ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 3366

23 Δεκεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΗΛΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 37/97)

Στρατός της Δημοκρατίας — Αξιωματικοί — Πειθαρχικό δίκαιο — Αρμόδιος να επιληφθεί πειθαρχικού παραπτώματος αξιωματικού είναι ο διοικητής της μονάδας τον — Καν. 5 και 6 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς — Δεν υφίσταται αρμοδιότητα απ' ευθείας επέμβασης του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς.

Ο αιτητής προσέβαλε την καταδίκη του για πειθαρχικό παράπτωμα και την επιβολή σε βάρος του, σχετικής ποινής εικοσαημέρου φυλακίσεως.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Αρμοδιότητα είχε εν προκειμένω μόνο ο διοικητής της μονάδος του αιτητή και όχι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς. Ο Αρχηγός, ας σημειωθεί, ανέλαβε αρμοδιότητα κατ' επίκληση της επελθούσας μετάθεσης του αιτητή σε νέα μονάδα. Φαίνεται να θεώρησε ότι εφόσον ο διοικητής της προηγούμενης μονάδος δεν είχε πλέον σχέση με τον αιτητή και ο διοικητής της νέας μονάδος δεν είχε σχέση με ό,τι προκάλεσε το συμβάν, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί "διοικών αξιωματικός" για σκοπούς του ισχυριζόμενου παραπτώματος. Οπόταν επενέβη ο ίδιος για να καλύψει το κενό. Πρόκειται βέβαια περί έκδηλου σφάλματος. Η μετάθεση δεν μετέβαλε το καθεστώς.

Δεν παρίσταται ανάγκη να εκφέρει το Δικαστήριο άποψη, αναφορικά είτε με το ποιος από τους δύο διοικητές είχε την αρμοδιότητα είτε με το αν υπάρχει ή όχι κενό στους Κανονισμούς. Βέβαιο είναι ότι ενόψει των Κανονισμών ο Αρχηγός εστερείτο αρμοδιότητας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και τιμωρήθηκε με 20ήμερη φυλάκιση.

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους
Καθ' ων η αίτηση.                  

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, ημερ. 16 Δεκεμβρίου 1996, με την οποία κρίθηκε ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και τιμωρήθηκε με 20ήμερη φυλάκιση.

Ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει μπορεί να εκτεθεί με συντομία. Ο αιτητής, με το βαθμό λοχαγού, υπηρετούσε ως διοικητής του 2ου Λόχου στο 211 Τάγμα Πεζικού το οποίο υπάγεται στο 3ο Σύνταγμα Πεζικού και IV Ταξιαρχία Πεζικού. Στις 3 Ιουνίου 1996, στρατιώτης του φυλακίου 208 το οποίο βρισκόταν παρά την ουδέτερη ζώνη της περιοχής Αγίου Ανδρέα στη Λευκωσία και το οποίο ανήκε στο λόχο του αιτητή, πυροβολήθηκε και φονεύθηκε από τις Τουρκικές Δυνάμεις όταν εισήλθε στην ουδέτερη ζώνη.

Διενεργήθηκε ανάκριση αναφορικά με τις συνθήκες και τα αίτια του επεισοδίου. Ως αποτέλεσμα του πορίσματος της ανάκρισης, ο αιτητής κλήθηκε στις 17 Αυγούστου 1996 από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς σε διοικητική απολογία. Του καταλογίστηκαν τα εξής:

"... ως Διοικητής του 2ου Λόχου του 211 ΤΠ δεν ελάβατε τα απαραίτητα μέτρα για να πληροφορείσθε όπως οφείλατε την κατ' επανάληψη είσοδο οπλίτη της Υπομονάδος σας στην ουδετέρα ζώνη και συνομιλία του με τους απέναντι Τούρκους σκοπούς. Δεν εμπεδώσατε το ανάλογο πνεύμα στους υφιστάμενους σας με συνέπεια την εκμετάλλευση ανοχής του Στρτη Παναγή Στέλιου εκ μέρους των συναδέλφων του με αποτέλεσμα την δολοφονία του από Τούρκο στρατιωτικό την 03 0620 Ιούν. 96."

Ας σημειωθεί ότι στο μεταξύ, ήτοι στις 8 Ιουνίου 1996 - λίγες ημέρες μετά το επεισόδιο - ο αιτητής μετατέθηκε στο 291 Τάγμα Πεζικού που υπάγεται στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού και Ι Μεραρχία Πεζικού με καθήκοντα και πάλι διοικητή λόχου. Την απολογία την υπέβαλε ιεραρχικά μέσω της νέας μονάδος του, στις 29 Αυγούστου 1996. Ο Αρχηγός, ο οποίος επιλήφθηκε του ζητήματος μέχρι τέλους, εξέδωσε εν συνεχεία την προσβαλλόμενη απόφαση.

Ο αιτητής προβάλλει ότι η διαδικασία που απέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, διεξήχθη κατά παράβαση των εν ισχύει Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Δ.Π. 554/64) όπως τροποποιήθηκαν. Επισημαίνει σχετικά ότι του ισχυρισμού περί διάπραξης παραπτώματος θα έπρεπε να είχε επιληφθεί, ως αρμόδιος, ο διοικητής της μονάδος του και όχι ο Αρχηγός. Ο Κανονισμός 6 προβλέπει, σε σχέση με ό,τι συζητείται εδώ, ότι:

"6. - (1) Εις πάσαν περίπτωσιν καθ' ην υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός, εξ ων φαίνεται ότι μέλος τι δυνατόν να διέπραξε παράπτωμά τι, το όλον ζήτημα θα αναφέρηται εις τον διοικούντα αξιωματικόν του τοιούτου μέλους:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(2) Ο διοικών αξιωματικός του τοιούτου μέλους λαμβάνων την αναφοράν, επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίσιν του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένην ποινήν άνευ ετέρας τινός διαδικασίας:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

  Νοείται περαιτέρω ότι ουδεμία ποινή πλην της στερήσεως εξόδου επιβαλλομένη υπό διοικητού υπομονάδος ή τμήματος θα εκτελήται άνευ προηγουμένης εγκρίσεως του διοικητού της μονάδος όστις δικαιούται να επαυξήση ή μειώση ταύτην."

Η έννοια του "διοικούντος αξιωματικού" ορίζεται στον Κανονισμό 5 ως εξής:

"5. - (1) Διά τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών "διοικών αξιωματικός" σημαίνει τον διοικητήν της μονάδος εις ην ανήκει το ενδιαφερόμενον μέρος και περιλαμβάνει τον διοικητήν υπομονάδος.

(2) Διά τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού "μονάς" σημαίνει οιονδήποτε ανεξάρτητον τμήμα στρατού ουχί ανώτερον του τάγματος και υπομονάδα αυτού και περιλαμβάνει οιονδήποτε άλλο ανεξάρτητον ανάλογον τμήμα στρατού, στρατιωτικόν κατάστημα ή υπηρεσίαν."

Προκύπτει λοιπόν ότι αρμοδιότητα είχε εν προκειμένω μόνο ο διοικητής της μονάδος του αιτητή και όχι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς. Ο Αρχηγός, ας σημειωθεί, ανέλαβε αρμοδιότητα κατ' επίκληση της επελθούσας μετάθεσης του αιτητή σε νέα μονάδα. Φαίνεται να θεώρησε ότι εφόσον ο διοικητής της προηγούμενης μονάδος δεν είχε πλέον σχέση με τον αιτητή και ο διοικητής της νέας μονάδος δεν είχε σχέση με ό,τι προκάλεσε το συμβάν, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί "διοικών αξιωματικός" για σκοπούς του ισχυριζόμενου παραπτώματος. Οπόταν επενέβη ο ίδιος για να καλύψει το κενό. Πρόκειται βέβαια περί έκδηλου σφάλματος. Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι η μετάθεση δεν μετέβαλε το καθεστώς. Παρέπεμψε επ' αυτού σε απόσπασμα από το σύγγραμμα του Κυριακόπουλου, "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον" Γ Ειδικό Μέρος, 4η Έκδ. σελ. 291 όπου αναφέρονται - στη βάση όμως των εκεί νομοθετικών διατάξεων - τα εξής:

"... η δε κατά τόπον αρμοδιότης προσδιορίζεται εκ του χρόνου της τελέσεως του αδικήματος (άρθ. 145 §3). αρμόδιος άρα πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο εις όν υπήγετο ο υπάλληλος τον χρόνον εκείνον και ουχί ο προϊστάμενος αυτού - όστις πιθανόν να είναι άλλος, λόγω μεσολαβησάσης μεταβολής της έδρας - κατά τον χρόνον της διώξεως και τιμωρήσεως του αδικήματος."

Δεν παρίσταται ανάγκη να εκφέρω άποψη αναφορικά είτε με το ποιός από τους δύο διοικητές είχε την αρμοδιότητα είτε με το αν υπάρχει ή όχι κενό στους Κανονισμούς. Βέβαιο είναι ότι ενόψει των Κανονισμών ο Αρχηγός εστερείτο αρμοδιότητας.

Ο συνήγορος της Δημοκρατίας, με επιστολή ημερ. 30 Ιουλίου 1997, συμβούλευσε ανάκληση της απόφασης. Χωρίς όμως θετική ανταπόκριση. Στάθηκε εμπόδιο ο ετσιθελισμός. Κατόπιν τούτου ο συνήγορος δήλωσε ενώπιον μου ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν υποστηρίζει την προσβαλλόμενη απόφαση. Και ορθά βέβαια.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο