ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 315
7 Φεβρουαρίου, 1997
[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CAMBERLAND PROPERTIES LTD,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 927/94)
Διοικητικό Δίκαιο — Αρμοδιότητα — Υποχρέωση τον διοικητικού οργάνου να ασκήσει την ανατιθέμενη σ' αυτό από το νόμο αρμοδιότητα — Περιστάσεις παράβασης της αρμοδιότητας που παρέχεται στον Υπουργό Εσωτερικών από το Άρθρο 164 του Ν.44/88, τροποποιητικό του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987 — Διάκριση από άλλες πρόνοιες καθοριστικές αρμοδιότητας.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο].
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας και Άλλοι v. Mobil Oil (Cyprus) Limited και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 294,
Solea Car Limited v. Republic (No. 2) (1976) 3 C.L.R. 385.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της αιτήτριας εταιρείας εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών να μην εγγράψει την αιτήτρια εταιρεία ως Κτηματομεσίτη.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Α. Βασιλειάδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Α.: Η αιτήτρια εταιρεία στην παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια εταιρεία με επιστολή ημερ. 17.10.94, με την οποία απόρριψε την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας εταιρείας εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών να μην εγγράψει την αιτήτρια εταιρεία ως Κτηματομεσίτη είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."
Η αιτήτρια εταιρεία ιδρύθηκε στις 31.1.91 και όπως φαίνεται από το ιδρυτικό της έγγραφο βασικός σκοπός της είναι "να διεξάγει την εργασία των μεσιτών, κτηματομεσιτών ............................................. και γενικώς να διεξαγάγει οιεσδήποτε εργασίες παρεμφερείς με την εργασία του εγγεγραμμένου κτηματομεσίτου ως αύται ορίζονται συμφώνως των προνοιών του εκάστοτε εν ισχύι Περί Κτηματομεσιτών Νόμου και/ή Κανονισμών."
Η αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε, μέσω των Νομικών της Συμβούλων, αίτημα στο Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών για εγγραφή της Εταιρείας στο Μητρώο Κτηματομεσιτών και για χορήγηση σ' αυτήν άδειας άσκησης επαγγέλματος.
Η πιο πάνω αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε από το Συμβούλιο με την αιτιολογία ότι στο Μητρώο εγγράφονται μόνο φυσικά πρόσωπα ή σε περίπτωση κατά την οποία ένας εγγεγραμμένος Κτηματομεσίτης, φυσικό πρόσωπο επιθυμεί όπως η άδεια άσκησης του επαγγέλματος εκδοθεί στο όνομα της Εταιρείας στην οποία είναι Διευθυντής αυτό γίνεται αφού ο ενδιαφερόμενος συ-γκαταθετεί στην ακύρωση της άδειας που έχει χορηγηθεί στο όνομα του. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης του Συμβουλίου η Αιτήτρια Εταιρεία υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή για μη εγγραφή της αιτήτριας στο Μητρώο εγγεγραμμένων Κτηματομεσιτών.
Ο Υπουργός Εσωτερικών στις 19.9.94 απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή της Αιτήτριας.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του ημερ. 17.10.94 κοινοποίησε την πιο πάνω απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών στην Αιτήτρια Εταιρεία.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίστηκε η παρούσα προσφυγή στις 8.11.1994.
Ο Νόμος 66/1987 ο οποίος αναφέρεται ως ο Περί Κτηματομεσιτών Νόμος του 1987, είναι ο βασικός Νόμος που ρυθμίζει τα της αδείας και εγγραφής Κτηματομεσιτών όπως αυτός τροποποιήθηκε με τους Νόμους 44/88, 160/58 και 216/88.
Ο Νόμος 44/88 έδωσε τη δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο κατάθεσης Ιεραρχικής Προσφυγής στον Υπουργό, εισάγοντας με το άρθρο 5 το νέο άρθρο 16Α το οποίο έχει ως πιο κάτω:
"16Α(1) Πας όστις δεν ικανοποιείται εξ αποφάσεως του Συμβουλίου εκδοθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται εντός τριάκοντα ημερών από της ημέρας της εις αυτόν κοινοποιήσεως της αποφάσεως δι' εγγράφου προσφυγής, εν η εκτίθενται οι προς υποστήριξιν ταύτης λόγοι, εις τον Υπουργόν, να προσβάλη την τοιαύτην απόφασιν.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος και αφού ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστήριξη τους λόγους εφ' ων στηρίζεται η προσφυγή, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα:
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να ανάθεση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξέταση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως αποφάσεως επί της προσφυγής."
Το διοικητικό όργανο στο οποίο ανατέθηκε η άσκηση της διακριτικής εξουσίας από το Νόμο έχει νομική υποχρέωση να ασκήσει αυτή την εξουσία. Η αποχή από την άσκηση της διακριτικής εξουσίας συνιστά παράβαση νόμου γιατί είναι παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Για το θέμα αυτό ο Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος στο σύγγραμμα του Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, αναφέρει στις σελίδες 327 και 328:
"1. Το διοικητικόν όργανον υποχρεούται ν' ασκήση την διακριτικήν εξουσίαν. - Πρώτη εκδήλωσις του εξωτερικού ελέγχου της διακριτικής εξουσίας είναι η αναζήτησις των τυπικών αποδείξεων, ότι το διοικητικόν όργανον προήλθεν εις την πραγματικήν άσκησιν αυτής. Διότι πρώτον όριον της διακριτικής εξουσίας είνε η υποχρέωσις του οργάνου, όπως άσκηση αυτήν. Η υπό του νόμου απονομή διακριτικής εξουσίας δεν είνε χορήγησις παραιτητής ευχέρειας προς άσκησιν ή μή άσκησιν αυτής, αλλ' είναι επιταγή όπως ο νόμος τύχη εφαρμογής κατά τον τρόπον τούτον και μόνον, ήτοι μετ' άσκησιν διακριτικής εξουσίας, ήτις εξασφαλίζει την προσωπικήν συμμετοχήν της κρίσεως και αυτενέργειας του διοικητικού οργάνου εις την πραγμάτωσιν της βουλήσεως του νόμου. Η αποχή λοιπόν από της ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας είναι παράβασις του νόμου, και είναι δυνατόν, όταν εκδηλούται διά σιωπηράς αρνήσεως, να υπαχθή εις την έννοιαν της παραλείψεως οφειλομένης ενεργείας."
Η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται κυριαρχικά από την αρχή ή το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από το Νόμο.
Στην υπό εξέταση υπόθεση ο Υπουργός ανέθεσε την εξέταση της Ιεραρχικής Προσφυγής της αιτήτριας εταιρείας εξ ολοκλήρου σε Λειτουργό του Υπουργείου του, ενώ ο Νόμος προβλέπει ότι "ο Υπουργός δύναται να αναθέσει εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάσει ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή.... ". Ο Λειτουργός εξέτασε την Ιεραρχική Προσφυγή και άκουσε ο ίδιος τον δικηγόρο του προσφεύγοντος (βλέπε Σημείωμα, ημερ. 17.12.1992 του Διοικητικού Λειτουργού, ερυθρό 20), ενώ ο νόμος απαιτεί όπως ο Υπουργός ακούσει τον προσφεύγοντα "και αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία εις τον προσφεύγοντα, όπως υποστηρίζει τους λόγους εφ' ων στηρίζεται η προσφυγή, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί ...". Στις τελευταίες γραμμές του σημειώματος (ερυθρό 20), αναφέρονται τα ακόλουθα: "εξηγήθηκε στους εν διαφερομένους πως ενόψει του γεγονότος ότι η απόφαση για την προσφυγή θα βασιστεί στη νομική διευκρίνηση του θέματος το όλο θέμα θα διερευνηθεί από νομική άποψη και αν κριθεί
αναγκαίο θα γίνει περαιτέρω ακρόαση. Διαφορετικά θα τεθεί ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών για τελική απόφαση". Περαιτέρω ακρόαση δεν έγινε και ούτε στην εισήγηση/πόρισμα του Κ. Ματθαίου, Ανώτ. Διοικητικού Λειτουργού που εξέτασε την προσφυγή, έγινε οποιαδήποτε αναφορά ή τέθηκαν ενώπιον του Υπουργού πρακτικά, οι απόψεις του προσφεύγοντος πάνω στους λόγους της Ιεραρχικής Προσφυγής, όπως απαιτεί επιτακτικά ο Νόμος. Έτσι στην παρούσα υπόθεση, που βασίζεται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο, διαφοροποιείται η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας και άλλων v. Mobil Oil (Cyprus) Limited και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 294 (απόφαση πλειοψηφίας).
Στην υπόθεση εκείνη το άρθρο 18 του βασικού Νόμου όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν. 13/74 αρ. 3 Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο προνοεί στην παράγραφο (2):
"(2) Ο Υπουργός Εσωτερικών εξετάζει πάσαν εις αυτόν γενομένην προσφυγήν αμελλητί, εάν δε, εις οιανδήποτε συγκεκριμένην περίπτωσιν, ήθελε θεωρήσει τούτο αναγκαίον ή σκόπιμον, ακούει ή άλλως δίδει την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστήριξη τους λόγους εφ' ων στηρίζεται η προσφυγή. Ο Υπουργός αποφασίζει επί πάσης προσφυγής το ταχύτερον και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα."
Στο πιο πάνω άρθρο 18(2) ο Νόμος παρέχει το δικαίωμα στον Υπουργό να ακούσει τους ενδιαφερόμενους εάν κρίνει αναγκαίο ή σκόπιμο. Δεν έχει υποχρέωση όμως να το πράξει, όπως στην υπό εξέταση υπόθεση. Για τον λόγο αυτό διαχωρίζεται η παρούσα υπόθεση από την υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας v. Mobil Oil Cyprus Ltd και Άλλων (πιο πάνω).
Αντίθετα η προσέγγιση στο ίδιο θέμα, της Ολομέλειας στην υπόθεση Solea Car Limited v. Republic (No. 2) (1976) 3 C.L.R. 385 στη σελίδα 388 παρόλο που παραμπιπτόντως γίνεται αναφορά από την Ολομέλεια (η έφεση έγινε αποδεκτή για άλλο λόγο), συνάδει με την παρούσα υπόθεση γιατί το λεκτικό του Νόμου (61/72, αρ.6(2) σε εκείνη την περίπτωση είναι ακριβώς το ίδιο με το λεκτικό του Νόμου στην παρούσα περίπτωση.
"(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητος και αφού ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστήριξη τους λόγους εφ' ων στηρίζεται η προσφυγή αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα.
Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται να ανάθεση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξέταση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προς της υπό του Υπουργού εκδόσεως αποφάσεως επί της προσφυγής."
"Per curiam: Before concluding this judgment we should point out that, had we found that there was before the Minister a properly made appeal, we would have, again, annulled the sub judice decision of the Minister, because it seems to us that, in the present case, the proviso to subsection (2) of section 6 of the relevant Law was been misunderstood and misapplied by the Minister, inasmuch as when he "assigned" to three officers of his Ministry the task of hearing what he considered to be an appeal made by the interested party, he, in effect, went so far as to delegate to them completely his powers under such section 6, which was a thing that he was not lawfully entitled to do under the provisions of that section; or, to say the least, he shared with them such powers in a manner which exceeded the limits of the proper application of the proviso to subsection (2) of section 6."
Η επίδικη απόφαση πρέπει ν' ακυρωθεί για παράβαση Νόμου εκ μέρους του αρμοδίου οργάνου. Επίσης η απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας γιατί η μονογράφηση εγγράφων στο πρακτικό δεν ισοδυναμεί με άσκηση αρμοδιότητας. Το Διοικητικόν όργανο δεν άσκησε την κυριαρχική του εξουσία όπως είχε υποχρέωση να πράξει.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς διαταγή για έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.