ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 7/2009)
14 Μαΐου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσείοντες/Καθ'ων η Αίτηση,
v.
P.T.A. FOOD LAB & NUTRITIONAL SERVICES LTD,
Εφεσιβλήτων/Αιτητών.
_________________________________
Λ. Ζαννέττου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Μ. Κονής, για τους Εφεσίβλητους.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ασχολούνταν με την εκπόνηση μελετών και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς κυπριακές επιχειρήσεις, σε σχέση με την κατάρτιση ανθρώπινου δυναμικού.
Οι Εφεσείοντες, ενασκώντας τις εξουσίες που τους παρέχει ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος του 1990 (Ν. 246(I)/1990) διενήργησαν έλεγχο στα βιβλία των Εφεσιβλήτων, για τη χρονική περίοδο 1998-2005. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι φορολογικές δηλώσεις των Εφεσιβλήτων, ήταν ελλιπείς και περιείχαν σφάλματα. Ενόψει τούτου, προέβηκαν σε βεβαίωση φόρου εκροών και με επιστολή τους ειδοποίησαν τους Εφεσίβλητους ότι όφειλαν να καταβάλουν φόρο ΦΠΑ, ύψους £19.268,34.
Οι Εφεσίβλητοι υπέβαλαν ένσταση, η οποία μετά από εξέταση απορρίφθηκε από τον Έφορο ΦΠΑ. Τα ουσιώδη σημεία της αιτιολογίας του Εφόρου φαίνονται στο πιο κάτω απόσπασμα από την επιστολή του ημερ. 19.3.2007 που στάληκε στους Εφεσίβλητους:-
«Αναφέρομαι στην ένστασή σας η οποία υποβλήθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51Α των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2006 (Ν.95(1)/2000), αναφορικά με την εκδοθείσα βεβαίωση φόρου ημερομηνίας 8.12.2006 για το ποσό των ΛΚ19.268.34 - η επιστολή των νομικών σας συμβούλων ημερομηνίας 9.1.2007 είναι σχετική - και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:
1. Μετά από ενδελεχή μελέτη των στοιχείων που περιέχονται στον προσωπικό σας φάκελο - με έμφαση στα σχετιζόμενα με την πιο πάνω βεβαίωση φόρου - και λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην επιστολή σας αποφαίνομαι τα εξής:
(α) Δεν γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός σας ότι η βεβαίωση φόρου εκδόθηκε βάση εσφαλμένης ή και πεπλανημένης ερμηνείας της Νομοθεσίας. Με βάση το άρθρο 371) των περί ΦΠΑ Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν.246/90) και το άρθρο 43 των περί ΦΠΑ Νόμων του 2000 μέχρι 2006 (Ν.95(1)/2000) - Δέκατο Παράρτημα - Παρ. 4, τα ποσά του φόρου που αναγράφονται στα τιμολόγια τα οποία εκδώσατε και τα οποία δεν καταχωρήθηκαν στα βιβλία της επιχείρησης σας είναι εισπρακτέα ως ΦΠΑ και ως χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία. Σημειώστε ότι τα συγκεκριμένα τιμολόγια έχουν χρησιμοποιηθεί από τους πελάτες της επιχείρησης σας ούτως ώστε να τύχουν της σχετικής επιχορήγησης από το Ίδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου.
(β) Δεν αποδέχομαι επίσης τον ισχυρισμό σας ότι τα συγκεκριμένα τιμολόγια τα οποία εκδώσατε προς τους πελάτες σας και τα οποία δεν καταχωρήθηκαν στα βιβλία της επιχείρησης σας είναι ακυρωμένα. Τα εν λόγω τιμολόγια έχουν αποσταλεί από τους πελάτες σας στο Ίδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου και με βάση αυτά έχουν λάβει τη σχετική επιχορήγηση η οποία παραχωρείτο από το εν λόγω Ίδρυμα. Επιπρόσθετα, τα συγκεκριμένα τιμολόγια, αποτελούν επίσημο αποδεικτικό έγγραφο στο Ίδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου το οποίο έχει παραχωρήσει τη σχετική επιχορήγηση προς τους πελάτες σας αφού έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα τιμολόγια τα οποία έχετε εκδώσει προς αυτούς.
2. Με βάση τα πιο πάνω σημεία κρίνω ότι η ένστασή σας δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχονται από το άρθρο 51Α των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2006 (Ν.95(1)/2000) την απορρίπτω. Κατά συνέπεια η βεβαίωση φόρου που εκδόθηκε με την επιστολή μου ημερομηνίας 8.12.2006 εξακολουθεί να ισχύει.
3. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης μπορείτε-
(α) . . . . . . . . . . . . . . . . ..
(β) . . . . . . . . . . . . . . . . .»
Οι Εφεσίβλητοι με προσφυγή τους ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου, προβάλλοντας ότι:- (α) με την απόφαση του Εφόρου πληρώνεται ΦΠΑ 2 φορές για τις ίδιες προσφερόμενες υπηρεσίες και (β) δεν υπήρχε δέουσα έρευνα.
Η προσφυγή πέτυχε και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε, με αποτέλεσμα η Δημοκρατία να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλοντας τέσσερις λόγους έφεσης:- (1) πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα, (2) ως αποτέλεσμα της πλάνης το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε σε λανθασμένο συμπέρασμα ως προς τα ακυρωθέντα τιμολόγια, (3) ότι είναι εσφαλμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες διατηρούσαν τη δυνατότητα διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας, και (4) ότι είναι εσφαλμένο το εύρημα ότι οι Εφεσείοντες κατοχυρώθηκαν δογματικά στις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, παραγνωρίζοντας ότι ταυτόχρονα είχαν υποχρέωση απορρέουσα από τις αρχές της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης να διερευνήσουν την εκδοχή των Εφεσιβλήτων, έτσι ώστε σε περίπτωση που αυτή επαληθευόταν, να περιοριστεί ο υπολογισμός της φορολογίας στα ορθά και πραγματικά όρια.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης που αφορούν στην πλάνη μπορούν να εξεταστούν μαζί. Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ο αδελφός μας Δικαστής πλανήθηκε ως προς τα γεγονότα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Διατείνονται ότι δεν αξιολόγησε ορθά το γεγονός ότι τα ακυρωθέντα τιμολόγια των Εφεσιβλήτων, δεν ακυρώθηκαν ταυτόχρονα και στο ίδρυμα Τεχνολογίας, το οποίο χορήγησε την επιχορήγηση.
Προτού προχωρήσουμε, θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ανέκαθεν ήταν η θέση των Εφεσιβλήτων ότι βάσει των μελετών που εκπονούσαν, το Ίδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου επιχορηγούσε τις κυπριακές επιχειρήσεις σε ποσοστό 40-50% της αξίας των έργων, για τα οποία διεξάγονταν οι μελέτες. Οι Εφεσίβλητοι μετά την παράδοση των μελετών, εξέδιδαν δύο τμηματικά τιμολόγια, τα οποία αθροιστικά αντιστοιχούσαν στα έξοδα τους για την εκπόνηση της μελέτης. Το ένα από τα δύο καταχωρείτο κανονικά στα βιβλία των Εφεσιβλήτων και το άλλο ακυρωνόταν την ίδια ημέρα και εκδιδόταν μετέπειτα νέο τιμολόγιο με το ίδιο ποσό, αλλά με ημερομηνία την ημέρα που η επιχείρηση-πελάτης πλήρωνε τους Εφεσίβλητους. Όπως εξηγούν οι Εφεσίβλητοι, για να σταλεί η επιχορήγηση στους πελάτες τους, θα έπρεπε πρώτα να γίνει εξόφληση. Ο σκοπός που οι ίδιοι ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη διαδικασία, ήταν για να διευκολύνουν τους πελάτες τους να εισπράξουν πιο έγκαιρα την επιχορήγηση. Έτσι ακύρωναν το δεύτερο τιμολόγιο που εξέδιδαν στους πελάτες τους, εφόσον ούτε εξοφλείτο, ούτε εισπράττετο ΦΠΑ. Όμως, όταν οι πελάτες τους ελάμβαναν την επιχορήγηση, εξέδιδαν, σε αντικατάσταση του ακυρωμένου, νέο τιμολόγιο, το οποίο περνούσαν στα βιβλία τους, τόσο οι ίδιοι όσο και οι πελάτες τους και οι Εφεσίβλητοι απέδιδαν τον ανάλογο φόρο ΦΠΑ.
Από την άλλη, οι Εφεσείοντες, μετά τις έρευνες που διεξήγαγαν, έκριναν ότι οι φορολογικές δηλώσεις των Εφεσιβλήτων ήταν ελλιπείς και περιείχαν σφάλματα και προέβηκαν σε βεβαίωση φόρου. Στην ουσία θεώρησαν ότι θα έπρεπε να αποδοθεί φόρος και επί των ακυρωθέντων τιμολογίων, αφού αυτά είχαν σταλεί στο Ίδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου, από το οποίο λήφθηκε και η σχετική επιχορήγηση στη βάση των αρχικών τιμολογίων. Στην ουσία δεν αναγνώριζαν ότι τα ακυρωθέντα τιμολόγια ήταν όντως ακυρωμένα και επέμεναν ότι αυτά αφορούσαν στην προσφορά διαφορετικών υπηρεσιών.
Αντίθετα, οι Εφεσίβλητοι θεωρούσαν ότι ο φόρος είχε ήδη αποδοθεί και ότι αυτό ήταν καθαρό, αφού τα ποσά που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες για τις οποίες εκδόθηκαν τα ακυρωθέντα τιμολόγια, ήταν τα ίδια ακριβώς ποσά για τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες για τις οποίες εκδόθηκαν μετέπειτα άλλα τιμολόγια για τα οποία αποδόθηκε ο φόρος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι:-
«..ανεξάρτητα από τη διαπίστωση των καθ΄ ων η αίτηση ότι το σύστημα τιμολόγησης των αιτητών δεν ήταν σωστό ή το πλέον κατάλληλο, οι καθ΄ ων η αίτηση διατηρούσαν τη δυνατότητα διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας στα βιβλία των πελατών των αιτητών για να διαπιστωθεί η αλήθεια ή όχι της εκδοχής τους περί διπλών και ακυρωμένων τιμολογίων έτσι ώστε να αποφευχθεί η διπλή πληρωμή φόρου (ΦΠΑ) για τις ίδιες υπηρεσίες. Αυτή η έρευνα δεν έγινε. Οι καθ΄ ων η αίτηση κατοχυρώθηκαν δογματικά στις σχετικές πρόνοιες του νόμου, παραγνωρίζοντας ότι ταυτόχρονα είχαν υποχρέωση απορρέουσα από τις αρχές της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης να διερευνήσουν την εκδοχή των αιτητών έτσι ώστε σε περίπτωση που αυτή επαληθευόταν, να περιοριστεί ο υπολογισμός της φορολογίας στα ορθά και πραγματικά όρια.»
Η δικηγόρος των Εφεσειόντων προσδιορίζοντας την πλάνη του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των γεγονότων, μεταξύ άλλων ανέφερε στη σελ. 2 του περιγράμματός της:-
«2.2 Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται ότι, δημιούργησε εσφαλμένη εντύπωση περί των πραγματικών γεγονότων. Αυτό φαίνεται από τη φράση που διατυπώνεται από τη δέκατη μέχρι τη δωδέκατη γραμμή της σελίδας 5 της απόφασης με τη φράση:
«Από τη στιγμή που οι καθ' ων η αίτηση δεν πείσθηκαν ότι τα ακυρωμένα τιμολόγια χρησιμοποιήθηκαν μόνο για να πάρουν πιο γρήγορα οι πελάτες τους την επιχορήγηση..»
2.3 Δηλαδή, αυτό που αντιλήφθηκε το δικαστήριο, είναι ότι, η διπλή έκδοση τιμολογίων αφορούσε τη μεθόδευση ενεργειών για να πάρουν οι πελάτες της εταιρείας ΡΤΑ Food Lab & Nutritional Services Ltd, πιο γρήγορα την επιχορήγηση από το Ίδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου. Δεν αντιλήφθηκε το Δικαστήριο ότι η διπλή έκδοση των τιμολογίων αφορούσε την παράτυπη μεθόδευση για κάλυψη του πλήρους κόστους που αφορούσε η μελέτη με το ποσό της επιχορήγησης. Η επιχορήγηση του Ιδρύματος Τεχνολογίας Κύπρου αφορούσε μόνο κάποιο ποσοστό της συνολικής δαπάνης που ήταν της τάξης του 40-50%.»
Όμως το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, δεν αποτελεί σχόλιο του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά σύνοψη των όσων ισχυρίζονταν οι Εφεσίβλητοι κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Αυτό είναι ξεκάθαρο από την πρωτόδικη απόφαση, αφού το σχετικό απόσπασμα ξεκινά με τη φράση: «Η θέση των αιτητών είναι ότι ..» και συνεχίζει με το απόσπασμα στο οποίο αναφέρεται η κα Ζαννέττου.
Η δικηγόρος των Εφεσειόντων τόνισε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε σημασία στο ότι υπήρχαν τιμολόγια που έφεραν διαφορετικό αύξοντα αριθμό και άλλα με τον ίδιο αριθμό, αλλά με διαφορετικό ποσό. Οι Εφεσίβλητοι δέχονται ότι σε κάποιες περιπτώσεις διαπιστώθηκαν διαφορετικοί αριθμοί τιμολογίων, αλλά αυτό οφειλόταν σε πρόβλημα στο σύστημα τιμολόγησης το οποίο αναγνώρισαν και στη συνέχεια διόρθωσαν.
Ο αδελφός δικαστής έλαβε υπόψη όλα τα πιο πάνω, γι' αυτό και στην απόφασή του ανέφερε ότι «ανεξάρτητα από τη διαπίστωση των καθ' ων η αίτηση ότι το σύστημα τιμολόγησης των αιτητών δεν ήταν σωστό ή το πλέον κατάλληλο οι καθ' ων η αίτηση διατηρούσαν τη δυνατότητα διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας στα βιβλία των πελατών των αιτητών ..». Δεν έχουμε πεισθεί ότι ο αδελφός μας δικαστής πλανήθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα τα οποία είχε ενώπιον του, αφού συνέδεσε την κρίση του με την έλλειψη έρευνας.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη κατάληξη ότι οι Εφεσείοντες διατηρούσαν τη δυνατότητα διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας στα βιβλία των πελατών των Εφεσιβλήτων, για να διαπιστώσουν την αλήθεια ή όχι της εκδοχής περί διπλών και ακυρωμένων τιμολογίων και ότι αυτή δεν έγινε. Όπως υποστήριξε η δικηγόρος τους, οι Εφεσείοντες φαίνεται από το διοικητικό φάκελο ότι είχαν ήδη προβεί στην αναγκαία δέουσα έρευνα μέσω του Ιδρύματος Τεχνολογίας, από το οποίο προέκυπτε ότι τα τιμολόγια ήταν έγκυρα.
Δεν συμφωνούμε. Ο αδελφός μας δικαστής, δεν αγνόησε ότι οι Εφεσείοντες προέβησαν σε έρευνα μέσω του Ιδρύματος Τεχνολογίας. Όμως εύλογα κατά την κρίση μας θεώρησε ότι προτού απορριφθούν οι θέσεις των Εφεσιβλήτων, θα έπρεπε οι έρευνες να επεκταθούν και «στα βιβλία των πελατών των Εφεσιβλήτων για να διαπιστωθεί η αλήθεια ή όχι της εκδοχής τους περί διπλών και ακυρωμένων τιμολογίων έτσι ώστε να αποφευχθεί η διπλή πληρωμή φόρου (ΦΠΑ) για τις ίδιες υπηρεσίες».
Συμφωνούμε με την κρίση του συναδέλφου μας. Την ίδια απορία εκφράσαμε και εμείς κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, χωρίς να πάρουμε πειστικές απαντήσεις, πλην της θέσης ότι η διπλή έκδοση τιμολογίων ήταν παράτυπη. Αναβάλαμε την ακρόαση δύο φορές, για να ξεκαθαριστεί αυτό και άλλα θέματα που προέκυπταν και για να παρουσιαστούν τα ίδια τα τιμολόγια, που ήταν στην κατοχή των Εφεσειόντων και τα οποία θα έριχναν φως στην όλη διαφορά. Ούτε αυτό έγινε, με αποτέλεσμα το εφετείο να αναβάλει εκ νέου την υπόθεση χωρίς όμως να προσκομιστούν είτε τα τιμολόγια, είτε τα στοιχεία που χρειάζονταν για να απορριφθεί η εκδοχή των Εφεσιβλήτων. Ως αποτέλεσμα της έλλειψης έρευνας, παρέμεινε να αιωρείται το ερώτημα, κατά πόσον με τις θέσεις των Εφεσειόντων θα πληρώνετο από τους Εφεσιβλήτους δύο φορές ΦΠΑ για τις ίδιες υπηρεσίες.
Από τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι ούτε ο τέταρτος λόγος έφεσης ευσταθεί, αφού είναι ορθή η κατάληξη του αδελφού μας δικαστή ότι οι Εφεσείοντες κατοχυρώθηκαν δογματικά στις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, παραγνωρίζοντας τις υποχρεώσεις τους δυνάμει των αρχών της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης για πλήρη διερεύνηση της εκδοχής των Εφεσιβλήτων. Οι Εφεσίβλητοι δέχονται τα προβλήματα που εντοπίστηκαν στο σύστημα τιμολόγησης τους, το οποίο και διόρθωσαν. Επομένως, είναι ορθή η διαπίστωση του συναδέλφου μας ότι ενδείκνυται περαιτέρω έρευνα για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο διπλής πληρωμής ΦΠΑ. Δεν συμφωνούμε ούτε με την εισήγηση της δικηγόρου των Εφεσειόντων ότι με την κατάληξη του αδελφού δικαστή καθίσταται ανενεργό το άρθρο 37 του Ν. 246/90. Εκείνο που επισημάνθηκε πρωτοδίκως, ήταν ότι η έρευνα ήταν ελλιπής και ότι με δεδομένο ότι το πρόβλημα ήταν λογιστικό, θα μπορούσε με περαιτέρω έρευνα να διευκρινιστούν τα αναπάντητα ερωτήματα που αφορούν τη διπλή πληρωμή φόρου.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, θα απορρίπταμε την έφεση.
Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
/ΕΠσ