ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ECLI:CY:AD:2017:C280

(2017) 3 ΑΑΔ 635

6 Σεπτεμβρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ,

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

Αναφορικα με τα αρθρα 52 και 140 του ΣυνταγματοΣ.

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 12),

 

Καθ' ης η αίτηση.

 

(Αναφορά Αρ. 5/2016)

 

 

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Άρθρο 49 και 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Παραβίαση των άρθρων της από το Άρθρο 3(2) και το Άρθρο 14 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016, τα οποία έχουν υπέρτερη ισχύ στη Κυπριακή Δημοκρατία δυνάμει του Συντάγματος.

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό Αναφορά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε την Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το κατά πόσον «ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 49 (Δικαίωμα Εγκατάστασης) και του Άρθρου 56 (Ελευθερία Παροχής Υπηρεσιών) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «η ΣΛΕΕ»), προς τα Άρθρα 15 (Ελευθερία του Επαγγέλματος και Δικαίωμα προς Εργασία) και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ο Χάρτης»), και προς τα Άρθρα 25 (Ελευθερία του Επαγγέλματος και Δικαίωμα προς Εργασία), 28 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνωμάτευσε ως ακολούθως:

Το εδάφιο 2 του Άρθρου 3 του Νόμου, το οποίο προσθέτει νέο Άρθρο 12 στο βασικό Νόμο, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η αρμόδια Αρχή (η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης), με αιτιολογημένη απόφαση της, δεν χορηγεί νέα άδεια για την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού οργανισμού ή και τη μετάδοση νέων τηλεοπτικών εκπομπών ή προγραμμάτων, στην περίπτωση κατά την οποία με βάση μελέτη εγκεκριμένου Ελεγκτικού Οίκου η νέα άδεια θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών.

 

Το Άρθρο 14 του Νόμου προσθέτει το νέο Άρθρο 32Ε στο βασικό Νόμο και προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα Κράτη Μέλη ή Τρίτες Χώρες, οι οποίες αναμεταδίδονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, αναμεταδίδονται αυτούσιες, χωρίς τη συμπερίληψη διαφημιστικών ή/και οπτικοακουστικών εμπορικών ανακοινώσεων που απευθύνονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας.

 

Με το Άρθρο 3(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016, με το οποίο προστίθεται το νέο Άρθρο 12 στο βασικό Νόμο, καταστρατηγούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Άρθρο 49 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκατάστασης των υπηκόων ενός Κράτους Μέλους στην επικράτεια ενός άλλου Κράτους Μέλους, απαγορεύονται. Το δικαίωμα της εγκατάστασης, το οποίο κατοχυρώνεται στο Άρθρο 49 ισχύει άμεσα στις έννομες τάξεις των Κρατών Μελών.

 

Το Άρθρο 49, έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι ισχύει τόσο στις περιπτώσεις όπου ο εθνικός νόμος κάνει διάκριση μεταξύ των πολιτών του συγκεκριμένου Κράτους Μέλους και των πολιτών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει τέτοια διάκριση (όπως στην προκείμενη περίπτωση), αλλά τα μέτρα που προνοούνται από τον εθνικό  νόμο τείνουν να παρεμποδίσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας εγκατάστασης η οποία κατοχυρώνεται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Έχει επίσης αποφασιστεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι εθνικός νόμος, ο οποίος καθιστά την επιδίωξη κάποιας δραστηριότητος υποκείμενη σε όρους που συνδέονται με τις οικονομικές ή κοινωνικές ανάγκες για τέτοια δραστηριότητα, συνιστά περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας εγκατάστασης, εφόσον οι προαναφερόμενοι όροι τείνουν να περιορίσουν τον αριθμό των παρόχων υπηρεσιών οι οποίοι θα μπορούσαν, υπό διαφορετικές συνθήκες, να έλθουν από άλλα Κράτη Μέλη. Τέτοιος περιορισμός μπορεί να διασωθεί μόνο αν πληροί τις προϋποθέσεις της αρχής της Αναλογικότητας και δικαιολογείται στη βάση επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος.

 

Οι περιορισμοί που τίθενται από το Άρθρο 3(2) του Νόμου, με τον όρο ότι δεν χορηγείται νέα άδεια για την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού οργανισμού ή για τη μετάδοση νέων τηλεοπτικών εκπομπών ή προγραμμάτων, αν η νέα άδεια θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών, καταστρατηγούν το Άρθρο 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο και δεν μπορούν να διασωθούν στη βάση της εξυπηρέτησης επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος.

 

Η νομολογία, αναφορικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που καλύπτει το Άρθρο 56, δεν επιτρέπει περιορισμούς όταν αυτοί είναι καθαρά οικονομικού χαρακτήρα. Περιορισμοί δικαιολογούνται μόνο για εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, τάξεως, ασφάλειας και υγείας ή για λόγους άσκησης δημόσιας εξουσίας. Το Άρθρο 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύονται, όσον αφορά τους υπηκόους των Κρατών Μελών που είναι εγκατεστημένοι σε Κράτος Μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής (υπηρεσιών). Το Άρθρο 56 επίσης έχει άμεση ισχύ στις έννομες τάξεις των χωρών μελών. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπογράμμισε ότι περιορισμοί στο δικαίωμα παροχής υπηρεσιών, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 56, δικαιολογούνται μόνον όταν η εθνική νομοθεσία βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, εφαρμόζεται σε όλα τα άτομα και τις επιχειρήσεις που διεξάγουν εργασία στο έδαφος του Κράτους Μέλους που επιβάλλει τους περιορισμούς και είναι απαραίτητοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, χωρίς να παραβιάζουν την αρχή της Αναλογικότητας.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε πως το Άρθρο 14 του Νόμου, με το οποίο προστίθεται το νέο Άρθρο 32Ε στο βασικό Νόμο, παραβιάζει το Άρθρο 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθότι επιβάλλει περιορισμό στην αναμετάδοση αυτούσιων των οπτικοακουστικών προγραμμάτων, που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος συνίσταται στην αποστέρηση οικονομικών εσόδων από διαφημιστικές ή/και εμπορικές ανακοινώσεις που απευθύνονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας. Τέτοιος περιορισμός κατά το Σεβαστό Δικαστήριο, δεν δικαιολογείται στο Νόμο αλλά ούτε και μπορεί να διασωθεί για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, εφόσον τέτοιοι λόγοι δεν αναφέρονται στο Νόμο. Ο πυρήνας του προαναφερόμενου περιορισμού είναι ουσιαστικά οικονομικός και, δεν νοούνται περιορισμοί καθαρά οικονομικού χαρακτήρα στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που καλύπτει το Άρθρο 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι μάλιστα δημιουργούν διάκριση εις βάρος των παρόχων που προέρχονται από άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

 

Ενόψει των προαναφερθέντων, αποφασίστηκε πως το Άρθρο 3(2) του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν διασώζεται από οποιαδήποτε επιτρεπτή εξαίρεση, ενώ το Άρθρο 14 του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επίσης δεν διασώζεται από οποιαδήποτε επιτρεπτή εξαίρεση. Τα προαναφερόμενα άρθρα κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως είναι αντίθετα με το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο, το οποίο δυνάμει του Συντάγματος έχει υπέρτερη ισχύ στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Case C-299/2002 Commission v. Netherlands [2004] ECR I-9761, para 15,

 

Case C-140/2003 Commission v. Greece [2005] ECR I-3177, para 27,

 

Case C-169/2007 Hartlauer [2009] ECR I-1721 paras 34-36,

 

Case C-531/2006 Commission v. Italy [2009] ECR I-4103 para 52,

 

Αίτηση για Προδικαστική Παραπομπή, ημερ. 18.10.2016, ημερομηνίας 5.4.2017,

 

Case C-458/2008 Commission v. Portugal, 18 November [2010] ECR I-nyr at para 87,

 

Case C-490/2004 Commission v. Germany [2007] ECR I-6095 para 64,

Case C-433/2004 Commission v. Belgium [2006] ECR I-10653 para 33,

 

Case C-58/1998 Corsten [2000] ECR I-7919 para 35,

 

Case C-260/1989 Elleniki Radiophonia Tileorasi v. Dimotiki Etairia Pliroforissis [1991] ECR 2925,

 

Case C-89/2004 Mediakabel [2005] ECR I-4891,

 

Case C-412/1993 Leclerc-Siplec [1995] ECR I-179.

 

Αναφορά.

 

Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 49 (Δικαίωμα Εγκατάστασης) και του Άρθρου 56 (Ελευθερία Παροχής Υπηρεσιών) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «η ΣΛΕΕ»), προς τα Άρθρα 15 (Ελευθερία του Επαγγέλματος και Δικαίωμα προς Εργασία) και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ο Χάρτης»), και προς τα Άρθρα 25 (Ελευθερία του Επαγγέλματος και Δικαίωμα προς Εργασία), 28 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας.

 

Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Κ. Κλεάνθους (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

 

Χρ. Κληρίδης με Κ. Κληρίδη, για την Καθ' ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την Αναφορά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζητά γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσον «ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» (στη συνέχεια «ο Νόμος») βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 49 (Δικαίωμα Εγκατάστασης) και του Άρθρου 56 (Ελευθερία Παροχής Υπηρεσιών) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στη συνέχεια η ΣΛΕΕ), προς τα Άρθρα 15 (Ελευθερία του Επαγγέλματος και Δικαίωμα προς Εργασία) και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στη συνέχεια ο Χάρτης), και προς τα Άρθρα 25 (Ελευθερία του Επαγγέλματος και Δικαίωμα προς Εργασία), 28 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το Άρθρο 49 της ΣΛΕΕ προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκατάστασης των υπηκόων ενός Κράτους Μέλους στην επικράτεια ενός άλλου Κράτους Μέλους, απαγορεύονται. Το δικαίωμα της εγκατάστασης, το οποίο κατοχυρώνεται στο Άρθρο 49 ισχύει άμεσα στις έννομες τάξεις των Κρατών Μελών. 

 

Το Άρθρο 56 της ΣΛΕΕ προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύονται, όσον αφορά τους υπηκόους των Κρατών Μελών που είναι εγκατεστημένοι σε Κράτος Μέλος άλλο από εκείνο του αποδέκτη της παροχής (υπηρεσιών). Το Άρθρο 56 επίσης έχει άμεση ισχύ στις έννομες τάξεις των χωρών μελών. 

 

Το εδάφιο 2 του Άρθρου 3 του Νόμου, το οποίο προσθέτει νέο Άρθρο 12 στο βασικό Νόμο, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η αρμόδια Αρχή (η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης), με αιτιολογημένη απόφαση της, δεν χορηγεί νέα άδεια για την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού οργανισμού ή και τη μετάδοση νέων τηλεοπτικών εκπομπών ή προγραμμάτων, στην περίπτωση κατά την οποία με βάση μελέτη εγκεκριμένου Ελεγκτικού Οίκου η νέα άδεια θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών.

 

Το Άρθρο 14 του Νόμου προσθέτει το νέο Άρθρο 32Ε στο βασικό Νόμο και προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα Κράτη Μέλη ή Τρίτες Χώρες, οι οποίες αναμεταδίδονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, αναμεταδίδονται αυτούσιες, χωρίς τη συμπερίληψη διαφημιστικών ή/και οπτικοακουστικών εμπορικών ανακοινώσεων που απευθύνονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας.

 

Είναι η θέση του Αιτητή ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις του Νόμου παραβιάζουν τα Άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα με το νέο Άρθρο 12 του βασικού Νόμου τίθενται φραγμοί στην εγκατάσταση νέων παρόχων οπτικοακουστικών μέσων εφόσον η αρμόδια Αρχή (Αρχή Ραδιοτηλεόρασης) δεν χορηγεί νέα άδεια για ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού σταθμού, στις περιπτώσεις όπου, υπό προϋποθέσεις, τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών.  Κατά το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος εμφανίζεται για τον Αιτητή, η συγκεκριμένη διάταξη παρεμποδίζει την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία νέων παρόχων οπτικοακουστικών μέσων στη Δημοκρατία, θέτοντας τα οικονομικά συμφέροντα και τη βιωσιμότητα των υφιστάμενων παρόχων, υπεράνω των συμφερόντων οποιουδήποτε προσώπου το οποίο επιθυμεί να εισέλθει στην εν λόγω αγορά. Δηλαδή εισάγεται διάκριση υπέρ των υφιστάμενων παρόχων, που είναι Κυπριακές επιχειρήσεις, και εις βάρος των οποιονδήποτε τρίτων προσώπων εντός της Δημοκρατίας ή από άλλο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που επιθυμούν να καταστούν πάροχοι), θέτοντας φραγμό στην είσοδο/εγκατάσταση νέων παρόχων. Τέτοια, όμως, διάκριση απαγορεύεται από το Άρθρο 49 της ΣΛΕΕ, καθότι ο περιορισμός του δικαιώματος εγκατάστασης, ο οποίος εισάγεται με την προαναφερόμενη πρόνοια, δεν φαίνεται να εμπίπτει στους νόμιμους περιορισμούς του δικαιώματος εγκατάστασης, όπως προνοούνται στη ΣΛΕΕ. Η διάκριση δηλαδή είναι άμεση και παράνομη. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τον Αιτητή, περιορισμός του δικαιώματος εγκατάστασης για να είναι αποδεκτός, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, θα πρέπει να πληροί τέσσερις προϋποθέσεις:

 

(α) Να εφαρμόζεται κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις.

 

(β) Να δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

 

(γ) Να είναι κατάλληλος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, και

 

(δ) Να μην είναι δεσμευτικός πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, είναι η θέση για τον Αιτητή, ότι στο Νόμο δεν γίνεται επίκληση κάποιου επιτρεπόμενου νόμιμου περιορισμού αλλά και αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, δεν πληρούνται οι προαναφερόμενους τέσσερις προϋποθέσεις. Στην έκθεση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών, ημερ. 5.4.2016, η Καθ' ης η αίτηση δεν φαίνεται να επικαλείται οποιοδήποτε από τους προαναφερόμενους νόμιμους περιορισμούς αλλά ούτε και φαίνεται να προβληματίστηκε στη βάση της αρχής της Αναλογικότητας, όπως ερμηνεύεται στη νομολογία του ΔΕΕ.

 

Στην ένστασή της, η Καθ' ης η αίτηση αρνείται τους ισχυρισμούς του Αιτητή και επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στο ότι οι προαναφερόμενες πρόνοιες του νέου Άρθρου 12 ισχύουν και για νέες Κυπριακές εταιρείες ενώ το καθήκον της αρμόδιας Αρχής, σε κάθε περίπτωση εξέτασης αίτησης για έκδοση άδειας, θα πρέπει να είναι η εξέταση των οικονομικών επιπτώσεων από τη λειτουργία του νέου σταθμού, για την οικονομική βιωσιμότητα των ήδη υφιστάμενων, στην Κύπρο, σταθμών. Η ύπαρξη και η λειτουργία υφιστάμενων σταθμών είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να παραβλεφθεί. Επομένως δεν καταστρατηγείται, με το νέο Άρθρο 12, το Άρθρο 49 της ΣΛΕΕ.  

