ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C874
(2014) 3 ΑΑΔ 545
14 Νοεμβρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
FEREOS LIMITED,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 187/2008)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση λόγω παράβασης του Καν. 3(2) της Κ.Δ.Π. 153/92— Δεν έπασχε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην κριθείσα περίπτωση εξ' ου και επικυρώθηκε ― Περιστάσεις.
Μετά την «εκ συμφώνου» επιτυχία της έφεσης, απέμεινε προς απόφαση από την Ολομέλεια η ουσία της προσφυγής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Κατά το σχετικό έλεγχο στα βιβλία των Εφεσιβλήτων-Αιτητών, διαπιστώθηκε ότι αυτοί δεν είχαν βεβαιωθεί ότι πριν την παράδοση των επίδικων εμπορευμάτων στη NAAFI, είχε εκδοθεί η σχετική γραπτή άδεια που προβλέπεται στον Κανονισμό 3(2) της Κ.Δ.Π. 153/92, ώστε να δικαιούνταν να επιβάλουν μηδενικό συντελεστή στην παράδοση των εμπορευμάτων. Επομένως, η Έφορος ΦΠΑ καθόλα νόμιμα, κατά την άποψή μας, έκρινε ως λανθασμένες τις φορολογικές δηλώσεις των Εφεσιβλήτων-Αιτητών, οι οποίες παρουσίαζαν μηδενική επιβάρυνση για τα επίδικα εμπορεύματα για τις δύο περιόδους. Η Ολομέλεια δεν συμφωνεί με την εισήγηση της δικηγόρου των Εφεσιβλήτων-Αιτητών ότι έχει προωθηθεί λόγος ανισότητας. Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξή μας, καθόλου δεν προκύπτει από την απόφαση της Εφόρου, παράνομη διαφοροποίηση μεταξύ εγχώριων κρασιών και μπυρών και αντίστοιχων εισαγόμενων ή ότι η συναλλαγή θα έπρεπε να είχε ενταχθεί στην περίπτωση αγαθών «από αποθήκη σε αποθήκη». Η απόφαση της Εφόρου είναι σαφής και εστιάζεται στη μη εξασφάλιση της σχετικής γραπτής άδειας V6A, σύμφωνα με τους Κανονισμούς.
Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
P. Tofinis Estates Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 453/03, ημερ. 16.9.2004,
Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987.
Έφεση.
Έφεση από την Καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 647/04), ημερ. 7/11/08.
Ε. Γαβριήλ (κα), για τους Εφεσείοντες.
Α. Κουντουρή (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) Λευκωσίας, ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 και 2000 (Ν. 246/90 και Ν. 95(Ι)/2000)*, διενήργησε έλεγχο μεταξύ 7.1.2004 και 29.3.2004, στα βιβλία των Εφεσιβλήτων αναφορικά με την περίοδο 1.11.1996-31.1.2004. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι:- (α) λανθασμένα παρουσίαζαν τις παραδόσεις προς την NAAFI εντός των περιοχών των Βρετανικών Βάσεων, εισαγόμενων κρασιών αξίας £820.841 και εισαγόμενων μπυρών από χώρες μη μέλη της Κοινοπολιτείας, ύψους £50.965, ότι επιβαρύνονταν με μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ και (β) δεν είχαν στην κατοχή τους τα αναγκαία έγγραφα από αρμόδιο Λειτουργό των Βάσεων με τα οποία εξουσιοδοτείτο η επιβολή μηδενικού συντελεστή ΦΠΑ στην παράδοση αγαθών.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων και της απουσίας εγγράφων των Βρετανικών Βάσεων με τα οποία να εξουσιοδοτείται η επιβολή του μηδενικού συντελεστή ΦΠΑ για την παράδοση των συγκεκριμένων αγαθών, η Έφορος ΦΠΑ έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις των Εφεσιβλήτων για την πιο πάνω περίοδο, ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ως αποτέλεσμα προέβη δυνάμει των Νόμων 246/90 και 95(Ι)/00, σε βεβαιώσεις φόρου εκροών και σε βεβαιώσεις φόρου εισροών για τις αντίστοιχες φορολογικές περιόδους 1.11.1996 - 31.1.2002 και 1.2.2002 - 31.1.2004. Η Έφορος ΦΠΑ με επιστολή της ημερ. 7.4.2004 κοινοποίησε την απόφασή της να επιβάλει φόρο ΦΠΑ ύψους £103.028,12 για την πώληση των πιο πάνω οινοπνευματωδών ποτών για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ως προς το φόρο εκροών η Έφορος επεξήγησε την απόφασή της ως ακολούθως:-
«Φόρος εκροών:
Σύμφωνα με το Άρθρο 30(α) και (γ) του Ν. 246/90 και τους περί Φ.Π.Α. (Απαλλαγές με βάση την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας) Κανονισμούς του 1992 (Κ.Δ.Π. 153/92) και το Άρθρο 25(5) του Ν. 95(Ι)/2000 και τους περί Φ.Π.Α. (Απαλλαγές με βάση την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας) Κανονισμούς του 2001 (Κ.Δ.Π. 321/2001) η NAAFI δεν δικαιούται απαλλαγή από δασμούς και Φ.Π.Α., για τις παραδόσεις των πιο κάτω αγαθών που πραγματοποιήσατε σε αυτή. Γι' αυτό λανθασμένα χειριστήκατε τις παραδόσεις αυτές ως μηδενικού συντελεστή.
Εισαγόμενα κρασιά για το διάστημα από 01/11/1999-31/1/2004 συνολικής αξίας £820841,00
Εισαγόμενη μπύρα από χώρες μη μέλη της Κοινοπολιτείας για το διάστημα από 01/11/1999-24/01/2001 συνολικής αξίας £50965,00.
Ο οφειλόμενος φόρος ανέρχεται σε £101416,98.
Φόρος εισροών:
Δεν σας παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών ύψους £1611,14 που αφορά δαπάνες σε ακίνητη ιδιοκτησία.
Ενόψει των πιο πάνω:
• Το συνολικό ποσό των £103028,12 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του Άρθρου 34(1) και (2) του περί Φ.Π.Α. Ν.246/90 για το διάστημα από 01/11/1996 μέχρι 31/01/2002 και 49(1) και (2) του περί Φ.Π.Α. Ν.95(Ι)/2000 για το διάστημα από 01/02/2002 μέχρι 31/01/2004.
• Καλείστε δυνάμει του Άρθρου 36 και της παραγράφου 4(1) του δέκατου παραρτήματος του Ν.246/90 και 95(Ι)/2000 αντίστοιχα, να καταβάλετε το ποσό των £103028,12 (εκατό τρεις χιλιάδες είκοσι οχτώ λίρες και δώδεκα σεντ) το οποίο αντιπροσωπεύει τον επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο για το διάστημα από 01/11/96 μέχρι 31/1/2004.»
Οι Εφεσίβλητοι προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι σύμφωνα με το Άρθρο 1 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, οι Βρετανικές Βάσεις δεν αποτελούν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξαιρούνται από την επιβολή δασμών εισαγωγής. Επίσης υποστήριξαν ότι για να ισχύσει η απαλλαγή δεν χρειαζόταν η NAAFI να είχε εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση από τον Υπουργό Οικονομικών δυνάμει του Κανονισμού 3(2) της ΚΔΠ 321/01. Με την απαντητική τους αγόρευση έθεσαν επίσης θέμα ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν υπογεγραμμένη από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να είναι ανυπόστατη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας πρώτα τον ισχυρισμό για το ανυπόστατο της απόφασης, έκρινε ότι στο διοικητικό φάκελο δεν υπήρχε οποιαδήποτε απόφαση της Εφόρου ΦΠΑ, καθότι η επιστολή η οποία στάληκε στους Αιτητές ήταν απλά υπογεγραμμένη από Λειτουργό για λογαριασμό της Εφόρου. Σε ό,τι αφορά την περίοδο 1.11.1996-31.1.2002 που ίσχυε ο Ν. 246/90, το Δικαστήριο έκρινε ότι με βάση τα αποφασισθέντα στην P. Tofinis Estates Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 453/03, ημερ. 16.9.2004 και Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, η απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως, εφόσον στο φάκελο δεν υπήρχε οποιαδήποτε εξουσιοδότηση. Αναφορικά με το μέρος της απόφασης που αφορά τη φορολογική περίοδο 1.2.2002 - 31.1.2004 για την οποία εφαρμόζεται το Άρθρο 4(2) του Νόμου 95(Ι)/2000, το οποίο τέθηκε σε ισχύ από 1.2.2002, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε από τα προβλεπόμενα στο πιο πάνω άρθρο. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής του, το Δικαστήριο θεώρησε αχρείαστη την ενασχόληση του με οποιοδήποτε άλλο θέμα που προβαλλόταν από τους Εφεσίβλητους και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Οι Εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με ένα λόγο έφεσης πρόβαλαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξή του ότι η απόφαση της Εφόρου ΦΠΑ δεν λήφθηκε νομίμως καθότι αυτή ήταν υπογεγραμμένη από Λειτουργό, η οποία δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη για το σκοπό αυτό από την Έφορο ΦΠΑ. Ως προς την πρώτη περίοδο, ήταν η θέση τους ότι ο κάθε Λειτουργός που ενεργεί για λογαριασμό της Εφόρου ΦΠΑ είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος εκ μέρους της δυνάμει του Άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962), όπως ασκεί εκ μέρους της, τις εξουσίες και τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Έφορο δυνάμει του Νόμου 246/90. Ειδικότερα ως προς τη συγκεκριμένη Λειτουργό που υπέγραψε την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 7.4.2004, για λογαριασμό της Εφόρου ΦΠΑ, είχαν δεόντως εκχωρηθεί στις 16.5.2000 όλες οι αναγκαίες εξουσίες και καθήκοντα της Εφόρου και επομένως αυτή ήταν και ειδικά εξουσιοδοτημένη. Πέραν τούτου, πρόβαλαν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο (2004) που το θέμα ήρθε στην επιφάνεια, ούτως ή άλλως εφαρμοζόταν ο Νόμος 95(Ι)/2000, το Άρθρο 4(2) του οποίου προέβλεπε ότι «οποιαδήποτε πράξη ή οτιδήποτε είναι υπόχρεος ή εντεταλμένος να πράξει ο Έφορος δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου, μπορεί να διενεργηθεί από οποιοδήποτε λειτουργό», χωρίς να χρειάζεται άλλη ειδική εξουσιοδότηση ή εξουσιοδότηση από οποιοδήποτε άλλο Νόμο. Επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων-Καθ' ων η αίτηση, εν πάση περιπτώσει έσφαλε όταν αποφάσισε ότι η Λειτουργός κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν εξουσιοδοτημένη να υπογράψει την επιστολή.
Τελικά οι Εφεσίβλητοι δέχθηκαν την έφεση, με αποτέλεσμα η έφεση να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί χωρίς να εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα. Ως εκ τούτου ορίστηκε για εξέταση η ουσία της προσφυγής, δηλαδή κατά πόσον η Βεβαίωση Φόρου εκροών και εισροών για τις δύο περιόδους, ήταν νόμιμη, ενόψει του ότι αφορούσε τις Βρετανικές Βάσεις και όχι έδαφος της Δημοκρατίας και ότι εν πάση περιπτώσει για να ισχύει η απαλλαγή δεν χρειαζόταν δυνάμει της ΚΔΠ 321/01 να είχε εξασφαλιστεί γραπτή άδεια. Είχε επίσης αναπτυχθεί από τη δικηγόρο των Εφεσιβλήτων-Αιτητών στη γραπτή της αγόρευση και θέμα δυσμενούς διάκρισης μεταξύ εγχώριων και εισαγόμενων προϊόντων.
Κατά την επόμενη δικάσιμο, ως αποτέλεσμα κάποιου προβληματισμού που φαίνεται να εξέφρασε το Δικαστήριο ως προς τα δικόγραφα και την επάρκεια των λόγων ακυρότητας, η δικηγόρος των Αιτητών καταχώρησε αίτηση για τροποποίηση της προσφυγής, ώστε να προστεθούν δύο νέοι λόγοι ακυρότητας. Ο πρώτος αφορούσε στο ότι με βάση την Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, οι Βρετανικές Βάσεις δεν αποτελούν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής η περί ΦΠΑ Νομοθεσία και ο δεύτερος ότι ο Καν. 3(2) της ΚΔΠ 321/01, επί του οποίου στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εκδόθηκε καθ' υπέρβαση του εξουσιοδοτικού Νόμου. Το Δικαστήριο μετά από ένσταση των Εφεσειόντων-Καθ' ων η αίτηση, απέρριψε την αίτηση, όχι μόνο λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην καταχώρησή της, αλλά και για το ότι με την επιδιωκόμενη τροποποίηση θα διευρύνετο η εμβέλεια της προσφυγής, με αποτέλεσμα να καταργηθεί η απαγορευτική προθεσμία των 75 ημερών που προβλέπονται στο Σύνταγμα.
Ως αποτέλεσμα δόθηκε νέα ημερομηνία για να ακουστεί η ουσία της προσφυγής.
Κατ' αρχάς αντιμετωπίσαμε πρόβλημα στο ότι οι νομικοί ισχυρισμοί των Εφεσίβλητων-Αιτητών, όπως και σε πολλές προσφυγές, δεν είναι σαφώς προσδιορισμένοι, με αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση να έχει δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση η οποία δεν είναι άσχετη με την αποτυχούσα προσπάθεια τροποποίησης των λόγων ακυρότητας. Παρά την ασάφεια που παρατηρείται, αντιλαμβανόμαστε από τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση των Εφεσίβλητων-Αιτητών, ότι οι λόγοι ακυρότητας, όπως τελικά έχουν προωθηθεί, αφορούν σε πλάνη περί το νόμο, ενώ έχει διατυπωθεί και θέμα ανισότητας. Η πλάνη συνίσταται στο ότι οι Βρετανικές Βάσεις δυνάμει της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης εξαιρούνται από την επιβολή δασμών εισαγωγής και ότι δυνάμει της σχετικής φορολογίας δεν χρειαζόταν να εξασφαλιστεί προηγουμένως πιστοποιητικό απαλλαγής από επιβολή ΦΠΑ.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές στην αρχική της αγόρευση πρόβαλε ότι δυνάμει των αντίστοιχων προνοιών των δύο Νόμων 246/90 και 95(Ι)/2000, επιβάλλεται ΦΠΑ, μεταξύ άλλων, σε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο εσωτερικό της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την εισήγηση, η παράδοση αγαθών στις Βάσεις, που συμπεριλαμβάνουν και οργανισμούς όπως η NAAFI, ως μη έδαφος της Δημοκρατίας, δεν υπόκειται σε ΦΠΑ [βλ. Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, Άρθρο 1, Annex C, Section 11, Art. 4(b)]. Περαιτέρω, με βάση τον Κανονισμό 3, των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Απαλλαγές με Βάση τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας) Κανονισμών του 1992 (ΚΔΠ 153/92 που ίσχυε δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου 246/90) και του παρόμοιου Κανονισμού 3 της ΚΔΠ 321/01 (που θεσπίστηκε δυνάμει του νέου Νόμου 95(Ι)/00) και φέρει τον ίδιο τίτλο, «Όλες οι φορολογητέες παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται σε πρόσωπα ή οργανισμούς, οι οποίοι δικαιούνται, με βάση τη Συνθήκη, .. απαλλάσσονται από την καταβολή εισαγωγικών δασμών αναφορικά με τα αγαθά αυτά.».
Οι Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση δεν διαφωνούν ότι η NAAFI περιλαμβάνεται στους οργανισμούς οι οποίοι δικαιούνται να απαλλάσσονται από την καταβολή εισαγωγικών δασμών και κατά συνέπεια οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται προς αυτούς να επιβαρύνονται με μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ. Όμως προβάλλουν ότι για να ισχύσει η σχετική απαλλαγή, η NAAFI (ως ο οργανισμός προς τον οποίο θα πραγματοποιείτο η παράδοση) θα έπρεπε να είχε εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση (Έντυπο V6A) από τον Υπουργό Οικονομικών, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(2) της ΚΔΠ 153/92 και ΚΔΠ 321/01. Ως εκ τούτου οι Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση θεωρούν ότι η Έφορος ΦΠΑ αφού διαπίστωσε τα σφάλματα και ελλείψεις στις φορολογικές δηλώσεις, ορθά εφάρμοσε τη σχετική νομοθεσία και καμία δυσμενής διάκριση προϊόντων υπάρχει, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσίβλητοι.
Οι Εφεσίβλητοι-Αιτητές, θεωρούν ότι «η εξασφάλιση προηγούμενης γραπτής έγκρισης του Υπουργού Οικονομικών ως θέμα πρακτικής ποτέ δεν απαιτείτο και δεν απαιτείται ούτε σήμερα. Η εξασφάλιση τέτοιας έγκρισης σε κάθε περίπτωση δεν απαιτείται για την πώληση και παράδοση στη NAAFI ντόπιων προϊόντων. Για τα υπόλοιπα δε προϊόντα, η πρακτική που ακολουθείτο επί σειρά ετών, ήταν όπως τα έντυπα υποβάλλονται εκ των υστέρων και όχι προηγουμένως.»
Κατάληξη
Έχουμε εξετάσει τους λόγους ακυρότητας και έχουμε καταλήξει ότι αυτοί δεν ευσταθούν. Είναι κοινώς αποδεχτό ότι η NAAFI συνιστά οργανισμό ο οποίος σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, δικαιούται, υπό προϋποθέσεις, σε απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς και σε μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ. Ο Κανονισμός 3 της ΚΔΠ 153/92 ο οποίος είναι πανομοιότυπος με τον Κανονισμό 3 της ΚΔΠ 321/01, προβλέπει ότι:-
«3.-(1) Επιβαρύνονται με μηδενικό συντελεστή-
(α) Όλες οι φορολογητέες παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται σε πρόσωπα ή οργανισμούς, οι οποίοι δικαιούνται, με βάση τη Συνθήκη, να απαλλάσσονται από την καταβολή εισαγωγικών δασμών αναφορικά με τα αγαθά αυτά·
(β) ........................
(2) Οι διατάξεις της παραγράφου (1) δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το πρόσωπο στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών έχει εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή άδεια του Υπουργού Οικονομικών ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Οικονομικών με την οποία-
(α) Εξουσιοδοτείται η επιβάρυνση με μηδενικό συντελεστή της εν λόγω παράδοσης ή παροχής· και
(β) καθορίζεται ο σκοπός για τον οποίο τα αγαθά ή οι υπηρεσίες θα χρησιμοποιούνται.»
Όπως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση και δεν αμφισβητήθηκε, ο Υπουργός Οικονομικών, δυνάμει του Κανονισμού 3(2) πιο πάνω, εξουσιοδότησε αρμόδιο Λειτουργό των Βρετανικών Βάσεων να χορηγεί εκ μέρους του τη σχετική «γραπτή άδεια». Το σχετικό έντυπο τιτλοφορείται «Republic of Cyprus VAT Department Form V6A - Certificate of VAT Free Supply of Goods/Services to the British Forces in Cyprus or Authorised Service Organisations». Προς υλοποίηση των πιο πάνω, οι αρχές των Βρετανικών Βάσεων κατά καιρούς κοινοποιούσαν προς τον Έφορο ΦΠΑ κατάλογο προσώπων και δείγμα της υπογραφής τους, τα οποία ήταν εξουσιοδοτημένα να υπογράφουν τα έντυπα V6A εκ μέρους του Υπουργού. Σχετική επί του θέματος του πιο πάνω εντύπου, είναι και η Εγκύκλιος Α56, ημερ. 22.2.1993 της Υπηρεσίας ΦΠΑ, η οποία, όπως αναφέρθηκε από τους Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση, χωρίς να αμφισβητηθεί, κοινοποιήθηκε σε διάφορες εταιρείες μεταξύ των οποίων και οι Αιτητές.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά το σχετικό έλεγχο στα βιβλία των Εφεσιβλήτων-Αιτητών, διαπιστώθηκε ότι αυτοί δεν είχαν βεβαιωθεί ότι πριν την παράδοση των εμπορευμάτων στη NAAFI, είχε εκδοθεί η σχετική γραπτή άδεια που προβλέπεται στον Κανονισμό 3(2), ώστε να δικαιούνταν να επιβάλουν μηδενικό συντελεστή στην παράδοση των εμπορευμάτων. Επομένως, η Έφορος ΦΠΑ καθόλα νόμιμα, κατά την άποψή μας, έκρινε ως λανθασμένες τις φορολογικές δηλώσεις των Εφεσιβλήτων-Αιτητών, οι οποίες παρουσίαζαν μηδενική επιβάρυνση για τα επίδικα εμπορεύματα για τις δύο περιόδους.
Δε συμφωνούμε με την εισήγηση της δικηγόρου των Εφεσιβλήτων-Αιτητών ότι έχει προωθηθεί λόγος ανισότητας. Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξή μας, καθόλου δεν προκύπτει από την απόφαση της Εφόρου, παράνομη διαφοροποίηση μεταξύ εγχώριων κρασιών και μπυρών και αντίστοιχων εισαγόμενων ή ότι η συναλλαγή θα έπρεπε να είχε ενταχθεί στην περίπτωση αγαθών «από αποθήκη σε αποθήκη». Η απόφαση της Εφόρου είναι σαφής και εστιάζεται στη μη εξασφάλιση της σχετικής γραπτής άδειας V6A, σύμφωνα με τους Κανονισμούς.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων-Καθ' ων η αίτηση έξοδα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.