ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 58/10, 71/10, 72/10,
73/10, 129/10 και 130/10
7 Μαΐου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 58/10)
ΧΑΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 71/10)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΙΑΤΤΑΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 72/10)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ.73/10)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 129/10)
ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΥΛΛΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. υπουργειου δικαιοσυνησ και δημοσιασ ταξΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 130/10)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Γ. Καραπατάκης, για τους Αιτητές στις προσφυγές υπ΄ αρ. 58/10, 71/10, 72/10, 73/10.
Ν. Τσαρδελλής για Γεωργίου & Τσαρδελλή, για τους Αιτητές στις προσφυγές υπ΄αρ. 129/10 και 130/10.
Φιλ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες ενωμένες προσφυγές οι αιτητές αξιώνουν την ακύρωση της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 20.11.2009, με την οποία τερματίστηκε ο διορισμός τους ως ειδικών αστυνομικών.
Οι αιτητές κατατάγηκαν στην Αστυνομία και τοποθετήθηκαν στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου για να παρακολουθήσουν την ταχύρυθμη εκπαίδευση ειδικών αστυφυλάκων.
Μετά τις εκπαιδεύσεις στις οποίες υποβλήθηκαν απέτυχαν να εξασφαλίσουν την ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία του 50% και ως εκ τούτου θεωρήθηκε ότι δεν ανταποκρίθηκαν επιτυχώς στην εκπαίδευση που προνοείται στον κανονισμό 9 των περί Ειδικών Αστυνομικών (Διαδικασία Διορισμού και ΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 2004, Κ.Δ.Π. 216/2004, όπως έχουν τροποποιηθεί. Έτσι ο Αρχηγός, αφού αξιολόγησε και συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, περιλαμβανομένων και των εκθέσεων του υπεύθυνου εκπαιδευτή, έκρινε ότι οι αιτητές δεν εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντα του ειδικού αστυνομικού.
Ο Αρχηγός προτού ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει ο κανονισμός 10 και για να ικανοποιήσει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, πληροφόρησε τους αιτητές για την πρόθεσή του για τερματισμό του διορισμού τους. Οι τελευταίοι μπορούσαν εντός πέντε εβδομάδων να προβούν στις προβλεπόμενες από τον πιο πάνω κανονισμό παραστάσεις.
Αφού ο Αρχηγός άκουσε τους αιτητές, έκρινε ότι δεν εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντα του ειδικού αστυνομικού και ως εκ τούτου αποφάσισε τον τερματισμό του διορισμού τους από τις τάξεις της Αστυνομίας για τους λόγους που αναφέρονται στο σχετικό πρακτικό.
Σε κάποιες από τις προσφυγές εγείρονται από τους αιτητές τα ίδια νομικά σημεία και στηρίζονται στους ίδιους νομικούς ισχυρισμούς και συνεπώς θα εξεταστούν μαζί.
Προσφυγές υπ΄ αρ. 58/10, 71/10, 72/10 και 73/10.
Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 58/10 απέτυχε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη από τις παραγράφους 6 (1) και (2) της Διαταγής αρ. 3/10 του Διευθυντή Αστυνομικής Ακαδημίας βαθμολογία (δηλαδή τουλάχιστον 50%) τόσο στη θεματική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα», όπου εξασφάλισε 39.5 μονάδες, όσο και στη θεματική ενότητα «Πρώτες Βοήθειες» όπου εξασφάλισε 45 μονάδες.
Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄αρ. 71/10 απέτυχε δύο φορές να εξασφαλίσει την απαιτούμενη βαθμολογία στη θεματική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα» όπου εξασφάλισε 36 και 38 μονάδες αντιστοίχως, ενώ ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 72/10 Γιώργος Λαμπής, επίσης απέτυχε δύο φορές να εξασφαλίσει την απαιτούμενη βαθμολογία στη θεματική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα» όπου εξασφάλισε 20.5 και 40.5 μονάδες αντιστοίχως. Τέλος, ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 73/10 απέτυχε στη θεματική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα» έχοντας εξασφαλίσει 24.5 μονάδες.
Οι πιο πάνω αιτητές υποστηρίζουν ότι η τελική και η, όπως την ονομάζουν, ενδιάμεση απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας για τερματισμό του διορισμού τους είναι πραγματικά και νομικά πεπλανημένες και δεν είναι αιτιολογημένες.
Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να σημειώσω ότι η αποκαλούμενη από τους αιτητές ως ενδιάμεση απόφαση του Αρχηγού είναι η ειδοποίηση της πρόθεσής του για τερματισμό του διορισμού των αιτητών, η οποία σίγουρα δεν συνιστά ενδιάμεση απόφαση.
Σύμφωνα με τους αιτητές ο Αρχηγός πεπλανημένα θεώρησε ότι δεν εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντα του ειδικού αστυνομικού και δεν αιτιολόγησε τη γνώμη του αναφορικά με το γιατί η μη επιτυχία τους να εξασφαλίσουν το 50% στα συγκεκριμένα θέματα θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Σύμφωνα με τον κανονισμό 10(2) της Κ.Δ.Π. 216/2004, ο Αρχηγός μπορεί κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου να τερματίσει το διορισμό οποιουδήποτε ειδικού αστυνομικού που δεν έχει ανταποκριθεί επιτυχώς στην εκπαίδευση που προνοείται στον κανονισμό 9 και που κατά τη γνώμη του δεν θα εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντα του ειδικού αστυνομικού. Τουλάχιστον πέντε εβδομάδες πριν γίνει ο τερματισμός, θα πρέπει να δοθεί στον ειδικό αστυνομικό ειδοποίηση της πρόθεσης για τερματισμό που να περιέχει του λόγους τερματισμού και να τον καλεί να προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις τις οποίες θα επιθυμούσε εναντίον του τερματισμού του διορισμού του.
Ο κανονισμός 9 στον οποίο παραπέμπει ο κανονισμός 10 προβλέπει την εισαγωγή των επιλεγομένων για εγγραφή στην Αστυνομική Ακαδημία για γενική επαγγελματική και πρακτική εκπαίδευση.
Σύμφωνα με τον κανονισμό 3 (3) οι ειδικοί αστυνομικοί υπόκεινται στις εκάστοτε σχετικές αστυνομικές διαταγές που εκδίδονται γι΄ αυτούς από τον Αρχηγό.
Στην παράγραφο 6(1) και (2) της Διαταγής υπ΄ αρ. 3/10 του Διευθυντή Αστυνομικής Ακαδημίας, «επιτυχών» θεωρείται ο δόκιμος ειδικός αστυνομικός που εξασφάλισε τελική γενική βαθμολογία τουλάχιστον 50% και τουλάχιστον 50% σε κάθε θεματική ενότητα και πιστοποιητικό ικανότητας κατοχής υπηρεσιακού οπλισμού. Δόκιμος ειδικός αστυνομικός που στο τέλος της βασικής εκπαίδευσης αποτυγχάνει να εξασφαλίσει τουλάχιστον το 50% σε κάθε θεματική ενότητα, θεωρείται αποτυχών και ενημερώνεται ο Αρχηγός της Αστυνομίας ο οποίος και τον απολύει σύμφωνα με τον κανονισμό 10 (2).
Είναι προφανές ότι οι Κανονισμοί παρέχουν διακριτική ευχέρεια στον Αρχηγό να τερματίσει το διορισμό οποιουδήποτε ειδικού αστυνομικού ο οποίος δεν έχει ανταποκριθεί επιτυχώς στην προβλεπόμενη εκπαίδευση, όπως αυτή εξειδικεύεται στη Διαταγή υπ΄ αρ. 3/10 και ο οποίος κατά τη γνώμη του Αρχηγού δεν θα εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντα του ειδικού αστυνομικού.
Στην επιστολή ημερομηνίας 20.11.2009, που εστάλη σε κάθε ένα από τους αιτητές από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και η οποία αναφέρεται στο πρακτικό της απόφασης για τερματισμό του διορισμού τους, γίνεται λεπτομερέστατη επεξήγηση τόσο των σχετικών κανονισμών όσο και των λόγων που ώθησαν τον Αρχηγό στην απόφασή του, που δεν ήταν άλλη από την αποτυχία των συγκεκριμένων αιτητών στα διάφορα θέματα.
Δεν έχω επισημάνει οποιανδήποτε πλάνη η οποία εμφιλοχώρησε, είτε ως προς το νόμο ή ως προς τα γεγονότα και σίγουρα η απόφαση του Αρχηγού είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Η σχετική απόφαση όχι μόνο παραπέμπει στους σχετικούς κανονισμούς αλλά κάνει αναφορά τόσο στην έκθεση του υπεύθυνου εκπαιδευτή, όσο και στην επιστολή του Διευθυντή Αστυνομικής Ακαδημίας, τις οποίες ο Αρχηγός συνεκτίμησε και αξιολόγησε για να καταλήξει στην απόφασή του.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στις επισημάνσεις του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας ο οποίος τονίζει ότι θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός σε ποια θεματική ενότητα οι συγκεκριμένοι ειδικοί αστυνομικοί είχαν αποτύχει, ενώ εισηγείται ότι θα πρέπει να εξεταστεί ο χαρακτήρας, η επίδοση, η απόδοση και το ενδιαφέρον για μάθηση του καθ΄ενός από τους αξιολογούμενους. Ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας επισημαίνει ότι θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στη θεματική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα» η οποία αξιολογείται βάση της Διαταγής 3/10 με ποσοστό 45% του συνολικού βαθμού αποφοίτησης. Αναφέρει ακόμα ότι οι συνέπειες που προκύπτουν από τυχόν αποτυχία στο συγκεκριμένο θέμα, θα πρέπει να είναι ανάλογες με τις απαιτήσεις που υπάρχουν.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι ο Αρχηγός κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου μπορεί να τερματίσει το διορισμό ειδικού αστυνομικού που δεν έχει ανταποκριθεί επιτυχώς στην εκπαίδευσή του, μόνο στην περίπτωση που κατά τη γνώμη του η μη επιτυχία του στη συγκεκριμένη εκπαίδευση, θα έχει ως αποτέλεσμα ο ειδικός αστυνομικός να μην μπορεί να εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντά του.
Το επιχείρημα είναι προφανώς εσφαλμένο. Οι αιτητές αναφέρονται για να στηρίξουν τις θέσεις τους στο άρθρο 39 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν.73(Ι)/2004, όπως έχει τροποποιηθεί και υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός 10 (2) παρέχει στον Αρχηγό τη διακριτική ευχέρεια να τερματίσει το διορισμό οποιουδήποτε ειδικού αστυνομικού που δεν έχει ανταποκριθεί επιτυχώς στην εκπαίδευση που προνοείται, μόνο στην περίπτωση που κατά τη γνώμη του Αρχηγού η συγκεκριμένη αποτυχία θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα ο ειδικός αστυνομικός να μην μπορεί να εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντα του ειδικού αστυνομικού, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 39 του Ν.73(Ι)/2004.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Εκτός του ότι στο εδάφιο (2) του άρθρου 39 προβλέπεται ότι οι διαδικασίες διορισμού και οι λοιποί όροι υπηρεσίας ειδικών αστυνομικών καθορίζονται με κανονισμούς, υπάρχουν και ειδικότερες διατάξεις που ρυθμίζουν το θέμα και βέβαια αυτές είναι οι πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 216/2004. Υπάρχουν ακόμα και οι πρόνοιες των παραγράφων 6(1) και (2) της Διαταγής 3/10, οι οποίες ρητά προβλέπουν την απόλυση ειδικού αστυνομικού που δεν έχει εξασφαλίσει τις προβλεπόμενες μονάδες στις εξετάσεις, καθώς και η πρόνοια του κανονισμού 10 (2) η οποία παρέχει την ευχέρεια στον Αρχηγό να τερματίζει το διορισμό ειδικού αστυνομικού που κατά τη γνώμη του δεν εκτελεί ικανοποιητικά τα καθήκοντά του.
Ο Αρχηγός, δυνάμει των πιο πάνω διατάξεων, ορθά και επαρκώς αιτιολογημένα αποφάσισε ότι οι αιτητές οι οποίοι είχαν αποτύχει στη θεματική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα» η οποία συνιστούσε και το 45% της ολικής απόδοσής τους, δεν ήταν σε θέση να εκτελούν ικανοποιητικά τα καθήκοντά τους. Στην περίπτωση των αιτητών ικανοποιούνται και οι δύο προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός 10 (2), ότι δηλαδή δεν έχουν ανταποκριθεί επιτυχώς στην εκπαίδευση και κατά τη γνώμη του δεν θα εκτελούν ικανοποιητικά τα καθήκοντα του ειδικού αστυνομικού αφού η εξεταστέα ύλη στην ενότητα «Αστυνομικά Θέματα» συνδέεται άμεσα με τα καθήκοντά τους.
Οι αιτητές υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η απόφαση του Αρχηγού πάσχει επειδή στηρίχτηκε στη Διαταγή υπ΄ αρ. 3/10 του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας, η οποία συγκρούεται με το νόμο, το Σύνταγμα και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
Είναι η θέση τους ότι οι παράγραφοι 6(1) και 6(2) της Διαταγής 3/10 συγκρούονται με τις πρόνοιες του περί Αστυνομίας Νόμου, την Κ.Δ.Π. 216/2004, το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος και τις πρόνοιες του άρθρου 38 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99.
Για να στηρίξουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζουν ότι στη Διαταγή 3/10 δεν προβλέπεται το δικαίωμα δεύτερης εξέτασης στην περίπτωση που δόκιμος ειδικός αστυνομικός αποτύχει να εξασφαλίσει το 50% σε μια θεματική ενότητα, ενώ με βάση τις αντίστοιχες διαταγές του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας που αφορούν τους δόκιμους αστυνομικούς καθορίζεται και προβλέπεται το δικαίωμα δεύτερης εξέτασης στην περίπτωση που δόκιμος αστυνομικός αποτύχει να εξασφαλίσει το 50% σε μια θεματική ενότητα. Η μη παροχή του ίδιου δικαιώματος και στους ειδικούς αστυνομικούς, κατά την εισήγηση των αιτητών, παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Είναι σαφές ότι το καθεστώς των ειδικών αστυνομικών διαφέρει από το καθεστώς των δόκιμων αστυνομικών. Είναι αυτός ο λόγος που υπάρχει και ειδικότερο νομοθετικό πλαίσιο όσον αφορά τους ειδικούς αστυνομικούς, η Κ.Δ.Π. 216/2004 η οποία προβλέπει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα διορισμού, τα καθήκοντα και όρους, καθώς και τον τερματισμό των υπηρεσιών των ειδικών αστυνομικών, τα οποία διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα των λοιπών μελών της αστυνομίας.
Το καθεστώς των ειδικών αστυνομικών διαφοροποιείται από αυτό των δόκιμων αστυνομικών, ακόμα και από τις πρόνοιες του περί Αστυνομίας Νόμου. Στο Mέρος VI με τίτλο «Ειδικοί Αστυνομικοί» υπάρχουν ειδικές πρόνοιες αναφορικά με τους ειδικούς αστυνομικούς οι οποίες προβλέπουν για το διορισμό, τα καθήκοντα, τις συντάξεις, αλλά και τον τερματισμό των υπηρεσιών τους, παραπέμπουν δε σε κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 216/2004) οι οποίοι ρυθμίζουν ειδικότερα τα ζητήματα αυτά. Οι πιο πάνω πρόνοιες καταδεικνύουν καθαρά ότι το καθεστώς των ειδικών αστυνομικών δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτό των λοιπών μελών της αστυνομίας. Προφανές παράδειγμα των πιο πάνω είναι το άρθρο 44 του Νόμου 73(Ι)/2004, το οποίο προβλέπει ότι ο Αρχηγός μπορεί με απόφασή του να αναστείλει ή να τερματίσει τις υπηρεσίες ειδικού αστυνομικού, ενώ στα άρθρα 16 και 17 που είναι οι αντίστοιχες πρόνοιες για τα λοιπά μέλη της Αστυνομίας, προβλέπεται η σύμπραξη του Αρχηγού και του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.
Ο νομοθέτης δεν είχε πρόθεση να ταυτίσει το νομικό καθεστώς των δύο κατηγοριών, παρ΄ όλον ότι και οι ειδικοί αστυνομικοί αποτελούν μέλη της αστυνομίας. Αυτό είναι προφανές από τις διαφορετικές ρυθμίσεις που προβλέπει η νομοθεσία, αλλά και ο σχετικός κανονισμός.
Ο διαχωρισμός των δύο κατηγοριών είναι προφανής και από το άρθρο 41 του Νόμου 73(Ι)/2004 όπου προβλέπεται ότι κάθε ειδικός αστυνομικός υποχρεούται να εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται και στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του έχει τις ίδιες εξουσίες, προνόμια και προστασία, αλλά υπόκειται και στις ίδιες ποινές με τους αστυνομικούς. Η διάκριση του άρθρου μεταξύ ειδικού αστυνομικού και αστυνομικών είναι σαφής, αλλά σαφές είναι και το ότι τα προνόμια, εξουσίες και προστασία που έχουν οι ειδικοί αστυνομικοί όπως και οι λοιποί, είναι μόνο μέσα στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι προφανές ότι οι πρόνοιες της Διαταγής του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας αναφορικά με τους δόκιμους αστυνομικούς, δεν έχουν σχέση με τις αντίστοιχες της Διαταγής 3/10 για τους ειδικούς αστυνομικούς. Καταλήγω ότι δεν σημαίνει ότι επειδή παρέχεται το δικαίωμα δεύτερης εξέτασης στους δόκιμους αστυνομικούς, θα πρέπει να δίδεται το ίδιο δικαίωμα και στην περίπτωση των ειδικών αστυνομικών.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 58/10 υποστήριξε ότι υπήρξε τροποποίηση της αστυνομικής Διαταγής υπ΄ αρ. 3/10, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι καθ΄ων η αίτηση κατανόησαν ότι υπήρχε θέμα άνισης μεταχείρισης και με τη νέα Διαταγή προσπάθησαν να διορθώσουν το πρόβλημα προνοώντας ότι δόκιμος ειδικός αστυνομικός που αποτυγχάνει να εξασφαλίσει τουλάχιστον το 50% σε κάθε θεματική ενότητα, καλείται να επανεξεταστεί ή να επαναλάβει την εκπαίδευσή του.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί αφού κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η ίδια Διαταγή εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα. Το έγγραφο το οποίο καταχώρισε ο κ. Καραπατάκης δεν είναι οποιαδήποτε αστυνομική διαταγή, αλλά διαφημιστικό έγγραφο του οποίου η προέλευση είναι άγνωστη. Σύμφωνα με τη σαφή δήλωση του κ. Κωμοδρόμου, δικηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, σαφώς μέχρι σήμερα δεν παρέχεται στους ειδικούς αστυνομικούς δεύτερη ευκαιρία σε περίπτωση αποτυχίας.
Εν όψει των πιο πάνω είναι προφανές ότι δεν έχει παραβιαστεί οποιαδήποτε από τις αρχές που ισχυρίζονται οι αιτητές, δηλαδή η αρχή της ισότητας ή παραβίαση του περί Αστυνομίας Νόμου ή του περί των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.
Παρόμοιας φύσης είναι και το επόμενο επιχείρημα των αιτητών ότι δηλαδή ο Αρχηγός τους μεταχειρίστηκε κατά τρόπο άνισο σε σχέση με τους ειδικούς αστυνομικούς Παναγιώτη Κατσαρή, Σώζο Πενταρά και Αβραάμ Δημοσθένους, στους οποίους είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.
Αρχικά οι αιτητές στερούνται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για την έγερση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, λόγω του αλυσιτελούς του. Σε περίπτωση αποδοχής του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το συμφέρον που επικαλείται ο αιτητής (Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η ΄Εκδοση, 1994, παράγραφος 538(4)).
Περαιτέρω όμως θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι περιπτώσεις των τριών προαναφερθέντων, στους οποίους δόθηκε ευκαιρία επανεξέτασης, διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τις περιπτώσεις των αιτητών. Οι πιο πάνω απέτυχαν μόνο στη θεματική ενότητα «Πρώτες Βοήθειες» και γι΄ αυτό αποφασίστηκε να τους δοθεί το δικαίωμα επανεξέτασης στη συγκεκριμένη θεματική ενότητα. Αντίθετα, οι αιτητές απέτυχαν στη θεματική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα», μερικοί μάλιστα δύο φορές, ενότητα της οποίας τη σημασία στην όλη εκπαίδευση είδαμε προηγουμένως. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη θεματική ενότητα παρέχεται η δυνατότητα δύο γραπτών εξετάσεων, οπότε, τυχόν αποτυχία σε μια από αυτές θα μπορούσε να αποκατασταθεί με επιτυχία στην άλλη. Αξίζει επίσης να θυμηθούμε ότι και οι τέσσερις αιτητές απέτυχαν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη βαθμολογία, τόσο στη θεματική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα», όσο και στη θεματική ενότητα «Πρώτες Βοήθειες», μερικοί μάλιστα από αυτούς με πολύ χαμηλή βαθμολογία.
Προσφυγές υπ΄ αρ. 129/10 και 130/10.
Οι δύο πιο πάνω προσφυγές εγείρουν τα ίδια νομικά σημεία. Οι αιτητές έχουν συμπεριλάβει και στρέφονται επίσης και εναντίον του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος βέβαια καμία ανάμειξη δεν είχε στην όλη διαδικασία. Οι δύο αιτητές εγείρουν ισχυρισμούς για παραβίαση της αρχής της ισότητας, περί ελλείψεως επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας, αλλά και περί κακής άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης. Εγείρουν επίσης και θέμα μη επαρκούς ή δέουσας έρευνας.
Και οι δύο αιτητές απέτυχαν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη βαθμολογία του 50% σε δύο θεματικές ενότητες, στα «Αστυνομικά Θέματα» και στις «Πρώτες Βοήθειες». Ως προς την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και την κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης αλλά και ως προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας, ισχύουν και υιοθετούνται όσα έχουν λεχθεί στην εξέταση των προσφυγών 58/10, 71/10, 72/10 και 73/10. Συνεπώς, τα πιο πάνω επιχειρήματα θα πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους που απορρίφθηκαν και οι ισχυρισμοί στις πιο πάνω προσφυγές.
Παραμένει το επιχείρημα της έλλειψης δέουσας έρευνας το οποίο όμως επίσης θα πρέπει να απορριφθεί. Ο Αρχηγός έλαβε υπ΄ όψιν και αξιολόγησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία προκειμένου να καταλήξει στην απόφασή του. Η ψηλή βαθμολογία του αιτητή στην προσφυγή 129/10 στις θεματικές ενότητες «Πειθαρχία» και «Συμμετοχή» δεν φαίνεται να ήταν αρκετή. Ο αιτητής απέτυχε στη σημαντική ενότητα «Αστυνομικά Θέματα» και μάλιστα εις διπλούν, αλλά και στην ενότητα «Πρώτες Βοήθειες». Εν πάση περιπτώσει, επαναλαμβάνεται ότι για την τελική απόφαση του Αρχηγού λήφθηκε υπ΄ όψιν το σύνολο των λοιπών παραγόντων, όπως είδαμε πιο πάνω, περιλαμβανομένης και της αποτυχίας τους στις δύο ενότητες.
Ως προς το θέμα της επαρκούς έρευνας διερωτώμαι σε ποια άλλη έρευνα θα πρέπει να είχε καταφύγει ο Αρχηγός για να καταλήξει στο συμπέρασμά του. Είχε ενώπιον του όλα τα απαραίτητα στοιχεία και κυρίως τις εκθέσεις του αξιολογούντος υπευθύνου, αλλά και του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας, τόσο για την απόδοση των αιτητών στις εξετάσεις αλλά και τις υπόλοιπες ικανότητές τους.
Οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