ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 276
4 Φεβρουαρίου, 1997
[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΩ ΦΑΝΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
(Υπόθεση Αρ. 817/95)
Φορολογία — Φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας — Αγοραία αξία — Ο τροποποιητικός Νόμος 239/91 που διά του Άρθρου του 4 τροποποίησε το Άρθρο 6 του βασικού νόμου — Ερμηνεία — Ειδικά το ζήτημα της λειτουργίας της αναδρομικότητας του Ν. 239/91 — Δε-σμευτικότητα της εκτίμησης του Κτηματολογίου.
Η αιτήτρια προσέβαλε τις σε βάρος της φορολογίες ακίνητης ιδιοκτησίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Το υπό εξέταση θέμα αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου 239/91. Η συμφωνία του Διευθυντή με την αιτήτρια για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου της σε £90.000 έγινε και εφαρμόστηκε για τα φορολογικά έτη 1982-1989. Είναι γεγονός ότι η αιτήτρια φορολογήθηκε με την ίδια βάση και για τα έτη 1990 και 1991 και πλήρωσε τον φόρο για τα έτη αυτά που ήταν £275. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νόμος 239/91 έχει αναδρομική ισχύ από 1.1.90. Σίγουρα ο Διευθυντής δεν αναθεώρησε την εκτίμηση του για τα χρόνια 1982-1989, για τα οποία είχε γίνει η συμφωνία. Από το έτος 1990 όμως που είχε αναδρομική ισχύ ο νόμος, η νέα επιφύλαξη του Άρθρου 6 καθιστούσε αναγκαίο για τον Διευθυντή να λαμβάνει υπόψη την γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου εφόσον αυτή κατέστη τελική.
Αυτό είναι που τελικά έκαμε ο Διευθυντής ασκώντας την εξουσία του για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου στα πλαίσια του Άρθρου 6 για τα έτη 1990 και μετέπειτα. Από αυτή την άποψη η προηγούμενη συμφωνία δεν μπορούσε να ήταν δεσμευτική για τον Διευθυντή αφού λήφθηκε με διαφορετικά νομικά δεδομένα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών προσόδων με την οποία καθορίστηκε η αγοραία αξία του ακινήτου της αιτήτριας για σκοπούς φορολογίας για τα έτη 1990-1994 σε £127.000.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Αιτήτρια.
Στ. Χούρρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, ημερ. 20.7.1995, με την οποία η αγοραία αξία ακινήτου της για σκοπούς φορολογίας ακίνητης ιδιοκτησίας για τα έτη 1990-1994 καθορίστηκε σε £127.000 και απορρίφθηκαν οι σχετικές ενστάσεις της, είναι άκυρη.
Η αιτήτρια ζητά επίσης ακύρωση των επακόλουθων αποφάσεων του Διευθυντή με τις οποίες επεβλήθη στην αιτήτρια φορολογία £54.- για κάθε έτος με βάση την πιο πάνω εκτίμηση και απερρίφθη το αίτημα της να της επιστραφεί ποσό £275.- το οποίο κατά τον ισχυρισμό της είχε πληρώσει πέραν του δέοντος.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αποτελούν κοινό έδαφος και η επίδικη διαφορά είναι καθαρά νομική.
Στις 30.12.87 ο Διευθυντής καθόρισε την αγοραία αξία του ακινήτου της αιτήτριας για σκοπούς φορολογίας ακίνητης ιδιοκτησίας σε £127.000 κατά την 1.1.1980 (που είναι η σχετική ημερομηνία βάσει του νόμου) σύμφωνα με την γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου. Μετά από ένσταση της αιτήτριας, η οποία υποστήριζε ότι η αγοραία αξία του ακινήτου της ήταν £75.000, ο Διευθυντής καθόρισε την αγοραία αξία του ακινήτου σε £90.000, σαν τελική φορολογία για διευθέτηση ένστασης κατόπιν συμφωνίας. Η αιτήτρια συμφώνησε με την εκτίμηση αυτή και πλήρωσε το ποσό των £275.- που προέκυπτε σαν φορολογία για τα έτη 1990 και 1991, όπως επίσης και τα ποσά που αφορούσαν τα προηγούμενα έτη 1982-1989 με βάση την εκτίμηση για £90.000.
Το 1991 θεσπίστηκε ο νόμος 239/91 σύμφωνα με τον οποίο δεν καταβάλλεται φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας για ακίνητα αγοραίας αξίας κάτω των £100.000, ο δε νόμος αυτός έχει αναδρομική ισχύ από 1.1.1990. Σαν επακόλουθο, η αιτήτρια ζήτησε από τον Διευθυντή να της επιστραφεί το ποσό των £275.- το οποίο είχε πληρώσει για τα έτη 1990 και 1991 με βάση την εκτίμηση που έγινε για £90.000, που καθίστατο τώρα κάτω από το όριο φορολογίας. Ο Διευθυντής όμως, αναθεωρώντας την προηγούμενη εκτίμηση του για £90.000, καθόρισε νέα αγοραία αξία του ακινήτου σε £127.000 και επέβαλε ανάλογη φορολογία στην αιτήτρια για τα έτη 1990 και 1991.
Η αιτήτρια υπέβαλε ενστάσεις στην αναθεωρημένη εκτίμηση και φορολογία οι οποίες απορρίφθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Διευθυντής επαναβεβαίωσε την αγοραία αξία σε £127.000 και επικύρωσε την φορολογία για τα έτη 1990 και 1991 σαν τελική φορολογία.
Η βασική θέση του δικηγόρου της αιτήτριας στην γραπτή αγόρευση του είναι ότι η συμφωνία που επήλθε μεταξύ των μερών το 1989 για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου σε £90.000 ήταν δεσμευτική για τα μέρη και ως εκ τούτου, ο Διευθυντής δεν είχε δικαίωμα να αναθεωρήσει με επανεκτίμηση την αγοραία αξία του ακινήτου. Η αναθεώρηση στην οποία προέβη ο Διευθυντής συνιστούσε, κατά την εισήγηση του ανάκληση της προηγούμενης διοικητικής πράξης με την οποία καθορίστηκε η αγοραία αξία, ενέργεια η οποία δεν επιτρέπεται από το νόμο, εκτός αν γίνει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Στην προκείμενη περίπτωση, υποστήριξε, η αναθεώρηση 6 χρόνια μετά από τον καθορισμό της αγοραίας αξίας δεν έγινε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε επίσης ότι ο Διευθυντής δεν ήταν υποχρεωμένος να υιοθετήσει την αξία των £127.000 που καθορίζεται στην γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου παρά μόνο να την λάβει υπ' όψη. Αυτό το έκαμε, εν πάση περιπτώσει κατά τον καθορισμό της αγοραίας αξίας σε £90.000 κατόπιν συμφωνίας και κανένα στοιχείο δεν δικαιολογούσε την αναθεώρηση της αξίας αυτής.
Τέλος ο δικηγόρος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι η τροποποίηση του νόμου 239/91 δεν είχε αναδρομική ισχύ ώστε να επηρεάζει αγοραία αξία η οποία είχε καθορισθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του.
Η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας στη δική της γραπτή αγόρευση είναι ότι ο Διευθυντής είχε δικαίωμα να αναθεωρήσει την αγοραία αξία με βάση το άρθρο 4 του Νόμου 239/91, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 6 του βασικού νόμου με την προσθήκη περαιτέρω επιφύλαξης ώστε να διαβάζεται ως ακολούθως:
"Η αξία της ακινήτου ιδιοκτησίας λογίζεται ότι είναι το τίμημα όπερ κατά την γνώμη του Διευθυντού θα απέφερεν εάν επωλείτο εν τη ελευθέρα αγορά κατά την 1ην Ιανουαρίου, 1980, ουδεμία δε έκπτωσις γίνεται εις την εκτίμησιν λόγω του ότι η εκτίμησις εβασίσθη επί της προϋποθέσεως ότι ολόκληρος η ακίνητος ιδιοκτησία θα προσφερθή προς πώλησιν κατά τον αυτόν χρόνον:
Νοείται ότι οσάκις λόγω πωλήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας εν τη ελευθέρα αγορά η εκτίμησις αποδεικνύεται εσφαλμένη, ο Διευθυντής δύναται να αναθεώρηση ταύτην λαμβάνων υπ' όψιν την πραγματοποιηθείσαν τιμήν πωλήσεως.
Νοείται περαιτέρω ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 69 του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου έχει καταστεί τελική, ο Διευθυντής οφείλει να τη λάβει υπόψη στον καθορισμό της αξίας της ιδιοκτησίας κατά την 1η Ιανουαρίου 1980, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες η ακίνητη ιδιοκτησία δεν ήταν ελεύθερη κατοχής."
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι με την προσθήκη της επιφύλαξης αυτής κατέστη υποχρεωτικό για τον Διευθυντή να λαμβάνει υπ' όψη την εκτίμηση του Κτηματολογίου εφόσον αυτή κατέστη τελική και ο Διευθυντής δεν εδεσμεύετο από την προηγούμενη εκτίμηση του που είχε συμφωνηθεί.
Έχω τη γνώμη ότι το υπό εξέταση θέμα αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου 239/91. Η συμφωνία του Διευθυντή με την αιτήτρια για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου της σε £90.000 έγινε και εφαρμόστηκε για τα φορολογικά έτη 1982-1989. Είναι γεγονός ότι η αιτήτρια φορολογήθηκε με την ίδια βάση και για τα έτη 1990 και 1991 και πλήρωσε τον φόρο για τα έτη αυτά που ήταν £275.-. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νόμος 239/91 έχει αναδρομική ισχύ από 1.1.90. Σίγουρα ο Διευθυντής δεν αναθεώρησε την εκτίμηση του για τα χρόνια 1982-1989, για τα οποία είχε γίνει η συμφωνία. Από το έτος 1990 όμως που είχε αναδρομική ισχύ ο νόμος, η νέα επιφύλαξη του άρθρου 6 καθιστούσε αναγκαίο για τον Διευθυντή να λαμβάνει υπόψη την γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου εφόσον αυτή κατέστη τελική.
Αυτό είναι που τελικά έκαμε ο Διευθυντής ασκώντας την εξουσία του για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου στα πλαίσια του άρθρου 6 για τα έτη 1990 και μετέπειτα. Από αυτή την άποψη η προηγούμενη συμφωνία δεν μπορούσε να ήταν δεσμευτική για τον Διευθυντή αφού λήφθηκε με διαφορετικά νομικά δεδομένα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.