ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 3 ΑΑΔ 217
12 Απριλίου, 2013
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΛΕΚΤΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 136/2009)
Προσφορές ― Ισχυρισμός περί ιδιάζουσας σχέσης προσφοροδότη με την αρχή που κατακυρώνει ― Ορθά δεν οδήγησε σε αποκλεισμό του στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έξοδα ― Ο κανόνας ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται και στα έξοδά του ― Δεν διαπιστώθηκε λόγος απόκλισης από τον κανόνα στην εξετασθείσα υπόθεση.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της κατακύρωσης της επίδικης προσφοράς και της απόρριψης της σχετικής ιεραρχικής προσφυγής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Ίδρυμα, όπως και οι εφεσίβλητοι, δεν αιτιολόγησαν την παράκαμψη από τους ίδιους του ζητήματος της ψευδούς πληροφόρησης και ιδιαίτερα της κατ' ισχυρισμόν ύπαρξης ιδιάζουσας σχέσης, ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν γίνεται μνεία για τα κίνητρα του ενδιαφερόμενου μέρους και ότι το Ίδρυμα και οι εφεσίβλητοι δεν εφάρμοσαν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αμεροληψίας. Αβίαστα όμως προκύπτει το συμπέρασμα, ότι όχι μόνο δεν παρακάμφθηκαν τα συγκεκριμένα θέματα, αλλά, αντίθετα, όλες οι πτυχές τους εξετάστηκαν ενδελεχώς, οι δε αποφάσεις που λήφθηκαν σχετικά με αυτά, είναι δεόντως αιτιολογημένες. Το όλο θέμα αναγόταν στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου του Ιδρύματος, η οποία ορθά δεν ασκήθηκε υπέρ του αποκλεισμού του ενδιαφερόμενου μέρους.
2. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 56(5)(α) του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου 101/2003, με τον οποίο θεσπίστηκε η πρόνοια για ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, στις οποίες και το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμπει:
"5(α) Ο ενδιαφερόμενος προσδιορίζει ειδικά τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, η οποία συνοδεύεται από πλήρη αποδεικτικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ακόλουθων πληροφοριών ...."
Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά παράβαση των πιο πάνω προνοιών, το θέμα της συμπερίληψης ή μη του Φ.Π.Α. για σκοπούς υπολογισμού της ελάχιστης αξίας του αναληφθέντος έργου, δεν ηγέρθη είτε ως ειδικό νομικό σημείο στην ιεραρχική προσφυγή, είτε ως γεγονός στα πλαίσια παράθεσης των γεγονότων. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει από τις σχετικές με το θέμα της αξίας του έργου που στο παρελθόν είχε αναλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος, αναφορές στην ιεραρχική προσφυγή των εφεσειόντων, είναι πως το παράπονο τους εστιάζεται όχι στο γεγονός της συμπερίληψης του Φ.Π.Α. στην ολική αξία του έργου, αλλά στο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ενεπλάκη στο σύνολο των εργασιών του έργου από την έναρξη του, όπως και στο ότι αυτό το ίδιο το έργο ήταν ένα «κοινό έργο». Επομένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως με τον τρόπο και στο στάδιο στο οποίο είχε εγερθεί το «ιδιαίτερα εξειδικευμένο», όπως εύστοχα το χαρακτήρισε, θέμα της συμπερίληψης του Φ.Π.Α. στην αξία του έργου, δεν απαιτείτο υπό τις περιστάσεις εκ μέρους των εφεσιβλήτων περισσότερη ή λεπτομερέστερη αιτιολογία από αυτή που δόθηκε.
3. Με τον τελευταίο και όγδοο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει τα έξοδα της ενώπιόν του πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ των εφεσιβλήτων. Έχουμε την άποψη ότι η κατάληξή του να απορρίψει την προσφυγή, δικαιολογούσε τη συγκεκριμένη διαταγή αναφορικά με τα έξοδα, εφόσον τίποτε δεν τέθηκε ενώπιόν του που να δικαιολογεί απόκλιση από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο επιτυχών διάδικος δικαιούται και στα έξοδά του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση
Έφεση από τoυς Εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κληρίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1890/08), ημερ. 31/7/2009.
Χρ. Μ. Γεωργιάδης με Α. Χρ. Γεωργιάδη, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη απόφαση, συνοψίζονται με περισσή λεπτομέρεια στην εκκαλούμενη απόφαση. Τα επαναλαμβάνουμε και για σκοπούς της παρούσας έφεσης:
"Το Ίδρυμα Πολιτισμού Κύπρου, ως οργανισμός δημοσίου δικαίου, προκήρυξε στις 26.6.2006, διαγωνισμό και ζήτησε προσφορές για την ανάθεση υπηρεσιών Συμβούλου Διευθυντή Έργου για την ανέγερση και λειτουργία του Μεγάρου Πολιτισμού Κύπρου. Στην προκήρυξη ανταποκρίθηκαν τελικά τρεις Οικονομικοί Φορείς, ήτοι οι εδώ αιτητές, το ενδιαφερόμενο μέρος Ντίνος Κωνσταντίνου και η Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Τα ποσά των προσφορών που υπέβαλαν οι τρεις προσφοροδότες (χωρίς Φ.Π.Α.) ανέρχονταν σε €628.000, €615.000 και €713.280 αντίστοιχα. Οι προσφορές εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν από Επιτροπή Αξιολόγησης του Ιδρύματος, η οποία και υπέβαλε σχετική έκθεση προς το Συμβούλιο Προσφορών του Ιδρύματος. Με την έκθεση, η Επιτροπή Αξιολόγησης εισηγείτο ομόφωνα όπως η προσφορά κατακυρωθεί στο χαμηλότερο οικονομικό φορέα, δηλαδή το ενδιαφερόμενο μέρος, για το κατ' αποκοπή ποσό των €615.000, πλέον Φ.Π.Α.. Το Συμβούλιο Προσφορών του Ιδρύματος, σε συνεδρίασή του στις 12.12.2007, επιλήφθηκε του θέματος των υποβληθεισών προσφορών και ενέκρινε την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης. Λίγους μήνες όμως αργότερα, λόγω ληφθείσας νομικής συμβουλής, το Συμβούλιο Προσφορών του Ιδρύματος επανασυνεδρίασε στις 6.3.2008 και ανακάλεσε την απόφασή του ημερομηνίας 12.12.2007 για την ανάθεση υπηρεσιών συμβούλου, λόγω κακής σύνθεσης του Συμβουλίου, αφού στην προηγηθείσα συνεδρίαση όπου είχε ληφθεί η απόφαση ήταν παρών και συμμετέσχε και ο κ. Τ. Αγγελής ο οποίος είναι μεν Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος, αλλ' είχε παράλληλα ενεργήσει και ως Υπεύθυνος Συντονιστής στην Επιτροπή Αξιολόγησης. Το Συμβούλιο επανεξέτασε το όλο θέμα στις 20.5.2008 και ζήτησε κάποιες διευκρινίσεις από την Επιτροπή Αξιολόγησης αναφορικά με την αξία των έργων που είχαν εκτελέσει διάφοροι προσφοροδότες και υπέβαλε κάποια ερωτήματα ως προς προηγούμενες συμβάσεις του ενδιαφερόμενου μέρους με το Ίδρυμα. Σημειώνεται εδώ ότι σύμφωνα με τον όρο της προκήρυξης του διαγωνισμού, δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό είχαν μόνο προσφοροδότες οι οποίοι υπήρξαν υπεύθυνοι για τη διεύθυνση τουλάχιστον ενός οικοδομικού έργου αξίας άνω των £5 εκ. σε σημερινές τιμές. Η Επιτροπή Αξιολόγησης υπέβαλε συμπληρωματική έκθεση και το Συμβούλιο Προσφορών του Ιδρύματος, σε συνεδρίαση του κατά την 16.9.2008, αποφάσισε να κατακυρώσει το διαγωνισμό στο ενδιαφερόμενο μέρος για το ποσό των €615.000, πλέον Φ.Π.Α.. Μετά την εξέλιξη αυτή, οι αιτητές άσκησαν ιεραρχική προσφυγή, η οποία εκδικάστηκε από τους καθ' ων η αίτηση, και απορρίφθηκε."
Αντιδρώντας οι εφεσείοντες καταχώρισαν προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας πρόβαλαν «ευάριθμους», όπως ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή, τους χαρακτηρίζει, λόγους ακύρωσης. Τους λόγους αυτούς ο πρωτόδικος δικαστής πραγματεύεται κάτω από τις εξής δύο ενότητες:
"α. Λόγοι ακύρωσης σχετιζόμενοι με την κατ' ισχυρισμό ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης μεταξύ ενδιαφερόμενου μέρους και Ιδρύματος.
β. Λόγοι ακύρωσης σχετιζόμενοι με την κατ' ισχυρισμό μη ικανοποίηση από το ενδιαφερόμενο μέρος όρου του διαγωνισμού."
Στα πλαίσια της πρώτης ενότητας το πρωτόδικο δικαστήριο ενέταξε και ακολούθως πραγματεύθηκε ένα προς ένα τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης, τους οποίους και απέρριψε για τους λόγους που παραθέτει στην απόφαση του. Tην ορθότητα των λόγων απόρριψης οι αιτητές - εφεσείοντες αμφισβητούν με τους πρώτους πέντε, από τους συνολικά οκτώ, λόγους έφεσης, όπως και το πρώτο μέρος του έβδομου λόγου έφεσης. Επειδή οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης αλληλοκαλύπτονται και συναρτώνται μεταξύ τους, θα τους εξετάσουμε μαζί (Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3, 4, 5 και μέρος του 7).
(i) Το ενδιαφερόμενο μέρος, προέβη σε ψευδή δήλωση αρνούμενο την ύπαρξη δεσμού ή σχέσης με μέρη που εμπλέκονται στη σύμβαση. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο να σημειωθεί παρά το γεγονός ότι του επεδόθη η ειδοποίηση έφεσης επέλεξε να μην εμφανισθεί, στην πρωτόδικη διαδικασία εκπροσωπήθηκε δια συνηγόρου.
(ii) Κακώς δεν αποκλείστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος από το διαγωνισμό λόγω της ύπαρξης ιδιάζουσας σχέσης του με το Ίδρυμα.
(iii) Οι εφεσίβλητοι και το Ίδρυμα δεν αιτιολόγησαν επαρκώς την παράκαμψη από τους ίδιους του πιο πάνω ζητήματος.
(iv) Οι εφεσίβλητοι και το Ίδρυμα δεν εφάρμοσαν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και αμεροληψίας.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν τους προβαλλόμενους στα πλαίσια της υπό στοιχείο (α) ενότητας, πιο πάνω λόγους ακύρωσης, τα οποία να σημειωθεί είναι αναντίλεκτα, είναι τα πιο κάτω:
Μεταξύ ενδιαφερόμενου μέρους και Ιδρύματος είχαν, πριν την Προκήρυξη του Διαγωνισμού, συναφθεί δύο συμβάσεις, οι οποίες και οι δύο είχαν σχέση με την προτιθέμενη ανέγερση του Μεγάρου Πολιτισμού. Η πρώτη σύμβαση είχε συναφθεί την 1/9/2006 και με αυτή το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε από το Ίδρυμα, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής (Λ.Κ. 5.000), ως Τεχνικός Σύμβουλος για τη δημιουργία του Μεγάρου. Οι υπηρεσίες του θα παρείχοντο μέχρι την επιλογή του αρχιτεκτονικού οίκου που θα αναλάμβανε το σχεδιασμό του έργου. Με τη δεύτερη σύμβαση ανατέθηκαν από το Ίδρυμα στο ενδιαφερόμενο μέρος και πάλι έναντι αμοιβής που καθορίστηκε σε Λ.Κ. 23.500, καθήκοντα Διευθυντή του Έργου για διάφορα θέματα σε σχέση με το σχεδιασμό του Μεγάρου και την υπογραφή των συμβολαίων με τους σύμβουλους μελετητές που είχαν επιλεγεί, για την περίοδο 2/4/2007 - 31/12/2007.
Είναι η θέση των εφεσειόντων, θέση την οποία πρόβαλαν και πρωτόδικα, ότι η προηγηθείσα της Προκήρυξης του Διαγωνισμού συγκεκριμένη συμβατική σχέση μεταξύ ενδιαφερόμενου μέρους και Ιδρύματος οδήγησε στη δημιουργία ιδιάζουσας σχέσης μεταξύ των δύο, η οποία έθεσε, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, το ενδιαφερόμενο μέρος σε ανεπίτρεπτα πλεονεκτική θέση έναντι τους και των άλλων βέβαια διαγωνιζομένων, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε αποκλεισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη βάση των προνοιών του όρου Α2.2.1(ιδ) της Προκήρυξης, σύμφωνα με τις οποίες ο διαγωνιζόμενος δύναται να αποκλεισθεί εάν:
"ιδ. Επηρεάζεται ή δυνατό να επηρεασθεί από οποιαδήποτε σύγκρουση συμφέροντος στον παρόντα διαγωνισμό ή έχει οποιαδήποτε ιδιάζουσα σχέση με άλλους διαγωνιζομένους ή μέρη που εμπλέκονται στη Σύμβαση ..."
Είναι επίσης η θέση των εφεσειόντων, θέση η οποία επίσης προβλήθηκε πρωτόδικα, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, υποβάλλοντας Υπεύθυνη Δήλωση, την οποία ειρήσθω εν παρόδω όλοι οι διαγωνιζόμενοι είχαν υποχρέωση να υποβάλουν, ότι, «Δεν επηρεάζομαι ή δυνατό να επηρεασθώ από οποιαδήποτε σύγκρουση συμφέροντος στον παρόντα διαγωνισμό ούτε και έχω οποιοδήποτε δεσμό ή σχέση με άλλους διαγωνιζόμενους ή μέρη που εμπλέκονται στη σύμβαση», δήλωνε ψευδώς ότι δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με μέρη που εμπλέκονταν στη σύμβαση, εφόσον δεν αποκάλυπτε τη συμβατική σχέση που προηγουμένως είχε συνάψει με το Ίδρυμα και συνεπώς, ανεξάρτητα από το αν η προηγηθείσα της Προκήρυξης του Διαγωνισμού συμβατική σχέση του ενδιαφερόμενου μέρους και του Ιδρύματος, συνιστούσε ιδιάζουσα μεταξύ των δύο σχέση, το ενδιαφερόμενο μέρος θα έπρεπε, ενόψει των προνοιών του όρου Α2.2.1(ζ) της Προκήρυξης του Διαγωνισμού, ούτως ή άλλως, να αποκλειστεί από το Διαγωνισμό.
Η θέση των εφεσειόντων, ότι η παράλειψη του ενδιαφερόμενου μέρους να αποκαλύψει την προηγούμενη συμβατική σχέση του με το Ίδρυμα, συνιστά ψευδή δήλωση η οποία συνεπάγεται τον αυτόματο αποκλεισμό του, θέση την οποία πρόβαλε και ενώπιον μας, δεν βρίσκει έρεισμα στις πρόνοιες του όρου Α2.2.1(ζ) της Προκήρυξης, τις οποίες οι εφεσείοντες επικαλούνται. Αντίθετα, εκείνο το οποίο αβίαστα προκύπτει από τις εν λόγω πρόνοιες είναι πως, το αν θα αποκλειστεί ή όχι ένας διαγωνιζόμενος λόγω ψευδούς δήλωσης, αυτό συνιστά θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου. Για του λόγου το αληθές παραθέτουμε τις εν λόγω πρόνοιες:
"1. Από το διαγωνισμό δύναται να αποκλεισθεί (σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού) οποιοσδήποτε διαγωνιζόμενος που, κατά την κρίση της Ενδιαφερόμενης Υπηρεσίας, εμπίπτει σε κάποια από τις ακόλουθες επιπτώσεις:
...................................................................................
(ζ) είναι ένοχος ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή πληροφοριών ή παραλείψεων υποβολής των πληροφοριών που απαιτούνται κατά την εφαρμογή της παρούσας προκήρυξης."
Επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο, όχι μόνο ορθά κατά τη γνώμη μας, επικρότησε την ενέργεια του Συμβουλίου του Ιδρύματος, όπως και αργότερα των εφεσιβλήτων, να αντικρύσουν την παράλειψη του ενδιαφερόμενου μέρους να αποκαλύψει την προηγούμενη συμβατική σχέση του με το Ίδρυμα, όπως και τις επιπτώσεις από μια τέτοια παράλειψη, όχι ως θέμα ψευδούς δήλωσης, ως ήταν και η εισήγηση των εφεσειόντων, αλλά ως θέμα ουσίας, ύπαρξης δηλαδή ιδιάζουσας σχέσης, αλλά και ορθά το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε παρόμοιο τρόπο αντίκρυσης του συγκεκριμένου θέματος, εφόσον η ύπαρξη της προηγούμενης συμβατικής σχέσης του ενδιαφερόμενου μέρους με το Ίδρυμα ήταν σε όλο της το εύρος πολύ καλά γνωστή στο Συμβούλιο του Ιδρύματος και οι εφεσείοντες δεν ισχυρίζοντο ότι το Ίδρυμα δεν άσκησε ορθά την παρεχόμενη σ' αυτό από τις πρόνοιες του όρου Α2.2.1(ι) της Προκήρυξης, διακριτική του ευχέρεια να μην αποκλείσει το ενδιαφερόμενο μέρος λόγω ψευδούς δήλωσης.
Η θέση των εφεσειόντων ότι η προηγηθείσα της Προκήρυξης του διαγωνισμού συμβατική σχέση μεταξύ ενδιαφερόμενου μέρους και Ιδρύματος, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε αποκλεισμό του πρώτου από το Διαγωνισμό λόγω δημιουργίας ιδιάζουσας σχέσης μεταξύ των δύο, προκύπτει, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, από τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία εξάγονται από τις προϋπάρχουσες δύο συμβάσεις. Σημειώνουμε ότι τα εν λόγω στοιχεία τέθηκαν από τους εφεσείοντες και ενώπιον του αδελφού Δικαστή που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή:
"α. Από το γεγονός ότι στις 18.12.2007 το Ίδρυμα κατακύρωσε την προσφορά υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ενώ ο τελευταίος εξακολουθούσε να διατηρεί συμβατική σχέση με το Ίδρυμα μέχρι 31.12.2007.
