέδιο που παρουσίασε η κα Σιακκά. και

(vii) τα στοιχεία κόστους που σε διαφορετικές περιπτώσεις τόσο ο κος Δημητρίου όσο και η λογιστής του, παρουσίασαν σε λειτουργούς της Υπηρεσίας ΦΠΑ διαφέρουν μεταξύ τους, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ορθά ο Έφορος ΦΠΑ θεώρησε τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν ως αναξιόπιστα και χρησιμοποιώντας την κρίση του και μέσα στα πλαίσια των διατάξεων του άρθρου 34(1) της Νομοθεσίας περί ΦΠΑ προχώρησε στην ετοιμασία και αποστολή προς τον κο Δημητρίου της σχετικής βεβαίωσης φόρου με ημερομηνία 14.12.95.

2. Ενόψει των πιο πάνω η ένσταση του κου Δημητρίου απορρίπτεται.".

 

Το άρθρο 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (αρ. 246/90), προνοεί ότι:-

"34.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπής ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.".

Η απόφαση του Εφόρου, εναντίον της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση, λήφθηκε με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες.

Σύμφωνα με το άρθρο 52 του Νόμου, είναι δυνατή η υποβολή ένστασης στον Υπουργό αναφορικά με απόφαση του Εφόρου. Ο Υπουργός εξετάζει την ένσταση και αποφασίζει κατά πόσο θα πρέπει να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί ή κατά πόσο η απόφαση του Εφόρου θα πρέπει να τροποποιηθεί.

Αναφορικά με την ισχυριζόμενη υποχρέωση του Υπουργού να διεξαγάγει δική του έρευνα, σχετική είναι η υπόθεση Ανδρέα Μ. Λαΐφη Λτδ. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 227/95, ημερομηνίας 16.9.96), όπου λέχθηκε ότι ο Υπουργός δεν είναι υποχρεωμένος να διεξαγάγει ο ίδιος προσωπικά οποιανδήποτε έρευνα, αλλά μπορεί να πράξει τούτο μέσω άλλων λειτουργών. Συμφωνώ με όσα σχετικά λέχθηκαν στην πιο πάνω υπόθεση.

Το τί συνιστά δέουσα έρευνα εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Ο Υπουργός είχε ενώπιόν του όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση, συμπεριλαμβανομένης και της έκθεσης του Εφόρου. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι όντως υπήρχαν παραλείψεις και σφάλματα στους λογαριασμούς και στοιχεία που τηρούσε ο αιτητής. Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι δεν εξέδιδε πάντοτε έγκαιρα τα τιμολόγιά του και ότι καμιά φορά ξεχνούσε να τα εκδώσει. Ούτε για τα αποθέματα του τηρούσε στοιχεία, αλλά υπολόγισε ο ίδιος την αξία τους. Περαιτέρω, σε ορισμένες περιπτώσεις τα στοιχεία που δόθηκαν από τον αιτητή ήταν διαφορετικά από αυτά που δόθηκαν από τη λογιστή του. Οι διαπιστώσεις αυτές έγιναν από τον Υπουργό με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και αποτέλεσαν τη βάση της αιτιολογίας της απόφασής του. Το γεγονός ότι στις ίδιες διαπιστώσεις προέβηκε και ο Έφορος δεν καθιστά την απόφαση του Υπουργού αναιτιολόγητη ούτε δηλώνει έλλειψη δέουσας έρευνας. Η αιτιολογία της απόφασής του βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο του φακέλου. Η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο αιτητής δεν στοιχειοθέτησε κανένα από τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι απορρίπτονται.

Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή αυτή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, η δε επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα εκ £200,= υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο