ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 409
19 Φεβρουαρίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Ε. MITSINGAS EXPORTS LIMITED,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 86/94)
Διοικητικό Δίκαιο — Διοικητική πράξη — Εκτελεστότητα — Το ζήτημα της εκτελεστότητας απόφασης του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων να διαγράψει ένσταση κατά της εγγραφής σήματος λόγω μη προώθησης της.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία —Δικαιοδοτικές δυνατότητες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Αποκλεισμός υποκατάστασης του Δικαστηρίου στις αρμοδιότητες της διοίκησης.
Εμπορικά Σήματα — Εγγραφή —Ενστάσεις —Διαδικασία —Επιρροή δικαστικών διαδικασιών επί της διαδικασίας ενώπιον του Εφόρου — Χρονικοί περιορισμοί εξέλιξης της διαδικασίας επί των ενστάσεων με βάση τους κανονισμούς — Περιστατικά της καθυστέρησης της διαδικασίας και της αντιμετώπισης της από τον Έφορο στην κριθείσα περίπτωση — Η φυσική δικαιοσύνη δεν παραβιάστηκε — Καμία δυσμενής διάκριση δεν διαπιστώθηκε.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της διαγραφής της ενστάσεως τους κατά της αποδοχής του εμπορικού σήματος του ενδιαφερομένου μέρους και κατά της ίδιας της εγγραφής του σήματος αυτού στο μητρώο εμπορικών σημάτων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η καθ' ης, εφόσον οι αιτητές έφεραν ένσταση στην εγγραφή των υπό συζήτηση εμπορικών σημάτων του ενδιαφερόμενου μέρους, είχε υποχρέωση να αποφασίσει περί των ενστάσεων τούτων για να ολοκληρώσει τη διαδικασία. Στις 14 Δεκεμβρίου 1993 η καθ' ης αποφάσισε, εφόσον οι αιτητές παρέλειψαν να καταχωρίσουν μαρτυρία εντός δύο μηνών, όπως καθορίστηκε, να απορρίψει τις ενστάσεις τους. Δεν ήθελε να δώσει περαιτέρω παράταση. Η απόφαση αυτή χωρίς αμφιβολία παρέχει έννομο αποτέλεσμα το οποίο επηρεάζει τους αιτητές. Αυτό εξάλλου προκύπτει και από το λεκτικό του Κανονισμού 44 ο οποίος προβλέπει ότι αν ο ενιστάμενος δεν προβάλει τη μαρτυρία του θα πρέπει, εκτός εάν η Έφορος δώσει διαφορετικές οδηγίες, η ένσταση του να θεωρηθεί ως εγκαταλειφθείσα. Δίδει δηλαδή εξουσία στην Έφορο να αποφασίσει τελειωτικά περί του θέματος.
Πότε μια πράξη είναι εκτελεστή αναλύεται πολύ καλά από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της στην Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198.
2. Στο σημείο που οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο αναστολή της εγγραφής του επίδικου εμπορικού σήματος το Δικαστήριο κρίνει ότι η προδικαστική ένσταση είναι αποδεκτή.
Αυτό το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να πράξει είναι να επικυρώσει ή να ακυρώσει απόφαση, πράξη ή παράλειψη. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία η οποία ζητείται είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναθεωρητική μόνο δικαιοδοσία και δεν έχει εξουσία να υποκαταστήσει το έργο της διοίκησης. Συνεπώς σχετικά με την αιτούμενη αναστολή από τους αιτητές το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να την εκδώσει και ως προς το σημείο αυτό η προσφυγή των αιτητών απορρίπτεται.
3. Στην παρούσα περίπτωση δόθηκε κάθε λογική προθεσμία.
Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εκκρεμότητα αγωγών ενώπιον Επαρχιακών Δικαστηρίων για ιδιωτικά δικαιώματα μεταξύ διαδίκων μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εγγραφής ή όχι ενός εμπορικού σήματος στο δημόσιο αρχείο των Εμπορικών Σημάτων το οποίο τηρεί η Έφορος βάσει του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268. Σε αντίθετη περίπτωση η ενέργεια αυτή θα εσήμαινε ότι η Έφορος εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Όπως φαίνεται από τα γεγονότα τα οποία εκτίθενται αναλυτικά στην αρχή της απόφασης, η καθ' ης αφού εξέτασε όλα τα θέματα που ηγέρθηκαν τόσο στην επιστολή των αιτητών ημερομηνίας 8 Ιανουαρίου 1993, όσο και κατά την ακρόαση στις 19 Ιουλίου 1993, αποφάσισε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος αναστολής της ακρόασης.
Η επιβολή από την καθ' ης της προθεσμίας των δύο μηνών για να υποβάλουν οι αιτητές τη μαρτυρία τους ήταν ορθή, σύμφωνα με τους Κανονισμούς 43 και 49.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιτητές δεν υπέβαλαν αίτηση για παράταση χρόνου ούτε πριν την παρέλευση του χρόνου ούτε και πριν τις 14 Δεκεμβρίου 1993, οπότε και πήρε την απόφαση η καθ' ης. Οι ενστάσεις εγκαταλείφθηκαν στην ουσία από τους αιτητές εφόσον αυτοί δεν υπέβαλαν την προβλεπόμενη μαρτυρία. Αυτό σημαίνει ότι τα σήματα θεωρούνται εγγεγραμμένα από την ημερομηνία της αρχικής εγγραφής τους. Επίσης δεν φαίνεται πως παραβιάζεται ο Κανονισμός 95 με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, εφόσον οι αιτητές από μόνοι τους δεν θέλησαν να συμμορφωθούν με τους Κανονισμούς και να υποβάλουν τη μαρτυρία τους εγκαίρως, παρουσιάζοντας έτσι την υπόθεση τους κατά ολοκληρωμένο τρόπο.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνεται ότι ορθά εκδόθηκε η επίδικη απόφαση και δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
4. Παρατηρείται ότι σχετικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι δεν καταχώρισαν τη μαρτυρία τους εμπρόθεσμα (εντός δύο μηνών) όπως τους ζητήθηκε, γιατί καταχώρισαν άλλη προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αυτό δεν ευσταθεί ούτε και δικαιολογεί τη στάση τους. Η καταχώριση μιας προσφυγής δεν αναστέλλει καμιά άλλη διαδικασία ενώπιον του διοικητικού οργάνου εκτός εάν εκδοθεί σχετικό διάταγμα από το Δικαστήριο. Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση.
Η παραπομπή δε των αιτητών σε αριθμό άλλων υποθέσεων ενώπιον της Εφόρου και ο ισχυρισμός για δυσμενή διάκριση εναντίον τους δεν ευσταθεί.
Η καθ' ης η αίτηση Έφορος σε ένορκη δήλωση της, καταχωρημένη στο φάκελο της υπόθεσης στις 4 Νοεμβρίου 1996, αναλύει με κάθε λεπτομέρεια εκάστη από αυτές τις υποθέσεις, όπου διαφαίνεται ότι πρόκειται περί διαφορετικών από την παρούσα υπόθεση περιπτώσεων. Με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα να αντιμετωπιστεί η υπό συζήτηση υπόθεση κατ' ανάλογο με αυτές τρόπο και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύεται δυσμενής διάκριση εναντίον των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Krashias Modern Land & Building Developments Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων για την διαγραφή της ενστάσεως των αιτητών εναντίον της αποδοχής του εμπορικού σήματος "TIMBERLAND" το οποίο ανήκει στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Τ. Χριστοδουλίδης, για τους Αιτητές.
Στ. Ιωαννίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για την Καθ' ης η αίτηση.
Ε. Φλουρέντζος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:
"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Εφόρου Εμπορικών Σημάτων ημερομηνίας 14.12.93 για διαγραφή της ενστάσεως υπ' αρ. 648 της Ε. Mitsingas Exports Ltd εναντίον της αποδοχής του εμπορικού σήματος 30445 Timberland της Timberland Company, 11 Merrill Industrial Drive, Hampton, New Hampshire 03842 Η.Π.Α. εκπροσωπούμενης ενώπιον του Εφόρου υπό του κ. Ε. Φλουρέντζου, δικηγόρου εκ Λευκωσίας, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εγγραφή του εμπορικού σήματος 30445 Timberland της Timberland Company εξ Η.Π.Α. είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
3. Διαταγή του Δικαστηρίου που να ακυρώνει και/ή αναστέλλει την εγγραφή του εμπορικού σήματος 30445 Timberland της Timberland Company εξ Η.Π.Α. και/ή που να εμποδίζει τον Έφορο Εμπορικών Σημάτων στο να ενεργεί με οποιοδήποτε τρόπο ως εάν το εν λόγω εμπορικό σήμα είναι εγγεγραμμένο."
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω όπως πιο κάτω τα γεγονότα της υπόθεσης για να γίνει κατανοητή η όλη εξέλιξη των πραγμάτων.
Τα γεγονότα της υπόθεσης σχετικά με την αίτηση των αιτητών για εγγραφή του σχεδίου Δένδρου με αρ. 28534 έχουν ως εξής:
Στις 15 Ιουλίου 1987 οι αιτητές υπέβαλαν μέσω του δικηγόρου τους αίτηση στην καθ' ης η αίτηση Έφορο Εμπορικών Σημάτων (η καθ' ης) με αρ. 28534, με την οποία ζητούσαν την εγγραφή του σχεδίου δένδρου ως εμπορικού σήματος στην κλάση 25 σε σχέση με υποδήματα και παντόφλες.
Η καθ' ης απέστειλε στους αιτητές επιστολή ημερομηνίας 29 Αυγούστου 1987, με την οποία τους πληροφορούσε ότι υπήρχε ένσταση για την εγγραφή του σήματος με βάση το άρθρο 14(1) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10(a) του Ν. 206/90, λόγω ομοιότητας με το εμπορικό σήμα με αρ. Β27873, σχέδιο North Star στην κλάση 25 της εταιρείας Bata Ltd. To άρθρο αυτό αναφέρει:
"14.(1) Subject to the provisions of subsection (2), no trade mark shall be registered in respect of any goods or description of goods that is identical with a trade mark belonging to a different proprietor and already on the register in respect of the same goods or description of goods or that so nearly resembles such a trade mark as to be likely to deceive or cause confusion."
Στις 21 Ιανουαρίου 1988 ορίστηκε ημερομηνία ακρόασης της αίτησης των αιτητών μετά από επιστολή των αιτητών στις 15 Οκτωβρίου 1987.
Εν τω μεταξύ η καθ' ης απέστειλε στους αιτητές νέα επιστολή ημερομηνίας 7 Νοεμβρίου 1987, με την οποία τους πληροφορούσε ότι, επιπρόσθετα με τη σύσταση που υποβλήθηκε για την εγγραφή του συγκεκριμένου εμπορικού σήματος (ημερομηνίας 29 Αυγούστου 1987), υποβλήθηκε και άλλη ένσταση με βάση το άρθρο 19(1) του Νόμου γιατί οι αιτητές δεν είναι ιδιοκτήτες του σήματος. Το άρθρο 19(1) του Κεφ. 268 αναφέρει:
"19.(1) Any person claiming to be the proprietor of a trade mark used or proposed to be used by him who is desirous of registering it must apply in writing to the Registrar in the prescribed manner for registration either in Part A or in Part Β of the register."
Κατά την ημερομηνία της ακρόασης στις 21 Ιανουαρίου 1988, ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε αναβολή και αυτή ορίστηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1988.
Κατά την ακρόαση στις 6 Φεβρουαρίου 1988, ο δικηγόρος των αιτητών ανέφερε ότι, αναφορικά με την πρώτη ένσταση, το σήμα δεν προσομοιάζει με το σήμα με αρ. Β 27873, σχέδιο North Star και επεξήγησε τους λόγους.
Αναφορικά δε με τη δεύτερη ένσταση ισχυρίστηκε ότι οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του σήματος το οποίο χρησιμοποιούν εδώ και πέντε χρόνια και κατέθεσε ένορκη δήλωση σχετικά με τη χρήση του σήματος. Η απόφαση της καθ' ης επιφυλάχθηκε.
Πριν την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης η καθ' ης απέστειλε νέα επιστολή ημερομηνίας 24 Ιανουαρίου 1994 στους αιτητές, με την οποία ήγειρε τρίτη ένσταση με βάση το άρθρο 14(1) του Νόμου, λόγω ομοιότητας του προτεινόμενου σήματος και με το εμπορικό σήμερα με αρ. 30454 στην κλάση 25 της εταιρείας The Timberland Company, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή, το οποίο είχε γίνει αποδεκτό και δημοσιεύθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1991 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 2661. Εναντίον της εγγραφής του εν λόγω σήματος είχε κα-ταχωριθεί από μέρους των αιτητών ένσταση με αρ. 649.
Την 11 Φεβρουαρίου 1994 οι αιτητές ζήτησαν όπως συνεχιστεί η ακρόαση αναφορικά με τα θέματα που ηγέρθησαν και/ή που βρίσκονταν υπό εκδίκαση. Αυτή ορίστηκε στις 21 Μαρτίου 1994 οπότε και ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε μακράν αναβολή για να του δοθούν περαιτέρω οδηγίες από τους πελάτες του. Η ακρόαση ορίστηκε στις 10 Ιουνίου 1994.
Στο σημείο αυτό θ' αναφερθώ στα γεγονότα σχετικά με την αίτηση των αιτητών για εγγραφή της λέξης 'Timberland" και σχεδίου με αρ. 30408.
Στις 7 Ιανουαρίου 1989 οι αιτητές υπέβαλαν στην καθ' ης μέσω του δικηγόρου τους αίτηση (με αρ. 30408) για εγγραφή της λέξης "Timberland" και σχεδίου ως εμπορικό σήμα στην κλάση 25 σε σχέση με υποδήματα.
Η καθ' ης προτού αποφασίσει ζήτησε με επιστολή της ημερομηνίας 10 Απριλίου 1989 από το δικηγόρο των αιτητών μαρτυρία χρήσης. Παράλληλα ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε παράταση χρόνου τριών περίπου μηνών για την ετοιμασία της μαρτυρίας αυτής.
Εν τω μεταξύ ο δικηγόρος των αιτητών με επιστολή του ημερομηνίας 14 Ιουλίου 1989 προς την καθ' ης ανέφερε ότι είχε πληροφορηθεί ότι υπήρχε και άλλη εκκρεμής αίτηση με το όνομα "Timberland" και υποδείκνυε τρόπο εξέτασης των δύο αιτήσεων.
Την ίδια μέρα, 14 Ιουλίου 1989, κατατέθηκε επίσης ένορκη δήλωση του κ. Αιμίλιου Μίτσιγγα, μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου των αιτητών, στην οποία ανέφερε ότι υπάρχει χρήση του σήματος από το 1983.
Στις 8 Αυγούστου 1990 η καθ' ης απέστειλε επιστολή στο δικηγόρο των αιτητών με την οποία τον πληροφορούσε ότι, αφού μελέτησε επισταμένα την ένορκη μαρτυρία και τα τεκμήρια που υποβλήθηκαν σε σχέση με το εμπορικό σήμα με αρ. 30468, ενίσταται στην εγγραφή του διότι οι αιτητές δεν είναι ιδιοκτήτες σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του Νόμου. Ταυτόχρονα τον πληροφορούσε ότι μπορούσε σύμφωνα με τον Κανονισμό 32 των περί Εμπορικών Σημάτων Κανονισμών του 1951 έως 1992 (οι Κανονισμοί), είτε να ζητήσει ακρόαση είτε να υποβάλει εμπεριστατωμένη γραπτή απάντηση στην ένσταση του μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία της επιστολής. Ο Κανονισμός 32 έχει ως ακολούθως:
"32. If the Registrar objects to the application, he shall inform the applicant of his objections in writing, and unless within two months the applicant applies for a hearing or makes a considered reply in writing to those objections he shall be deemed to have withdrawn his application."
Στις 3 Οκτωβρίου 1990 ο δικηγόρος των αιτητών απέστειλε επιστολή προς την καθ' ης με την οποία του ζητούσε όπως οριστεί ακρόαση της αίτησης σε όχι πολύ σύντομη ημερομηνία, η οποία και ορίστηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1991 και η οποία στο τέλος μετατοπίστηκε στις 3 Απριλίου 1991 μετά από αίτηση των αιτητών.
Στη συνέχεια με επιστολή του δικηγόρου των αιτητών για περαιτέρω αναβολή της ακρόασης της αίτησης, αυτή ορίστηκε στις 9 Μαΐου 1991. Εν τω μεταξύ με επιστολή του ιδίου και πάλι ανεστάλη η διαδικασία των ενστάσεων για το λόγο, όπως ο ίδιος αναφέρει στην επιστολή του, εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού η αγωγή 3285/90 και ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας η αγωγή 5770/89 που αφορούσαν, όπως ισχυρίστηκε, τα πιο πάνω σήματα.
Ο δικηγόρος των αιτητών μέχρι σήμερα δεν ζήτησε να οριστεί ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης.
Και τέλος παραθέτω τα γεγονότα που σχετίζονται με την αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους "The Timberland Company" από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, για εγγραφή της λέξης 'Timberland" με αρ. 30445 και εγγραφή σχεδίου Δένδρου με αρ. 30454.
Στις 17 Ιανουαρίου 1989 το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε στην καθ' ης μέσω του δικηγόρου του αίτηση (με αρ. 30445) για την εγγραφή της λέξης "Timberland" ως εμπορικό σήμα στην κλάση 25 σε σχέση με είδη ένδυσης.
Επίσης στις 20 Ιανουαρίου 1989 το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε στην καθ' ης και δεύτερη αίτηση (αρ. 30454) για την εγγραφή του σχεδίου δένδρου ως εμπορικό σήμα επίσης στην κλάση 25 σε σχέση με είδη ένδυσης.
Στις 9 Αυγούστου 1990 η καθ' ης αποδέκτηκε τις δύο αιτήσεις για την εγγραφή των πιο πάνω σημάτων.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1991 έγινε η σχετική δημοσίευση στο πέμπτο παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας με αρ. 2661.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1992 οι αιτητές υπέβαλαν δύο ενστάσεις στις αιτήσεις για την εγγραφή των πιο πάνω εμπορικών σημάτων, η υπ' αρ. 648 για το εμπορικό σήμα αρ. 30445 και η υπ' αρ. 649 για το εμπορικό σήμα με αρ. 30454.
Η καθ' ης στις 16 Μαρτίου 1992 κοινοποίησε αντίγραφα της ειδοποίησης των ενστάσεων στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1992 καταχωρήθηκαν από το ενδιαφερόμενο μέρος αντενστάσεις και στις 21 Σεπτεμβρίου 1992 κοινοποιήθηκαν αντίγραφα των αντενστάσεων στους αιτητές.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1992 ο δικηγόρος των αιτητών με επιστολή του προς την καθ' ης ζήτησε παράταση δύο μηνών για να ετοιμάσουν τη μαρτυρία τους.
Ακολούθως οι αιτητές στις 12 Ιανουαρίου 1993 ζήτησαν όπως ανασταλεί η διαδικασία των ενστάσεων γιατί εκκρεμούσαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και Λευκωσίας οι αγωγές 3285/90 και 5770/89, αντίστοιχα.
Η καθ' ης απάντησε ότι αποδέχετο αναστολή της διαδικασίας για έξι μήνες νοουμένου ότι και η άλλη πλευρά ήταν σύμφωνη και γι' αυτό παρακαλούσε όπως έχει τη συγκατάθεση της άλλης πλευράς για να προχωρήσει.
Το ενδιαφερόμενο μέρος μέσω του δικηγόρου του τόσο προφορικά όσο και γραπτά με επιστολή του ημερομηνίας 23 Φεβρουαρίου 1993, ειδοποίησε ότι έφερνε ένσταση σε οποιαδήποτε αναβολή.
Αποτέλεσμα της πιο πάνω θέσης του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν η καθ' ης να ζητήσει από τους αιτητές να καταχωρίσουν μαρτυρία υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, σύμφωνα με τους περί Εμπορικών Σημάτων Κανονισμούς του 1951 έως 1992, εντός ενός μηνός από τις 4 Μαρτίου 1993.
Οι αιτητές όμως ζήτησαν να ορίσει η καθ' ης ημερομηνία ακροάσεως σχετικά με το αίτημα τους για αναστολή της διαδικασίας επ' αόριστο.
Στις 15 Απριλίου 1993 το ενδιαφερόμενο μέρος ζήτησε από την καθ' ης όπως απορρίψει τις ενστάσεις και προβεί στην έκδοση του πιστοποιητικού των προαναφερθέντων εμπορικών σημάτων, για το λόγο ότι οι αιτητές δεν συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες της και δεν καταχώρησαν μαρτυρία.
Στη συνέχεια η καθ' ης ειδοποίησε στις 27 Απριλίου 1993 τους δικηγόρους και των δύο πλευρών, αιτητών και ενδιαφερόμενου μέρους, ότι η αίτηση για αναστολή ορίστηκε για ακρόαση στις 12 Ιουλίου 1993.
Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους έφερε ένσταση στις 6 Μαΐου 1993 στην απόφαση αυτή της καθ' ης και επεφύλαξε τα δικαιώματα του.
Με επιστολή του δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους Δρα Χρ. Θεοδούλου, ημερομηνίας 5 Ιουλίου 1993, η καθ' ης ενημερώθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διόρισε άλλο δικηγόρο στη θέση του, τον κ. Ευθύμιο Φλουρέντζο.
Στις 12 Ιουλίου 1993 ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε αναβολή της ακρόασης, η οποία επαναορίστηκε στις 19 Ιουλίου 1993.
Κατά την ακρόαση ο δικηγόρος των αιτητών ανέφερε ότι η τυχόν εγγραφή των σημάτων δεν εμποδίζει αγωγή για αθέμιτο ανταγωνισμό (Passing Off) ούτε για παράβαση (infringement), ότι η εγγραφή ενός εμπορικού σήματος δεν είναι τελική (conclussive) και ότι η κυπριακή εταιρεία (δηλαδή οι αιτητές) δεν επηρεάζεται από την εγγραφή του σήματος. Επίσης υποστήριξαν ότι διοικητικά και πρακτικά θα υπάρχει πρόβλημα εάν η καθ' ης αποφασίσει διαφορετικά από το Δικαστήριο και ότι είναι πρέπουσα υπόθεση για να ανασταλεί η διαδικασία.
Στη συνέχεια αγόρευσε ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους ο οποίος ανέφερε ότι ενίσταται στην αναστολή, γιατί τέτοια διαδικασία δεν υπάρχει ούτε στο Νόμο ούτε στους Κανονισμούς και ότι η διοικητική διαδικασία μπορεί να δημιουργήσει δικαιώματα και υποχρεώσεις μετά την απόφαση, αλλά δεν επηρεάζεται από ιδιωτικής φύσεως διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον των Δικαστηρίων. Επίσης ανέφερε ότι στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων Λεμεσού και Λευκωσίας δεν εγείρονται θέματα ιδιοκτησίας του σήματος. Στη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι καν διάδικος, ενώ η αγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας είναι για αθέμιτο ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου οι εν λόγω αγωγές ουδόλως επηρεάζουν τη διαδικασία ενώπιον της καθ' ης. Καταλήγοντας ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους είπε ότι είναι καθήκον του διοικητικού οργάνου να αποφασίζει σύντομα και να απαντά στους διοικούμενους.
Ακολούθησε στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 επιστολή της καθ' ης προς το δικηγόρο των αιτητών και του ενδιαφερόμενου μέρους, με την οποία τους πληροφορούσε ότι αφού εξέτασε όλα τα θέματα που εγέρθηκαν τόσο στην επιστολή των αιτητών ημερομηνίας 1 Νοεμβρίου 1993, όσο και κατά την ακρόαση της 19 Ιουλίου 1993, αποφάσισε ότι η απαίτηση του δικηγόρου των αιτητών δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή διότι σύμφωνα με τον περί Εμπορικών Σημάτων Νόμο κανένας λόγος αναστολής δεν υφί-στατο. Στη συνέχεια έδωσε οδηγίες όπως συνεχιστεί η διαδικασία των ενστάσεων και ζήτησε την καταχώριση της μαρτυρίας της αιτήτριας εντός δύο μηνών.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1993 ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους με επιστολή του ζήτησε όπως η καθ' ης θεωρήσει τις ενστάσεις ως εγκαταλειφθείσες και να δώσει οδηγίες για εγγραφή των εμπορικών σημάτων με αρ. 30445 και 30454, για το λόγο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε καταχωρήσει τη μαρτυρία του μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 1993.
Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης των πραγμάτων και της κατ' εξακολούθηση παράλειψης των αιτητών να καταχωρίσουν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 44 των περί Εμπορικών Σημάτων Κανονισμών, τη μαρτυρία τους, στις 14 Δεκεμβρίου 1993 η καθ' ης με επιστολή της πληροφόρησε τους αιτητές ότι αποφάσισε να διαγράψει και τις δύο ενστάσεις.
Στις 3 Ιανουαρίου 1994 η καθ' ης εξέδωσε τα πιστοποιητικά εγγραφής των εμπορικών σημάτων αρ. 30445 και 30454.
Την απόφαση της καθ' ης ημερομηνίας 14 Δεκεμβρίου 1993, να απορρίψει τις ενστάσεις των αιτητών και να προχωρήσει στην εγγραφή των εμπορικών σημάτων 30445 και 30454, προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή τους οι αιτητές.
Η δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση πρόβαλε αρχικά δύο προδικαστικές ενστάσεις σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης της πρώτης θεραπείας και το βάσιμο της τρίτης θεραπείας που ζητούν οι αιτητές.
Θεωρώ ότι προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων.
Ισχυρίζεται ότι η επιστολή της Εφόρου Εμπορικών Σημάτων ημερομηνίας 14 Δεκεμβρίου 1993, με την οποία πληροφορούσε τους αιτητές ότι οι ενστάσεις τους υπ' αρ. 648 και 649 εναντίον της αποδοχής του εμπορικού σήματος Timberland με αρ. 30445 και του εμπορικού σήματος Tree device με αρ. 30454 διεγράφησαν, δεν αποτελεί πράξη ή απόφαση με την έννοια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, δηλαδή εκτελεστή πράξη, γι' αυτό και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Αυτό που αναφέρει η επιστολή της καθ' ης είναι ότι:
(α) οι αιτητές παρέλειψαν να καταχωρίσουν μαρτυρία σύμφωνα με τον Κανονισμό 44 των περί Εμπορικών Σημάτων Κανονισμών του 1951 μέχρι 1992 και
(β) η καθ' ης αποφάσισε να διαγράψει τις πιο πάνω ενστάσεις.
Το λεκτικό της πράξης υποστήριξε, υποδηλώνει ότι πρόκειται περί προπαρασκευαστικής πράξης. Η επιστολή της 14 Δεκεμβρίου 1993 είναι μια απλή κοινοποίηση γεγονότος που επήλθε αυτόματα ενόψει των ρητών προνοιών του Κανονισμού 44. Όπου σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό αν δεν κατατεθεί μαρτυρία από τον ενιστάμενο, η ένσταση θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα. Η μαρτυρία δεν κατατέθηκε από τους ενισταμένους εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
Η απόφαση της καθ' ης για κατάθεση μαρτυρίας εντός δύο μηνών λήφθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 όταν μετά από ακρόαση σχετικά με αίτημα των αιτητών για επ' αόριστον αναβολή της εκδίκασης των ενστάσεων (μέχρις ότου εκδικασθούν εκκρεμούσες αγωγές ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου), η καθ' ης αποφάσισε ότι κανένας λόγος αναστολής δεν υφίστατο.
Στη συνέχεια η δικηγόρος της καθ' ης ισχυρίζεται ότι ούτε και στην περίπτωση της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 1993 πρόκειται περί εκτελεστής πράξης αλλά ότι αυτή είναι προπαρασκευαστική.
Αντίθετα ο δικηγόρος των αιτητών υποστήριξε ότι η απόφαση ημερομηνίας 14 Δεκεμβρίου 1993 είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Ισχυρίζεται ότι δεν είναι τελική η απόφαση της καθ' ης ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 1993. Η απόφαση εκείνη δεν ετερμάτισε τη διαδικασία της ακροάσεως των ενστάσεων και αυτό είναι αυταπόδεικτο αφού στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 ο Έφορος έδωσε προθεσμία δύο μηνών για καταχώριση μαρτυρίας από τους ενισταμένους και η διαδικασία συνεχίστηκε μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 1993 όταν ο Έφορος αποφάσισε να διαγράψει τις ενστάσεις και να προχωρήσει στην εγγραφή των σημάτων του ενδιαφερόμενου μέρους.
Κρίνω ότι η πιο πάνω προδικαστική ένσταση της δικηγόρου της καθ' ης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί.
Πρέπει να πω ότι η δικηγόρος της καθ' ης ισχυρίζεται ότι δεν είναι εκτελεστές πράξεις ούτε η απόφαση της Εφόρου που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 1993, ούτε αυτή της 14 Δεκεμβρίου 1993. Δεν προτείνει όμως στο Δικαστήριο ποια είναι η εκτελεστή απόφαση.
Εν πάση περιπτώσει πέραν των όσων πιο πάνω υποστήριξαν οι αιτητές, η καθ' ης, εφόσον οι αιτητές έφεραν ένσταση στην εγγραφή των υπό συζήτηση εμπορικών σημάτων του ενδιαφερόμενου μέρους, είχε υποχρέωση να αποφασίσει περί των ενστάσεων τούτων για να ολοκληρώσει τη διαδικασία. Στις 14 Δεκεμβρίου 1993 η καθ' ης αποφάσισε, εφόσον οι αιτητές παρέλειψαν να καταχωρίσουν μαρτυρία εντός δύο μηνών, όπως καθορίστηκε, να απορρίψει τις ενστάσεις τους. Δεν ήθελε να δώσει περαιτέρω παράταση. Η απόφαση αυτή χωρίς αμφιβολία παρέχει έννομο αποτέλεσμα το οποίο επηρεάζει τους αιτητές. Αυτό εξάλλου προκύπτει και από το λεκτικό του Κανονισμού 44 ο οποίος προβλέπει ότι αν ο ενιστάμενος δεν προβάλει τη μαρτυρία του θα πρέπει, εκτός εάν η Έφορος δώσει διαφορετικές οδηγίες, η ένσταση του να θεωρηθεί ως εγκαταλειφθείσα. Δίδει δηλαδή εξουσία στην Έφορο να αποφασίσει τελειωτικά περί του θέματος. Παραθέτω τον Κανονισμό 44:
"44. If an opponent leaves no evidence, he shall, unless the Registrar otherwise directs, be deemed to have abandoned his opposition but, if he does leave evidence, then, within two months from the receipt of the copies of affidavits, the applicant shall leave with the Registrar such evidence by way of affidavit as he desires to adduce in support of his application and shall deliver to the opponent copies thereof."
Πότε μια πράξη είναι εκτελεστή αναλύεται πολύ καλά από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση της στην Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198.
Ακολουθεί η εξέταση της επόμενης προδικαστικής ένστασης της καθ' ης ως προς την αιτούμενη από τους αιτητές θεραπεία (3).
Είναι η θέση της δικηγόρου της καθ' ης ότι η θεραπεία αυτή είναι νόμω αβάσιμη και δεν μπορεί να παρασχεθεί γιατί εκφεύγει των ορίων της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του ακυρωτικού ελέγχου αυτού.
Στο σημείο που οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο αναστολή της εγγραφής του εμπορικού σήματος Timberland βρίσκω ότι η προδικαστική ένσταση είναι αποδεκτή. Παραθέτω πιο κάτω αυτούσια την τρίτη αιτούμενη θεραπεία:
"3. Διαταγή του Δικαστηρίου που να ακυρώνει και/ή αναστέλλει την εγγραφή του εμπορικού σήματος 30445 Timberland της Timberland Company εξ Η.Π.Α. και/ή που να εμποδίζει τον Έφορο Εμπορικών Σημάτων στο να ενεργεί με οποιοδήποτε τρόπο ως εάν το εν λόγω εμπορικό σήμα είναι εγγεγραμμένο."
Η δικαιοδοσία που παραχωρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος διατυπώνεται στην παράγραφο 4, η οποία προβλέπει τα εξής:
"4. Επί τοιαύτης προσφυγής το δικαστήριον δύναται, διά της αποφάσεως αυτού:
(α) να επικύρωση, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν ή
(β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος" ή
(γ) να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή."
Ως εκ τούτου αυτό το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να πράξει είναι να επικυρώσει ή να ακυρώσει απόφαση, πράξη ή παράλειψη. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία η οποία ζητείται είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναθεωρητική μόνο δικαιοδοσία και δεν έχει εξουσία να υποκαταστήσει το έργο της διοίκησης. Συνεπώς σχετικά με την αιτούμενη αναστολή από τους αιτητές το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να την εκδώσει και ως προς το σημείο αυτό η προσφυγή των αιτητών απορρίπτεται.
Ως προς την ουσία της υπόθεσης, οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της επίδικης απόφασης επικαλούμενοι τους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς:
(α) Με την απόρριψη των ενστάσεων τους και τις εγγραφές των εμπορικών σημάτων του ενδιαφερόμενου μέρους η καθ' ης η αίτηση παραβίασε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης και
(β) Η καθ' ης εκδίδοντας την επίδικη απόφαση προέβη σε δυσμενή διάκριση εναντίον των αιτητών.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η καθ' ης εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, απορρίπτοντας δηλαδή τις ενστάσεις τους για την εγγραφή των εμπορικών σημάτων του ενδιαφερόμενου μέρους, τους στέρησε το δικαίωμα να ακουστούν επί της ουσίας των ενστάσεων τους, χωρίς καμιά απολύτως δικαιολογία.
Ισχυρίζονται δε ότι δεν καταχώρισαν την απαιτούμενη από την καθ' ης μαρτυρία γιατί είχαν καταχωρίσει άλλη προσφυγή εναντίον της απόφασης της καθ' ης να μην αναστείλει τη διαδικασία ενστάσεως μέχρι την αποπεράτωση των δύο αγωγών που εκκρεμούν στο Δικαστήριο, γεγονός για το οποίο ήταν ενήμερη η καθ' ης αφού της στάληκε σχετική ενημερωτική επιστολή από τους ιδίους ημερομηνίας 20 Δεκεμβρίου 1993 και ανέμεναν την έκβαση της.
Καθώς επίσης και από το γεγονός ότι η καθ' ης όταν έδωσε την προθεσμία των δύο μηνών στους αιτητές για να υποβάλουν τη μαρτυρία τους, δεν τους προειδοποίησε ότι ήταν η τελευταία ημερομηνία. Ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι συνηθίζεται από την Έφορο να δίδεται επέκταση του χρόνου. Αυτό δείχνει την παρανομία της απόφασης, η οποία εστέρησε το δικαίωμα των αιτητών να ακουστούν ή να ζητήσουν τέτοια παράταση.
Η καθ' ης δηλαδή παραβίασε τον Κανονισμό 95 ο οποίος προβλέπει ότι σε κάθε πρόσωπο πρέπει να δίδεται ευκαιρία να παρουσιάζει την υπόθεση του. Παραθέτω τον Κανονισμό:
"95. Before exercising adversely to any person any discretionary power given to the Registrar by the Law, or these rules, the Registrar shall, if so required, hear such person thereon."
Ενισχύει δηλαδή ο Κανονισμός αυτός τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Στην προκείμενη περίπτωση χωρίς να ακουστούν οι αιτητές οι ενστάσεις τους 648 και 649 διεγράφησαν και πριν αντιδράσουν, τα εμπορικά σήματα των αντιδίκων τους ευρέθησαν επί του μητρώου των εμπορικών σημάτων ως τετελεσμένο γεγονός.
Όπως υποστήριξε και η δικηγόρος της καθ' ης σχετικά με τις υποθέσεις ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων η καθ' ης δεν γνώριζε τίποτε για την έκβαση τους αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν λαμβάνει μέρος στη διαδικασία ενώπιον των Δικαστηρίων που είναι ανεξάρτητη από αυτή που διεξάγεται ενώπιον της.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 49 η καθ' ης έχει την ευχέρεια να δίδει λογική παράταση χρόνου σχετική όμως με τα χρονικά πλαίσια και/ή περιθώρια και/ή προθεσμίες που προβλέπονται στους περί Εμπορικών Σημάτων Κανονισμούς. Δεν προβλέπεται όμως επ' αόριστον αναστολή διαδικασίας στους Κανονισμούς. Παραθέτω τον Κανονισμό 49:
"49. Where in opposition proceedings any extension of time is granted to any party, the Registrar may thereafter if he thinks fit, without giving the said party a hearing, grant any reasonable extension of time to any other party in which to take any subsequent step."
Στην παρούσα περίπτωση δόθηκε κάθε λογική προθεσμία.
Με κανένα τρόπο δεν μπορώ να δεχθώ ότι η εκκρεμότητα αγωγών ενώπιον Επαρχιακών Δικαστηρίων για ιδιωτικά δικαιώματα μεταξύ διαδίκων μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία εγγραφής ή όχι ενός εμπορικού σήματος στο δημόσιο αρχείο των Εμπορικών Σημάτων το οποίο τηρεί η Έφορος βάσει του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268. Σε αντίθετη περίπτωση η ενέργεια αυτή θα εσήμαινε ότι η Έφορος εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Όπως φαίνεται από τα γεγονότα τα οποία εκτίθενται αναλυτικά στην αρχή της απόφασης μου, η καθ' ης αφού εξέτασε όλα τα θέματα που ηγέρθηκαν τόσο στην επιστολή των αιτητών ημερομηνίας 8 Ιανουαρίου 1993, όσο και κατά την ακρόαση στις 19 Ιουλίου 1993, αποφάσισε ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος αναστολής της ακρόασης.
Η επιβολή από την καθ' ης της προθεσμίας των δύο μηνών για να υποβάλουν οι αιτητές τη μαρτυρία τους ήταν ορθή, σύμφωνα με τους Κανονισμούς 43 και 49. Ο Κανονισμός 43 έχει ως εξής:
"43. Upon receipt of the counter-statement and duplicate the Registrar will forthwith send the duplicate to the opponent and within two months from the receipt of the duplicate the opponent shall leave with the Registrar such evidence by way of affidavi t as he may desire to adduce in support of his opposition and shall deliver to the applicant copies thereof."
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιτητές δεν υπέβαλαν αίτηση για παράταση χρόνου ούτε πριν την παρέλευση του χρόνου ούτε και πριν τις 14 Δεκεμβρίου 1993, οπότε και πήρε την απόφαση η καθ' ης. Πρέπει να αναφέρω ότι οι ενστάσεις εγκαταλείφθηκαν στην ουσία από τους αιτητές εφόσον αυτοί δεν υπέβαλαν την προβλεπόμενη μαρτυρία. Αυτό σημαίνει ότι τα σήματα θεωρούνται εγγεγραμμένα από την ημερομηνία της αρχικής εγγραφής τους. Επίσης δεν βρίσκω πως παραβιάζεται ο Κανονισμός 95 με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, εφόσον οι αιτητές από μόνοι τους δεν θέλησαν να συμμορφωθούν με τους Κανονισμούς και να υποβάλουν τη μαρτυρία τους εγκαίρως, παρουσιάζοντας έτσι την υπόθεση τους κατά ολοκληρωμένο τρόπο.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι ορθά εκδόθηκε η επίδικη απόφαση και δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Ακολουθεί ο επόμενος ισχυρισμός των αιτητών οι οποίοι ισχυρίζονται δυσμενή διάκριση εναντίον τους από μέρους της καθ' ης. Υποστήριξαν ότι δεν ζήτησαν παράταση χρόνου για την καταχώριση της απαιτούμενης μαρτυρίας γιατί είχαν εν τω μεταξύ καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της απόφασης της Εφόρου ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 1993, να μη διατάξει αναστολή της διαδικασίας. Πληροφόρησαν σχετικά την Έφορο αλλά δεν έλαβαν απάντηση. Παραπέμπουν δε σε αριθμό άλλων υποθέσεων ενώπιον της Εφόρου στις οποίες αναφέρθηκε η δικηγόρος της καθ' ης για να αποδείξει ότι έδρασε δίκαια στην περίπτωση των αιτητών, όπως κατ' αναλογία έπραξε και στις περιπτώσεις εκείνες. Ισχυρίζονται ότι στις πιο πάνω περιπτώσεις η Έφορος έδρασε με κάθε επιείκεια και ικανοποίησε τους εκάστοτε αιτητές, ενώ η περίπτωση τους αντιμετωπίστηκε με πάσα αυστηρότητα, αδικία, άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση εναντίον τους.
Η καθ' ης αμφισβήτησε την πιο πάνω θέση των αιτητών και υποστήριξε ότι αυτός ήταν ο ενδεδειγμένος από το Νόμο και τους Κανονισμούς τρόπος που έπρεπε να δράσει και ορθά εξέδωσε την επίδικη απόφαση.
Παρατηρώ ότι σχετικά με τον ισχυρισμό των αιτητών ότι δεν καταχώρισαν τη μαρτυρία τους εμπρόθεσμα (εντός δύο μηνών) όπως τους ζητήθηκε, γιατί καταχώρισαν άλλη προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αυτό δεν ευσταθεί ούτε και δικαιολογεί τη στάση τους. Η καταχώριση μιας προσφυγής δεν αναστέλλει καμιά άλλη διαδικασία ενώπιον του διοικητικού οργάνου εκτός εάν εκδοθεί σχετικό διάταγμα από το Δικαστήριο.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση.
Η παραπομπή δε των αιτητών σε αριθμό άλλων υποθέσεων ενώπιον της Εφόρου και ο ισχυρισμός για δυσμενή διάκριση εναντίον τους δεν ευσταθεί.
Η καθ' ης η αίτηση Έφορος σε ένορκη δήλωση της, καταχωρημένη στο φάκελο της υπόθεσης στις 4 Νοεμβρίου 1996, αναλύει με κάθε λεπτομέρεια εκάστη από αυτές τις υποθέσεις, όπου διαφαίνεται ότι πρόκειται περί διαφορετικών από την παρούσα υπόθεση περιπτώσεων. Με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα να αντιμετωπιστεί η υπό συζήτηση υπόθεση κατ' ανάλογο με αυτές τρόπο και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύεται δυσμενής διάκριση εναντίον των αιτητών. Συνεπώς απορρίπτεται και αυτός ο ισχυρισμός των αιτητών ως ανεδαφικός.
Καταλήγω ότι οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν με γεγονότα ή στοιχεία ότι η επίδικη απόφαση πάσχει και ως εκ τούτου συντρέχει το τεκμήριο της νομιμότητας.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της με βάση τις διατάξεις του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.