ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 333

10 Φεβρουαρίου, 1997

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΛΥΣΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗ,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 1064/94, 1065/94)

Φορολογία — Φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών — Τόκος — Απλός τόκος από της διαθέσεως — Άρθρο 18 του Ν. 52/80.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας — Σύμφωνες γνωμοδοτήσεις ή εκθέσεις ή εισηγήσεις στο φάκελο της πράξης — Μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία των εκ φύσεως αιτιολογημένων πράξεων.

Φορολογία — Βεβαίωση και είσπραξη φόρων — Χρονικά όρια — Ειδικά η προθεσμία σε περίπτωση ακύρωσης της φορολογία από το Ανώτατο Δικαστήριο — Άρθρο 21(3) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978-1988.

Φορολογία — Φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών — Χρονικά σημεία έναρξης της ισχύος των προνοιών του Ν. 135/90 —Άρθρο 16 του Νόμου.

Οι αιτητές αμφισβήτησαν την φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών που τους επιβλήθηκε ως προς εκποίηση ακινήτου που τους ανήκε εξ ημισείας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Κρίνεται κατ' αρχήν σκόπιμο να επιληφθεί το Δικαστήριο της εισήγησης των δικηγόρων των αιτητών αναφορικά με την επιβολή του τόκου 9% επί του φόρου.

Η απόφαση είναι νόμιμη καθόσον η επιβολή τέτοιας φορολογίας έχει επιβληθεί με βάση το Άρθρο 18 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου 52/80, όπως αυτό αναριθμήθηκε με το Άρθρο 11 του Νόμου 135/90.

2. Ως προς το παράπονο των αιτητών για έλλειψη αιτιολογίας το Δικαστήριο κρίνει ότι το παράπονο αυτό είναι αβάσιμο καθόσον φαίνεται λεπτομερώς από τη δικογραφία πόσο εμπεριστατωμένη έρευνα έγινε και πόσο αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις, συζητήσεις έγιναν και πώς η απόφαση αυτή εδικαιολογήθη.

Από τα στοιχεία που ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει καθαρά πως η Διοίκηση έλαβε υπόψη τις εμπεριστατωμένες μελέτες εκτιμητών, τις οποίες και υιοθέτησε και στις οποίες παραπέμπει.

3. Ως προς το εκπρόθεσμο της φορολογίας η εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών δεν ευσταθεί καθόσον η νέα βεβαίωση φορολογίας έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 21(3) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978-1988, ύστερα από επανεξέταση της υπόθεσης κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

4. Ένα άλλο παράπονο των αιτητών είναι πως οι καθ' ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν με τις πρόνοιες του Άρθρου 6 του Νόμου 52/80, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το Άρθρο 4 του Νόμου 135/90. Υπάρχει ρητή πρόνοια στο Νόμο 135/90 όπου το Άρθρο 16, αναφέρει ο τροποποιητικός αυτός Νόμος, εφαρμόζεται σε σχέση με διάθεση ιδιοκτησίας που έγινε μετά την 1 Ιανουαρίου 1989.

Η διάθεση του επίδικου κτήματος έγινε στις 28 Ιανουαρίου 1984. Κατά συνέπεια δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 6 του Νόμου 52/80.

5. Ως προς την εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών πως δεν παρίστατο ανάγκη νέας βεβαίωσης του φόρου το Δικαστήριο δεν συμφωνεί γιατί, κατά τη νομολογία, η Διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση οφείλει να συμμορφωθεί και να επανεξετάσει το ζήτημα και να προβεί σε νέα βεβαίωση.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Unicars Ltd ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 457.

Προσφυγές.

Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόρριψη της ενστάσεως των αιτητών κατά της βεβαίωσης της φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών που επιβλήθηκε στους αιτητές σχετικά με την πώληση του 1/2 μεριδίου μιας κατοικίας.

Α. Π. Αναστασιάδης, για τους Αιτητές.

Α. Καουτζιάνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές συνεκδικάζονται σύμφωνα με το δικαστικό διάταγμα ημερομηνίας 27/11/96, που εκδόθηκε μετά από αίτηση των διαδίκων.

Οι αιτητές ξεχωριστά με τις προσφυγές τους ζητούν από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

"Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση υπό του Καθ' ου η παρούσα προσφυγή υπό ημερομηνίαν 12.12.1994, επί της ενστάσεως των Αιτητών κατά της βεβαιώσεως υπ' αριθ. 840002 επιβληθείσης εις τους Αιτητάς επί τω σκοπώ επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικού κέρδους επί του κέρδους του πραγματοποιηθέντος υπ' αυτού εκ της πωλήσεως την 28.1.84 του 1/2 μεριδίου των επί μιας οικίας κειμένης εν Λεμεσώ υπ' αριθ. εγγραφής 34373, τεμ. 14/2 του Φ/Σχ. LIV/58.3.III, εγένετο εσφαλμένως και είναι άκυρος και άνευ οιουδήποτε αποτελέσματος. Η παρούσα στρέφεται διαζευκτικώς και κατά της ως άνω βεβαιώσεως."

Τα αιτητικά είναι ταυτόσημα. Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες οικίας υπ' αριθμό εγγραφής 34373, κατά το 1/2 μερίδιο ο καθένας. Η περιουσία αυτή πωλήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1984. Το παράπονο τους είναι πως η φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών που τους επεβλήθηκε είναι άδικη και παράνομη και ζητούν με την προσφυγή τους την ακύρωση της.

Η ουσία της υπόθεσης αφορά την απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων να καθορίσει τόσο την αγοραία αξία όσο και το προϊόν διάθεσης της πιο πάνω κατοικίας, καθώς και την επιβολή τόκου προς 9% πάνω στο φόρο.

Η υπόθεση έχει τη μικρή της ιστορία.

Για την ίδια υπόθεση η Σταυρούλλα Λυσιώτη είχε καταχωρίσει την προσφυγή υπ' αριθμό 64/88, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της επιβληθείσας φορολογίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αλλά στην έφεση το Εφετείο, μετά από δήλωση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι η υπόθεση έπασχε από έλλειψη αιτιολογίας, ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση.

Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης ο Διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων επανεξέτασε την υπόθεση, αφού έλαβε υπόψη του έκθεση εκτιμητή καθώς και εκτίμηση του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Τελικώς υιοθέτησε την εκτίμηση του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και προς τούτο ειδοποίησε τη Σταυρούλλα Λυσιώτη σχετικώς.

Η ίδια διαδικασία ίσχυσε και στην περίπτωση του Φίλιππου Λυσιώτη, αιτητή στην υπόθεση 1064/94.

Σαν αποτέλεσμα της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων στάληκε και η σχετική ειδοποίηση επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών.

Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση και ισχυρίστηκαν τα πιο κάτω:

(α) Ο καθ' ου η αίτηση Διευθυντής δεν είχε το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης διότι το Εφετείο δεν διέταξε διενέργεια νέας βεβαίωσης φόρου.

(β) Το έτος φορολόγησης (1984) είναι πέραν των έξι (6) ετών και δεν υπήρξε εσκεμμένη παράλειψη για να επεκταθεί η περίοδος φορολόγησης στα δώδεκα (12) έτη με βάση το άρθρο 23(2) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Αρ. 4/78.

(γ) Δεν δόθηκε η δέουσα αιτιολογία.

Οι καθ' ων η αίτηση δεν δέχτηκαν την ένσταση και απέστειλαν τελική Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών με τη σχετική αιτιολογία.

Η ουσία των δύο συνεκδικαζόμενων υποθέσεων αφορά την απόφαση του Διευθυντή Εσωτερικών Προσόδων να καθορίσει τόσο την αγοραία αξία όσο και το προϊόν διάθεσης της κατοικίας υπ' αριθμό εγγραφής 34373, καθώς και την επιβολή τόκου 9% επί του φόρου.

Κρίνω κατ' αρχήν σκόπιμο να επιληφθώ της εισήγησης των δικηγόρων των αιτητών αναφορικά με την επιβολή του τόκου 9% επί του φόρου.

Η απόφαση είναι νόμιμη καθόσον η επιβολή τέτοιας φορολογίας έχει επιβληθεί με βάση το άρθρο 18 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου 52/80, όπως αυτό αναριθμήθηκε με το άρθρο 11 του Νόμου 135/90, το οποίο αναφέρει:

"18. Απλούς τόκος προς εννέα τοις εκατόν κατ' έτος καταβάλλεται επί παντός φόρου από της παρόδου ενός μηνός από της ημερομηνίας της διαθέσεως της ιδιοκτησίας μέχρι της ημερομηνίας της πληρωμής, και εισπράττεται ως εάν απετέλει μέρος του εν υπερημερία φόρου:

Νοείται ότι εις περιπτώσεις καθ' ας δεν έχει γίνει η βεβαίωσις του πληρωτέου φόρου το υπόχρεον εις την καταβολήν του φόρου πρόσωπον δύναται να καταβάλη εις τον Διευθυντήν παν ποσόν έναντι του μετέπειτα βεβαιωθησομένου φόρου, και παν ποσόν ούτω καταβαλλόμενον καταλογίζεται κατά την βεβαίωσιν του φόρου έναντι του φόρου του οφειλομένου υπό του προσώπου τούτου."

Ως προς το παράπονο των αιτητών για έλλειψη αιτιολογίας ευρίσκω ότι το παράπονο αυτό είναι αβάσιμο καθόσον φαίνεται λεπτομερώς από τη δικογραφία που έχω ενώπιον μου πόσο εμπεριστατωμένη έρευνα έγινε και πόσο αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις, συζητήσεις έγιναν και πώς η απόφαση αυτή εδικαιολογήθη.

Από τα στοιχεία που ευρίσκονται ενώπιον μου προκύπτει καθαρά πως η Διοίκηση έλαβε υπόψη τις εμπεριστατωμένες μελέτες εκτιμητών, τις οποίες και υιοθέτησε και στις οποίες παραπέμπει. Βλέπε Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, παράγραφος 645, όπου αναφέρεται:

"Η αιτιολογία των εκ φύσεως αιτιολογητέων πράξεων μπορεί να προκύψει και από τα 'στοιχεία του φακέλου' δηλαδή από σύμφωνες γνωμοδοτήσεις, εκθέσεις, εισηγήσεις, πορίσματα, πρωτοβάθμιες αποφάσεις κλπ., υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά είναι προσιτά και εύληπτα στους αποδέκτες της πράξεως." (Βλ. και Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, πάρα. 167 και Βάσος Ηλιάδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1976) 3 Α.Α.Δ. 293).

Ως προς το εκπρόθεσμο της φορολογίας η εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών δεν ευσταθεί καθόσον η νέα βεβαίωση φορολογίας έγινε σύμφωνα με το άρθρο 21(3) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978-1988, ύστερα από επανεξέταση της υπόθεσης κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το άρθρο 21(3) του πιο πάνω Νόμου αναφέρει:

"21.-(3) Εάν συνεπεία αποφάσεως ληφθείσης επί ασκηθείσης προσφυγής, παρίσταται ανάγκη όπως γίνη νέα βεβαίωσις του φόρου ίνα εφαρμοσθή η απόφασις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή προς συμμόρφωσιν προς τας οδηγίας αυτού, η τοιαύτη νέα βεβαίωσις της φορολογίας δύναται να διενεργηθή εντός εξ μηνών από της ημερομηνίας καθ' ην εξεδόθη η τοιαύτη απόφασις."

Καθόσον η πρώτη προσφυγή είχε ακυρωθεί στην ολότητα της, η Διοίκηση επανεξέτασε το θέμα με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημέρα που εκδόθηκε από τη διοίκηση η ακυρωθείσα απόφαση. (Βλέπε σχετικά Unicars Ltd ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 457.)

Ένα άλλο παράπονο των αιτητών είναι πως οι καθ' ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν με τις πρόνοιες του άρθρου 6 του Νόμου 52/80, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Νόμου 135/90. Υπάρχει ρητή πρόνοια στο Νόμο 135/90 όπου το άρθρο 16, αναφέρει ο τροποποιητικός αυτός Νόμος, εφαρμόζεται σε σχέση με διάθεση ιδιοκτησίας που έγινε μετά την 1 Ιανουαρίου 1989. Το άρθρο 16 του πιο πάνω Νόμου αναφέρει:

"16. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε σχέση με διαθέσεις ιδιοκτησίας κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου, 1989 με εξαίρεση τα άρθρα 12 και 14 των οποίων η ισχύς αρχίζει την 1η Αυγούστου, 1980."

Η διάθεση του επίδικου κτήματος έγινε στις 28 Ιανουαρίου 1984. Κατά συνέπεια δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 6 του Νόμου 52/80.

Ως προς την εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών πως δεν παρίστατο ανάγκη νέας βεβαίωσης του φόρου δεν συμφωνώ γιατί, κατά τη νομολογία μας, η Διοίκηση μετά από ακυρωτική απόφαση οφείλει να συμμορφωθεί και να επανεξετάσει το ζήτημα και να προβεί σε νέα βεβαίωση. (Βλέπε σχετικά Unicars Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω).)

Ευρίσκω ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε αυθαιρεσία ή παρατυπία ή παρανομία ή οποιαδήποτε ενέργεια που να αντιβαίνει προς τις αρχές του διοικητικού δικαίου.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο