ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 2873

24 Νοεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

2.ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 30/96)

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Προθεσμία — Περιστάσεις εκπροθέσμου της προσφυγής ως προς συγκεκριμένη αιτούμενη θεραπεία στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο — Συνάφεια περισσότερων συμπροσβαλλομένων πράξεων — Προϋποθέσεις και στοιχειοθέτηση αυτών στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Εκτελεστή πράξη σε αντίθεση προς πράξη εκτελέσεως — Δεν αποτελούσε πράξη εκτελέσεως φορολογίας η ενέργεια των αρχών στην κριθείσα περίπτωση να αποκόψουν από το φιλοδώρημα δημοσίου υπαλλήλου ποσά τα οποία δεν αποτελούσαν εκκαθαρισμένη φορολογική υποχρέωσή του με βάση το νόμο.

Συντάξεις — Άρθρο 30 του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμου (Ν.56/67) περί δυνατότητας κατάσχεσης σύνταξης για ικανοποίηση χρέους οφειλόμενου προς τη Δημοκρατία — Περιστάσεις κακής εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέβαλε τόσο το καθορισθέν ύψος του εφ' άπαξ φιλοδωρήματός του επί αφυπηρετήσει όσο και την κατάσχεση σχεδόν του συνόλου του φιλοδωρήματος προς πληρωμή φόρων που υπολογίστηκε ότι οφείλει προς τη Δημοκρατία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την πρώτη αιτούμενη θεραπεία και ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση ως προς τη δεύτερη, αποφάσισε ότι:

1. Το ποσό του εφ' άπαξ φιλοδωρήματος καθορίστηκε στις 29.3.1986, οπότε και στάληκε η σχετική επιστολή από την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Ο καθορισμός του πληρωτέου φιλοδωρήματος συνιστά διοικητική πράξη την οποία ο αιτητής, αν επιθυμούσε, μπορούσε να προσβάλει. Η μετέπειτα αλληλογραφία, καθώς και η αποκοπή από το φιλοδώρημα του ποσού που κατά τον ισχυρισμό των καθ' ων η αίτηση ο αιτητής όφειλε υπό μορφή καθυστερημένων φόρων, δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση. Ο αιτητής δεν αντέδρασε ούτε και όταν έλαβε την επιστολή ημερ. 21.7.1990, με την οποία η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού τον πληροφορούσε ότι η τροποποίηση που έγινε με τον περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικό) Νόμο, Ν.62/90 δεν επηρέαζε τη σύνταξή του. Έτσι εν όψει όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η αξιούμενη θεραπεία θα πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.

2. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται επίσης και η απόφαση όπως από το ποσό του φιλοδωρήματος του αιτητή αφαιρεθεί το ποσό των £13.193,75. Και εναντίον της θεραπείας αυτής ασκήθηκε αριθμός ενστάσεων. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η δεύτερη αξιούμενη θεραπεία στερείται της απαιτούμενης συνάφειας με την πρώτη για να προσβληθεί στο ίδιο δικόγραφο.

Με την ίδια προσφυγή είναι δυνατό να προσβάλλονται περισσότερες της μίας πράξης εφ' όσον είναι συναφείς, αλλά εντός της προθεσμίας. Συνάφεια υπάρχει και όταν η μία πράξη εκδόθηκε κατ' εφαρμογή προγενέστερης και συνεπώς στηρίζεται σ' αυτήν, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση της έκδοσής της ή οι πράξεις στηρίζονται στην ίδια αιτιολογία ή έχουν την ίδια νομική και πραγματική βάση. Όσες φορές δεν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις η προσφυγή θεωρείται παραδεκτώς ασκουμένη, μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων.

Στην παρούσα υπόθεση οι δύο πράξεις είναι συναφείς γιατί έχουν την ίδια πραγματική βάση, αφού και οι δύο αναφέρονται στο εφ άπαξ φιλοδώρημα που δικαιούται ο αιτητής. Η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Το ερώτημα κατά πόσο θα πρέπει να εξετάζεται η ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της αξίωσης για ακύρωση διοικητικής πράξης που τελικά απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη και άλλης πράξης μη συναφούς αλλά περιεχομένης στην ίδια προσφυγή, δεν χρειάζεται να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση.

3. Σύμφωνα με το Άρθρο 30 του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμου του 1967, Ν. 56/67, οι δυνάμει του νόμου χορηγούμενες συντάξεις και φιλοδωρήματα δεν μπορούν να εκχωρηθούν ή μεταβιβαστούν, ούτε και υπόκεινται σε κατάσχεση για οποιοδήποτε χρέος ή απαίτηση, εκτός για χρέος που οφείλεται στην Κυπριακή Κυβέρνηση.

Σύμφωνα με το Άρθρο 38 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, Ν. 4/78, ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων μπορεί να λάβει δικαστικά μέτρα για την πληρωμή του φόρου εναντίον παντός προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε φόρος, μπορεί δε να εισπράξει τον επιβληθέντα φόρο ως χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Ο Διευθυντής Εσωτερικών Προσόδων είχε κάθε δικαίωμα να αποκόψει οποιοδήποτε χρέος που είχε ο αιτητής προς τη Δημοκρατία και αναμφίβολα οποιοσδήποτε φόρος που του έχει επιβληθεί συνιστά χρέος.

Όμως από τα ενώπιόν του Δικαστηρίου στοιχεία, δεν φαίνεται ότι αυτή είναι η περίπτωση.

Δεν φαίνεται από τα ενώπιόν του Δικαστηρίου στοιχεία ότι οι φορολογίες των κρίσιμων ετών τέθηκαν υπ' όψη του αιτητή, ο οποίος βέβαια θα είχε το δικαίωμα να υποβάλει και σχετική ένσταση.

Στην κατάληξη αυτή έφτασε το Δικαστήριο από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του και το περιεχόμενο του φακέλου. Αν η κατάσταση ήταν διαφορετική, αν δηλαδή ή επιστολή του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος ημερ. 18.10.1995 δεν ήταν επιβολή για πρώτη φορά φόρου εισοδήματος, αλλά απλώς πληροφόρηση του Γενικού Λογιστηρίου για την υφιστάμενη κατάσταση, τότε η αντιμετώπιση ίσως να ήταν διαφορετική.

Ο αιτητής, αν είχε πληροφορηθεί προηγουμένως την επιβολή του συγκεκριμένου φόρου, θα είχε δικαίωμα υποβολής ένστασης. Μετά την εξέταση της ένστασης θα έπρεπε να πληροφορηθεί το ύψος του επιβληθέντος φόρου και τότε θα είχε ακόμα και δικαίωμα προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μόνο μετά την τελική επιβολή του φόρου η αποκοπή του ποσού που νόμιμα θα οφειλόταν θα ήταν πράξη εκτέλεσης και συνεπώς εκτός των ορίων της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Αφού όμως δεν γνωστοποιήθηκε ποτέ στον αιτητή η επιβολή του φόρου, αλλά απλώς αποφασίστηκε η αποκοπή του ποσού, τότε η συγκεκριμένη πράξη δεν αποτελεί πράξη εκτέλεσης, αλλά επιβολή φορολογίας και συνεπώς εκτελεστή διοικητική πράξη. Αφού ο φόρος δεν επιβλήθηκε νομίμως, τότε δεν αποτελεί και χρέος προς τη Δημοκρατία. Έτσι η πράξη του Υπουργείου Οικονομικών να αποκόψει από το ποσό του φιλοδωρήματος που εδικαιούτο ο αιτητής το ποσό των £13,193.75 είναι παράνομη και γι' αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί.

4. Η πρώτη αξιούμενη θεραπεία απορρίπτεται, ενώ η δεύτερη θα πρέπει να επιτύχει. Η προσβαλλόμενη με τη δεύτερη θεραπεία διοικητική πράξη ακυρώνεται και η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα στη σχετική κλίμακα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 259.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η πράξη με την οποία καθορίστηκε η σύνταξη και το φιλοδώρημα του αιτητή καθώς και ο τρόπος υπολογισμού τους.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής που ήταν καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, ύστερα από αίτησή του αφυπηρέτησε πρόωρα. Το Υπουργείο Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 29.3.1986 τον πληροφόρησε ότι σύμφωνα με τον περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμο του παραχωρήθηκε από 1.2.1986, ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, αλλά πληρωτέα την 20.11.1993, ετήσια σύνταξη £2.165,31 και εφ' άπαξ φιλοδώρημα £9.022,11.

Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 4.6.1990 ζήτησε αναθεώρηση της σύνταξης του σύμφωνα με τον περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικό) Νόμο 62/90. Η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών, με επιστολή ημερ. 21.7.1990, απάντησε στον αιτητή ότι ο πιο πάνω νόμος δεν επηρεάζει τη σύνταξή του γιατί είχε αφυπηρετήσει την 31.1.1986, δηλαδή πριν από την 31.12.1987, ημερομηνία από την οποία τέθηκαν σε ισχύ ορισμένες από τις πρόνοιες του νόμου.

Με επιστολή τους ημερ. 1.12.1993 οι δικηγόροι του αιτητή κάλεσαν τον Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού όπως του καταβάλει αμέσως οποιοδήποτε ποσό δικαιούται ως και το εφ' άπαξ φιλοδώρημα για την υπηρεσία του ως καθηγητού. Το Γενικό Λογιστήριο απάντησε ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματά του αιτητή θα πληρωθούν μόλις ληφθεί απάντηση από το Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, επειδή σύμφωνα με τον περί Συντάξεων Νόμο, από το εφ' άπαξ ποσό πρέπει να αφαιρεθεί οτιδήποτε χρέος έχει ο αιτητής προς την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Στην ίδια επιστολή αναφέρεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών επικοινώνησε για το θέμα με το Γραφείο του Φόρου Εισοδήματος το οποίο όμως ανέμενε από τον αιτητή την υποβολή διαφόρων στοιχείων που του είχαν ζητήσει, απαραίτητων για ετοιμασία της φορολογίας του.

Εν τω μεταξύ το Γενικό Λογιστήριο με επιστολή στο Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, ημερ. 22.11.1993, είχε ζητήσει να πληροφορηθεί αν ο αιτητής όφειλε στο Τμήμα οποιοδήποτε ποσό για να αφαιρεθεί από το φιλοδώρημα.

Στις 18.10.1995 ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος πληροφόρησε το Γενικό Λογιστή ότι ο αιτητής χρωστούσε διάφορα ποσά για τις φορολογίες των ετών 1983-1991 που ανέρχονταν συνολικά σε £8.649,61 πλέον τόκους £4.544,14. Ως αποτέλεσμα, αφού αποκόπηκε από το φιλοδώρημα το ποσό που κατά την άποψη του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων όφειλε ο αιτητής, εκδόθηκε δελτίο πληρωμής για το ποσό των £469,52.

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει δήλωση ότι η πράξη με την οποία καθορίστηκε η σύνταξη και το φιλοδώρημά του και ο τρόπος υπολογισμού που περιήλθε σε γνώση του στις 31.10.1995 είναι άκυρη.

Επίσης αξιώνεται δήλωση ότι η πράξη του Υπουργείου Οικονομικών που περιέχεται στην επιστολή του ημερ. 7.12.1995 ότι από το ολικό ποσό φιλοδωρήματος αφαιρέθηκε, σύμφωνα με τις οδηγίες του Φόρου Εισοδήματος, το ποσό των £13.193,75 είναι άκυρη.

Εναντίον της προσφυγής και ιδιαίτερα της πρώτης αξίωσης του αιτητή υποβλήθηκε αριθμός προδικαστικών ενστάσεων. Μια από τις προδικαστικές ενστάσεις είναι ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

Πράγματι το ποσό του εφ' άπαξ φιλοδωρήματος καθορίστηκε στις 29.3.1986, οπότε και στάληκε η σχετική επιστολή από την Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Ο καθορισμός του πληρωτέου φιλοδωρήματος συνιστά διοικητική πράξη την οποία ο αιτητής, αν επιθυμούσε, μπορούσε να προσβάλει. Η μετέπειτα αλληλογραφία, καθώς και η αποκοπή από το φιλοδώρημα του ποσού που κατά τον ισχυρισμό των καθ' ων η αίτηση ο αιτητής όφειλε υπό μορφή καθυστερημένων φόρων, δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση. Ο αιτητής δεν αντέδρασε ούτε και όταν έλαβε την επιστολή ημερ. 21.7.1990, με την οποία η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού τον πληροφορούσε ότι η τροποποίηση που έγινε με τον περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικό) Νόμο, Ν.62/90 δεν επηρέαζε τη σύνταξή του. Έτσι εν όψει όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η αξιούμενη θεραπεία θα πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.

Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται επίσης και η απόφαση όπως από το ποσό του φιλοδωρήματος του αιτητή αφαιρεθεί το ποσό των £13.193,75. Και εναντίον της θεραπείας αυτής ασκήθηκε αριθμός ενστάσεων. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η δεύτερη αξιούμενη θεραπεία στερείται της απαιτούμενης συνάφειας με την πρώτη για να προσβληθεί στο ίδιο δικόγραφο.

Με την ίδια προσφυγή είναι δυνατό να προσβάλλονται περισσότερες της μίας πράξης εφ' όσον είναι συναφείς, αλλά εντός της προθεσμίας (Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η Έκδοση, παραγρ. 546, υποσ. 8). Συνάφεια υπάρχει και όταν η μία πράξη εκδόθηκε κατ' εφαρμογή προγενέστερης και συνεπώς στηρίζεται σ' αυτήν, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση της έκδοσης της (ΣΕ 510/1983, 2753/1988) ή οι πράξεις στηρίζονται στην ίδια αιτιολογία (ΣΕ 1771/1988) ή έχουν, την ίδια νομική και πραγματική βάση (ΣΕ 3870/1988). (Βλέπε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. 1929-1959, σελ. 274). Όσες φορές δεν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις η προσφυγή θεωρείται παραδεκτώς ασκουμένη, μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων (Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 259,270-272).

Στην παρούσα υπόθεση οι δύο πράξεις είναι συναφείς γιατί έχουν την ίδια πραγματική βάση, αφού και οι δύο αναφέρονται στο εφ άπαξ φιλοδώρημα που δικαιούται ο αιτητής. Έτσι πιστεύω ότι η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Το ερώτημα κατά πόσο θα πρέπει να εξετάζεται η ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της αξίωσης για ακύρωση διοικητικής πράξης που τελικά απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη και άλλης πράξης μη συναφούς αλλά περιεχομένης στην ίδια προσφυγή, δεν χρειάζεται να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση.

Η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκε επίσης ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον απόφασης που δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 30 του περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμου του 1967, Ν. 56/67, οι δυνάμει του νόμου χορηγούμενες συντάξεις και φιλοδωρήματα δεν μπορούν να εκχωρηθούν ή μεταβιβαστούν, ούτε και υπόκεινται σε κατάσχεση για οποιοδήποτε χρέος ή απαίτηση, εκτός για χρέος που οφείλεται στην Κυπριακή Κυβέρνηση.

Σύμφωνα με το άρθρο 38 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, Ν. 4/78, ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων μπορεί να λάβει δικαστικά μέτρα για την πληρωμή του φόρου εναντίον παντός προσώπου στο οποίο επιβλήθηκε φόρος, μπορεί δε να εισπράξει τον επιβληθέντα φόρο ως χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.

Ο Διευθυντής Εσωτερικών Προσόδων είχε κάθε δικαίωμα να αποκόψει οποιοδήποτε χρέος που είχε ο αιτητής προς τη Δημοκρατία και αναμφίβολα οποιοσδήποτε φόρος που του έχει επιβληθεί συνιστά χρέος.

Όμως από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν φαίνεται ότι αυτή είναι η περίπτωση. Δεν φαίνεται δηλαδή ότι το ποσό που αποκόπηκε από το φιλοδώρημα του αιτητή είναι φόρος που δεόντως βεβαιώθηκε και επιβλήθηκε. Το τι φαίνεται να έγινε είναι ότι ύστερα από σχετική επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου, ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος υπολόγισε τον κατά τη γνώμη του οφειλόμενο φόρο του εισοδήματος του αιτητή για τα χρόνια 1983-1991 και πληροφόρησε ανάλογα το Γενικό Λογιστήριο για την αποκοπή του ποσού των £13.193,75, που κατά τη γνώμη του όφειλε ο συγκεκριμένος φορολογούμενος.

Δεν φαίνεται από τα ενώπιόν μου στοιχεία ότι οι φορολογίες των ετών αυτών τέθηκαν υπ' όψη του αιτητή, ο οποίος βέβαια θα είχε το δικαίωμα να υποβάλει και σχετική ένσταση. Η θέση αυτή ενισχύεται από την επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου προς τους δικηγόρους του αιτητή ημερ. 22.12.1993, στην οποία γίνεται παραδοχή ότι το Γενικό Λογιστήριο επικοινώνησε με το Γραφείο του Φόρου Εισοδήματος που ανέμενε την υποβολή από τον αιτητή διάφορων στοιχείων που του είχαν ζητηθεί, αναγκαίων για την υπολογισμό των φόρων που όφειλε. Από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε προκύπτει ότι ο φόρος εισοδήματος για τα χρόνια 1983-1991 απλώς υπολογίστηκε όταν ζητήθηκε από το Γενικό Λογιστήριο, χωρίς να έχει προηγηθεί η συνήθης διαδικασία.

Επαναλαμβάνω ότι στην κατάληξη αυτή έφτασα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου και το περιεχόμενο του φακέλου. Αν η κατάσταση ήταν διαφορετική, αν δηλαδή η επιστολή του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος ημερ. 18.10.1995 δεν ήταν επιβολή για πρώτη φορά φόρου εισοδήματος, αλλά απλώς πληροφόρηση του Γενικού Λογιστηρίου για την υφιστάμενη κατάσταση, τότε η αντιμετώπιση ίσως να ήταν διαφορετική.

Από την εικόνα που έχω ενώπιόν μου και η οποία είναι ότι ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος με το έγγραφο ημερ. 18.10.1995 απλώς πληροφόρησε το Γενικό Λογιστήριο ότι ο αιτητής χρωστούσε συγκεκριμένο ποσό για φορολογίες προηγουμένων ετών, καλώντας το Λογιστήριο να το αφαιρέσει από το ποσό του φιλοδωρήματός του, καταλήγω ότι η πράξη του Λογιστηρίου να αποκόψει το ποσό αυτό είναι παράνομη γιατί το ποσό που αποκόπηκε αν δεν είναι φόρος δεόντως βεβαιωμένος, δεν συνιστά χρέος μέσα στην έννοια του άρθρου 38 του Ν. 4/78 και συνεπώς παράνομα αποκόπηκε.

Ο αιτητής, αν είχε πληροφορηθεί προηγουμένως την επιβολή του συγκεκριμένου φόρου, θα είχε δικαίωμα υποβολής ένστασης. Μετά την εξέταση της ένστασης θα έπρεπε να πληροφορηθεί το ύψος του επιβληθέντος φόρου και τότε θα είχε ακόμα και δικαίωμα προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μόνο μετά την τελική επιβολή του φόρου η αποκοπή του ποσού που νόμιμα θα οφειλόταν θα ήταν πράξη εκτέλεσης και συνεπώς εκτός των ορίων της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Αφού όμως δεν γνωστοποιήθηκε ποτέ στον αιτητή η επιβολή του φόρου, αλλά απλώς αποφασίστηκε η αποκοπή του ποσού, τότε η συγκεκριμένη πράξη δεν αποτελεί πράξη εκτέλεσης, αλλά επιβολή φορολογίας και συνεπώς εκτελεστή διοικητική πράξη. Αφού ο φόρος δεν επιβλήθηκε νομίμως, τότε δεν αποτελεί και χρέος προς τη Δημοκρατία. Έτσι η πράξη του Υπουργείου Οικονομικών να αποκόψει από το ποσό του φιλοδωρήματος που εδικαιούτο ο αιτητής το ποσό των £13,193.75 είναι παράνομη και γι' αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί.

Η πρώτη αξιούμενη θεραπεία απορρίπτεται, ενώ η δεύτερη θα πρέπει να επιτύχει. Η προσβαλλόμενη με τη δεύτερη θεραπεία διοικητική πράξη ακυρώνεται και η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα στη σχετική κλίμακα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Διαταγή ως ανωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο