ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 175/09

(Υπόθεση Αρ. 1206/07)

 

16 Ιανουαρίου, 2012

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.,  ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡIΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ,  Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ.)

                                                                   Εφεσείοντα-Καθ΄ου η αίτηση,

και

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΔΑΜΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

― ― ― ―

Λ. Ουστά (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με Ε. Μόντη (κα), ασκούμενη δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για εφεσείοντα

Α. Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδη (κα), για εφεσίβλητη

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας θα εκδοθεί από εμένα και με αυτή συμφωνούν και οι Δικαστές Παπαδοπούλου, Ερωτοκρίτου και Πασχαλίδης.  Ο Χατζηχαμπής, Δ. θα εκδώσει δική του απόφαση μειοψηφίας.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  To ιστορικό και τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση και τα παραθέτουμε κατά λέξη:

 

 

«Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση προς το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (στο εξής ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ.), ημερ. 6.10.2005 ζητώντας την αναγνώριση του τίτλου σπουδών "Associate" που της απονεμήθηκε από το College of Preceptors του Ηνωμένου Βασιλείου, ως ισότιμος τίτλος Πιστοποιητικού Μεταπτυχιακών Σπουδών (Postgraduate Diploma).

 

Μετά από μια προκαταρκτική έρευνα το συγκεκριμένο ίδρυμα δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο αναγνωρισμένων Ιδρυμάτων, που εκδίδει το Department of Education and Skills του Ηνωμένου Βασιλείου.  Στις 29.6.2006 το ΚΥΣΑΤΣ ζήτησε πληροφορίες από το British Council.  Στις 5.2.2007 η αιτήτρια πληροφόρησε το ΚΥΣΑΤΣ ότι το εκπαιδευτικό ίδρυμα, για το οποίο γινόταν η έρευνα, άλλαξε όνομα και ονομαζόταν College of Teachers.  Και πάλιν δεν εντοπίστηκε το συγκεκριμένο ίδρυμα και ζητήθηκε εκ νέου η βοήθεια του British Council, με επιστολή ημερ. 07.03.2007.  Από πληροφορίες που δόθηκαν στις 20.4.2007, είχε διαφανεί ότι το College of Preceptors είναι ένας επαγγελματικός οργανισμός.

 

Το ΚΥΣΑΤΣ, σε συνεδρία του ημερ. 14-15/05/2007, απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας γιατί, όπως αναφέρεται, στη σχετική απόφαση ο τίτλος που κατέχει η αιτήτρια δεν είχε απονεμηθεί από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα.  Όταν γνωστοποιήθηκε η πιο πάνω απόφαση στην αιτήτρια, η τελευταία ζήτησε επανεξέταση θέτοντας ως νέο στοιχείο επιστολή της ιδίας προς το Department for Education and Skills του Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία ζητούσε να δοθεί απάντηση προς το ΚΥΣΑΤΣ.  Η απάντηση δόθηκε ότι το συγκεκριμένο ίδρυμα δεν ήταν εγγεγραμμένο στην ιστοσελίδα τους.  Κατά το στάδιο της επανεξέτασης σε συνεδρία του ΚΥΣΤΑΤΣ που έγινε στις 2-3/07/2007 αποφασίστηκε η εμμονή στην αρχική απορριπτική απόφαση.  Η καινούργια απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 08.08.2007.»

 

Με την  προσφυγή επιδιωκόταν η ακύρωση της πιο πάνω διοικητικής απόφασης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ. ήταν υποχρεωμένο να παραπέμπει κάθε αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως και δεν είχε διακριτική ευχέρεια να πράττει τούτο μόνο όπου θεωρούσε αυτό ως αναγκαίο. 

 

Τούτο δεν το έπραξε στην παρούσα περίπτωση και ως εκ τούτου η απόφασή του θα έπρεπε να ακυρωθεί.  Μετά την κατάληξη του αυτή το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τους άλλους λόγους ακυρώσεως που προτάθηκαν και δέχτηκε την προσφυγή, εκδίδοντας ακυρωτική απόφαση.

 

Είναι βασικά η θέση των εφεσειόντων ότι, αφ΄ης στιγμής διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο ίδρυμα δεν ήταν αναγνωρισμένο, δεν υπήρχε υποχρέωση παραπομπής του θέματος σε Επιτροπή Κρίσεως, επικαλούμενο το άρθρο 7 του Νόμου 68(1)/96 και τον Κανονισμό 6(9) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών  Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 172/990).

 

Στο άρθρο 7 του Νόμου 68(1)/96, όπως αντικαταστάθηκε από το Νόμο 48(1)/98, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«7(1) Το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.

(2)  Κάθε Επιτροπή αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου, ειδικούς στο υπό εξέταση θέμα:

  Νοείται ότι κάθε ειδικός συμμετέχει σε μια μόνο Επιτροπή Κρίσεως Τίτλων Σπουδών.

(3)  Η σύσταση και ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζονται με Κανονισμούς.»

 

Ο Κανονισμός 6(9) προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(9) Το Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης.»

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων παρέπεμψε στην απόφαση Ιάκωβου ν. ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ. Υπ. Αρ. 925/03, ημερ. 5.4.05,  όπου, με βάση και την υπόθεση Ιωαννίδου ν. ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ. Υπ. Αρ. 443/01, ημερ. 16.5.03, κρίθηκε ότι το ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ. δεν είναι υποχρεωμένο να παραπέμπει κάθε αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως, αλλά όταν κρίνει σκόπιμο να παραπέμπει συγκεκριμένα και ειδικά θέματα. 

 

Η απόφαση αυτή όμως ανατράπηκε με την απόφαση της Ολομέλειας ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ. ν. Ιωαννίδου (2006) 3 Α.Α.Δ.  32, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 39:

 

«Οι εφεσείοντες, κατ΄επίκληση των προνοιών του άρθρου 7 του νόμου (ανωτέρω) και των προνοιών του Κανονισμού 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99 (ανωτέρω) σε συνδυασμό, εισηγούνται πως η παραπομπή αιτήσεων στις Επιτροπής Κρίσεως από το ΚΥΣΑΤΣ επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του ΚΥΣΑΤΣ, γιατί, καθώς λέγουν, το άρθρο 7 του νόμου παρέχει στο ΚΥΣΑΤΣ δικαίωμα καταρτισμού τέτοιων επιτροπών και όχι επιβαλλόμενη υποχρέωση.  Με κάθε εκτίμηση, θεωρούμε εσφαλμένη την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση.  Η προσεκτική μελέτη των προνοιών των άρθρων 4(1)(δ), 7(1)(3) και 13(1) (ανωτέρω) σε συνδυασμό προς τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 της Κ.Δ.Π. 172/99 (ανωτέρω) που προβλέπει για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των Επιτροπών Κρίσεως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εγκαθίδρυση των εν λόγω επιτροπών ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση.

 

Η μελέτη των αιτήσεων και η υποβολή εισηγήσεων από τις Επιτροπές Κρίσεως προς το ΚΥΣΑΤΣ, συνιστά επιβαλλόμενη από το νόμο ενέργεια που στην ουσία αποτελεί προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥΣΑΤΣ.  Η δυνητική ευχέρεια που παρέχεται στο ΚΥΣΑΤΣ με βάση τον κανονισμό 6(9) να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης αντιδιαστέλλεται από την υποχρεωτική μελέτη των αιτήσεων κλπ. που προβλέπει ο κανονισμός 6(1) και η οποία προηγείται της λήψης της τελικής απόφασης Η πιο πάνω κατάληξη βρίσκει έρεισμα και στις πρόνοιες του άρθρου 13(1) του νόμου (ανωτέρω) όπου η εμπλοκή της οικείας Επιτροπής Κρίσεως καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση.

 

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η παράλειψη παραπομπής της αίτησης στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισήγησης προς το ΚΥΣΑΤΣ οπωσδήποτε επηρεάζει το κύρος της επίδικης απόφασης»

 

Δε μας έχει ζητηθεί να αποστούμε από την πιο πάνω απόφαση, αλλά η θέση των εφεσειόντων-καθ΄ων η αίτηση είναι ότι μπορεί εδώ «να διαφοροποιηθεί το Δικαστήριο» εάν το θέμα ιδωθεί σε συνάρτηση με το άρθρο 12(2) του Νόμου 48(1)/98 που προνοεί ότι το Συμβούλιο εξετάζει και αποφαίνεται για την αναγνώριση νόμιμων και έγκυρων τίτλων σπουδών (α) που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ή (β) που αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογημένους-πιστοποιημένους κλάδους σπουδών. 

 

Δεν έχουμε αντιληφθεί πώς  οι πρόνοιες του άρθρου 12(2) διαφοροποιούν με οποιοδήποτε τρόπο την όλη κατάσταση.  Η απόφαση του Δικαστηρίου στην ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ. ν. Ιωαννίδου (πιο πάνω) έγινε εντός του ιδίου νομικού πλαισίου, δηλαδή και με το άρθρο 12(2) σε ισχύ.  Ως εκ τούτου, μόνο με αίτημα να αποστούμε από αυτή ως λανθασμένη θα μπορούσε να εξετασθεί το θέμα.

 

Έτσι, με βάση την πιο πάνω έφεση, ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ. ν. Ιωαννίδου, καταλήγουμε πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή πρέπει να επικυρωθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Π.                                     Δ.                       Δ.                      Δ.

 

 

 

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο