ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:C328

(2016) 3 ΑΑΔ 284

4 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΕΥΑ ΤΣΙΑΤΤΑΛΑ,

 

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 51/2010)

 

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Εάν δεν είχε προσκομισθεί μαρτυρία ή δεν επιχειρήθηκε να προσκομισθεί μαρτυρία στο πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό διάσταση γεγονότων δεν μπορεί τέτοιος ισχυρισμός να ληφθεί υπόψη στα πλαίσια της κατ' έφεση διαδικασίας.

 

Πλάνη περί τα πράγματα — Παράλειψη δέουσας έρευνας με αποτέλεσμα την άγνοια ουσιώδους γεγονότος  — Μη ύπαρξη στην παρούσα περίπτωση — Η παροχή βοηθήματος στηρίζεται στην ορθότητα του περιεχομένου της υπεύθυνης δήλωσης αιτητή βοηθήματος.

 

Η Εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή της κατά της απόφασης διακοπής του χορηγηθέντος δημοσίου βοηθήματος.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Με τον πρώτο και τρίτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο απέτυχε να ερευνήσει το ενδεχόμενο της λανθασμένης διαδικασίας και της ελλιπούς έρευνας αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης. Προβλήθηκε επί του σημείου αυτού μετ' επιτάσεως από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι η τελευταία είχε, κατά το στάδιο της συζήτησης της αιτήσεως της με αρμόδιο λειτουργό, πλήρως ενημερώσει αναφορικά με τα περιουσιακά της στοιχεία, κάτι το οποίο δεν υπάρχει στην υποβληθείσα γραπτή αίτηση.

 

     Η απαιτούμενη, υπό τας περιστάσεις και τα γεγονότα κάθε υπόθεσης, έρευνα, δεν είναι ένα στατικό στοιχείο, αλλά εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να επιλέξει τον τρόπο διεξαγωγής της. (Βλ. Άρθρο 45 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99)).

 

     Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης, όταν είχε αναφυεί θέμα διάστασης ως προς τα γεγονότα και ιδιαιτέρως ως προς το σύνολο του περιεχόμενου της αιτήσεως για χορήγηση του βοηθήματος, είχαμε θέσει στο συνήγορο της εφεσείουσας το ερώτημα κατά πόσο είχε προσκομισθεί μαρτυρία ή επιχειρήθηκε να προσκομισθεί μαρτυρία στο πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό διάσταση γεγονότων. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, ούτε υποβλήθηκε επί τούτου αίτηση. Συνεπώς, είναι παράδοξο να υποβάλλεται, στο στάδιο της έφεσης, ένας τέτοιος ισχυρισμός εντός του πλαισίου των περιγραμμάτων αγόρευσης του συνηγόρου. Επομένως, δεν μπορεί επ' ουδενί λόγο να ληφθεί υπόψη.

 

     Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα διαπιστωθέντα μετά από την έρευνα γεγονότα ήταν καταπελτικά εναντίον της εφεσείουσας, ερχόμενα σε πλήρη αντίθεση με την αρχική της θέση ότι «διέμενε σε ενοικιαζόμενη κατοικία και δεν κατείχε οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία». Αποδείχθηκε στο σημείο εκείνο ότι ήταν ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας, την οποία είχε πωλήσει, χωρίς να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε τα αποκτηθέντα χρήματα. Περαιτέρω, την ίδια περίοδο ήταν ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας, την οποία ενοικίαζε εισπράττοντας ενοίκιο, ενώ δήλωνε ότι δεν είχε κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια, μετά τη διαπίστωση της πώλησης ενός εκ των δύο κατοικιών της εφεσείουσας και τη γνωστοποίηση τούτου από την αρμόδια αρχή, η εφεσείουσα και πάλι δεν έδωσε μια, όπως κρίθηκε εν των υστέρων, αληθινή απάντηση ως προς τα χρήματα της πώλησης.

 

     Συνεπώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα για διαπίστωση ελλιπούς έρευνας εκ μέρους των εφεσιβλήτων και οι λόγοι έφεσης 1 και 3, απορρίφθηκαν.

