ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 77/2008)
14 Μαρτίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΙΓΛΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΑΓΚΑ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΛΑΙΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
_________________
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Στ. Σταυρινίδης, για τους Εφεσίβλητους.
__________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-καθ΄ ων η αίτηση ιδρύθηκαν με τον περί Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων Νόμο του 1968 (Ν.24/68). Το διοικητικό συμβούλιο των εφεσιβλήτων στη συνεδρία του ημερομηνίας 25.2.1999, αποφάσισε όπως η θέση του Λειτουργού Παραγωγής/Χημείου/Αποθήκης, κηρυχθεί πλεονάζουσα και συνεπώς να τερματιστούν οι υπηρεσίες της εφεσείουσας, η οποία κατείχε τη θέση από 31.5.1999.
Η εφεσείουσα εισέπραξε συναφώς από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού συγκεκριμένο ποσό, διεκδίκησε όμως από τους εφεσίβλητους και συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Οι εφεσίβλητοι απέρριψαν το αίτημα, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε την εφεσείουσα σε σχετική προσφυγή (την υπ΄ αρ. 508/2004) την οποία καταχώρησε. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι, αφού ουσιαστικά επρόκειτο για κατάργηση της θέσης, εφαρμοζόταν, δυνάμει του κανονισμού 23(1) της Κ.Δ.Π. 303/1993, το άρθρο 19 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(Ι)/1997 και συνεπώς η εφεσείουσα εδικαιούτο συνταξιοδοτικά ωφελήματα.
Οι εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν με την απόφαση και κατέβαλαν στην εφεσείουσα ποσό £42.227,49 ως εφάπαξ και σύνταξη από 1.6.1999 μέχρι 31.1.2006, ενώ συνέχισαν να της καταβάλλουν μηνιαία σύνταξη.
Η εφεσείουσα εισέπραττε μεν το ποσό της σύνταξής της με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της, αλλά αξίωσε πλήρη κατάσταση των υπολογισμών, καθώς και πρόσθετη σύνταξη δυνάμει του άρθρου 19(β), δεν παρέλειψε δε να καταχωρήσει προσφυγή (την υπ΄ αρ. 842/2006, που απετέλεσε τη βάση της παρούσας διαδικασίας) με την οποία αξίωνε:
«Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα τη μη εξ΄ ολοκλήρου επίλυση του από μακρού εκκρεμούντος θέματος και ειδικά για την παράλειψη του καθ΄ου η αίτηση να συμμορφωθεί πλήρως με το δικαστικό δεδικασμένο όπως αυτό προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 508/2004 αναφορικά με τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα (και δη την παραχώρηση της πρόσθετης σύνταξης) που προβλέπονται κανονιστικά και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει.»
Δεύτερη θεραπεία που αναφερόταν στην παράλειψη των εφεσιβλήτων να απαντήσουν στις επιστολές της αποσύρθηκε.
Με την προσφυγή η εφεσείουσα ουσιαστικά αξίωνε δήλωση ότι υπήρχε παράλειψη συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπάρχει παράλειψη των εφεσίβλητων όπως την προσβάλλει η εφεσείουσα, ενώ επισήμανε πως δεν υπήρχε στην υπόθεση υπ΄ αρ. 508/2004 δεδικασμένο αναφορικά με πρόσθετη σύνταξη.
Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι ο υπολογισμός των συνταξιοδοτικών της ωφελημάτων δεν ήταν σύμφωνος με το νόμο αφού εδικαιούτο και πρόσθετη σύνταξη. Ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι το ποσό των £8.498, που της είχε καταβληθεί από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού και το οποίο αφαιρέθηκε από το ποσό που εδικαιούτο ως εφάπαξ, δεν θα έπρεπε να είχε αφαιρεθεί.
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί. Η αφαίρεση του συγκεκριμένου ποσού είναι καθ΄ όλα νόμιμη και επιβεβλημένη. Ο κανονισμός 5 της Κ.Δ.Π. 303/1993, δυνάμει του οποίου έγινε η αφαίρεση, προνοεί ότι τα παρεχόμενα με βάση τους παρόντες κανονισμούς ωφελήματα, μειώνονται κατά το ποσό της αντίστοιχης συμπληρωματικής παροχής που καταβάλλεται προς τα μέλη ή αναφορικά προς αυτά, δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 1992 ή οποιουδήποτε νόμου που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτούς αναφορικά με τις ασφαλιστέες αποδοχές επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές.
Είναι φανερό ότι η εφεσείουσα παραγνωρίζει πλήρως τις πρόνοιες του κανονισμού 5. Απόδοση στην εφεσείουσα του ποσού που εισέπραξε από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, θα ήταν παράνομη.
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 19(β), πρόσθετη σύνταξη. Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Το άρθρο 19 προβλέπει ότι σε υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση, ο οποίος αφυπηρετεί αναγκαστικά με την κατάργηση της θέσης του ή για να διευκολυνθεί η βελτίωση της οργάνωσης του τμήματος, μπορεί να χορηγηθεί σύνταξη χωρίς να λαμβάνεται υπ΄ όψιν ο όρος για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών και πρόσθετη σύνταξη ίση με το ένα εξηκοστό των συντάξιμων απολαβών του για κάθε περίοδο τριών ετών συντάξιμης υπηρεσίας, νοουμένου ότι η πρόσθετη σύνταξη δεν θα υπερβαίνει τα δέκα εξηκοστά και το σύνολο της πρόσθετης σύνταξης και της σύνταξης δεν θα υπερβαίνει τη σύνταξη που θα εδικαιούτο, αν είχε συνεχίσει να υπηρετεί στη θέση την οποία κατείχε κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησής του και είχε αφυπηρετήσει με τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης.
Αφού, υποστηρίζει η εφεσείουσα, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση δικαιούται συνταξιοδοτικά ωφελήματα δυνάμει του άρθρου 19, δικαιούται και στην πρόσθετη σύνταξη που προβλέπεται από το εδάφιο (β) του ίδιου άρθρου.
Συμφωνώντας με τη θέση των εφεσιβλήτων, καταλήγουμε ότι η διατύπωση του άρθρου 19 («μπορεί να χορηγηθεί»), παραπέμπει σε διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και όχι σε υποχρέωσή της να χορηγεί πάντοτε πρόσθετη σύνταξη, επιπλέον της σύνταξης δυνάμει της παραγράφου (α) του ίδιου άρθρου. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να χορηγήσουν στην εφεσείουσα πρόσθετη σύνταξη. Βέβαια, από την προσβαλλόμενη απόφαση προφανώς ελλείπει η αιτιολογία, αφού οι εφεσίβλητοι δεν εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε η διακριτική τους ευχέρεια όταν αποφάσιζαν να μη χορηγήσουν πρόσθετη σύνταξη. Τούτο, όμως, απολήγει να είναι άνευ σημασίας, εν όψει του αιτητικού στην προσφυγή. Η εφεσείουσα δεν παραπονείται για έλλειψη αιτιολογίας ή για άρνηση ή απόρριψη αιτήματος χορήγησης πρόσθετης σύνταξης, αλλά ούτε και προσβάλλει οποιαδήποτε συγκεκριμένη απόφαση, οπότε και η έλλειψη αιτιολογίας δυνατόν να ήταν σχετική. Προσβάλλει την παράλειψη συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 508/2004, η οποία όμως, παραπέμποντας στο ότι είχε εφαρμογή το άρθρο 19, δεν έχει την εμβέλεια που του αποδίδει η εφεσείουσα, ότι δηλαδή είχε δικαίωμα σε πρόσθετη σύνταξη, το οποίο δικαίωμα δημιουργούσε και υποχρέωση οφειλόμενης ενέργειας. Όπως είδαμε πιο πάνω, το άρθρο 19 παρέχει μόνο διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση ως προς την πρόσθετη σύνταξη και ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν μπορούσε να διαπιστωθεί παράλειψη σε σχέση με υποχρέωση των εφεσιβλήτων.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
/ΜΔ