β. Από τα καθήκοντα του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης του με το Ίδρυμα, (παραρτήματα Β & Γ) που ουσιαστικά είναι τα ίδια με τα καθήκοντα του Συμβούλου Διευθυντή Έργου για την ανέγερση και λειτουργία του Μεγάρου Πολιτισμού Κύπρου, ( παράρτημα Α, τόμος Β, όροι συμφωνίας, σελ. 2-5 ).
γ. Από το ρητά καθοριζόμενο στο παράρτημα Γ (ιζ, ιη, ιθ, κβ, κζ, κθ) καθήκον του ενδιαφερόμενου μέρους να «συνεργάζεται στενότατα» με το Γενικό Διευθυντή του Ιδρύματος. Ας σημειωθεί ότι ο τελευταίος συμμετείχε στην Επιτροπή Αξιολόγησης που έκρινε ότι δεν υπήρξε ιδιάζουσα σχέση ενδιαφερόμενου μέρους - Ιδρύματος και ότι η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους πληρούσε τους όρους διακήρυξης των προσφορών, όπως φαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, παράρτημα Ι, σελ. 3-4 και τα παραρτήματα Κ & Λ.
δ. Από την αποκλειστικότητα που δόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος: «νοείται ότι για την πιο πάνω περίοδο και ενόσω ο Διευθυντής έργου θα παρέχει τις υπηρεσίες που περιγράφονται στον κατωτέρω πίνακα, το Ίδρυμα δεν θα χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες οποιουδήποτε άλλου προσώπου ως Διευθυντή Έργου.»
ε. Από την ανατεθείσα στο ενδιαφερόμενο μέρος εκπροσώπηση του Ιδρύματος (α, στ).
στ. Από το συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος εξαιτίας της προηγούμενης σχέσης του με το Ίδρυμα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση συγκριτικά με τους άλλους διαγωνιζόμενους όσον αφορά πληροφορίες που θα έκριναν τη διαμόρφωση και επομένως την υποβολή και την κατακύρωση των προσφορών."
Το πρωτόδικο δικαστήριο, εντοπίζοντας τη μεταξύ των διαδίκων εγειρόμενη στα πλαίσια του συγκεκριμένου ζητήματος διαφορά στην ερμηνεία του όρου «ιδιάζουσα σχέση», με την έννοια που ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται στις πρόνοιες του όρου Α2.2.1(ιδ) της Προκήρυξης, ορθά, κατά τη γνώμη μας, αρχικά επεσήμανε ότι ακόμη και αν στοιχειοθετείται ιδιάζουσα σχέση μεταξύ διαγωνιζομένου και Ιδρύματος, αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματο αποκλεισμό του πρώτου αλλά το θέμα επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου του Ιδρύματος και συνεπώς το ζητούμενο δεν είναι κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε ή όχι μιας τέτοιας φύσης ιδιάζουσα σχέση με το Ίδρυμα, ώστε να αποκλειόταν από διαγωνιζόμενος, αλλά κατά πόσο το Συμβούλιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια όπως μη αποκλείσει το ενδιαφερόμενο μέρος από το Διαγωνισμό και την προσφορά του από του να ληφθεί υπόψη.
Ακολούθως, υιοθετώντας ως «απόλυτα ορθές» τις διαπιστώσεις στις οποίες είχε προβεί αρχικά η Επιτροπή Αξιολόγησης, στην οποία το θέμα είχε παραπεμφθεί από το Συμβούλιο του Ιδρύματος για διερεύνηση, διαπιστώσεις οι οποίες υιοθετήθηκαν στη συνέχεια τόσο από το Συμβούλιο. όσο και από τους καθ' ων η αίτηση στην ιεραρχική προσφυγή, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τόσο τη θέση των εφεσειόντων ότι το Συμβούλιο του Ιδρύματος έσφαλε στο να μη ασκήσει την επί του προκειμένου διακριτική του ευχέρεια υπέρ του αποκλεισμού του ενδιαφερόμενου μέρους, όσο και τη θέση τους ότι εσφαλμένα είχε ληφθεί η σχετική με το ζήτημα απόφαση των καθ' ων η αίτηση κατά την ιεραρχική προσφυγή που είχε ασκηθεί. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τις εν λόγω διαπιστώσεις, όπως αυτές εκτίθενται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, το οποίο ο αδελφός Δικαστής παραθέτει στην απόφασή του:
"Η εκπλήρωση σε προγενέστερο στάδιο συμβατικών υποχρεώσεων του επιτυχόντα προσφοροδότη προς την Αναθέτουσα Αρχή δεν δημιουργεί επαγγελματική σχέση αλλά ούτε και σχέση που να διακρίνεται από τις συνήθεις επαγγελματικές σχέσεις ώστε να χαρακτηριστεί ιδιάζουσα. Η αποδοχή του συμπεράσματος ότι η κατακύρωση ενός διαγωνισμού σε ένα προσφοροδότη καθιστά τη σχέση του με την Αναθέτουσα Αρχή ιδιάζουσα ώστε να του αποστερεί το δικαίωμα να συμβληθεί μεταγενέστερα με την ίδια Αναθέτουσα Αρχή θα μπορούσε να υποσκάψει το δίκαιο ανταγωνισμό. Εκείνο που η Αναθέτουσα Αρχή έπρεπε να κάμει κρίνουμε ότι το έκαμε. Συγκεκριμένα αυτή διενήργησε δέουσα έρευνα και ειδικότερα μελέτησε εκτενώς τη φύση των καθηκόντων που ασκούσε ο συγκεκριμένος προσφοροδότης κατά τη διάρκεια των συμβατικών του σχέσεων που είχε με την Αναθέτουσα Αρχή σε συνάρτηση με τα καθήκοντα που επιβάλλει στον επιτυχόντα προσφοροδότη ο παρών διαγωνισμός. Από την έρευνα που έκαμε η Επιτροπή Αξιολόγησης διαφάνηκε, όπως αναφέρεται και πιο πάνω, ότι οι παρασχεθείσες υπηρεσίες στις προηγούμενες συμβάσεις ουδόλως συνδέονται με τις υπηρεσίες που απαιτεί ο παρών διαγωνισμός και ούτε οι γνώσεις και εμπειρίες που απέκτησε ο επιτυχών προσφοροδότης νόθευσαν τον ανταγωνισμό ή παραβίασαν την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω μελετήθηκαν από το Συμβούλιο Προσφορών κατά τη συνεδρία του ημερομ. 16 Σεπτεμβρίου, 2008 όταν αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς στον επιτυχόντα προσφοροδότη και έκρινε ότι δεν υπάρχει κανένα νομικό ή/και πραγματικό τεχνικό εμπόδιο στη σύναψη της σύμβασης με τον επιτυχόντα προσφοροδότη, αφού αφενός νομικά δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός για ιδιάζουσα σχέση και αφετέρου δεν υπάρχει καμία δυνατότητα αλλά και ούτε υπήρχε ώστε το ενδεχόμενο να αποκτήσει ο επιτυχών προσφοροδότης πλεονέκτημα έναντι των άλλων προσφοροδοτών. Εξ άλλου πώς αποκτά κάποιος πλεονέκτημα έναντι των άλλων προσφοροδοτών όταν όλα τα σχετικά με το διαγωνισμό βρίσκονται σε έκθεση για έλεγχο και επιθεώρηση από όλους περιλαμβανομένων και των Αιτητών και πώς ή κατ' ισχυρισμό ιδιάζουσα σχέση που επέτρεπε στον επιτυχόντα προσφοροδότη να έχει εσωτερική πληροφόρηση να υποβάλει προσφορά περίπου του ιδίου ύψους (διαφορά €13.000)."
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις των καθ' ων η αίτηση, οι οποίες υπενθυμίζουμε συνιστούσαν και διαπιστώσεις αρχικά της Επιτροπής Αξιολόγησης και ακολούθως του Συμβουλίου του Ιδρύματος και οι οποίες υιοθετήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κρίθηκαν ως απόλυτα ορθές, βρίσκουν και εμάς σύμφωνους. Όπως πολύ εύστοχα ο αδελφός Δικαστής επισημαίνει στην πρωτόδικη απόφασή του:
"..... Αντίθετα, όπως υποστηρίζεται και από αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις οποίες και παρέπεμψε στην αγόρευσή του το ενδιαφερόμενο μέρος, τυχόν αποκλεισμός του ενδιαφερόμενου μέρους ως διαγωνιζομένου στην υπό εξέταση περίπτωση για τους λόγους που προβάλλουν οι αιτητές θα ήταν ενάντια στην ελεύθερη άσκηση ανταγωνισμού και θα ήταν δυσανάλογη αφού θα υπερέβαινε τα όρια του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των διαγωνιζομένων. (Βλ. π.χ. Fabricons SA ν. Βελγικού Δημοσίου C-21/03 και C-34/03 ημερ. 3.3.2005)."
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Ίδρυμα, όπως και οι εφεσίβλητοι, δεν αιτιολόγησαν την παράκαμψη από τους ίδιους του ζητήματος της ψευδούς πληροφόρησης και ιδιαίτερα της κατ' ισχυρισμόν ύπαρξης ιδιάζουσας σχέσης, ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν γίνεται μνεία για τα κίνητρα του ενδιαφερόμενου μέρους και ότι το Ίδρυμα και οι εφεσίβλητοι δεν εφάρμοσαν τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αμεροληψίας.
Έχουμε την άποψη ότι τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει πιο πάνω, σφραγίζουν και τη μοίρα των συγκεκριμένων παραπόνων των εφεσειόντων. Ειδικότερα σε σχέση με το πρώτο και τρίτο παράπονο, παραπέμπουμε στις εξηγήσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης, στην απόφαση του Ιδρύματος, όπως και στην απόφαση των εφεσιβλήτων - λεπτομέρειες έχουμε ήδη παραθέσει πιο πάνω - από τις οποίες αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν παρακάμφθηκαν τα συγκεκριμένα θέματα, αλλά, αντίθετα, όλες οι πτυχές τους εξετάστηκαν ενδελεχώς, οι δε αποφάσεις που λήφθηκαν σχετικά με αυτά, είναι δεόντως αιτιολογημένες. Αναφορικά με το δεύτερο από τα τρία πιο πάνω παράπονα, πέραν των όσων έχουμε αναφέρει, υπενθυμίζουμε ότι το όλο θέμα αναγόταν στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου του Ιδρύματος, η οποία για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει ορθά δεν ασκήθηκε υπέρ του αποκλεισμού του ενδιαφερόμενου μέρους.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται τέλος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αρχή Contra Proferentem. Αναφορικά με το συγκεκριμένο παράπονο, περιοριζόμαστε στην επισήμανση ότι η συγκεκριμένη αρχή δεν συμπεριλήφθηκε, όπως ορθά επισημαίνεται και από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσιβλήτων, στους λόγους ακύρωσης κατά τη διαδικασία της προσφυγής και συνεπώς δεν είναι δυνατό να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Ως εκ τούτου, δεν θα μας απασχολήσει. Ανεξάρτητα όμως τούτου, θα πρέπει να επισημάνουμε πως αν και εγείρεται στους λόγους έφεσης η συγκεκριμένη αρχή, στην ουσία δεν έχει προωθηθεί. Η σχετική αναφορά στην αγόρευση των συνηγόρων των εφεσειόντων, εξαντλείται αποκλειστικά στη διατύπωση της εν λόγω αρχής.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5 και το πρώτο μέρος του λόγου έφεσης 7, δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Η ορθότητα των λόγων για τους οποίους απορρίφθηκαν πρωτόδικα οι λόγοι ακύρωσης που σχετίζονται με την κατ' ισχυρισμό μη ικανοποίηση από το ενδιαφερόμενο μέρος όρου του διαγωνισμού, αμφισβητείται με τον έκτο λόγο έφεσης, όπως και με το υπόλοιπο μέρος του λόγου έφεσης επτά. Συγκεκριμένα, με τον έκτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου, «ότι δεν ευσταθεί ο προβληθείς λόγος ακυρότητας της απόφασης των εφεσιβλήτων, ότι οι εφεσίβλητοι και το Ίδρυμα δεν αιτιολόγησαν σε οποιοδήποτε βαθμό τις αποφάσεις τους να δεχτούν ότι ο Φ.Π.Α. περιλαμβάνεται στην αξία του έργου», ενώ με το δεύτερο σκέλος του έβδομου λόγου έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν έσφαλαν, αποφαινόμενοι ότι το ενδιαφερόμενο μέρος «υπήρξε υπεύθυνος έργου αξίας άνω των Λ.Κ. 5 εκατομμυρίων».
Τα γεγονότα που περιβάλλουν τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης, τα οποία και σ' αυτή την περίπτωση είναι αναντίλεκτα, είναι σε συντομία τα πιο κάτω:
Το ενδιαφερόμενο μέρος, προς υποστήριξη της προσφοράς του, παρουσίασε βεβαίωση από το Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος είχε την αποκλειστική ευθύνη εκτέλεσης του έργου ανέγερσης νέων κτιριακών εγκαταστάσεων της Βουλής, η αξία του οποίου ανήλθε σε Λ.Κ.4.2 εκ. περίπου, από τη συνολική δαπάνη η οποία είχε ανέλθει σε Λ.Κ.5.231.586 και των δύο ποσών περιλαμβανόντων Φ.Π.Α.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης του Ιδρύματος, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του όρου Α2.1.2.1(ii)*, κατέληξε με βάση τα επίσημα στοιχεία με τα οποία την εφοδίασε η Στατιστική Υπηρεσία, στο εύρημα ότι η αξία του έργου για το οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος υπήρξε αποκλειστικά υπεύθυνο, ήταν Λ.Κ.5.296.000 και συνεπώς η σχετική προϋπόθεση της Προκήρυξης ικανοποιείτο.
Με τη γραπτή αγόρευση τους στην πρωτόδικη διαδικασία, οι εφεσείοντες περιόρισαν τους λόγους ακύρωσης που προβάλλουν ως προς το θέμα αξίας του έργου για το οποίο ήταν υπεύθυνο το ενδιαφερόμενο μέρος, στο θέμα ότι δεν θα έπρεπε κατά την άποψη τους να περιληφθεί και ο Φ.Π.Α. στην ολική αξία του έργου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνοντας το γεγονός ότι ουσιαστικό θέμα Φ.Π.Α. ηγέρθη και θίγηκε μόνο κατά την ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής, έκρινε ως αδικαιολόγητο υπό τις περιστάσεις και ως τέτοιο το απέρριψε, το «εκ των υστέρων», όπως το χαρακτήρισε, προβαλλόμενο από τους εφεσείοντες θέμα, σύμφωνα με το οποίο οι εφεσίβλητοι στην απόφαση τους μόνο έμμεσα και εξυπακουόμενα δεν δέχθηκαν τους ισχυρισμούς τους ως προς το Φ.Π.Α.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 56(5)(α) του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου 101/2003, με τον οποίο θεσπίστηκε η πρόνοια για ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, στις οποίες και το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμπει:
"5(α) Ο ενδιαφερόμενος προσδιορίζει ειδικά τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, η οποία συνοδεύεται από πλήρη αποδεικτικά στοιχεία, περιλαμβανομένων των ακόλουθων πληροφοριών ...."
Στην υπό κρίση περίπτωση, κατά παράβαση των πιο πάνω προνοιών, το θέμα της συμπερίληψης ή μη του Φ.Π.Α. για σκοπούς υπολογισμού της ελάχιστης αξίας του αναληφθέντος έργου, δεν ηγέρθη είτε ως ειδικό νομικό σημείο στην ιεραρχική προσφυγή, είτε ως γεγονός στα πλαίσια παράθεσης των γεγονότων. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει από τις σχετικές με το θέμα της αξίας του έργου που στο παρελθόν είχε αναλάβει το ενδιαφερόμενο μέρος, αναφορές στην ιεραρχική προσφυγή των εφεσειόντων, είναι πως το παράπονο τους εστιάζεται όχι στο γεγονός της συμπερίληψης του Φ.Π.Α. στην ολική αξία του έργου, αλλά στο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ενεπλάκη στο σύνολο των εργασιών του έργου από την έναρξη του, όπως και στο ότι αυτό το ίδιο το έργο ήταν ένα «κοινό έργο». Ενδεικτικό αυτής της εικόνας που αναδύεται μέσα από τις συγκεκριμένες αναφορές συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την ιεραρχική προσφυγή, στο οποίο το θέμα αξίας του έργου εγείρεται ως ακολούθως:
"(ii) Και/ή χωρίς βλάβη, διαδοχικά δεν υπήρξε υπεύθυνος έργου αξίας άνω των Λ.Κ.5 εκ. Πιο συγκεκριμένα ο Κωνσταντίνου δεν υπήρξε υπεύθυνος για τη διεύθυνση οικοδομικού έργου η εκτελεσθείσα αξία του οποίου κατά την περίοδο εμπλοκής του στο έργο να ήταν άνω των Λ.Κ.5 εκ. Διότι μέχρι την έναρξη της εμπλοκής του κ. Κωνσταντίνου στο έργο (τέλος Φεβρουαρίου 2002), είχε ήδη εκτελεστεί εργασία πέραν του Λ.Κ.1 εκ. και με την εργασία αυτή ο Κωνσταντίνου είχε εμπλακεί δεν ήταν παρά ένα κοινό οικοδομικό έργο."
Επομένως, ορθά κατά τη γνώμη μας το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως με τον τρόπο και στο στάδιο στο οποίο είχε εγερθεί το «ιδιαίτερα εξειδικευμένο», όπως εύστοχα το χαρακτήρισε, θέμα της συμπερίληψης του Φ.Π.Α. στην αξία του έργου, δεν απαιτείτο υπό τις περιστάσεις εκ μέρους των εφεσιβλήτων περισσότερη ή λεπτομερέστερη αιτιολογία από αυτή που δόθηκε.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο λόγος 6, όπως και το υπόλοιπο μέρος του λόγου έφεσης 7 δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί και απορρίπτονται.
Με τον τελευταίο και όγδοο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει τα έξοδα της ενώπιον του πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ των εφεσιβλήτων. Έχουμε την άποψη ότι η κατάληξη του να απορρίψει την προσφυγή, δικαιολογούσε τη συγκεκριμένη διαταγή αναφορικά με τα έξοδα, εφόσον τίποτε δεν τέθηκε ενώπιον του που να δικαιολογεί απόκλιση από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο επιτυχών διάδικος δικαιούται και στα έξοδά του. Συνεπώς και ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.