 

2.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται πως υπήρχε πλάνη περί τα πράγματα στο διοικητικό όργανο την στιγμή που λάμβανε την προσβαλλόμενη απόφαση. πίκεντρο της επιχειρηματολογίας ήταν η αναφορά από το δικαστήριο στην ημερομηνία πώλησης της κατοικίας. Ορθώς, κατά την άποψη μας, το δικαστήριο θεώρησε ότι η αναφορά από την αρμόδια αρχή σε ημερομηνία πώλησης το 1998, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το 1996, ήταν επουσιώδης. Το σημαντικό, και επ' αυτού στηρίζεται η αίτηση για παροχή βοηθήματος, είναι η ορθότητα του περιεχόμενου της υπεύθυνης δήλωσης, ενός αιτητή βοηθήματος και η συμπερίληψη σ' αυτή όλων των ουσιωδών γεγονότων.

 

     Ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα, τόσο από πλευράς εφεσιβλήτων, όσο και από την απόφαση του δικαστηρίου. Συνεπώς, και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίφθηκε.

 

3.  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται έλλειψη αιτιολογίας και την παραβίαση της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Από το ίδιο το περιεχόμενο του περιγράμματος, διαπιστώνεται ότι είναι εντελώς διαφορετική η προσέγγιση από την αιτιολογία του λόγου έφεσης, ο οποίος στηριζόταν στη συνάντηση που κατ' ισχυρισμό είχε η εφεσείουσα με την Υπουργό Εργασίας, η οποία, όπως προβλήθηκε, είχε υποσχεθεί κάθε δυνατή βοήθεια.

 

     Οι λόγοι έφεσης είναι το βασικό στοιχείο το οποίο προσδιορίζει το παράπονο ενός εφεσείοντα και δεν υπάρχει η δυνατότητα επέκτασης ή η εκ διαμέτρου αντίθετη προώθηση θεμάτων, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με το περίγραμμα. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης δεν έχει οποιαδήποτε τεκμηρίωση και ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1343/2008), ημερ. 4/3/2010.

 

Π. Σιακαλλής για Κούσιο, Κορφιώτη και Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Αλ. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η διακοπή του χορηγηθέντος δημοσίου βοηθήματος που λάμβανε η εφεσείουσα, έδωσε το έναυσμα για την καταχώριση προσφυγής και η επικύρωση της απόφασης, που ήταν το αποτέλεσμα της προσφυγής, οδήγησε στην καταχώριση της παρούσας έφεσης.

 

Οι λόγοι έφεσης και τα προβληθέντα επιχειρήματα ήταν τα                     ίδια όπως και πρωτοδίκως, εστιαζόμενα στα, κατ' ισχυρισμόν,  εσφαλμένα συμπεράσματα τόσο του διοικητικού οργάνου, όσο και του δικαστηρίου, καθότι υπήρχε πλάνη περί τα πράγματα. Περαιτέρω, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι υπήρξε κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας που οφειλόταν στην έλλειψη μελέτης των πραγματικών δεδομένων, όπως αυτά είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της παρούσας υπόθεσης έχουν ως έναυσμα την επιστολή, ημερ. 4 Ιουνίου 2008, σύμφωνα με την οποία η Επαρχιακή Λειτουργός Ευημερίας Λευκωσίας γνωστοποίησε στην εφεσείουσα ότι, ο τερματισμός του δημόσιου βοηθήματος οφειλόταν στην απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων από την εφεσείουσα, κατά το στάδιο υποβολής της αίτησης για παροχή του εν λόγω βοηθήματος.

 

Μια αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως περιγράφονται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή, είναι απαραίτητη για να γίνει αντιληπτό το προβληθέν επιχείρημα της εφεσείουσας.

 

Στις 7 Ιουλίου 2006 η εφεσείουσα, διαζευγμένη και ηλικίας                        57 ετών, υπέβαλε αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος, δηλώνοντας ότι διέμενε σε ενοικιαζόμενη κατοικία και ταυτοχρόνως, ότι δεν ήταν κάτοχος οποιασδήποτε κινητής ή ακινήτου περιουσίας. Στη βάση δοθέντων ιατρικών πιστοποιητικών, που καθιστούσαν την εφεσείουσα ανίκανη προς εργασία, της χορηγήθηκε μηνιαίο δημόσιο βοήθημα ύψους Λ.Κ.199,83.

 

Μετά από έρευνα που είχε διεξαχθεί από Λειτουργό των εφεσιβλήτων στις 8 Μαΐου 2008, και συγκεκριμένα μετά από πληροφορίες που λήφθησαν από το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας, διαπιστώθηκε ότι η εφεσείουσα ήταν ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένης και μιας κατοικίας στο Στρόβολο, την οποία πώλησε στις 17 Οκτωβρίου 1996 για το ποσό των Λ.Κ.120.000. Ταυτοχρόνως, διαπιστώθηκε ότι εξακολουθούσε να είναι ιδιοκτήτρια και ετέρας κατοικίας, βρισκομένης στο ίδιο κτίριο με το άλλο ήδη πωληθέν. Έχοντας ως δεδομένο την πώληση, ζητήθηκε από την εφεσείουσα να καταδείξει πώς διέθεσε το ποσό της πώλησης. Η εφεσείουσα δήλωσε ότι έδωσε Λ.Κ.55.000 στον αδελφό της για εξόφληση δανείου και το υπόλοιπο ποσό των Λ.Κ.65.000 το διέθεσε για κάλυψη των σπουδών της κόρης της. Μετά από σχετική έρευνα, διαπιστώθηκε ότι η θυγατέρα της εφεσείουσας είχε συμπληρώσει τις σπουδές της προ πολλού. Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι την κατοικία που είχε στην ιδιοκτησία της την είχε ενοικιάσει στον Πρεσβευτή της Παλαιστινιακής Αρχής. Μεταξύ της υποβολής της αιτήσεως και της εξέτασης της ιδίας, η εφεσείουσα εγκαταστάθηκε στην ιδιόκτητη κατοικία της την οποία προηγουμένως είχε προς εκμίσθωση.

 

Αυτά τα στοιχεία κρίθηκαν από τους εφεσιβλήτους ότι ήταν τέτοιας έκτασης, που θα μπορούσε να τεκμηριωθεί ότι η εφεσείουσα απέκρυψε να δηλώσει την πραγματική οικονομική και περιουσιακή της κατάσταση, κατά το στάδιο της υποβολής της αρχικής αιτήσεως και της αναλόγου υπεύθυνης επί τούτου δήλωσης.

 

Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 του Άρθρου 13 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 (Ν. 95(Ι)/2006) προνοούν:

 

"13(1) Κάθε πρόσωπο οφείλει να επιστρέψει στο Διευθυντή οποιοδήποτε ποσό δημοσίου βοηθήματος το οποίο έλαβε ως αποτέλεσμα παράλειψης του να αποκαλύψει ουσιώδες γεγονός ή λόγο ανακριβούς δήλωσης του σχετικά με ουσιώδες γεγονός ανεξάρτητα αν τέτοια παράλειψη ή δήλωση ήταν δόλια ή όχι.

 

Χωρίς να αποκλείεται οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, οποιοδήποτε ποσό το οποίο πρέπει να επιστραφεί δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να ανακτηθεί από το Διευθυντή με κρατήσεις από τη βοήθεια που τυχόν καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου."

 

Πρέπει από την αρχή να σημειώσουμε ότι και οι τρεις λόγοι έφεσης είναι ολωσδιόλου απορριπτέοι.

 

Υποβλήθηκε παράπονο, σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης 1 και 3, ότι το δικαστήριο απέτυχε να ερευνήσει το ενδεχόμενο της λανθασμένης διαδικασίας και της ελλιπούς έρευνας αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης. Προβλήθηκε επί του σημείου αυτού μετ' επιτάσεως από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι η τελευταία είχε, κατά το στάδιο της συζήτησης της αιτήσεως της με αρμόδιο λειτουργό, πλήρως ενημερώσει αναφορικά με τα περιουσιακά της στοιχεία, κάτι το οποίο δεν υπάρχει στην υποβληθείσα γραπτή αίτηση. Περαιτέρω, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η προβληθείσα από τους εφεσιβλήτους έλλειψη ειλικρίνειας της σχετικά με τα περιουσιακά της στοιχεία ουδόλως εξετάστηκε ή σχολιάστηκε, με αποτέλεσμα η έρευνα να θεωρείται ελλιπής. Οι οφθαλμοφανείς ελλείψεις, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο, που υπάρχουν στο φάκελο της υπόθεσης, θα έπρεπε να είχαν εντοπιστεί από το δικαστήριο και έγινε ιδιαίτερη αναφορά στην ημερομηνία πώλησης του κτήματος της εφεσείουσας, που στο φάκελο της υπόθεσης αναγράφεται ως 1998, ενώ το δικαστήριο θεώρησε ως ορθή την ημερομηνία πώλησης 1996.

 

Η απαιτούμενη, υπό τας περιστάσεις και τα γεγονότα κάθε υπόθεσης, έρευνα, δεν είναι ένα στατικό στοιχείο, αλλά εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να επιλέξει τον τρόπο διεξαγωγής της. (Βλ. Άρθρο 45 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99)).

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης, όταν είχε αναφυεί θέμα διάστασης ως προς τα γεγονότα και ιδιαιτέρως ως προς το σύνολο του περιεχόμενου της αιτήσεως για χορήγηση του βοηθήματος, είχαμε θέσει στο συνήγορο της εφεσείουσας το ερώτημα κατά πόσο είχε προσκομισθεί μαρτυρία ή επιχειρήθηκε να προσκομισθεί μαρτυρία στο πρωτόδικο δικαστήριο αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό διάσταση γεγονότων. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, ούτε υποβλήθηκε επί τούτου αίτηση. Συνεπώς, είναι παράδοξο να υποβάλλεται, στο στάδιο της έφεσης, ένας τέτοιος ισχυρισμός εντός του πλαισίου των περιγραμμάτων αγόρευσης του συνηγόρου. Επομένως, δεν μπορεί επ' ουδενί λόγο να ληφθεί υπόψη.

 

Επανερχόμενοι τώρα στην έρευνα την οποία είχε διεξαγάγει αρμόδιος λειτουργός των εφεσιβλήτων, παρατηρούμε ότι τα διαπιστωθέντα μετά από την έρευνα γεγονότα ήταν καταπελτικά εναντίον της εφεσείουσας, ερχόμενα σε πλήρη αντίθεση με την αρχική της θέση ότι «διέμενε σε ενοικιαζόμενη κατοικία και δεν κατείχε οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία». Αποδείχθηκε στο σημείο εκείνο ότι ήταν ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας, την οποία είχε πωλήσει, χωρίς να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε τα αποκτηθέντα χρήματα. Περαιτέρω, την ίδια περίοδο ήταν ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας, την οποία ενοικίαζε εισπράττοντας ενοίκιο, ενώ δήλωνε ότι δεν είχε κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια, μετά τη διαπίστωση της πώλησης ενός εκ των δύο κατοικιών της εφεσείουσας και τη γνωστοποίηση τούτου από την αρμόδια αρχή, η εφεσείουσα και πάλι δεν έδωσε μια, όπως κρίθηκε εν των υστέρων, αληθινή απάντηση ως προς τα χρήματα της πώλησης.

 

Δεν έχουμε, με κανένα τρόπο, πεισθεί ότι υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα για διαπίστωση ελλιπούς έρευνας εκ μέρους των εφεσιβλήτων και οι λόγοι έφεσης 1 και 3 ως εκ τούτου, απορρίπτονται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης έχει ως βάση την πλάνη περί τα πράγματα. Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας ήταν η αναφορά από το δικαστήριο στην ημερομηνία πώλησης της κατοικίας. Ορθώς, κατά την άποψη μας, το δικαστήριο θεώρησε ότι η αναφορά από την αρμόδια αρχή σε ημερομηνία πώλησης το 1998, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το 1996, ήταν επουσιώδης. Το σημαντικό, και επ' αυτού στηρίζεται η αίτηση για παροχή βοηθήματος, είναι η ορθότητα του περιεχόμενου της υπεύθυνης δήλωσης, ενός αιτητή βοηθήματος και η συμπερίληψη σ' αυτή όλων των ουσιωδών γεγονότων.

 

Ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα, τόσο από πλευράς εφεσιβλήτων, όσο και από την απόφαση του δικαστηρίου. Συνεπώς, και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης (4ος) έχει ως βάση την έλλειψη αιτιολογίας και την παραβίαση της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

 

Στο περίγραμμα αγόρευσης ο συνήγορος της εφεσείουσας ξεκινά με το εξής: «Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση του λόγου έφεσης που αφορά την απουσία αιτιολογίας της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου». Από το ίδιο το περιεχόμενο του περιγράμματος, διαπιστώνεται ότι είναι εντελώς διαφορετική η προσέγγιση από την αιτιολογία του λόγου έφεσης, ο οποίος στηριζόταν στη συνάντηση που κατ' ισχυρισμό είχε η εφεσείουσα με την Υπουργό Εργασίας, η οποία, όπως προβλήθηκε, είχε υποσχεθεί κάθε δυνατή βοήθεια. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά στην έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους των εφεσιβλήτων και η εφεσείουσα διερωτήθηκε αν «ζούμε σε κράτος δικαίου».

 

Οι λόγοι έφεσης είναι το βασικό στοιχείο το οποίο προσδιορίζει το παράπονο ενός εφεσείοντα και δεν υπάρχει η δυνατότητα επέκτασης ή η εκ διαμέτρου αντίθετη προώθηση θεμάτων, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με το περίγραμμα. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης δεν έχει οποιαδήποτε τεκμηρίωση και ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο