ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 493

26 Φεβρουαρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΤΚΟ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ (ΑΡ. 1),

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 876/95)

Φορολογία — Φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας — Αξία της ιδιοκτησίας — Η γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου σύμφωνα με το Άρθρο 69 του Κεφ. 224 —Δεν δεσμεύει τον Έφορο —Ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και διαπίστωση νομικής πλάνης στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Πλάνη περί το νόμο — Περιστάσεις στοιχειοθέτησης του λόγου στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε τις φορολογίες ακίνητης ιδιοκτησίας που της επιβλήθηκαν για τα έτη 1980-86.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Είναι φανερό από το κείμενο της επίδικης απόφασης εν προκειμένω ότι ο Έφορος δεν προέβηκε σε δικό του καθορισμό της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών κατά την 1.1.80, αλλά θεώρησε δεσμευτική γι' αυτόν τη γενική εκτίμηση που είχε διενεργηθεί από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και η οποία κατέστη τελική.

Το μοναδικό θέμα που εγείρεται για εξέταση είναι κατά πόσο ο Έφορος υπέπεσε σε πλάνη περί το νόμο θεωρώντας τη γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου δεσμευτική γι' αυτόν, με αποτέλεσμα να μην ασκήσει διακριτική του ευχέρεια.

Οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες βρίσκονται στον περί Φορολογίας Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμο (Αρ. 24/80-239/91) Άρθρα 5 και 6.

Η δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 6 εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 239/91. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση ως προς τη διακριτική εξουσία του Διευθυντή/Εφόρου για καθορισμό της Αξίας ακίνητης περιουσίας πριν την πιο πάνω τροποποίηση. Εξάλλου, η ύπαρξη τέτοιας εξουσίας είναι εμφανής από τις διατάξεις του Νόμου στο σύνολο τους. Επομένως, εκείνο που απομένει για εξέταση είναι οι επιπτώσεις της πιο πάνω τροποποίησης στη διακριτική εξουσία του Εφόρου για καθορισμό της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας.

Η εισαχθείσα με το Ν. 239/91 επιφύλαξη δεν αφαίρεσε ούτε επηρέασε τη διακριτική εξουσία του Εφόρου να προβεί σε καθορισμό της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας. Η νέα επιφύλαξη απλώς επιβάλλει στο Διευθυντή/Έφορο όπως λάβει υπόψη, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για καθορισμό της αξίας της ιδιοκτησίας, την ήδη διενεργηθείσα τελική γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου, ως ένα από τα στοιχεία για διαμόρφωση της κρίσης του. Ως αξία της ακινήτου ιδιοκτησίας εξακολουθεί να λογίζεται, κατά το Άρθρο 6, "το τίμημα όπερ κατά την γνώμην του Διευθυντού" θα απέφερε αν επωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά την 1.1.1980. Η φράση "κατά την γνώμην του Διευθυντού" δεν απαλείφθηκε από το πιο πάνω Άρθρο, ούτε υπέστη τροποποίηση. Εφόσο δε στην επιφύλαξη δεν αναφέρεται ρητά ότι η τελική γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου είναι δεσμευτική για το Διευθυντή, δεν μπορεί να αποδοθεί τέτοιο νόημα στην εν λόγω διάταξη. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο βρίσκει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κάτω από πλάνη περί το νόμο και γι' αυτό πρέπει να ακυρωθεί.

Το Δικαστήριο προβληματίστηκε κατά πόσο η δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 6, η οποία εισήχθη με το Ν. 239/91 και επί τη βάσει της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση, τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση όπου οι επίδικες φορολογίες αφορούν τα έτη 1980-1986, ενόψει του Άρθρου 8 του Νόμου 239/91 που προνοεί ότι οι διατάξεις του τίθενται σε ισχύ από 1.1.90. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση του αδελφού Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Χριστόδουλος Γιωργαλλίδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 155. Ενόψει όμως της ακύρωσης της επίδικης απόφασης για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω και του γεγονότος ότι δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός ούτε συζητήθηκε το θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν θεώρησε σκόπιμο να εκφέρει γνώμη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Γιωργαλλίδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 155.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλονται οι φορολογίες της Ακινήτου Ιδιοκτησίας που επιβλήθηκαν στους αιτητές για τα έτη 1980-1986.

Γ. Αγαπίου, για τους Αιτητές.

Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν τις φορολογίες Ακινήτου Ιδιοκτησίας που τους επιβλήθηκαν για τα έτη 1980-1986.

Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με κύρια εργασία της την οινοβιομηχανία.

Οι παρούσες φορολογίες επιβλήθηκαν στους αιτητές για τα φορολογικά έτη 1980-1986 μετά από επανεξέταση του θέματος που ακολούθησε την προσφυγή των αιτητών με αριθμό 246/93. Μετά την επανεξέταση εκδόθηκαν νέες αρχικές φορολογίες οι οποίες στάληκαν στους αιτητές με συνοδευτική επιστολή ημερ. 1.3.95. Ως βάση για τις φορολογίες αναφορικά με την αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών κατά την 1.1.80, χρησιμοποιήθηκε η γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224.

Οι αιτητές υπέβαλαν στις 28.3.95 ένσταση κατά των πιο πάνω φορολογιών, συνοδευόμενη από εκτίμηση δικού τους εκτιμητή. Σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή, η αξία της ακίνητης περιουσίας τους κατά την 1.1.80 ανήρχετο σε Λ.Κ.482.000, σ' αντίθεση με την εκτίμηση των καθ' ων η αίτηση που την ανέβαζε στις Λ.Κ. 1.110.000.

Στις 22.8.95 στάληκε στους αιτητές η ακόλουθη απάντηση, η οποία προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή:

"Αναφέρομαι στην ένσταση σας με ημερομηνία 28.3.1995 κατά των πιο πάνω φορολογιών και σας πληροφορώ τα εξής:

(α) Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας σας κατά την 1.1.1980 και συγκεκριμένα η αξία των τεσσάρων κτημάτων σας με αριθμούς εγγραφής 47365,47366,50345 και 50346 στην ενορία Τσιφλικούδια Λεμεσός, όπως αυτή έχει καθοριστεί με βάση τη γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας σύμφωνα με το άρθρο 69 του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου έχει καταστεί τελική και

(β) Ότι η πιο πάνω τελική αξία της ακίνητης ιδιοκτησίας σας είναι δεσμευτική για σκοπούς επιβολής του Φόρου Ακίνητης Ιδιοκτησίας με βάση τη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 6 της Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νομοθεσίας, έχω πάρει τελικήν απόφαση στις ενστάσεις σας με βάση το άρθρο 13(3) του Νόμου Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας 1980-1994 και το άρθρο 20(5) των Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978-1991 και εσωκλείω τελικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας με κώδικα 4."

Είναι φανερό από το κείμενο της επίδικης απόφασης ότι ο Έφορος δεν προέβηκε σε δικό του καθορισμό της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών κατά την 1.1.80, αλλά θεώρησε δεσμευτική γι' αυτόν τη γενική εκτίμηση που είχε διενεργηθεί από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και η οποία κατέστη τελική.

Το μοναδικό θέμα που εγείρεται για εξέταση είναι κατά πόσο ο Έφορος υπέπεσε σε πλάνη περί το νόμο θεωρώντας τη γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου δεσμευτική γι' αυτόν, με αποτέλεσμα να μην ασκήσει διακριτική του ευχέρεια.

Οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες βρίσκονται στον περί Φορολογίας Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμο (αρ. 24/80-239/91). Το άρθρο 5 του Νόμου δίνει στο Διευθυντή την εξουσία να προβεί σε εκτίμηση της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας και να επιβάλει φορολογία. Το άρθρο 6 (όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 239/91) προνοεί τα ακόλουθα:

"6. Η αξία της ακινήτου ιδιοκτησίας λογίζεται ότι είναι το τίμημα όπερ κατά την γνώμην του Διευθυντού θα απέφερεν εάν επωλείτο εν τη ελευθέρα αγορά κατά την 1ην Ιανουαρίου, 1980, ουδεμία δε έκπτωσις γίνεται εις την εκτίμησιν λόγω του ότι η εκτίμησις εβασίσθη επί της προϋποθέσεως ότι ολόκληρος η ακίνητος ιδιοκτησία θα προσφερθή προς πώλησιν κατά τον αυτόν χρόνον:

Νοείται ότι οσάκις λόγω πωλήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας εν τη ελευθέρα αγορά η εκτίμησις αποδεικνύηται εσφαλμένη, ο Διευθυντής δύναται να αναθεώρηση ταύτην λαμβάνων υπ' όψιν την πραγματοποιηθείσαν τιμήν πωλήσεως.

Νοείται περαιτέρω ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου έχει καταστεί τελική, ο Διευθυντής οφείλει να τη λάβει υπόψη στον καθορισμό της αξίας της ιδιοκτησίας κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η ακίνητη ιδιοκτησία δεν ήταν ελεύθερη κατοχής." (Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

Η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 6 εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 239/91. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση ως προς τη διακριτική εξουσία του Διευθυντή/Εφόρου για καθορισμό της Αξίας ακίνητης περιουσίας πριν την πιο πάνω τροποποίηση. Εξάλλου, η ύπαρξη τέτοιας εξουσίας είναι εμφανής από τις διατάξεις του Νόμου στο σύνολο τους. Επομένως, εκείνο που απομένει για εξέταση είναι οι επιπτώσεις της πιο πάνω τροποποίησης στη διακριτική εξουσία του Εφόρου για καθορισμό της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας.

Αναφορικά με τον τρόπο ερμηνείας επιφυλάξεων, στο "Maxwell on Interpretation of Statutes" 12η έκδοση, αναφέρονται τα ακόλουθα στις σελ. 189-190:

Difficulties sometimes arising in construing provisos. It will, however, generally be found that inconsistencies can be avoided by applying the general rule that the words of a proviso are not to be taken "absolutely in their strict literal sense", but that a proviso is "of necessity ... limited in its operation to the ambit of the section which it qualifies". And, so far as that section itself is concerned, the proviso again receives a restricted construction: where the section confers powers, "it would be contrary to the ordinary operation of a proviso to give it an effect which would cut down those powers beyond what compliance with the proviso renders necessary".

...................................

If, however, the language of the proviso makes it plain that it was intended to have an operation more extensive than that of the provision which it immediately follows, it must be given such wider effect."

Κατά τη γνώμη μου η εισαχθείσα με το Ν. 239/91 επιφύλαξη δεν αφαίρεσε ούτε επηρέασε τη διακριτική εξουσία του Εφόρου να προβεί σε καθορισμό της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας. Η νέα επιφύλαξη απλώς επιβάλλει στο Διευθυντή/Εφορο όπως λάβει υπόψη, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για καθορισμό της αξίας της ιδιοκτησίας, την ήδη διενεργηθείσα τελική γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου, ως ένα από τα στοιχεία για διαμόρφωση της κρίσης του. Ως αξία της ακινήτου ιδιοκτησίας εξακολουθεί να λογίζεται, κατά το άρθρο 6, "το τίμημα όπερ κατά την γνώμην του Διευθυντού" θα απέφερε αν επωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά την 1.1.1980. Η φράση "κατά την γνώμην του Διευθυντού" δεν απαλείφθηκε από το πιο πάνω άρθρο, ούτε υπέστη τροποποίηση. Εφόσο δε στην επιφύλαξη δεν αναφέρεται ρητά ότι η τελική γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου είναι δεσμευτική για το Διευθυντή, δεν μπορεί να αποδοθεί τέτοιο νόημα στην εν λόγω διάταξη. Ως εκ τούτου βρίσκω ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κάτω από πλάνη περί το νόμο και γι' αυτό πρέπει να ακυρωθεί.

Προτού τελειώσω θα ήθελα να παρατηρήσω ότι με προβλημάτισε το κατά πόσο η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 6, η οποία εισήχθη με το Ν. 239/91 και επί τη βάσει της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση, τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση όπου οι επίδικες φορολογίες αφορούν τα έτη 1980-1986, ενόψει του άρθρου 8 του Νόμου 239/91 που προνοεί ότι οι διατάξεις του τίθενται σε ισχύ από 1.1.90. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση του αδελφού Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Χριστόδουλος Γιωργαλλίδη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 155. Ενόψει όμως της ακύρωσης της επίδικης απόφασης για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω και του γεγονότος ότι δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός ούτε συζητήθηκε το θέμα ενώπιον μου, δεν θεωρώ σκόπιμο να εκφράσω γνώμη.

Ως αποτέλεσμα, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με £200.- έξοδα εις βάρος των καθ' ων η αίτηση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο