ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2353
30 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΔΩΝΙΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 66/96)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Έννομο συμφέρον προβολής συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως —Αυτεπάγγελτη εξέταση του από το Δικαστήριο — Η προβολή του λόγου απαράδεκτη αφού βασιζόταν σε γεγονότα ωφέλιμα για τον αιτητή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Υπηρεσιακές εκθέσεις — Το δικαίωμα ακροάσεως υπαλλήλου πριν τη σύνταξη δεσμενούς γι' αυτόν εκθέσεως — Αρκεί η παροχή δυνατότητας να ακουστεί ο υπάλληλος έστω προφορικώς — Ερμηνεία του Άρθρου 50(5) του Ν. 1/90.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Υπηρεσιακές εκθέσεις — Εξαμηνιαίες εκθέσεις κατά τη διάρκεια της επί δοκιμασία υπηρεσίας υπαλλήλου — Άρθρο 50(2) του Ν. 1/90 — Περιστάσεις τήρησής του στην κριθείσα περίπτωση παράτασης της δοκιμαστικής περιόδου πέραν των νομίμων ορίων.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Επί δοκιμασία διορισμός — Τερματισμός του δυνάμει του Άρθρου 38(2) του Ν. 1/90 — Καθυστέρηση της διοικητικής δράσης — Περιστάσεις και συνέπειες.
Ο αιτητής προσέβαλε τον τερματισμό του διορισμού του ως δημοσίου υπαλλήλου μετά πάροδο επτά ετών επί δοκιμασία υπηρεσίας του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παράνομα η Ε.Δ.Υ. τερμάτισε, στις 10/1/96 τον επί δοκιμασία διορισμό του στην υπό πλήρωση θέση. Παραβίασε το Άρθρο 38(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990.
Δε θα απασχολήσει ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή όπως τέθηκε από τους διαδίκους. Γιατί υπό τις περιστάσεις κρίνεται ότι ο αιτητής δε νομιμοποιείται να προβάλει τον ισχυρισμό αυτό. Παρ' όλο που το ζήτημα του έννομου συμφέροντος δεν τέθηκε υπό αυτή τη μορφή από τους δικηγόρους των διαδίκων, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα να ασχοληθεί μ' αυτό, μια και είναι από τα ζητήματα που μπορεί και οφείλει από μόνο του να εξετάσει (ex proprio motu).
Είναι εμφανές από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ότι ο αιτητής επωφελήθηκε από την καθυστέρηση της καθ' ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. να τερματίσει τον επί δοκιμασία διορισμό του. Ενώ έπρεπε να είχε τερματιστεί στα 3 χρόνια από την ημερομηνία πρόσληψής του, σύμφωνα με το Άρθρο 38(2) του Νόμου, αυτό έγινε 4 χρόνια αργότερα. Ο αιτητής επωφελήθηκε κατά πολύ από την καθυστέρηση αυτή της Ε.Δ.Υ., με αποτέλεσμα να εξακολουθούσε να υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία μέχρι την 10/1/96.
Κάτω από τις παρούσες περιστάσεις ο αιτητής δε νομιμοποιείται να εγείρει τον επίδικο αυτό ισχυρισμό.
2. Το Άρθρο 50(5) του Νόμου προβλέπει: "Δε συντάσσεται δυσμενής Υπηρεσιακή Έκθεση για έναν υπάλληλο, πριν δοθεί σ' αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του". Ο Νόμος δεν υπαγορεύει ότι η διαδικασία αυτή θα πρέπει να γίνεται γραπτά. Αρκεί να δίδεται στον υπάλληλο η ευκαιρία ν' ακουστεί είτε γραπτά είτε προφορικά.
3. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η διοίκηση είχε συμμορφωθεί με την απαίτηση του νόμου για τη σύνταξη κάθε εξάμηνο υπηρεσιακών εκθέσεων κατά τα πρώτα δύο χρόνια της υπηρεσίας του.
Ακόμη και στο διάστημα της αναγκαστικής παράτασης της δοκιμασίας του αιτητή, λόγω των δύο πειθαρχικών διώξεων που έγιναν σε βάρος του αιτητή, η διοίκηση είχε καταρτίσει άλλες δύο εξαμηνιαίες εκθέσεις. Συνεπώς ο καταρτισμός των εξαμηνιαίων εκθέσεων ήταν ο ενδεδειγμένος.
4. Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να παρατηρήσει και συστήσει ότι είναι πρέπον τα αρμόδια διοικητικά όργανα ν' ασκούν δεόντως την εξουσία που τους παρέχει ο Νόμος και να μην κωλυσιεργούν. Γιατί με τον τρόπο αυτό δημιουργείται σοβαρή ακαταστασία στη σωστή και χρηστή λειτουργία της Διοίκησης. Όφειλαν τόσο οι Προϊστάμενοι του αιτητή όσο και η Ε.Δ.Υ. να είχαν δράσει αμέσως και μέσα στα πλαίσια του Νόμου, έτσι ώστε η υπηρεσία του αιτητή να ετερματίζετο ενόψει της προκλητικής και παράνομης συμπεριφοράς του κατά το χρόνο που υπαγορεύει ο Νόμος και μέσα στα νόμιμα πλαίσια.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χρίστου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 251,
Βαρέλλια κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 3032.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση για τον τερματισμό του επί δοκιμασίας διορισμού του αιτητή στη θέση Βοηθού Καταγραφέα-Τεχνικού Ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων, 2ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Ε. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο με την παρούσα προσφυγή του την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δι' επιστολής των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 10.1.1996 και με την οποία αυτοί ετερμάτισαν τον επί δοκιμασία διορισμό του αιτητή στη μόνιμη θέση Βοηθού Καταγραφέα, - Τεχνικού Ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων, 2ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (Τακτικός Προϋπολογισμός) είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη εννόμου αποτελέσματος".
Ο αιτητής διορίστηκε επί δοκιμασία στη θέση Βοηθού Καταγραφέα, Τεχνικού Ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων, 2ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας από 1/3/89.
Όπως φαίνεται από τα επισυναπτόμενα παραρτήματα στο φάκελο της υπόθεσης, ο αιτητής δημιουργούσε με τη συμπεριφορά του συνεχώς προβλήματα στην υπηρεσία του. Συγκεκριμένα στις 18/7/91 του επιβλήθηκε από τον Ανώτερο Διοικητικό Λειτουργό κ. Α. Πατέρα η ποινή της "αυστηρής επίπληξης" επειδή καθυστερούσε να προσέλθει στην εργασία του, αρνείτο να υπογράψει το παρουσιολόγιο, αποχωρούσε από την εργασία του πριν τη λήξη του κανονικού ωραρίου του Μακαρείου Νοσοκομείου και παρέλειπε και αρνείτο να συμμορφωθεί με τις εντολές και οδηγίες που του δίδονταν από τους Προϊσταμένους του σχετικά με τα πιο πάνω. Σχετικά με την πειθαρχική αυτή υπόθεση και την επιβληθείσα ποινή εναντίον του αιτητή παρατηρώ ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά από προσφυγή του ίδιου του αιτητή με αρ. 851/91, αποφάσισε στις 19/1/93 ότι εφόσον "η διοίκηση δεν ακολούθησε την προνοούμενη από το νόμο διαδικασία και δεν έδωσε την αναγκαία προστασία στον αιτητή και την ευκαιρία να πληροφορηθεί το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων εναντίον του, για να μπορέσει να διορθώσει ή να αντικρούσει τα εναντίον του λεχθέντα", ακύρωσε την επίδικη απόφαση γιατί η πιο πάνω παραβίαση της διαδικασίας κρίθηκε ως ουσιώδης.
Παρ' όλα τούτα η συμπεριφορά του αιτητή δε βελτιώθηκε αλλά αντίθετα αυτός συνέχιζε να παρανομεί κατ' ανάλογο τρόπο. Γι' αυτό και η καθ' ης η αίτηση Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) στις 25/5/94 του επέβαλε αναφορικά με άλλες κατηγορίες, τη χρηματική ποινή των £100 σχετικά με την πρώτη κατηγορία και σχετικά με τις κατηγορίες 2, 4, 5, 6 την ποινή της αυστηρής επίπληξης. Οι κατηγορίες φαίνονται στο Παράρτημα 2 το επισυνημμένο στην ένσταση.
Στις 28/10/94 υποβλήθηκε προς την Ε.Δ.Υ. η τελική υπηρεσιακή έκθεση του αιτητή για την περίοδο από 29/8/93 έως 28/2/94, σύμφωνα με την οποία δε συστήνετο για μονιμοποίηση.
Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. απέστειλε στις 6/9/95 επιστολή προς τον αιτητή με την οποία τον πληροφορούσε ότι προτίθετο, δυνάμει του άρθρου 38(2) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1994 (ο Νόμος), να τερματίσει το διορισμό του στην υπό συζήτηση θέση. Γι' αυτό τον καλούσε να υποβάλει τις οποιεσδήποτε παραστάσεις του αναφορικά με τον τερματισμό του διορισμού του σε διάστημα 15 ημερών.
Στις 29/9/95 η Ε.Δ.Υ. εξέτασε το θέμα τερματισμού του διορισμού του αιτητή στην υπό συζήτηση θέση.
Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε τις παραστάσεις του αναφορικά με την πρόθεση τερματισμού του διορισμού του αιτητή, στις 20/9/95.
Ακολούθησε η συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 29/11/95 κατά την οποία αυτή συνέχισε την εξέταση του υπό συζήτηση θέματος, υπό το φως σχετικής γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας σχετικά με την τελευταία εξαμηνιαία έκθεση που ετοιμάστηκε για τον αιτητή.
Στις 18/12/95 η Ε.Δ.Υ. με επιστολή της προς τον αιτητή τον πληροφόρησε ότι προτίθετο να εξετάσει θέμα τερματισμού του διορισμού του στην υπό πλήρωση θέση και τον καλούσε εκ νέου όπως σε διάστημα 15 ημερών προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις επιθυμούσε εναντίον του τερματισμού του διορισμού του.
Τέλος η Ε.Δ.Υ. κατά τη συνεδρίασή της ημερομηνίας 9/1/96, αφού μελέτησε τα ενώπιόν της στοιχεία περιλαμβανομένων των παραστάσεων που υπέβαλε ο δικηγόρος του αιτητή και βασιζόμενη στην τελευταία εξαμηνιαία έκθεση για τον αιτητή, η οποία συντάχθηκε από την ομάδα αξιολόγησης του στις 7/12/95 και κάλυπτε την περίοδο από 29/8/93 έως 28/2/94, αποφάσισε κατά πλειοψηφία δυνάμει του άρθρου 38(2) του Ν. 1/90 να τερματίσει τον επί δοκιμασία διορισμό του αιτητή στη μόνιμη θέση Βοηθού Καταγραφέα - Τεχνικού Ηλεκτροεγκεφαλογραφημάτων, 2ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, από τις 10/1/96.
Ο αιτητής επικαλείται τους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς για να επιτύχει ακύρωση της επίδικης απόφασης:
α) Παράνομα η Ε.Δ.Υ. προέβη στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και τερμάτισε τον επί δοκιμασία διορισμό του στην υπό πλήρωση θέση, γιατί σύμφωνα με το Νόμο ο συνολικός χρόνος παράτασης της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία χρόνια.
β) Η καθ' ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. παράνομα του στέρησε το δικαίωμα για προηγούμενη ακρόαση προτού συντάξει την τελική έκθεσή του· και
γ) Οι καθ' ων παρέλειψαν κατά παράβαση του Νόμου να υποβάλουν υπηρεσιακές εκθέσεις για τον αιτητή κατά εξάμηνο.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παράνομα η Ε.Δ.Υ. τερμάτισε, στις 10/1/96 τον επί δοκιμασία διορισμό του στην υπό πλήρωση θέση. Παραβίασε το άρθρο 38(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, το οποίο προβλέπει: "Νοείται ότι ο συνολικός χρόνος παράτασης της περιόδου δοκιμασίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει τα τρία χρόνια". Ολοκληρώνοντας την εισήγησή του αυτή ο αιτητής υποστήριξε ότι οι καθ' ων με τον τρόπο που ενήργησαν παραβίασαν την αρχή της νομιμότητας, η οποία συνεπάγεται την υπαγωγή της δημόσιας διοίκησης στο σύνολο των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την οργάνωση, λειτουργία και γενικά τη δράση της.
Ο δικηγόρος των καθ' ων αντικρούοντας τα πιο πάνω υποστήριξε ότι ο μακρύς χρόνος διάρκειας της διαδικασίας των πειθαρχικών διώξεων εναντίον του αιτητή, δικαιολογούσε απόλυτα την παράταση του χρόνου πέραν της τριετίας.
Δε θα με απασχολήσει ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή όπως τέθηκε από τους διαδίκους. Γιατί υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι ο αιτητής δε νομιμοποιείται να προβάλει τον ισχυρισμό αυτό. Παρ' όλο που το ζήτημα του έννομου συμφέροντος δεν τέθηκε υπό αυτή τη μορφή από τους δικηγόρους των διαδίκων, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα να ασχοληθεί μ' αυτό, μια και είναι από τα ζητήματα που μπορεί και οφείλει από μόνο του να εξετάσει (ex proprio motu). (Βλ. απόφαση στην υπόθεση Ανδρούλα Χρίστου και Άλλη ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 251.)
Είναι εμφανές από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ότι ο αιτητής επωφελήθηκε από την καθυστέρηση της καθ' ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. να τερματίσει τον επί δοκιμασία διορισμό του. Ενώ έπρεπε να είχε τερματιστεί στα 3 χρόνια από την ημερομηνία πρόσληψής του, σύμφωνα με το άρθρο 38(2) του Νόμου, αυτό έγινε 4 χρόνια αργότερα. Ο αιτητής επωφελήθηκε κατά πολύ από την καθυστέρηση αυτή της Ε.Δ.Υ., με αποτέλεσμα να εξακολουθούσε να υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία μέχρι την 10/1/96.
Κάτω από τις παρούσες περιστάσεις ο αιτητής δε νομιμοποιείται να εγείρει τον επίδικο αυτό ισχυρισμό. Παραπέμπω σχετικά με το θέμα στο πιο κάτω απόσπασμα από τα "Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας" 1929-1959, σελ. 260, "Κατά μείζονα λόγον εθεωρήθη απαράδεκτος αίτησις στρεφομένη κατά πράξεως ωφελούσης ή ικανοποιούσης τον αιτούντα". Επίσης παραπέμπω στην απόφαση στην υπόθεση Θωμάς Βαρέλλιας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 3032.
Ακολουθεί η εισήγηση του αιτητή ότι οι καθ' ων του στέρησαν το δικαίωμα του για προηγούμενη ακρόαση σύμφωνα με το άρθρο 50(5) του Νόμου, εφόσον η συνταχθείσα εξαμηνιαία έκθεση του για την περίοδο 29/8/93 έως 28/2/94 ήταν δυσμενής γι' αυτόν. Αντέκρουσε οποιαδήποτε θέση των καθ' ων ότι ενημερώθηκε προφορικά πριν από τη σύνταξη της έκθεσης του και ισχυρίστηκε ότι εν πάση περιπτώσει ουδέποτε του δόθηκε δικαίωμα ακροάσεως γραπτώς.
Στις 7/12/95 συντάχθηκε εκ νέου η εξαμηνιαία υπηρεσιακή έκθεση του αιτητή για την περίοδο 29/8/93 έως 28/2/94, μετά από απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 29/11/95, σύμφωνα με την οποία η προηγούμενη έκθεση του αιτητή για την ίδια περίοδο ήταν παράνομη. Συμφωνώ με την άποψη του δικηγόρου των καθ' ων ότι έγινε προφορική ενημέρωση του αιτητή σχετικά με την πρόθεση της ομάδας αξιολόγησης να συντάξει γι' αυτόν "δυσμενή έκθεση" πριν από τη σύνταξη της έκθεσης και ότι μετά την πιο πάνω ενημέρωση δόθηκε στον αιτητή η ευκαιρία να ακουστεί προφορικά και να υποβάλει τις παραστάσεις του προτού ληφθεί η τελική απόφαση. Τα γεγονότα αυτά προκύπτουν από την υπογεγραμμένη από τον Πρώτο Ιατρικό Λειτουργό κ. Σπ. Λακαταμίτη επιστολή του, ημερομηνίας 12/12/95, προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας. Η επιστολή αυτή υπάρχει στο διοικητικό φάκελο του αιτητή, ερυθρό 237. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"(α) Η προφορική ενημέρωση με την πρόθεση της ομάδας αξιολόγησης να συντάξει δυσμενή για τον υπάλληλο έκθεση έγινε πριν από τη σύνταξη της έκθεσης.
(β) Μετά την πιο πάνω ενημέρωση δόθηκε στον υπάλληλο η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του προτού ληφθεί η τελική απόφαση.
(γ) Ο υπάλληλος δήλωσε προφορικά πριν από τη σύνταξη της έκθεσης ότι δεν συμφωνεί με την απόφαση της Ομάδας Αξιολόγησης."
Όπως φαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα της επιστολής, ο αιτητής δήλωσε προφορικά ότι δε συμφωνούσε με την απόφαση της ομάδας αξιολόγησης. Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι του δόθηκε η ευκαιρία ν' ακουστεί πριν από τη σύνταξη της έκθεσης του.
Εξάλλου το άρθρο 50(5) του Νόμου προβλέπει: "Δε συντάσσεται δυσμενής Υπηρεσιακή Εκθεση για έναν υπάλληλο, πριν δοθεί σ' αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί και να υποβάλει τις παραστάσεις του". Ο Νόμος δεν υπαγορεύει ότι η διαδικασία αυτή θα πρέπει να γίνεται γραπτά. Αρκεί να δίδεται στον υπάλληλο η ευκαιρία ν' ακουστεί είτε γραπτά είτε προφορικά.
Συνεπώς απορρίπτεται και ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή ως ανεδαφικός.
Τέλος, ο αιτητής υποστηρίζει ότι οι καθ' ων κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών παρέλειψαν να υποβάλουν υπηρεσιακές εκθέσεις κάθε εξάμηνο όπως ήταν υποχρεωμένοι, με βάση το άρθρο 50(2) του Νόμου. Ισχυρίζεται δε ότι κατά την επτάχρονη περίοδο της δοκιμασίας του είχε μόνο δύο υπηρεσιακές εκθέσεις. Η μια καλύπτει την περίοδο από 1/3/89 μέχρι 28/2/91 και φέρει ημερομηνία 19/3/91 και η άλλη αφορά την περίοδο από 29/8/93 έως 28/2/94 η οποία συντάχθηκε στις 7/12/95. Αυτό αποτελεί, κατά την εισήγηση του, παράβαση ουσιώδους τύπου και παράβαση νόμου η οποία συνεπάγεται ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή ευσταθεί.
Στον προσωπικό φάκελο του αιτητή υπάρχουν οι ακόλουθες εξαμηνιαίες εκθέσεις:
"(α) Ερυθρό 26, εξαμηναία έκθεση για το διάστημα από 1.3.89-31.8.89·
(β)Ερυθρό 35, εξαμηνιαία έκθεση από 1.9.89-28.2.90·
(γ) Ερυθρό 37, εξαμηναία έκθεση από 1.3.90-31.8.90·
(δ) Ερυθρό 80, εξαμηναία έκθεση από 1.9.90-28.2.91·
(ε) Ερυθρό 85, εξαμηνιαία έκθεση από 1.3.91-31.8.91·
και
(στ) Ερυθρό 234, εξαμηνιαία έκθεση από 29.8.93-28.2.94."
Τα πιο πάνω δείχνουν ότι η διοίκηση είχε συμμορφωθεί με την απαίτηση του νόμου για τη σύνταξη κάθε εξάμηνο υπηρεσιακών εκθέσεων κατά τα πρώτα δύο χρόνια της υπηρεσίας του. Παραθέτω το σχετικό άρθρο 50(2) του Νόμου:
"50. -(2) Υπηρεσιακές εκθέσεις υποβάλλονται στην Επιτροπή κάθε εξάμηνο για κάθε υπάλληλο που υπηρετεί επί δοκιμασία ή σε προσωρινή θέση κατά τα πρώτα δύο χρόνια της υπηρεσίας του. Η τελική έκθεση υποβάλλεται ένα μήνα πριν τη λήξη της χρονικής περιόδου δοκιμασίας και περιλαμβάνει οριστική σύσταση για το αν ο διορισμός του υπαλλήλου πρέπει να επικυρωθεί ή η χρονική περίοδος δοκιμασίας αυτού πρέπει να παραταθεί ή ο διορισμός αυτού πρέπει να τερματιστεί."
Όπως υποστηρίζει και ο δικηγόρος των καθ' ων, ακόμη και στο διάστημα της αναγκαστικής παράτασης της δοκιμασίας του αιτητή, λόγω των δύο πειθαρχικών διώξεων που έγιναν σε βάρος του αιτητή, η διοίκηση είχε καταρτίσει, όπως φαίνεται από τα ανωτέρω ερυθρά 85 και 234, άλλες δύο εξαμηνιαίες εκθέσεις για τα διαστήματα από 1/3/91-31/8/91 και από 29/8/93-28/2/94. Συνεπώς ο καταρτισμός των εξαμηνιαίων εκθέσεων ήταν ο ενδεδειγμένος, γι' αυτό απορρίπτεται και αυτός ο ισχυρισμός του αιτητή.
Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να παρατηρήσει και συστήσει ότι είναι πρέπον τα αρμόδια διοικητικά όργανα ν' ασκούν δεόντως την εξουσία που τους παρέχει ο Νόμος και να μην κωλυσιεργούν. Γιατί με τον τρόπο αυτό δημιουργείται σοβαρή ακαταστασία στη σωστή και χρηστή λειτουργία της Διοίκησης. Οφειλαν τόσο οι Προϊστάμενοι του αιτητή όσο και η Ε.Δ.Υ. να είχαν δράσει αμέσως και μέσα στα πλαίσια του Νόμου, έτσι ώστε η υπηρεσία του αιτητή να ετερματίζετο ενόψει της προκλητικής και παράνομης συμπεριφοράς του κατά το χρόνο που υπαγορεύει ο Νόμος και μέσα στα νόμιμα πλαίσια.
Ενόψει όλων όσων πιο πάνω παρέθεσα κρίνω ότι η προσφυγή του αιτητή απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της σύμφωνα με το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος. Δεν εκδίδεται διαταγή ως προς τα έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.