ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2017:C64

(2017) 3 ΑΑΔ 139

1 Μαρτίου, 2017

 

[ΠΑMΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

1.         ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΣ, ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΣ,

  ΧΡΥΣΟΣ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΣ, ΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΩΣ

  ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ,

2.         ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ,

3.         ΦΑΡΜΑ ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ,

4.         ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΑΝΤΖΙΑΡΟΥ,

 

Εφεσείοντες - Αιτητές,

 

v.

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ

ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.

 

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 109/2011)

 

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Περιστάσεις νομιμότητας της απόφασης του διοικητικού οργάνου και  μη στοιχειοθέτησης του λόγου εφέσεως.

 

Οι Εφεσείοντες 1 που είναι τα φυσικά πρόσωπα Στυλιανός, Αλέξης, Παναγιώτης και Χρυσός Πάντζιαρος, ασχολούντο με την επιχείρηση κτηνοτροφίας ως «Αδελφοί Πάντζιαρου» (Εφεσείοντες 2), κάτω από τον μανδύα άτυπου συνεταιρισμού. Με τη σύσταση των δύο νέων εταιριών περιορισμένης ευθύνης (Εφεσείουσες 3 και 4) την 31.12.2007, οι Εφεσείοντες συνέχισαν να ασκούν την ίδια επιχείρηση όπου η Εφεσείουσα 3 ανέλαβε την εκτροφή ζώων και η Εφεσείουσα 4 τη λειτουργία τυροκομείου.

 

Ο Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας (Εφεσίβλητος), κατόπιν έρευνας, κατέληξε στην απόφαση ημερ. 9.7.2008 με την οποία θεώρησε τον άτυπο συνεταιρισμό ως διαλυθέντα και κατέταξε την επιχείρηση της Εφεσείουσας 3 ως παραγωγό γάλακτος με ποσόστωση «παράδοσης» και την επιχείρηση της Εφεσείουσας 4 ως αγοραστών. Οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή τους, που καταχώρησαν εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 9/7/2008.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Προβλήθηκαν αρχικά δύο λόγοι έφεσης κατά της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου, ο ένας όμως αποσύρθηκε κατά το στάδιο της ακρόασης και παρέμεινε εκείνος που αναφέρεται στο εύρημα του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε «μετά από ορθή αναγωγή των δεδομένων που διαμορφώθηκαν με την αναγκαία έρευνα ως προς τη νέα δομή της επιχείρησης των αιτητών - εφεσειόντων στην παρούσα έφεση» και ότι ήταν επαρκέστατη η αιτιολόγηση αυτής «εφόσον η απόφαση έλαβε υπόψη ακριβώς αυτή την αλλαγή στο νομικό καθεστώς του προηγουμένου συνεταιρισμού (των εφεσειόντων)».Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εν εκτάσει με την επιχειρηματική δραστηριότητα των εφεσειόντων και τον τρόπο άσκησης της τόσο κατά το χρόνο πριν τη σύσταση των δυο εταιρειών όσο και μετά, παραθέτοντας όλα τα στοιχεία που τον οδήγησαν στην τελική κρίση του.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι διαπιστώσεις του εφεσίβλητου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την έρευνα και τις επιτόπιες επιθεωρήσεις που διεξήγαγαν στις μονάδες των δύο εταιρειών, το περιεχόμενο των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ των εφεσειουσών 3 και 4 και του εφεσίβλητου και τα τιμολόγια που εκδίδοντο μεταξύ των δυο εταιρειών καταμαρτυρούσαν τη νέα κατάσταση που προέκυψε στο καθεστώς της επιχείρησης με την εγγραφή των δύο εταιρειών και το διαχωρισμό των δραστηριοτήτων μεταξύ τους.

 

Τα δεδομένα ενώπιον του εφεσίβλητου, όπως εξάγονται από τον διοικητικό φάκελο, οδηγούν αναπόφευκτα στη διαπίστωση ότι οι Εφεσείουσες 3 και 4 είναι δύο χωριστές εταιρικές οντότητες με διαφορετικές δραστηριότητες η κάθε μια, όπου η μεν Εφεσείουσα 3 παράγει το γάλα το οποίο πωλεί στην Εφεσείουσα 4 και εκδίδεται σχετικό τιμολόγιο. Από την άλλη, η Εφεσείουσα 4 χρησιμοποιεί το γάλα που αγοράζει από την Εφεσείουσα 3 το οποίο διαθέτει στην αγορά μαζί με άλλο γάλα που αγοράζει από τρίτα πρόσωπα. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα ύπαρξης μιας οργανικής ενότητας άσκησης της επιχείρησης ή αλλαγής στη νομική μορφή της και μόνο, ως η εισήγηση των Εφεσειόντων.

 

Η απόφαση του εφεσίβλητου να κατατάξει την εφεσείουσα 3 στην κατηγορία των παραγωγών με βάση «ποσόστωση παράδοσης» αντί απευθείας πωλήσεις και την εφεσείουσα 4 ως αγοραστή γάλακτος κρίνεται ορθή και σύμφωνη με το Άρθρο 5 παραγράφους «στ» και «ζ» του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 1788/2003 και του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 595/2004. Συνάδει δε με τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1485/2008), ημερ. 30/6/2011.

 

Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Ε. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.

 

Λ. Χατζηϊωάννου για Α.Κ. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες 1 που είναι τα φυσικά πρόσωπα Στυλιανός, Αλέξης, Παναγιώτης και Χρυσός Πάντζιαρος, ασχολούντο με την επιχείρηση κτηνοτροφίας ως «Αδελφοί Πάντζιαρου» (Εφεσείοντες 2), κάτω από τον μανδύα άτυπου συνεταιρισμού. Με τη σύσταση των δύο νέων εταιριών περιορισμένης ευθύνης (Εφεσείουσες 3 και 4) την 31.12.2007, οι Εφεσείοντες συνέχισαν να ασκούν την ίδια επιχείρηση όπου η Εφεσείουσα 3 ανέλαβε την εκτροφή ζώων και η Εφεσείουσα 4 τη λειτουργία τυροκομείου.

 

Ο Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας (Εφεσίβλητος), κατόπιν έρευνας, κατέληξε στην απόφαση ημερ. 9.7.2008 με την οποία θεώρησε τον άτυπο συνεταιρισμό ως διαλυθέντα και κατέταξε την επιχείρηση της Εφεσείουσας 3 ως παραγωγό γάλακτος με ποσόστωση «παράδοσης» και την επιχείρηση της Εφεσείουσας 4 ως αγοραστών.

 

Οι Εφεσείοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με αίτημα ακύρωσης της πιο πάνω απόφασης ημερ. 9.7.2008, ως προϊόν κατάχρησης και υπέρβασης εξουσίας, ως αναιτιολόγητη, ως εκδοθείσα ενάντια στην αρχή της αναλογικότητας και υπό το κράτος πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα και ότι λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως ανεδαφική με την απόφασή του ημερ. 30.6.2011, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Προβλήθηκαν αρχικά δύο λόγοι έφεσης κατά της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου, ο ένας όμως αποσύρθηκε κατά το στάδιο της ακρόασης και παρέμεινε εκείνος που αναφέρεται στο εύρημα του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε «μετά από ορθή αναγωγή των δεδομένων που διαμορφώθηκαν με την αναγκαία έρευνα ως προς τη νέα δομή της επιχείρησης των αιτητών - εφεσειόντων στην παρούσα έφεση» και ότι ήταν επαρκέστατη η αιτιολόγηση αυτής «εφόσον η απόφαση έλαβε υπόψη ακριβώς αυτή την αλλαγή στο νομικό καθεστώς του προηγουμένου συνεταιρισμού (των εφεσειόντων)».

 

Τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου εντοπίζονται στην ίδια παράγραφο της απόφασης που κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε αυτούσια:

 

«Προκύπτει επομένως ότι η απόφαση λήφθηκε μετά από ορθή αναγωγή των δεδομένων που διαμορφώθηκαν με την αναγκαία έρευνα ως προς τη νέα δομή της επιχείρησης των αιτητών. Τα δεδομένα άλλωστε δεν αμφισβητούνται από τους αιτητές, εφόσον οι ίδιοι τα διαμόρφωσαν ως η επιθυμία τους. Η αιτιολόγηση επίσης είναι επαρκέστατη εφόσον η απόφαση έλαβε υπόψη ακριβώς αυτή την αλλαγή στο νομικό καθεστώς του προηγούμενου συνεταιρισμού.»

 

Ήταν εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι εκείνο που θα έπρεπε να προσμετρήσει στην τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι η φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των εφεσειόντων και όχι ο τύπος κάτω από τον οποίο ασκείτο. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω εισήγηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εν εκτάσει με την επιχειρηματική δραστηριότητα των εφεσειόντων και τον τρόπο άσκησης της τόσο κατά το χρόνο πριν τη σύσταση των δυο εταιρειών όσο και μετά, παραθέτοντας όλα τα στοιχεία που τον οδήγησαν στην τελική κρίση του.

 

Το πιο πάνω απόσπασμα της απόφασης που αφορά ειδικά στην αλλαγή του νομικού καθεστώτος, δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα, όπως ο δικηγόρος των εφεσειόντων καλεί ουσιαστικά το Εφετείο να πράξει, αλλά σε συνάρτηση με την όλη δομή και σκεπτικό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που οδηγούν στο εύρημα ότι με τη δημιουργία των δύο εταιρειών άλλαξε και ο τρόπος διεξαγωγής της κτηνοτροφικής επιχείρησης των Εφεσειόντων.

 

Τα στοιχεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του  αποτυπώθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση αμέσως πριν το πιο πάνω απόσπασμα ως εξής:

 

«Η εξέταση των δεδομένων της αίτησης ακύρωσης οδηγεί το Δικαστήριο στην απόφαση ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Αυτό διότι η ουσία της όλης απόφασης του καθ' ου έγκειται στην οικειοθελή διαφοροποίηση των δεδομένων του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης των αιτητών ώστε να έχει αλλάξει άρδην η παραγωγή, παράδοση και πώληση του γάλακτος και των τυροκομικών προϊόντων. Απορρέει από την ίδια την επιστολή των αιτητών ημερ. 21.4.2008 (Παράρτημα 2 στην ένσταση), ότι από 1.1.2008, ο χαρακτηριζόμενος από τους ίδιους ως άτυπος συνεταιρισμός φυσικών προσώπων, σύμφωνα και με το συνημμένο στην επιστολή πιστοποιητικό εγγραφής στο Μητρώο Φ.Π.Α., ακυρώθηκε, η δε χαρακτηριζόμενη ως "δρώσα οικονομική μονάδα" μεταφέρθηκε στις εταιρείες των αιτητών 3 και 4. Επισυνάφθηκαν προς τούτο τα αντίστοιχα πιστοποιητικά σύστασης των εταιρειών μαζί με τα ονόματα των μετόχων αυτών, αλλά και την εγγραφή εκάστης εταιρείας στο Φ.Π.Α. με δικό της αριθμό.

 

Η πιο πάνω αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης των αιτητών δεν αποτελεί απλώς και μόνο μια τυπική εσωτερική κατ' ουσίαν ανακαίνιση και αναδιάρθρωση, ως εισηγείται ο συνήγορος των αιτητών στη γραπτή του αγόρευση, χωρίς να έχει στην πράξη μετατρέψει ή αλλοιώσει την καθαυτή επιχείρηση που διεξαγόταν από τους αιτητές. Αντίθετα, οι αιτητές 1 και 2, ως εμφανίζονται στον τίτλο της προσφυγής, έπαυσαν να υφίστανται και αντ' αυτών δημιουργήθηκαν οι εταιρείες των αιτητών 3 και 4, που κατά νόμο αποτελούν ξέχωρες νομικές οντότητες, διαφορετικές βέβαια από τα πρόσωπα που μετέχουν στις εταιρείες. Η απόφαση επομένως του καθ' ου είχε έναυσμα την διαφοροποίηση στο καθεστώς της επιχείρησης των αιτητών που οι ίδιοι θεώρησαν ορθό να πραγματοποιήσουν. Με την αλλαγή που επήλθε με τη δημιουργία των εταιρειών άλλαξε και η δραστηριότητα και το ιδιοκτησιακό καθεστώς στον τρόπο παραγωγής και επεξεργασίας του γάλακτος. Είναι αδιάφορος για τους σκοπούς του καθ' ου και την Κοινοτική νομοθεσία, Κανονισμό (ΕΚ) 1788/2003, ο λόγος για τον οποίο οι αιτητές μετέτρεψαν την επιχείρηση τους από άτυπο συνεταιρισμό σε δύο χωριστές εταιρικές οντότητες. Το γεγονός παραμένει ότι ενώ προηγουμένως ο ίδιος συνεταιρισμός παρήγαγε και επεξεργαζόταν το γάλα, πωλώντας το απευθείας στους καταναλωτές, με την εγγραφή των εταιρειών, οι μεν αιτητές 3 παράγουν το γάλα το οποίο τώρα παραδίδουν με πώληση στους αιτητές 4, για το οποίο εκδίδεται και σχετικό τιμολόγιο. Από την άλλη, οι αιτητές 4 χρησιμοποιούν το γάλα που αγοράζουν από τους αιτητές 3, το οποίο διαθέτουν στην αγορά μαζί με άλλο γάλα που αγοράζουν από άλλες πηγές.

Ο καθ' ου ιδρύθηκε δυνάμει του περί Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας Νόμου αρ. 4/1969, ως τροποποιήθηκε, έχοντας την ευθύνη να συμβουλεύει τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος να προβαίνει στην κατανομή γάλακτος με βάση τις ανάγκες που ισχύουν στην επικράτεια της Δημοκρατίας. Μετά την ένταξη της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκαν δύο είδη ποσοστώσεων, δηλαδή, η κατηγορία που αφορά τις «απευθείας πωλήσεις» που σχετίζεται με την ποσότητα γάλακτος που οι ίδιοι οι παραγωγοί επεξεργάζονται και προσφέρουν απευθείας στον καταναλωτή, ενώ η άλλη κατηγορία αφορά τις «ποσοστώσεις παράδοσης», ήτοι, την ποσότητα γάλακτος που παράγεται από τους παραγωγούς και προσφέρεται στη βιομηχανία για περαιτέρω επεξεργασία. Με βάση το Άρθρο 5 παρ. (στ) και (ζ) του Καν. (ΕΚ) αρ. 1788/2003 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τον Καν. (ΕΚ) αρ. 595/2004 της Επιτροπής ημερ. 30.3.2004, ως «παράδοση» νοείται κάθε παράδοση γάλακτος από πωλητή σε αγοραστή, η μεταφορά του οποίου εξασφαλίζεται από τον παραγωγό ή από τον αγοραστή ή από την επιχείρηση που επεξεργάζεται ή μεταποιεί τα προϊόντα αυτά, ενώ «απευθείας πώληση» νοείται κάθε πώληση ή διάθεση γάλακτος από τον παραγωγό απευθείας στον καταναλωτή. Με βάση αυτή τη διαφοροποίηση στους ορισμούς ο καθ' ου κατατάσσει τους παραγωγούς στην αντίστοιχη κατηγορία ώστε αυτοί να υφίστανται με βάση το Άρθρο 17 του Καν. 1788/2003 και τις προβλεπόμενες κυρώσεις σε περίπτωση υπέρβασης των επιτρεπομένων ποσοστώσεων. Με αυτά τα δεδομένα και υπό το φως των ως άνω κοινοτικών νομοθετικών προνοιών, ο καθ' ου μετά την ενημέρωση της αλλαγής του καθεστώτος των αιτητών διαχώρισε τον προηγούμενο άτυπο συνεταιρισμό στις υφιστάμενες νομικές οντότητες των εταιρειών 3 και 4, με αποτέλεσμα οι αιτητές 3 να μην θεωρούνταν πλέον απευθείας πωλητές, αλλά παραγωγοί με βάση «ποσόστωση παράδοσης», εφόσον πωλούσαν το γάλα της δικής τους παραγωγής στους αιτητές 4. Ο ορισμός στο Νόμο αρ. 4/1969, της «γαλακτοκομικής βιομηχανίας» ως περιλαμβάνουσας «άπασες τις δραστηριότητες από την παραγωγή γάλακτος ...» δεν έρχεται σε αντίθεση με τους ορισμούς των ποσοστώσεων απευθείας πώλησης και παράδοσης. Ο ορισμός αυτός είναι γενικός και δεν βοηθά τους αιτητές στα πλαίσια των πραγματικών γεγονότων της υπό κρίση περίπτωσης.

 

Προς τούτο ο καθ' ου είχε αποστείλει και επιστολή ημερ. 21.7.2008 προς τους αιτητές 3 και 4 (Παράρτημα 3 στην ένσταση), όπου αναφέρεται, μετά τις συναντήσεις που είχαν γίνει μεταξύ τους, ότι κατά τον Απρίλιο του 2008 είχαν επιθεωρηθεί οι μονάδες των εταιρειών τόσο από τον καθ' ου, όσο και από λειτουργούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαπιστώθηκε ότι υπήρξε αλλαγή στο καθεστώς της επιχείρησης με τη δημιουργία των δύο εταιρειών με αποτέλεσμα ο καθ΄ ου στη σχετική συνεδρία του ημερ. 9.7.2008, που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, να λάβει την απόφαση να θεωρήσει τους αιτητές 4, δηλαδή το τυροκομείο, ως αγοραστή γάλακτος και τους αιτητές 3, δηλαδή τη φάρμα, ως αγελαδοτροφική μονάδα με ποσόστωση παράδοσης, αντί απευθείας πωλήσεις. Κλήθηκαν, επομένως, οι αιτητές να συμπληρώσουν τα συνημμένα έντυπα για σκοπούς ποσόστωσης παράδοσης. Σε μεταγενέστερη επιστολή του καθ' ου ημερ. 18.8.2008 (Παράρτημα 5 στην ένσταση) και σε απάντηση επιστολής του δικηγόρου των αιτητών ημερ. 31.7.2008 (Παράρτημα 4 στην ένσταση), έγινε αναφορά στον Κοινοτικό Κανονισμό 1788/2003 και τον ορισμό του παραγωγού γάλακτος με σημείωση ότι η φάρμα διαθέτει το γάλα σε μια χωριστή νομική οντότητα, δηλαδή, στο τυροκομείο και όχι απευθείας στον καταναλωτή. Επομένως, η φάρμα θεωρήθηκε ως μονάδα με ποσόστωση παράδοσης και το τυροκομείο ως αγοραστής. Θεωρήθηκε επίσης και έτσι σημειώθηκε στην επιστολή, ότι εφόσον οι αιτητές 3 και 4 αποτελούν χωριστές νομικές οντότητες δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ενιαία επιχειρησιακή οντότητα ώστε να θεωρούνται μαζί ως «απευθείας πωλητής».»

 

Από το πιο πάνω μέρος της απόφασης καθίσταται σαφές ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του δεν έλαβε υπόψη του μόνο την αλλαγή στο νομικό καθεστώς του προηγούμενου συνεταιρισμού των Εφεσειόντων, αλλά και όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και καταγράφονται αναλυτικά στην απόφαση.  Αυτά τον οδήγησαν στην τελική κατάληξη του ότι με τη σύσταση των δυο εταιρειών άλλαξε τόσο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης όσο και η δραστηριότητα παραγωγής και επεξεργασίας του γάλακτος.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας προκύπτει ότι οι διαπιστώσεις του εφεσίβλητου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την έρευνα και τις επιτόπιες επιθεωρήσεις που διεξήγαγαν στις μονάδες των δύο εταιρειών, το περιεχόμενο των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ των εφεσειουσών 3 και 4 και του εφεσίβλητου και τα τιμολόγια που εκδίδοντο μεταξύ των δυο εταιρειών καταμαρτυρούσαν τη νέα κατάσταση που προέκυψε στο καθεστώς της επιχείρησης με την εγγραφή των δύο εταιρειών και το διαχωρισμό των δραστηριοτήτων μεταξύ τους.

 

Δόθηκε έμφαση από πλευράς του δικηγόρου των Εφεσειόντων με αναφορά στα Άρθρα 1 και 3.3 του «Commission Recommendation» της 6ης Μαΐου 2003 «concerning the definition of micro, small and medium-sized enterprises», ότι με τη σύσταση των δύο εταιρειών η κτηνοτροφική επιχείρηση όπως και ο τρόπος άσκησης της εξακολουθούσε να είναι ο ίδιος, οπότε δεν εδικαιολογείτο η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Τα δεδομένα ενώπιον του εφεσίβλητου, όπως εξάγονται από τον διοικητικό φάκελο, οδηγούν αναπόφευκτα στη διαπίστωση ότι οι Εφεσείουσες 3 και 4 είναι δύο χωριστές εταιρικές οντότητες με διαφορετικές δραστηριότητες η κάθε μια, όπου η μεν Εφεσείουσα 3 παράγει το γάλα το οποίο πωλεί στην Εφεσείουσα 4 και εκδίδεται σχετικό τιμολόγιο. Από την άλλη, η Εφεσείουσα 4 χρησιμοποιεί το γάλα που αγοράζει από την Εφεσείουσα 3 το οποίο διαθέτει στην αγορά μαζί με άλλο γάλα που αγοράζει από τρίτα πρόσωπα. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα ύπαρξης μιας οργανικής ενότητας άσκησης της επιχείρησης ή αλλαγής στη νομική μορφή της και μόνο, ως η εισήγηση των Εφεσειόντων.

 

Η απόφαση του εφεσίβλητου να κατατάξει την εφεσείουσα 3 στην κατηγορία των παραγωγών με βάση «ποσόστωση παράδοσης» αντί απευθείας πωλήσεις και την εφεσείουσα 4 ως αγοραστή γάλακτος κρίνεται ορθή και σύμφωνη με το Άρθρο 5 παραγράφους «στ» και «ζ» του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 1788/2003 και του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 595/2004. Συνάδει δε με τα στοιχεία που είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του.

 

Κατά συνέπεια είναι κατάληξή μας ότι η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εκ €2.500 υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο