ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2304
24 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ARISTEVI ESTATES LIMITED,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 132/93)
Πολεοδομικές ζώνες — Δήλωση Πολιτικής — Τοπικές Συμβουλευτικές Επιτροπές συσταθείσες δυνάμει του Άρθρου 3(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου — Φύση, αρμοδιότητες και όροι νομιμότητας της λειτουργίας τους.
Διοικητικό Δίκαιο —Συλλογικά όργανα — Νόμιμη συγκρότηση — Κακή συγκρότηση λόγω μη κλήσεως να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις ενός εκ των νομίμων μελών του οργάνου.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Έννομο συμφέρον — Περιστάσεις συνδρομής εννόμου συμφέροντος προσβολής καθορισμού πολεοδομικής ζώνης στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την ένταξη της ιδιοκτησίας της σε συγκεκριμένη γεωργική πολεοδομική ζώνη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η Τοπική Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως δηλοί και ο τίτλος της, δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα επί του θέματος. Είναι όμως ένα εξειδικευμένο σώμα που ορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο έχει και τον τελευταίο λόγο και στο οποίο δόθηκε τέτοια εξουσία από το Νόμο, για να υποβοηθήσει το έργο του Υπουργού, στον οποίο εναποτέθηκε η ευθύνη καταρτισμού εκθέσεων αναφορικά με τροποποιήσεις της Δηλώσεως Πολιτικής.
Το Υπουργικό Συμβούλιο θεώρησε απαραίτητη τη συμμετοχή και του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού στις εργασίες της εν λόγω Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Επιτροπή είναι συλλογικό όργανο. Η κλήση στις συνεδριάσεις της όλων των μελών της είναι απαραίτητη για τη νόμιμη συγκρότησή της.
Η παράλειψη κλήσης του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού στις συνεδρίες της Επιτροπής είναι παραδεκτό γεγονός. Ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι εισηγήσεις της Επιτροπής στη λήψη της επίδικης απόφασης είναι εμφανής από την πρόταση του Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Η μη κλήση ενός από τα μέλη της Επιτροπής στις συνεδριάσεις της καθιστά πλημμελή τη συγκρότησή της, γεγονός που οδηγεί από μόνο του σε ακυρότητα την επίδικη απόφαση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την τροποποίηση των πολεοδομικών Ζωνών ή/και του Σχεδίου Ορίων Ανάπτυξης του Χωρίου Τσάδα.
Ντ. Παπαδόπουλος για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.
Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της διοικητικής πράξης με αριθμό 1898, που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 20.11.92, Παράρτημα 3ο, Μέρος II, με την οποία τροποποιήθηκαν οι Πολεοδομικές Ζώνες ή/και τα Σχέδια Ορίου Ανάπτυξης του χωριού Τσάδα, στην Επαρχία Πάφου.
Οι αιτητές είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες αριθμού κτημάτων, που περιγράφονται ως χωράφια, στο χωριό Τσάδα της Επαρχίας Πάφου. Τα κτήματα αγοράστηκαν από τους αιτητές και ενεγράφησαν στο όνομά τους κατά διάφορες ημερομηνίες εντός του 1991. Τα κτήματα των αιτητών ενέπιπταν τότε στη Ζώνη Ζ, με ανώτατο συντελεστή δόμησης 0.08:1. Μετά την ενεργοποίηση, την 1.12.90, του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση των Πολεοδομικών Ζωνών ή/και Σχεδίων Ορίου Ανάπτυξης, ανάμεσα σ' άλλες και της περιοχής όπου βρίσκονταν τα κτήματα των αιτητών. Με τη ρύθμιση που έγινε με την επίδικη διοικητική πράξη, τα κτήματα των αιτητών εντάχθηκαν στη ζώνη Γ3, που είναι γεωργική ζώνη, με ανώτατο συντελεστή δόμησης 0.10:1. Οι αιτητές, που επιθυμία τους ήταν να ενταχθούν τα κτήματά τους σε οικιστική ζώνη όπως έγινε στις περιπτώσεις περιοίκων ιδιοκτησιών που προηγουμένως ήταν ενταγμένες στην ίδια ζώνη με τη δική τους, καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή.
Προτού εξετάσω την ουσία της υπόθεσης, θα αναφερθώ στο θέμα του εννόμου συμφέροντος των αιτητών. Το θέμα δεν ηγέρθη από τους διαδίκους, αλλά με προβλημάτισε κατά τη μελέτη της υπόθεσης για σκοπούς έκδοσης απόφασης, ενόψει του γεγονότος ότι με την επίδικη απόφαση τα κτήματά των αιτητών εντάχθηκαν σε ζώνη με κάπως ευνοϊκότερα ποσοστά δόμησης απ' ότι ήταν η κατάσταση στη ζώνη στην οποία ήταν προηγουμένως. Επίσης δεν εφαίνετο από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου κατά πόσο οι αιτητές είχαν καταχωρήσει ένσταση κατά της Δήλωσης Πολιτικής που δημοσιεύθηκε στις 1.12.90. Για το λόγο αυτό επανάνοιξα την υπόθεση για να έχω πληρέστερη εικόνα επί του θέματος.
Οι αιτητές υποστήριξαν ότι είχαν έννομο συμφέρον έστω και αν με τη νέα κατάσταση τα κτήματά τους εντάχθηκαν σε ζώνη με ψηλότερο ποσοστό δόμησης από ότι προηγουμένως, για το λόγο ότι τα κτήματά τους δεν εντάχθηκαν σε οικιστική ζώνη όπως έγινε σε περιπτώσεις γειτονικών κτημάτων.
Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε τη θέση αυτή των αιτητών. Όταν όμως αργότερα διεφάνη ότι οι αιτητές δεν είχαν υποβάλει ένσταση κατά της Δήλωσης Πολιτικής, η δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι, λόγω του γεγονότος αυτού στερούνταν έννομου συμφέροντος. Σε μεταγενέστερο όμως στάδιο διεφάνη ότι οι αιτητές έγιναν ιδιοκτήτες των εν λόγω κτημάτων σε χρόνο μεταγενέστερο της δημοσίευσης της Δήλωσης Πολιτικής, γι' αυτό και δεν υπέβαλαν ένσταση. Μετά τη διαπίστωση αυτή η δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση δεν προώθησε περαιτέρω το θέμα.
Ενόψει των πιο πάνω περιστατικών της υπόθεσης, κρίνω ότι οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον και θα προχωρήσω στην εξέταση των ισχυρισμών τους.
Το πρώτο παράπονο των αιτητών αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της επίδικης απόφασης. Ισχυρίζονται ότι η Τοπική Συμβουλευτική Επιτροπή (η Επιτροπή) η οποία διορίστηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για να συμβουλεύσει τον Υπουργό Εσωτερικών (ο Υπουργός), αναφορικά με το θέμα της τροποποίησης των επίδικων Πολεοδομικών Ζωνών, δεν ήταν δεόντως συγκροτημένη. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι δεν κλήθηκε και δεν έλαβε μέρος στις συνεδριάσεις της πιο πάνω Επιτροπής ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός ή εκπρόσωπός του. Επιπλέον κλήθηκε και έλαβε μέρος στις εν λόγω συνεδριάσεις ο Επαρχιακός Μηχανικός Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, που δεν ήταν μέλος της πιο πάνω Επιτροπής. Είναι επίσης η θέση τους ότι οι εισηγήσεις της Επιτροπής λήφθηκαν υπόψη από τον Υπουργό κατά τη διαμόρφωση της Πρότασής του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και την ενέκρινε. Είναι δε φανερό από την Πρόταση, ότι ο Υπουργός εξέλαβε σαν δεδομένο ότι η Επιτροπή ήταν δεόντως συγκροτημένη.
Απαντώντας στον ισχυρισμό αυτό η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός δεν κλήθηκε να παραστεί στις συνεδρίες της Επιτροπής, γιατί δεν κρίθηκε αναγκαία η παρουσία του "χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν οι απόψεις του κατά τη διάρκεια της μελέτης, όταν εκρίνετο αναγκαίο, είτε με κατ' ιδίαν επίσκεψη των μελετητών είτε τηλεφωνικώς". Όσο για την παρουσία του Επαρχιακού Μηχανικού του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, υποστηρίζει ότι τούτο δεν αποτελούσε πρόβλημα εφόσον η Επιτροπή δεν συστάθηκε βάσει νόμου και δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα, θα μπορούσε δε να παραστεί οποιοσδήποτε λειτουργός για να εκφέρει άποψη, ανάλογα με τις τεχνικές ανάγκες της μελέτης.
Το άρθρο 34Α(5) του Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, όπως εκτίθεται στον τροποποιητικό Νόμο αρ. 56/82, προνοεί τα ακόλουθα:
"Η Δήλωσις Πολιτικής τελεί υπό διαρκή αναθεώρησιν υπό του Υπουργού και αποτελεί το θέμα εκθέσεως δημοσιευομένης υπ' αυτού, καθ' ον τρόπον το Υπουργικόν Συμβούλιον ήθελεν ορίσει, κατά διαστήματα μη υπερβαίνοντα τα πέντε έτη. Η έκθεσις αύτη περιλαμβάνει τοιαύτας προτάσεις δια τροποποίησιν της Δηλώσεως Πολιτικής, οίας ο Υπουργός θεωρεί επιθυμητάς."
Το δε άρθρο 3(2) του Νόμου προνοεί ότι:
"Εν τη ενασκήσει των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων του ο Υπουργός συμβουλεύεται οιανδήποτε Επιτροπήν συνιστωμένην δι' αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου προς τον σκοπόν τούτον,..."
Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε στις 21.2.91, την πιο κάτω απόφαση αρ. 35.062:
"Το Συμβούλιο αποφάσισε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34Α του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, όπως ο Υπουργός Εσωτερικών, κατά την τροποποίηση της Δήλωσης Πολιτικής, συμβουλεύεται τις ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές:
(α) Συμβουλευτική Επιτροπή με σκοπό τη μελέτη των διατάξεων της Δήλωσης Πολιτικής που έχουν γενική εφαρμογή. Η Επιτροπή αυτή απαρτίζεται από τους ακόλουθους-
(i) Εκπρόσωπο του Υπουργείου Εσωτερικών, οριζόμενο από τον Υπουργό Εσωτερικών
(ii) το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ή εκπρόσωπο του·
(iii) το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ή εκπρόσωπό του·
(iv) ένα Έπαρχο οριζόμενο από τον Υπουργό Εσωτερικών
(v) πέντε εκπροσώπους της Παγκύπριας Ομοσπονδίας Ενώσεων Κοινοτήτων, οριζομένους από την Ομοσπονδία· και
(β) τοπικές Συμβουλευτικές Επιτροπές για κάθε κοινότητα, με σκοπό τη μελέτη των διατάξεων της Δήλωσης Πολιτικής που αφορούν την κάθε κοινότητα χωριστά. Οι Επιτροπές αυτές θα απαρτίζονται από τους ακολούθους-
(i) τον οικείο Έπαρχο ή εκπρόσωπό του·
(ii) τον Επαρχιακό Λειτουργό Πολεοδομίας ή εκπρόσωπο του·
(iii) τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό ή εκπρόσωπό του·
(iv)την οικεία Τοπική Αρχή (Συμβούλιο Βελτιώσεως ή Χωρητική Επιτροπή, ανάλογα με την περίπτωση)."
Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός δεν κλήθηκε, ούτε και παρέστη σε καμιά από τις συνεδρίες της Τοπικής Συμβουλευτικής Επιτροπής, ούτε και κανένας εκπρόσωπός του. Όπως δε ανάφερε στη μαρτυρία του και ο ίδιος, την οποία αποδέχομαι, δεν λήφθηκαν οι απόψεις του είτε τηλεφωνικώς είτε με κανένα άλλο τρόπο.
Το θέμα είναι κατά πόσο διασώζεται το κύρος της επίδικης απόφασης για τους λόγους που αναφέρει η δικηγόρος της Δημοκρατίας. Δεν συμφωνώ όμως με τις θέσεις της.
Η Τοπική Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως δηλοί και ο τίτλος της, δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα επί του θέματος. Είναι όμως ένα εξειδικευμένο σώμα που ορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο έχει και τον τελευταίο λόγο και στο οποίο δόθηκε τέτοια εξουσία από το Νόμο, για να υποβοηθήσει το έργο του Υπουργού, στον οποίο εναποτέθηκε η ευθύνη καταρτισμού εκθέσεων αναφορικά με τροποποιήσεις της Δηλώσεως Πολιτικής.
Το Υπουργικό Συμβούλιο θεώρησε απαραίτητη τη συμμετοχή και του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού στις εργασίες της εν λόγω Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Επιτροπή είναι συλλογικό όργανο. Η κλήση στις συνεδριάσεις της όλων των μελών της είναι απαραίτητη για τη νόμιμη συγκρότησή της. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Στασινόπουλου "Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου", έκδοση 1957, σελ. 233-234:
"β) Από της εννοίας της απαρτίας διακρίνεται η έννοια της νομίμου συγκροτήσεως του οργάνου. Η παρουσία των αναγκαίων προς απαρτίαν μελών δεν καθιστά το όργανον ικανόν προς άσκησιν της εαυτού αρμοδιότητος, εάν μη προηγουμένως νομίμως συνεκροτήθη, ήτοι εάν μη διωρίσθησαν πάντα τα μέλη, έστω και αν τα ήδη διωρισμένα θα ήσαν αριθμητικώς επαρκή δια την απαρτίαν. Διότι δεν είναι βέβαιον, τις θα ήτο η απόφασις του οργάνου, εάν τα μήπω διωρισμένα μέλη είχον συμμετάσχει. Ώστε μόνον μετά την εξάντλησιν του σταδίου της νομίμου συγκροτήσεως, είναι δυνατόν να λειτουργήση το συλλογικόν όργανον
..................................
γ) Η πρόσκλησις των μελών. Συνέπεια της τελευταίας ταύτης αρχής είναι η υποχρέωσις της Διοικήσεως, όπως καταστήση δι' άπαντα τα μέλη δυνατήν την συμμετοχήν εις την κατάρτισιν της πράξεως. Όθεν η παράλειψις της προσκλήσεως των κατά την κατάρτισιν ωρισμένης πράξεως μη μετασχόντων μελών, και αν αύτη δεν επιτάσσεται υπό του νόμου συνιστά ελάττωμα περί την συγκρότησιν του οργάνου, έστω και αν τα μετάσχοντα μέλη απετέλεσαν την απαρτίαν."
Παραθέτω επίσης και το ακόλουθο απόσπασμα, από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελ. 110:
"Δεν αρκεί η παρουσία των συγκροτούντων νόμιμον απαρτίαν μελών, ίνα θεωρηθή το συλλογικόν όργανον ως συντεθειμένον νομίμως, αλλά δέον να προκύπτη συνάμα ότι η Διοίκησις κατέστησε δυνατήν την παρουσίαν απάντων των μελών του οργάνου δι' εγκαίρου προσκλήσεώς των, όπως παραστώσιν εις την συνεδρίασιν: 246(33), 810(36), 1845 (53), 1382-1383 (56), 658 (57), 2208 (58) κ.α."
Η παράλειψη κλήσης του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού στις συνεδρίες της Επιτροπής είναι παραδεκτό γεγονός. Ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι εισηγήσεις της Επιτροπής στη λήψη της επίδικης απόφασης είναι εμφανής από την πρόταση του Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Η μη κλήση ενός από τα μέλη της Επιτροπής στις συνεδριάσεις της καθιστά πλημμελή τη συγκρότησή της, γεγονός που οδηγεί από μόνο του σε ακυρότητα την επίδικη απόφαση. Ως εκ τούτου καθίσταται αχρείαστη η εξέταση οποιουδήποτε άλλου από τους προβληθέντες από τους αιτητές ισχυρισμούς.
Σαν αποτέλεσμα, η προσφυγή αυτή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι καθ' ων η αίτηση να πληρώσουν £250.-έξοδα στους αιτητές.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.