ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1994) 4 ΑΑΔ 1523
19 Ιουλίου, 1994
[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Aιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ
EΠITPOΠHΣ ΔHMOΣIAΣ YΠHPEΣIAΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 195/93)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Ανεπαρκής έρευνα από την Ε.Δ.Υ. ισχυρισμών υποψηφίου περί ακυρότητας υπηρεσιακής του έκθεσης ― Οδήγησε σε ακύρωση της διαδικασίας προαγωγών.
Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Ταχυδρομικού Λειτουργού. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν επαναπροαχθεί στην ίδια θέση και ο αιτητής είχε ξαναπροσβάλει την προαγωγή τους αλλά η πρώτη εκείνη πράξη πλήρωσης των επίδικων θέσεων είχε ανακληθεί κατόπιν υποδείξεως της Νομικής Υπηρεσίας προς την Επιτροπή Δημοσίας Υπηρεσίας. Η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης συνεπεία της ανάκλησης. Ένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν αφορούσε ισχυριζόμενη ανεπαρκή έρευνα εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. γύρω από αίτημα του αιτητή, προς την Ε.Δ.Υ. για ακύρωση της υπηρεσιακής του έκθεσης για το έτος 1990.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η Ε.Δ.Υ. δεν ερεύνησε ως όφειλε τους ισχυρισμούς για παράνομη επέμβαση του Διευθυντή στη αξιολόγηση του αιτητή για το 1990. Εν όψει αυτού του συμπεράσματός του το Δικαστήριο θεωρεί περιττό να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Προσφυγή
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη προάχθηκαν στη θέση Ανώτερου Ταχυδρομικού Λειτουργού αντί του αιτητή αναδρομικά από την 1.1.92.
Τ. Παπαδόπουλος, για τον Aιτητή.
Π. Χατζηδημητρίου, για τους Kαθ'ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XATZHTΣAΓΓAPHΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών Σάββα Πρωτοπαπά, Γεώργιου Χρίστου και Γεώργιου Μ. Παστελλή στη θέση Ανώτερου Ταχυδρομικού Λειτουργού αναδρομικά από 1.1.92.
Η αρχική απόφαση για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών είχε ανακληθεί μετά από συμβουλή της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 12.10.92 (Παράρτημα 1 στην Ένσταση) στην οποία αναφέρετο ότι οι τροποποιήσεις που έγιναν στην ετήσια εμπιστευτική έκθεση του αιτητή για το 1989 από τον Προσυπογράφοντα Λειτουργό και Διευθυντή του Τμήματος ήταν παράτυπες. Είχε προηγηθεί η προσφυγή αρ. 185/92 που καταχώρησε ο αιτητής εναντίον της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών.
Η Νομική Υπηρεσία συμβούλευσε την E.Δ.Y. να ανακαλέσει την απόφασή της για την προαγωγή των τριών ενδιαφερομένων μερών και να επανεξετάσει το θέμα πλήρωσης των θέσεων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να λάβει υπόψη τις παράτυπες τροποποιήσεις στην εμπιστευτική έκθεση του αιτητή για το 1989. Έγινε επίσης εισήγηση όπως κληθεί ενώπιον της E.Δ.Y. για σκοπούς υποβολής νέας σύστασης ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, ο οποίος ήταν παρών και στη συνεδρίαση ημερ. 10.12.91 και επειδή υπήρχε το ενδεχόμενο ο Διευθυντής του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών λόγω των πράξεων και παραλείψεών του κατά τη σύνταξη της έκθεσης, να είναι προκατειλημμένος εναντίον του αιτητή.
Η E.Δ.Y. στη συνεδρίασή της με ημερομηνία 20.10.92 καθοδηγούμενη από την νομική συμβουλή ημερ. 12.10.92, αποφάσισε να ανακαλέσει την απόφασή της για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών και να επανεξετάσει το θέμα αργότερα.
Η E.Δ.Y. στη συνεδρίασή της στις 18.12.92 καθοδηγούμενη από την πιο πάνω νομική συμβουλή προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των τριών θέσεων Ανώτερου Ταχυδρομικού Λειτουργού που παρέμειναν κενές από 1.1.92 ύστερα από την ανάκληση της προαγωγής των κατόχων τους με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε. Η E.Δ.Y. προτού επιληφθεί του θέματος εξέτασε αίτημα που υπέβαλε ο αιτητής με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 15.12.92 (Παράρτημα 3 στην Ένσταση) ώστε η υπηρεσιακή του έκθεση για το 1990 να θεωρηθεί επίσης άκυρη λόγω ισχυριζόμενης μεροληπτικής επέμβασης του Διευθυντή του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών στη σύνταξή της.
Στην επιστολή του δικηγόρου του αιτητή αναφέρονταν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
"Επισημαίνουμε ότι πέραν από την παρανομία που διαπιστώθηκε στην εμπιστευτική έκθεση για τον πελάτη μας για το 1989, συντρέχουν και σοβαροί λόγοι ακύρωσης και της υπηρεσιακής έκθεσης του πελάτη μας για το έτος 1990. Οι λόγοι ακύρωσης συνίστανται σε λόγους απροκάλυπτης και μεροληπτικής επέμβασης του Διευθυντή Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών στη σύνταξη της υπηρεσιακής έκθεσης του πελάτη μας για το έτος 1990 όπως τούτο αδιαμφισβήτητα καταδεικνύεται και από την κατάθεση του μέλους της ομάδας αξιολόγησης κου Ανδρέα Ματθαίου, Ταχυδρομικού Επιθεωρητή, στον ερευνώντα λειτουργό που διορίστηκε για τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον του Διευθυντή.
Πιστεύουμε ότι η E.Δ.Y. θα πρέπει κατά την εξέταση του θέματος των προαγωγών να θεωρήσει ως άκυρη και την Εμπιστευτική Έκθεση του πελάτη μας για το 1990."
Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίασης ημερομηνίας 18.12.92 που αναφέρεται στο αίτημα του αιτητή:
"Η Επιτροπή εξέτασε τις παραστάσεις του Δημητριάδη και παρατήρησε ότι παρόμοιο αίτημα είχε υποβάλει και στις 25.7.91, το οποίο απορρίφθηκε από την Επιτροπή στη συνεδρίασή της με ημερομηνία 20.9.91. Για την απόφαση αυτήν ενημερώθηκε ο δικηγόρος του με επιστολή του Γραφείου της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με ημερομηνία 30.9.91 και έκτοτε ουδεμία αντίδραση υπήρξε. Εξάλλου, η Επιτροπή σημείωσε ότι στην ομάδα αξιολόγησης για το 1990 δε συμμετείχε ο Διευθυντής και γι' αυτό δεν μπορούν να τεκμηριωθούν οι ισχυρισμοί του υπαλλήλου για μεροληπτική επέμβαση του Διευθυντή. Για τους πιο πάνω λόγους η Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει τις παραστάσεις του Δημητριάδη Δημήτριου αναφορικά με την Υπηρεσιακή του Έκθεση για το 1990, σημειώνοντας όμως παράλληλα ότι βλέπει με επιφύλαξη τις αξιολογήσεις του 1990, που ήταν ο πρώτος χρόνος εφαρμογής των νέων κανονισμών αξιολόγησης."
Στη συνέχεια προσήλθε στη συνεδρίαση ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος σύστησε για προαγωγή στην επίδικη θέση τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη.
Ακολούθως η E.Δ.Y. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, αφού, εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, και αφού έλαβε επίσης υπόψη τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή.
Η E.Δ.Y. αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, ότι τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για προαγωγή στην επίδικη θέση από 1.1.92 ημερομηνία που ίσχυε η αρχική απόφαση για προαγωγή η οποία ανακλήθηκε.
Οι λόγοι που προβλήθηκαν για ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι:
(1) Η E.Δ.Y. δεν ερεύνησε επαρκώς το αίτημα του αιτητή για ακύρωση της υπηρεσιακής του έκθεσης για το 1990 ενόψει των ισχυριζόμενων παρανομιών που παρατηρήθηκαν κατά τη σύνταξή της.
(2) Τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατέχουν το πλεονέκτημα.
(3) Καταφανής υπεροχή του αιτητή σε προσόντα που αν και δεν ορίζονταν ως βασικά ή ως πλεονέκτημα από το Σχέδιο Υπηρεσίας ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.
(4) Ελλειψη οποιασδήποτε ή/και επαρκούς έρευνας και αιτιολογίας.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο για ακύρωση ο δικηγόρος του αιτητή ισχυριστηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο η E.Δ.Y. "διερεύνησε" το αίτημα για ακύρωση της έκθεσης του 1990 ήταν ανεπαρκής και καθόλου ενδεδειγμένος. Ουσιαστικά, είπε ο δικηγόρος του αιτητή, η E.Δ.Y. απέρριψε το αίτημα του αιτητή απλώς γιατί ο Διευθυντής του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών δεν συμμετείχε στην ομάδα αξιολόγησης για το 1990 ενώ θα έπρεπε να είχε καλέσει τον κ. Ανδρέα Ματθαίου που ήταν μέλος της ομάδας αξιολόγησης του αιτητή να καταθέσει σχετικά. Ούτε, συνέχισε ο δικηγόρος του αιτητή, η E.Δ.Y. ζήτησε να έχει ενώπιόν της την κατάθεση του κου Ματθαίου στην οποία όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος αναφέρεται ότι η αξιολόγηση του αιτητή έγινε ύστερα από την μεροληπτική, αυθαίρετη και απροκάλυπτη επέμβαση του Διευθυντή με αποτέλεσμα να μειωθεί η βαθμολογία του.
Σε απάντηση των πιο πάνω, ο δικηγόρος των καθ' ων είπε ότι η E.Δ.Y. εξέτασε τις παραστάσεις του αιτητή και η απόφασή της ότι δεν μπορούν να τεκμηριωθούν οι ισχυρισμοί του αιτητή για μεροληπτική επέμβαση του Διευθυντή ήταν απόλυτα ορθή και/ή λογικά εφικτή και ότι καμιά περαιτέρω έρευνα στο θέμα δεν ήταν αναγκαία.
Η υπηρεσιακή έκθεση του αιτητή για το 1990 έχει ετοιμαστεί από διμελή ομάδα αξιολόγησης που απαρτιζόταν από τον κ. Αιμίλιο Γεωργαλλίδη, Ανώτερο Ταχυδρομικό Επιθεωρητή και από τον κ. Ανδρέα Ματθαίου, Ταχυδρομικό Επιθεωρητή. Ο αιτητής για το 1990 έχει βαθμολογηθεί σε 4 στοιχεία αξιολόγησης "Πολύ ικανοποιητικά" και σε 4 άλλα ως "Ικανοποιητικά". Από το 1980-1989 (εξαιρουμένων των παράτυπων τροποποιήσεων του Διευθυντή στην Εκθεση το 1989) βαθμολογείτο με γενική βαθμολογία "εξαίρετος".
Τα ενδιαφερόμενα μέρη από το 1980-1989 βαθμολογούνταν στο ίδιο επίπεδο με τον αιτητή. Κατά το 1990 είχαν και οι τρεις ψηλότερη βαθμολογία από τον αιτητή - δεν είχαν βαθμολογηθεί σε κανένα στοιχείο "ικανοποιητικά" αλλά αντίθετα δύο από τους τρεις είχαν "εξαίρετη" βαθμολογία σε 1 στοιχείο αξιολόγησης.
Η E.Δ.Y. είχε ενώπιόν της τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο κ. Ματθαίου σε κατάθεσή του δήλωσε ότι υπήρξε επέμβαση εκ μέρους του Διευθυντή στη βαθμολογία του αιτητή για το 1990.
Υπό τις περιστάσεις εκείνο που κατά τη γνώμη μου όφειλε να πράξει η Ε.Δ.Υ., ήταν να θέσει ενώπιον της διμελούς ομάδας αξιολόγησης και/ή του κου Ματθαίου τους ισχυρισμούς του αιτητή.
Η E.Δ.Y. αντί να προβεί σε περαιτέρω έρευνα των ισχυρισμών του αιτητή βασίστηκε μόνο στο γεγονός ότι ο Διευθυντής δεν συμμετείχε στην ομάδα αξιολόγησης του αιτητή κατά το 1990, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή παρέμειναν ατεκμηρίωτοι. Το γεγονός όμως αυτό από μόνο του χωρίς περαιτέρω έρευνα, δεν είναι αρκετό κατά την άποψή μου για να υποστηρίξει το πιο πάνω συμπέρασμα.
Η E.Δ.Y. ανέφερε επίσης στο σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά που παράθεσα πιο πάνω, ότι ο αιτητής υπέβαλε παρόμοιο αίτημα στις 25.7.91, το οποίο απορρίφθηκε από την E.Δ.Y. και για το οποίο όπως αναφέρθηκε, δεν υπήρξε καμιά αντίδραση. Όμως, η επιστολή ημερ. 25.7.91 που απηύθυνε στην E.Δ.Y. ο δικηγόρος του αιτητή, αναφέρεται όχι στο θέμα της ισχυριζόμενης επέμβασης του Διευθυντή στην αξιολόγηση του αιτητή για το 1990, αλλά στην αναγραφή σε λανθασμένο μέρος της έκθεσης (Μέρος ΙΙ - Εκτίμηση της Επαγγελματικής Αξίας του Υπαλλήλου) του γεγονότος ότι διεξαγόταν πειθαρχική έρευνα εναντίον του αιτητή με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση ότι το γεγονός αυτό αποτελούσε μέρος του σκεπτικού της αξιολόγησης του αιτητή. Το πιο πάνω παράπονο του αιτητή είναι κατά την άποψή μου άσχετο με τον μεταγενέστερο ισχυρισμό για παράνομη επέμβαση του Διευθυντή στην αξιολόγησή του για το 1990.
Ενόψει του συμπεράσματός μου ότι η E.Δ.Y. δεν ερεύνησε όπως όφειλε να πράξει τους ισχυρισμούς για παράνομη επέμβαση του Διευθυντή στην αξιολόγηση του αιτητή για το 1990, θεωρώ περιττό να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους για ακύρωση που πρόβαλε ο αιτητής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.
H επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς έξοδα.