 

Όσον αφορά το Άρθρο 56 της ΣΛΕΕ αυτό δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με το Άρθρο 12 του Νόμου, καθότι η πρόνοια του Άρθρου 12 αφορά σε όλους τους παροχείς των συγκεκριμένων υπηρεσιών, κοινοτικούς και Κύπριους, χωρίς διάκριση. Δεν υπάρχει επομένως οποιαδήποτε ασυμβατότητα των προαναφερόμενων προνοιών του Νόμου, είτε με τα Άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ, είτε με τα Άρθρα 15 και 16 του Χάρτη, είτε και με το Άρθρο 25 του Συντάγματος, εφόσον ουδείς εμποδίζεται να ασκήσει το επάγγελμα του, αλλά ο Νόμος ρυθμίζει απλώς τους όρους άσκησης του επαγγέλματος, όπως είναι επιτρεπτό.  

 

Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο της Καθ' ης η αίτηση δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασυμβατότητα των προαναφερόμενων προνοιών με το Άρθρο 28 του Συντάγματος αλλά ούτε και με το ενωσιακό δίκαιο. Τα προαναφερόμενα Άρθρα 12 και 14 του Νόμου, ρυθμίζουν την αγορά οπτικοακουστικών μέσων στην Κύπρο και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, άνευ διακρίσεων. Η ανεξέλεγκτη αύξηση των καναλιών και ο συνεπαγόμενος διαμερισμός των εσόδων από την διαφήμιση αναπόφευκτα θα οδηγήσει στο κλείσιμο ή τον οικονομικό μαρασμό υφιστάμενων καναλιών με δυσμενείς επιπτώσεις και αναταράξεις στην Κυπριακή αγορά και θα επηρεάσει δυσμενώς τα έσοδα του Κρατικού Ιδρύματος ΡΙΚ επιφέροντας αναγκαιότητα αύξησης της κρατικής χορηγίας προς το ΡΙΚ. Τέτοιο αποτέλεσμα θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στους οικονομικούς πόρους του Κράτους.  

 

Δεν είναι απαραίτητη η αιτιολόγηση των Νόμων όπως είναι απαραίτητη η αιτιολόγηση των διοικητικών πράξεων, εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ' ης η αίτηση. Εν πάση, όμως, περιπτώσει τα μέτρα που προνοούνται στα προαναφερόμενα Άρθρα 12 και 14 του Νόμου είναι κατάλληλα, λογικά και δίκαια και δεν παραβιάζουν την αρχή της Αναλογικότητας. Είναι νόμιμα μέτρα που δεν απαγορεύονται από οποιανδήποτε πρόνοια των ενωσιακού δικαίου ή του συνταγματικού δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, εξυπηρετούν στόχους γενικού ενδιαφέροντος, δεν πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος της διαφήμισης και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, ως ανωτέρω επεξηγείται.

 

Μελετήσαμε με προσοχή τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι με το Άρθρο 3(2) του Νόμου, με το οποίο προστίθεται το νέο Άρθρο 12 στο βασικό Νόμο, καταστρατηγούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 49 της ΣΛΕΕ.   Το Άρθρο 49, έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ότι ισχύει τόσο στις περιπτώσεις όπου ο εθνικός νόμος κάνει διάκριση μεταξύ των πολιτών του συγκεκριμένου Κράτους Μέλους και των πολιτών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει τέτοια διάκριση (όπως στην προκείμενη περίπτωση), αλλά τα μέτρα που προνοούνται από τον εθνικό  νόμο τείνουν να παρεμποδίσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας εγκατάστασης η οποία κατοχυρώνεται από τη ΣΛΕΕ (Δέστε: Case C-299/2002 Commission v. Netherlands [2004] ECR I-9761, para 15 και Case C-140/2003 Commission v. Greece [2005] ECR I-3177, para 27).

 

Έχει επίσης αποφασιστεί από το ΔΕΕ ότι εθνικός νόμος, ο οποίος καθιστά την επιδίωξη κάποιας δραστηριότητος υποκείμενη σε όρους που συνδέονται με τις οικονομικές ή κοινωνικές ανάγκες για τέτοια δραστηριότητα, συνιστά περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας εγκατάστασης, εφόσον οι προαναφερόμενοι όροι τείνουν να περιορίσουν τον αριθμό των παρόχων υπηρεσιών οι οποίοι θα μπορούσαν, υπό διαφορετικές συνθήκες, να έλθουν από άλλα Κράτη Μέλη (Δέστε: Case C-169/2007 Hartlauer [2009] ECR I-1721 paras 34-36). Τέτοιος περιορισμός μπορεί να διασωθεί μόνο αν πληροί τις προϋποθέσεις της αρχής της Αναλογικότητας και δικαιολογείται στη βάση επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος (Δέστε: Case C-531/2006 Commission v. Italy [2009] ECR I-4103 para 52).

 

Σχετική είναι και η απόφαση μας στην Αίτηση για Προδικαστική Παραπομπή, ημερ. 18.10.2016, ημερομηνίας 5.4.2017,  στην οποία παρατηρήσαμε ότι το Άρθρο 49 της ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης των πολιτών ενός κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, υπόκειται σε εξαιρέσεις κατά το Άρθρο 51 της ΣΛΕΕ, αναφορικά με δραστηριότητες που συνδέονται με το κράτος αυτό, έστω και περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Οι προαναφερόμενες εξαιρέσεις, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, δεν περιλαμβάνουν περιορισμούς λόγω γενικού, οικονομικού, συμφέροντος. Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ οι προαναφερόμενοι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος δεν μπορούν να προωθούν ή να επιδιώκουν οικονομικούς σκοπούς. Στην προαναφερόμενη απόφαση μας (στην Αίτηση για Προδικαστική Παραπομπή) γίνεται εκτενής αναφορά στους λόγους γενικού (μη οικονομικού) δημοσίου συμφέροντος που δυνατό να δικαιολογούν περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 49 της ΣΛΕΕ. 

 

Με βάση τα προαναφερόμενα καταλήγομε στο συμπέρασμα ότι οι περιορισμοί που τίθενται από το Άρθρο 3(2) του Νόμου, με τον όρο ότι δεν χορηγείται νέα άδεια για την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού οργανισμού ή για τη μετάδοση νέων τηλεοπτικών εκπομπών ή προγραμμάτων, αν η νέα άδεια θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών, καταστρατηγούν το Άρθρο 49 της ΣΛΕΕ και επομένως το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο και δεν μπορούν να διασωθούν στη βάση της εξυπηρέτησης επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος.

 

Όσον αφορά το Άρθρο 14 του Νόμου, με το οποίο προστίθεται το νέο Άρθρο 32Ε στο βασικό Νόμο, θεωρούμε ότι ο όρος της αναμετάδοσης αυτούσιων των υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς τη συμπερίληψη διαφημιστικών ή/και οπτικοακουστικών εμπορικών ανακοινώσεων που απευθύνονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας, καταστρατηγεί το Άρθρο 56 της ΣΛΕΕ. Στην απόφαση μας στην Αίτηση για Προδικαστική Παραπομπή παρατηρήσαμε ότι η νομολογία, αναφορικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που καλύπτει το Άρθρο 56, δεν επιτρέπει περιορισμούς όταν αυτοί είναι καθαρά οικονομικού χαρακτήρα.  Περιορισμοί δικαιολογούνται μόνο για εξαιρετικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, τάξεως, ασφάλειας και υγείας ή για λόγους άσκησης δημόσιας εξουσίας. Το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι περιορισμοί στο δικαίωμα παροχής υπηρεσιών, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 56 της ΣΛΕΕ, δικαιολογούνται μόνον όταν η εθνική νομοθεσία βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, εφαρμόζεται σε όλα τα άτομα και τις επιχειρήσεις που διεξάγουν εργασία στο έδαφος του Κράτους Μέλους που επιβάλλει τους περιορισμούς και είναι απαραίτητοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, χωρίς να παραβιάζουν την αρχή της Αναλογικότητας (Δέστε: Case C-458/2008 Commission v. Portugal, 18 November [2010] ECR I-nyr at para 87, Case C-490/2004 Commission v. Germany [2007] ECR I-6095 para 64, Case C-433/2004 Commission v. Belgium [2006] ECR I-10653 para 33 και Case C-58/1998 Corsten [2000] ECR I-7919 para 35).

 

Δεν παραγνωρίζομε ότι ο βασικός σκοπός του Νόμου είναι η ορθότερη εναρμόνιση με συγκεκριμένες διατάξεις της Οδηγίας 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαρτίου, 2010. Με την προαναφερόμενη Οδηγία παρέχεται ευχέρεια στα Κράτη Μέλη να προβλέπουν λεπτομερέστερους ή αυστηρότερους κανόνες στα πεδία που καλύπτει η Οδηγία όσον αφορά παρόχους υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους. Η ευχέρεια όμως τίθεται υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες των Κρατών Μελών, πρέπει να συνάδουν με το Ενωσιακό Δίκαιο και να σέβονται τις θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες οι συνθήκες εγγυούνται (Δέστε: Case C-260/1989 Elleniki Radiophonia Tileorasi v. Dimotiki Etairia Pliroforissis [1991] ECR 2925).

 

Αναφορικά με την προαναφερόμενη Οδηγία, σχετική είναι και η απόφαση στην Case C-89/2004 Mediakabel [2005] ECR I-4891, ενώ η απόφαση στην Case C-412/1993 Leclerc-Siplec [1995] ECR I-179, η οποία αφορούσε σε εθνική απαγόρευση διαφημίσεων στη Γαλλική τηλεόραση, με σκοπό την προστασία του Γαλλικού τοπικού τύπου, δεν αντικατοπτρίζει τη σημερινή ορθή νομική θέση.

 

Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε πως το Άρθρο 14 του Νόμου, με το οποίο προστίθεται το νέο Άρθρο 32Ε στο βασικό Νόμο, παραβιάζει το Άρθρο 56 της ΣΛΕΕ καθότι επιβάλλει περιορισμό στην αναμετάδοση αυτούσιων των οπτικοακουστικών προγραμμάτων, που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος συνίσταται στην αποστέρηση οικονομικών εσόδων από διαφημιστικές ή/και εμπορικές ανακοινώσεις που απευθύνονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας. Τέτοιος περιορισμός δεν δικαιολογείται στο Νόμο αλλά ούτε και μπορεί να διασωθεί για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, εφόσον τέτοιοι λόγοι δεν αναφέρονται στο Νόμο. Ο πυρήνας του προαναφερόμενου περιορισμού είναι ουσιαστικά οικονομικός και, όπως ήδη αναφέραμε, δεν νοούνται περιορισμοί καθαρά οικονομικού χαρακτήρα στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που καλύπτει το Άρθρο 56 της ΣΛΕΕ, οι οποίοι μάλιστα δημιουργούν διάκριση εις βάρος των παρόχων που προέρχονται από άλλα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ενόψει των προαναφερθέντων, γνωματεύομε ότι το Άρθρο 3(2) του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 49 της ΣΛΕΕ και δεν διασώζεται από οποιαδήποτε επιτρεπτή εξαίρεση, ενώ το Άρθρο 14 του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 56 της ΣΛΕΕ και επίσης δεν διασώζεται από οποιαδήποτε επιτρεπτή εξαίρεση. Τα προαναφερόμενα άρθρα είναι επομένως αντίθετα με το πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο, το οποίο δυνάμει του Συντάγματος έχει υπέρτερη ισχύ στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Υπό τις περιστάσεις δεν είναι σκόπιμη η εξέταση και των υπολοίπων λόγων ακυρότητας τους οποίους επικαλείται ο Αιτητής.

 

Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο