ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 4 ΑΑΔ 190

24 Ιανουαρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΞΕΝΗΣ ΞΕΝΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτητές,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υποθέσεις Αρ. 135/95, 218/95)

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου — Η προϊσχύσασα κανονιστική ρύθμιση περί του προσωπικού της Αρχής, Κ.Δ.Π. 220/82 — Καν. 10(5)(β) — Περιεχόμενο και ερμηνεία — Κύρος και έκταση εφαρμογής — Περιστάσεις της έγκυρης εφαρμογής του κανονισμού στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο — Προαγωγές — Η αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων που διενεργεί το διορίζον όργανο αποτελεί ανεξάρτητη ευθύνη του και δεν απαιτείται να συμπίπτει με καμμία άλλη — Κρίνεται εξ αντικειμένου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Προκατάληψη — Μέσα και βαθμός αποδείξεως — Περιστάσεις της αβασιμότητας του λόγου στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών σε Υποδιευθυντές Τεχνικού Προσωπικού η οποία ήταν η τελευταία αλλεπάλληλων παρόμοιων πράξεων κατόπιν επαναλαμβανόμενων ακυρώσεων και επανεξετάσεων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1. Επί της επίδικης πράξης εφαρμόστηκε ο Καν. 10 (5) (β) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, Κ.Δ.Π. 220/82. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τις προαγωγές στις συγκεκριμένες θέσεις εφαρμόστηκε το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε στις 30.12.1987 που ήταν ο ουσιώδης χρόνος. Οι Κανονισμοί αυτοί δεν ισχύουν πλέον σήμερα.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Καν. 10(5)(β) κρίθηκε με την υπόθεση Andreas Polycarpou and Another v. The Cyprus Telecommunication Authority (1988) 3 C.L.R. 1461, ως καθ' υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) και συνεπώς το Συμβούλιο Προσωπικού δεν δικαιούται να γνωματεύσει όσον αφορά τομεάρχες. Η θέση αυτή του αιτητή δεν ευσταθεί. Ο σχετικός κανονισμός κρίθηκε ότι ήταν καθ' υπέρβαση εξουσίας μόνο ως προς το πρώτο του σκέλος και όχι ως προς το δεύτερο. Αυτό είναι φανερό και από τη διευκρίνιση που έγινε από το Δικαστήριο με σχετικό πρακτικό ημερ. 29.7.1988, όπου το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η αναφορά σε υπέρβαση εξουσίας αναφορικά με τους Καν. 10(5) και 24 περιορίζεται στην ανάθεση εξουσίας για διορισμό στο Συμβούλιο Προσωπικού με την έγκριση του Γενικού Διευθυντή.

Μια και οι υποψήφιοι ήταν τομεάρχες εν προκειμένω ορθά δόθηκε η γνωμάτευση του Συμβουλίου Προσωπικού αφού ο Καν. 10(5)(β) αναφέρει ρητά ότι οι περί της κατά βαθμόν προαγωγής κρίσεις ενεργούνται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου, σε βαθμούς του ανώτατου προσωπικού, του Συμβουλίου Προσωπικού γνωματεύοντος περί των κρινόμενων τομεαρχών. Πάνω στο ίδιο θέμα το Δικαστήριο αποφάνθηκε το Δικαστήριο στη Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1996) 4 Α.Α.Δ. 1934:

Ένα συναφές επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή είναι ότι παραβιάστηκε επίσης ο Καν. 10(6) γιατί κατά τις προαγωγές ελήφθη υπ' όψη και η γνωμάτευση του Συμβουλίου Προσωπικού, ενώ ο πιο πάνω κανονισμός προνοεί μόνο εισήγηση του Γενικού Διευθυντή. Ούτε το επιχείρημα αυτό βρίσκει το Δικαστήριο σύμφωνο. Πράγματι ο Καν. 10(6) αναφέρει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει προς προαγωγή αφού ακούσει την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, αλλά ο Κανονισμός αυτός θα πρέπει να διαβάζεται σε συνάρτηση με όλους τους υπόλοιπους κανονισμούς και συγκεκριμένα με τον Καν. 10(5)(β) ο οποίος παρέχει το δικαίωμα στο Συμβούλιο Προσωπικού να προβαίνει σε γνωμάτευση όσον αφορά προβιβασμό τομεαρχών.

Το Συμβούλιο Προσωπικού, όπως απαρτιζόταν από υπηρεσιακούς παράγοντες, απλώς γνωμάτευσε σύμφωνα με τον Καν. 10(5)(β) και δεν τίθεται θέμα εμπλοκής του στον Καν. 24Β ως οργάνου που προβαίνει σε προαγωγές.

2. Η αξιολόγηση και σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων που έγινε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δεν είναι επανάληψη της άποψης του Γενικού Διευθυντή ή των φύλλων ποιότητας ούτως ώστε να θεωρείται ότι το Συμβούλιο της Αρχής πλανήθηκε όταν τον χαρακτήριζε εξαίρετο. Αποτελεί κρίση του προάγοντος οργάνου, δηλαδή του Συμβουλίου, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού έλαβε υπ' όψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία. Απλώς η Αρχή έκρινε τους συγκεκριμένους υποψήφιους, μεταξύ των οποίων και το συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο μέρος, ως υπερέχοντες σε επίδοση, απόδοση και ικανότητες και ως καταλληλότερους για προαγωγή. Η αξιολόγηση στην οποία προβαίνει κάθε διοικητικό όργανο αποτελεί δική του ξεχωριστή, ανεξάρτητη ευθύνη. Η ανεξάρτητη εκτίμηση του οργάνου μπορεί, αλλά δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με εκείνη των άλλων. Αρκεί να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα αντικειμενικά κριτήρια. Στην παρούσα υπόθεση η αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής δεν φαίνεται καθ' οιονδήποτε τρόπο να είναι ασυμβίβαστη με το περιεχόμενο των φύλλων ποιότητας και το περιεχόμενο των σχετικών φακέλλων ή την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή.

3.Ισχυρισμοί για έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να θεμελιώνονται με επαρκή βεβαιότητα από το κατάλληλο αποδεικτικό υλικό (βλ. Γιαννούλλα Λουκά ν. Δημοκρατίας (1989) 3(A) C.L.R. 672). Τα δυσμενή σχόλια προϊστάμενου από μόνα τους δεν συνιστούν προκατάληψη. Στην παρούσα υπόθεση δεν φαίνεται να υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία που να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι είχε επιδειχθεί προκατάληψη εναντίον του αιτητή. Όσον αφορά δε τις κρίσεις που κατά τον ισχυρισμό του αιτητή αναφέρονται στην προσωπικότητα του και όχι στα προσόντα του, η προσωπικότητα, χαρακτήρας και τρόπος ενέργειας κάθε ανθρώπου αποτελεί παράγοντα ο οποίος θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη κατά την αξιολόγηση του, γιατί σε κάθε θέση εκτός από τα τυπικά προσόντα και την πείρα ασφαλώς σημαντικό ρόλο παίζει και η προσωπικότητα ως παράγων κρίσης της αξίας ενός υποψήφιου.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Polycarpou and Another v. CYTA (1988) 3 C.L.R. 1461,

Ξενίδης κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (1996) 4 Α.Α.Δ. 1934,

Λουκά ν. Δημοκρατίας (1989) 3(A) C.L.R. 672.

Προσφυγές.

Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου με την οποία προήχθηκαν τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Υποδιευθυντή Τεχνικού Προσωπικού, αναδρομικά, αντί των αιτητών.

Λ. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 135/95.

Α. Νικολετοπούλου για Ε. Ευσταθίου, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 218/95.

Κ. Χατζηιωάννου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος 2 στην Υπόθεση Αρ. 135/85.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές οι αιτητές αξιώνουν όπως η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 20.12.1994 με την οποία προάχθηκαν τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Υποδιευθυντή Τεχνικού Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου αναδρομικά από 30.12.1987, κηρυχθεί άκυρη. Η προσφυγή του αιτητή 2 της Υπόθεσης 218/95 αποσύρθηκε στις 8.12.1995. λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης του αιτητή, ενώ στις 13.6.1996 η Υπόθεση 135/95 αποσύρθηκε εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους Νίκου Τιμοθέου αλλά παρέμεινε εναντίον όλων των υπολοίπων.

Η παρούσα υπόθεση αρχίζει από πολύ παλιά. Ο αιτητής στην Υπόθεση 135/95 προήχθη στην επίδικη θέση στις 30.12.1987. Η προαγωγή ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ύστερα από ανάκληση της διοικητικής πράξης για νομοτυπικούς λόγους από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στις 15.3.1988. Οι καθ' ων η αίτηση κατόπιν επανεξέτασης στις 11.11.1990 προήξαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στην επίδικη θέση του Υποδιευθυντή Τεχνικού Προσωπικού, εναντίον δε της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε προσφυγή. Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ανακλήθηκε στις 30.5.1991. Οι καθ' ων η αίτηση επανεξέτασαν την πλήρωση των επίδικων θέσεων και την 13.6.1991 οι καθ' ων η αίτηση προήξαν εκ νέου τα ενδιαφερόμενα μέρη στην επίδικη θέση του Υποδιευθυντή Τεχνικού Προσωπικού. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκαν επίσης προσφυγές και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε εκ νέου τις προαγωγές με απόφαση του ημερ. 29.11.1994. Οι καθ' ων η αίτηση επανεξέτασαν για μια ακόμα φορά την πλήρωση των επίδικων θέσεων και την 21.12.1994 γνωστοποίησαν την εκ νέου προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 30.12.1987. Στις 29.11.1994 η Αρχή ζήτησε τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Προσωπικού σύμφωνα με τον Καν. 10 (5) (β) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, Κ.Δ.Π. 220/82. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τις προαγωγές στις συγκεκριμένες θέσεις εφαρμόστηκε το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε στις 30.12.1987 που ήταν ο ουσιώδης χρόνος. Οι Κανονισμοί αυτοί δεν ισχύουν πλέον σήμερα. Ο Καν. 10 (5) (β) προνοούσε:-

"10.- (5) Αι περί της κατά βαθμόν προαγωγής κρίσεις ενεργούνται:

(α) Υπό του Διοικητικού Συμβουλίου, προκειμένης προαγωγής εις βαθμούς του Ανωτάτου Προσωπικού.

(β) Υπό του Συμβουλίου Προσωπικού προκειμένης προαγωγής εις βαθμούς του λοιπού Προσωπικού περιπλέον δε γνωματεύοντος περί των κρινόμενων Τομεαρχών. "

Το Συμβούλιο Προσωπικού αφού έλαβε υπ' όψη του τον Καν. 4(3)Α και (3)Β, ότι δηλαδή οι επίδικες θέσεις ανήκουν στο ανώτατο προσωπικό και οι θέσεις που κατείχαν οι υποψήφιοι στο ανώτερο προσωπικό διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν προσοντούχοι και στις 14.12.1994 με μια πολυσέλιδη γνωμοδότηση κατέληξε να γνωματεύσει ομόφωνα προς την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των τεσσάρων κενών θέσεων Υποδιευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών προάγοντας τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη που θεωρούσε ουσιαστικά καταλληλότερους. Στις 20.12.1994 το Συμβούλιο της Αρχής και με την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή προχώρησε και προήγαγε τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη.

Με την Υπόθεση 135/95 προβάλλεται αριθμός νομικών ισχυρισμών. Προβάλλεται κατ' αρχήν ο ισχυρισμός ότι η Αρχή με την απόφαση της παραβίασε το νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο γιατί η γνωμοδότηση του Συμβουλίου Προσωπικού πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση των Καν. 10(5) (β) και του Καν. 24Β. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Καν. 10(5)(β) κρίθηκε με την υπόθεση Andreas Polycarpou and another v. The Cyprus Telecommunication Authority (1988) 3 C.L.R. 1461, ως καθ' υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) και συνεπώς το Συμβούλιο Προσωπικού δεν δικαιούται να γνωματεύσει όσον αφορά τομεάρχες. Η θέση αυτή του αιτητή δεν ευσταθεί. Ο σχετικός κανονισμός κρίθηκε ότι ήταν καθ' υπέρβαση εξουσίας μόνο ως προς το πρώτο του σκέλος και όχι ως προς το δεύτερο. Αυτό είναι φανερό και από τη διευκρίνιση που έγινε από το Δικαστήριο με σχετικό πρακτικό ημερ. 29.7.1988, όπου το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η αναφορά σε υπέρβαση εξουσίας αναφορικά με τους Καν. 10(5) και 24 περιορίζεται στην ανάθεση εξουσίας για διορισμό στο Συμβούλιο Προσωπικού με την έγκριση του Γενικού Διευθυντή. Είναι φανερό ότι ο σχετικός κανονισμός κρίθηκε ότι είχε εκδοθεί καθ' υπέρβαση εξουσίας όσον αφορούσε την ανάμειξη του Συμβουλίου Προσωπικού στις προαγωγές και όχι στο δεύτερο σκέλος του που αναφέρεται στη δυνατότητα γνωμάτευσης όταν πρόκειται για τομεάρχες. Έτσι μια και οι υποψήφιοι ήταν τομεάρχες ορθά δόθηκε η γνωμάτευση αφού ο Καν. 10(5)(β) αναφέρει ρητά ότι οι περί της κατά βαθμόν προαγωγής κρίσεις ενεργούνται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου, σε βαθμούς του ανώτατου προσωπικού, του Συμβουλίου Προσωπικού γνωματεύοντος περί των κρινόμενων τομεαρχών. Πάνω στο ίδιο θέμα το Δικαστήριο είχε τα ακόλουθα σχόλια στη Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1996) 4 Α.Α.Δ. 1934:

"Η ακυρότητα λοιπόν του καν. 10(5)(β) ήταν μερική. Η αρμοδιότητα του Σ.Π. να γνωματεύει για τους κρινόμενους τομεάρχες έμεινε άθικτη. Συνεπώς μπορούσε να προβεί σε εισήγηση προς την Αρχή η οποία πήρε, ως αρμόδιο όργανο, την επίδικη απόφαση, συνεκτιμώντας την με τα άλλα νόμιμα στοιχεία. Ο καν.24 ανέθεσε στην Αρχή συλλογικά τα καθήκοντα που ασκούσε για το υπόλοιπο προσωπικό το Σ.Π. όπως ο καταρτισμός καταλόγου προακτέων, στάσιμων κ.λ.π., που δεν περιλάμβανε όμως τις ευθύνες του αναφορικά με τους τομεάρχες: βλέπε καν. 10(7). Η αρμοδιότητα που σύμφωνα με τον καν. 24 Β ανατίθεται στην Αρχή είναι εκείνη του καν. 10(6) και (7) στον οποίο και παραπέμπω και όχι η αρμοδιότητα του Σ.Π. να συμβουλεύει σύμφωνα με το μέρος της παραγράφου 5(β) η οποία διασώθηκε και ήταν έγκυρη. Συνεπώς δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί πως δεν εφαρμόστηκε το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ούτε μπορεί να συναχθεί ότι η ληφθείσα απόφαση είναι ασυμβίβαστη με αυτό."

Ένα συναφές επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή είναι ότι παραβιάστηκε επίσης ο Καν. 10(6) γιατί κατά τις προαγωγές ελήφθη υπ' όψη και η γνωμάτευση του Συμβουλίου Προσωπικού, ενώ ο πιο πάνω κανονισμός προνοεί μόνο εισήγηση του Γενικού Διευθυντή. Ούτε το επιχείρημα αυτό με βρίσκει σύμφωνο. Πράγματι ο Καν. 10(6) αναφέρει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει προς προαγωγή αφού ακούσει την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, αλλά ο Κανονισμός αυτός θα πρέπει να διαβάζεται σε συνάρτηση με όλους τους υπόλοιπους κανονισμούς και συγκεκριμένα με τον Καν. 10(5)(β) ο οποίος παρέχει το δικαίωμα στο Συμβούλιο Προσωπικού να προβαίνει σε γνωμάτευση όσον αφορά προβιβασμό τομεαρχών.

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι σημειώθηκε παραβίαση και του Καν. 24Β ο οποίος αναφέρει ότι προκειμένου περί ζητημάτων αφορώντων το Ανώτατο Προσωπικό καθήκοντα Συμβουλίου Προσωπικού εκτελεί το Διοικητικό Συμβούλιο ως ο Καν. 10, παράγραφοι (6) και (7). Είναι η θέση του αιτητή ότι αφού το Συμβούλιο Προσωπικού δεν απαρτιζόταν από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά από υπηρεσιακούς παράγοντες η γνωμοδότηση που έδωσε ήταν παράνομη. Ούτε με το επιχείρημα αυτό συμφωνώ. Το Συμβούλιο Προσωπικού, όπως απαρτιζόταν από υπηρεσιακούς παράγοντες, απλώς γνωμάτευσε σύμφωνα με τον Καν. 10(5)(β) και δεν τίθεται θέμα εμπλοκής του στον Καν. 24Β ως οργάνου που προβαίνει σε προαγωγές. Ο Καν. 24Β δεν εφαρμόζεται στο υπό εξέταση θέμα. Αν είχε, τότε πολύ φοβούμαι ότι θα ετίθετο θέμα υπέρβασης εξουσίας (βλ. σχετικά Ξενής Ξενίδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ανωτέρω).

Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι καθ' ων η αίτηση και ο Γενικός Διευθυντής πεπλανημένα αποφάσισαν ότι ένα τουλάχιστον ενδιαφερόμενο πρόσωπο και συγκεκριμένα ο Μιχαήλ Οικονομίδης, ήταν εξαιρετικός υπάλληλος. Είναι η θέση του αιτητή ότι, ούτε στην εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, ούτε στη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Προσωπικού, αλλά ούτε και από το περιεχόμενο των φακέλλων προκύπτει ότι ο Μιχαήλ Οικονομίδης ήταν εξαιρετικός υπάλληλος. Αντίθετα, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, προκύπτει ότι ήταν απλώς "εργατικός, ευσυνείδητος, φιλότιμος και μεθοδικός". Το περιεχόμενο των φύλλων ποιότητας του Μιχαήλ Οικονομίδη καθιστά πεπλανημένη τη διαπίστωση της Αρχής ότι είναι εξαιρετικός, αλλά και την ίδια τη διαπίστωση του Γενικού Διευθυντή ο οποίος αξιολόγησε το συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο μέρος ως απλώς "εργατικό και ευσυνείδητο υπάλληλο". Η αξιολόγηση και σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων που έγινε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δεν είναι επανάληψη της άποψης του Γενικού Διευθυντή ή των φύλλων ποιότητας ούτως ώστε να θεωρείται ότι το Συμβούλιο της Αρχής πλανήθηκε όταν τον χαρακτήριζε εξαίρετο. Αποτελεί κρίση του προάγοντος οργάνου, δηλαδή του Συμβουλίου, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού έλαβε υπ' όψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία. Απλώς η Αρχή έκρινε τους συγκεκριμένους υποψήφιους, μεταξύ των οποίων και τον Οικονομίδη, ως υπερέχοντες σε επίδοση, απόδοση και ικανότητες και ως καταλληλότερους για προαγωγή. Η αξιολόγηση στην οποία προβαίνει κάθε διοικητικό όργανο αποτελεί δική του ξεχωριστή, ανεξάρτητη ευθύνη. Η ανεξάρτητη εκτίμηση του οργάνου μπορεί, αλλά δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με εκείνη των άλλων. Αρκεί να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα αντικειμενικά κριτήρια. Στην παρούσα υπόθεση η αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής δεν φαίνεται καθ' οιονδήποτε τρόπο να είναι ασυμβίβαστη με το περιεχόμενο των φύλλων ποιότητας και το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων ή την εισήγηση του Γενικού Διευθυντή.

Ο τελευταίος ισχυρισμός που προβάλλεται από τον αιτητή της Υπόθεσης 135/95 είναι ότι η γνωμοδότηση του Συμβουλίου Προσωπικού είναι αναιτιολόγητη. Η σχετική γνωμοδότηση είναι πολυσέλιδη και κάθε άλλο παρά αναιτιολόγητη. Αντίθετα με μεγάλη λεπτομέρεια παρατίθεται η αιτιολογία της γνωμοδότησης του Συμβουλίου.

Ο αιτητής στην Υπόθεση 218/95 προβάλλει τον ισχυρισμό ότι παρατηρήθηκε εναντίον του προκατάληψη από το Γενικό Διευθυντή τον αξιολογούντα και τον γνωματεύοντα για τα έτη 1985, 1986 και 1987. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι κρίσεις που του έγιναν για τα πιο πάνω χρόνια δεν αφορούν την προσφορά και την επαγγελματική του κατάρτιση αλλά την προσωπικότητα του, γεγονός που αποτελεί εισαγωγή εξωγενούς παράγοντα και αποδεικνύει την ύπαρξη προκατάληψης εναντίον του. Το Συμβούλιο της Αρχής έλαβε υπ' όψη τους πιο πάνω ισχυρισμούς του αιτητή, αλλά διαπίστωσε την έλλειψη στοιχείων που να αποδεικνύουν την προκατάληψη εναντίον του κατά την αξιολόγηση του καθώς και για την αντικειμενική του βαθμολογία. Ισχυρισμοί για έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να θεμελιώνονται με επαρκή βεβαιότητα από το κατάλληλο αποδεικτικό υλικό (βλ. Γιαννούλ-λα Λουκά ν. Δημοκρατίας (1989) 3(A) C.L.R. 672). Τα δυσμενή σχόλια προϊστάμενου από μόνα τους δεν συνιστούν προκατάληψη. Στην παρούσα υπόθεση δεν φαίνεται να υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία που να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι είχε επιδειχθεί προκατάληψη εναντίον του αιτητή. Όσον αφορά δε τις κρίσεις που κατά τον ισχυρισμό του αιτητή αναφέρονται στην προσωπικότητα του και όχι στα προσόντα του θα έλεγα ότι η προσωπικότητα, χαρακτήρας και τρόπος ενέργειας κάθε ανθρώπου αποτελεί παράγοντα ο οποίος θα πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη κατά την αξιολόγηση του, γιατί σε κάθε θέση εκτός από τα τυπικά προσόντα και την πείρα ασφαλώς σημαντικό ρόλο παίζει και η προσωπικότητα ως παράγων κρίσης της αξίας ενός υποψήφιου.

Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι και οι δύο προσφυγές θα πρέπει να απορριφθούν και διά ταύτα απορρίπτονται και η διοικητική πράξη επικυρώνεται με έξοδα εναντίον των αιτητών όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο