ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2011) 3 ΑΑΔ 650

4 Οκτωβρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

    ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ ΚΑΙ/ Ή

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,

ν.

1. ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΓΚΑΡΗ,

2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων - Αιτητών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 133/2008)

 

Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Υπερωριακή απασχόληση μελών ― Αίτημα για συγκεντρωτική αποζημίωση υπερωριακής εργασίας απορρίφθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Η Δημοκρατία αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφαση που είχε εκδοθεί από τους εφεσείοντες με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα των εφεσιβλήτων/αιτητών, για αποζημίωση υπερωριών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Από την όλη έρευνα, εν προκειμένω, οι εφεσείοντες έκριναν ότι δεν παρουσιάστηκαν τέτοια στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εφεσίβλητοι εργάστηκαν τις υπερωρίες που ισχυρίστηκαν, αλλά μόνο κάποιες υπερωρίες που λόγω του ότι (α) δεν κρατούνταν Ημερολόγιο Σταθμού ή Σημειωματάρια στην ΚΥΠ λόγω της φύσης της υπηρεσίας και (β) εκεί που υπήρχαν κάποια στοιχεία αυτά καταστράφηκαν λόγω παρόδου πέντε ετών σύμφωνα με την Αστυνομική Διάταξη αρ. 45, κατέληξαν ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το αίτημα όπως προβλέπει ο Καν. 17 της Κ.Δ.Π. 51/1989.

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι οι καθ' ων η αίτηση εξάντλησαν κάθε δυνατότητα για έρευνα του θέματος.  Ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί και η πρωτόδικη απόφαση επί του σημείου αυτού θα πρέπει να παραμεριστεί.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Τσαγκάρη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3770, ημερ. 11/10/2006 (Πρακτικό).

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 603/07), ημερ. 18/7/08.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους - Αιτητές.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης αδελφού Δικαστή με την οποία έκανε δεκτή την προσφυγή των εφεσιβλήτων με αρ. 603/2007 και ακύρωσε την απόφαση των εφεσειόντων που απέρριψε αίτημα των εφεσιβλήτων για καταβολή νόμιμης και δεδουλευμένης υπερωριακής αποζημίωσης.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Οι εφεσίβλητοι ήταν λοχίες της Αστυνομίας οι οποίοι αφυπηρέτησαν.  Ήταν ο ισχυρισμός τους ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1/3/1989 μέχρι 31/12/1996, κατόπιν οδηγιών ή εντολής των προϊσταμένων τους, υπηρέτησαν πέραν του κανονικού ωραρίου.  Έτσι με επιστολή τους ημερ. 18/11/1998 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ζήτησαν την προς αυτούς καταβολή αμοιβής για την υπερωριακή τους εργασία. Το αίτημα τους απορρίφθηκε και εναντίον της απόρριψης καταχωρήθηκαν οι προσφυγές 278/1999 και 279/1999 από τους εφεσίβλητους στις οποίες εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση στις 3/7/2001. Κατά την επανεξέταση του αιτήματος οι εφεσείοντες ανέφεραν στους εφεσίβλητους ότι δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί αν πράγματι εργάστηκαν υπερωριακά κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι το ζήτημα ακόμα μελετάτο.  Εναντίον της νέας αυτής θέσης καταχωρήθηκε η προσφυγή 614/2002 η οποία απορρίφθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, ως πρόωρη. (Βλ. Γεώργιος Τσαγκάρη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3770, ημερ. 11/10/2006 που δεν έχει δημοσιευθεί).  Η Ολομέλεια όμως υπέδειξε ότι θα πρέπει να επισπευσθεί η εξέταση του αιτήματος των αιτητών. 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω το αίτημα επανεξέταστηκε και με επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 20/2/2007 οι εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν ότι το αίτημα τους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.  Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εφεσίβλητοι με την προσφυγή αντικείμενο της παρούσας έφεσης. 

Ήταν πρωτόδικα η θέση των εφεσιβλήτων ότι με την απόφαση ημερ. 3/7/2001 που εκδόθηκε στις προσφυγές 278/1999 και 279/1999 που συνεκδικάστηκαν με την προσφυγή 277/1999 (βλ. Ανδρέας Σπάταλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας) τους είχε αναγνωριστεί το δικαίωμα να ζητήσουν αμοιβή για υπερωριακή εργασία που πρόσφεραν.  Προς ενίσχυση του ισχυρισμού τους επικαλέστηκαν και τον Καν. 30 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/1989) που σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους αποδεικνύει ότι εργάζονταν τουλάχιστον 5 ώρες εβδομαδιαίως πέραν του κανονικού ωραρίου για την υπό εξέταση περίοδο.

Η θέση των εφεσειόντων πρωτόδικα ήταν ότι η απόφαση στις εν λόγω προσφυγές (278/1999 και 279/1999) απλώς τους επέβαλλε υποχρέωση επανεξέτασης της υπόθεσης και να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους νοουμένου όμως ότι από τη νέα έρευνα προέκυπτε ότι όντως εργάστηκαν υπερωριακά τις συγκεκριμένες ώρες και δεν αποζημιώθηκαν, κάτι που δεν προέκυψε.  Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι οι εφεσίβλητοι όντως εργάστηκαν υπερωριακά κάποιες συγκεκριμένες ώρες για τις οποίες όμως αποζημιώθηκαν με άδεια ανάπαυσης πριν την έναρξη της προαφυπηρετικής τους άδειας. Οι εφεσίβλητοι αντέτειναν ότι το αίτημα τους δεν αφορούσε τις υπερωρίες των 568 ωρών και 235 ωρών, αντίστοιχα, για τις οποίες πήραν άδεια ανάπαυσης, αλλά για 2856 και 2845 ώρες αντίστοιχα που, κατ' ισχυρισμό, εργάστηκαν υπερωριακά και δεν αποζημιώθηκαν. 

Ο πρωτόδικος δικαστής αφού διαπίστωσε ότι (α) κατά τον ουσιώδη χρόνο ίσχυε ο Καν. 30 των προαναφερθέντων Κανονισμών, (β) οι εφεσίβλητοι κατά την επίδικη περίοδο λάμβαναν αδιάλειπτα το επίδομα του ανιχνευτή εφόσον εργάζονταν τουλάχιστον 5 ώρες εβδομαδιαίως πέραν του προβλεπόμενου από τον Καν. 17(2) και 3(α) κανονικού ωραρίου, (γ) για λόγους που αφορούν την ίδια την Αστυνομική Δύναμη δεν τηρούνταν λεπτομερείς καταστάσεις αναφορικά με την υπηρεσιακή εργασία των εφεσιβλήτων στην ΚΥΠ και (δ) ότι μετά την απόφαση στις προσφυγές 278/1999 και 279/1999 ο τότε Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας ζήτησε από το Διευθυντή της ΚΥΠ να ορίσει ενδοτμηματική επιτροπή για ενδελεχή έλεγχο από τα αρχεία της ΚΥΠ ή τα σημειωματάρια των εφεσιβλήτων για εξακρίβωση της υπερωριακής τους απασχόλησης αλλά διαπιστώθηκαν διάφορες παρατυπίες στην τήρηση των σχετικών εντύπων, κατάληξε ότι οι εφεσείοντες δεν προέβηκαν στη δέουσα έρευνα κατά παράβαση του δεδικασμένου καθώς και των κανόνων της χρηστής διοίκησης.  Αιτιολογώντας το ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα ανάφερε ότι οι εφεσείοντες δεν έλαβαν υπόψη και τον Καν. 30 που έστω και εκ πρώτης όψης έδειχνε ότι οι εφεσίβλητοι πρόσφεραν υπερωριακή εργασία. Επίσης το δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάστηκε από αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα από το σκοπό της «εξοικονόμησης» ή της «μη διασπάθισης» δημόσιου χρήματος. Έτσι επέτρεψε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η έφεση

Οι εφεσείοντες προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους έφεσης:  (α) Ο πρωτόδικος Δικαστής ερμήνευσε λανθασμένα τους Καν. 17(3) και 30 των Κανονισμών του 1989 και (β) ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. 

Εξέταση λόγων έφεσης

Για σκοπούς εξέτασης του (α) πιο πάνω λόγου έφεσης το κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε τις πρόνοιες των Κανονισμών 17 και 30 που όπως ισχυρίζεται ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων έχουν εσφαλμένα ερμηνευθεί πρωτόδικα.  Ενώ στο εφετήριο γίνεται αναφορά γενικά στον Καν. 17(3), με το περίγραμμα αγόρευσής του, περιόρισε την επιχειρηματολογία στον Καν. 17(3)(β), ο οποίος έχει ως εξής:

«17(3)(β)  Αν μέλος της Δύναμης περιλαμβανομένου και μέλους στο οποίο καταβάλλεται επίδομα ανιχνευτή, για το οποίο ισχύει η παράγραφος (2) του παρόντα Κανονισμού εκτελεί σταθερά υπερωρίες, θα του καταβάλλεται κατ' αποκοπή επίδομα, όπως θα ήθελε εγκρίνει ο Αρχηγός:

Νοείται ότι σε μέλος της Δύναμης στο οποίο καταβάλλεται επίδομα ανιχνευτή θα πληρώνεται κατά αποκοπή επίδομα, μόνο όταν εκτελεί υπερωριακό καθήκον πέραν του κανονικού ωραρίου που προνοείται στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (2) του παρόντα Κανονισμού, που να υπερβαίνει τις πέντε ώρες την εβδομάδα.»

Ο Καν. 30 έχει ως εξής:

«30(1)  Όταν ο Αρχηγός είναι ικανοποιημένος ότι το μέλος της Δύναμης, ενώ ασχολείται σε καθήκοντα ανίχνευσης ή σε ειδικά καθήκοντα, συνήθως εκτελεί εξωτερικά καθήκοντα και ότι τα καθήκοντα αυτά επιβάλλουν στο μέλος να εκτελεί υπερωριακά καθήκοντα τουλάχιστο πέντε ωρών πλέον του κανονικού ωραρίου που καθορίζεται από την υποπαράγραφο (2) του Κανονισμού 17 και ότι το μέλος υποβάλλεται σε έξοδα σε σχέση με τα καθήκοντα του, στο μέλος αυτό θα καταβάλλεται επίδομα ανιχνευτή, το ύψος του οποίου εκτίθεται στον πιο κάτω πίνακα:

         ΒΑΘΜΟΣ                                     ΠΟΣΟ (ετησίως)

Ανώτερος Αξιωματικός                           £157

Ανώτερος Υπαστυνόμος                        £131

Υπαστυνόμος                                           £131

Λοχίας                                                       £105

                                                                              

Αστυφύλακας                                             £91

(2) Το επίδομα ανιχνευτή δεν θα καταβάλλεται για περίοδο ανιχνευτικών ή ειδικών καθηκόντων, η διάρκεια των οποίων είναι μικρότερη της μιας εβδομάδας.»

Είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο πρωτόδικος Δικαστής «ουσιαστικά αποφάσισε ότι από τη στιγμή που οι εφεσίβλητοι έπαιρναν επίδομα ανιχνευτή κατά τεκμήριο δικαιούνται αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση πέντε ωρών την εβδομάδα». 

Ήδη αναφερθήκαμε στο τι αποφασίστηκε πρωτόδικα. Κατά την κρίση μας δεν προκύπτει από την απόφαση ότι οι εφεσίβλητοι κατά τεκμήριο δικαιούνται αποζημίωσης.  Αυτό που είχε αποφασιστεί είναι ότι στα πλαίσια διερεύνησης αν οι εφεσίβλητοι εργάστηκαν υπερωρίες, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και ο Καν. 30 που δείχνει ότι εκ πρώτης όψης εργάστηκαν υπερωρίες.  Ταυτόχρονα το δικαστήριο διευκρινίζει ότι με το να λάμβαναν επίδομα ανιχνευτή αυτό ήταν ανεξάρτητο από το αίτημα αποζημίωσης για  υπερωριακή εργασία.  Συγκεκριμένα είπε τα ακόλουθα: 

«Το ότι οι αιτητές λάμβαναν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, επίδομα Ανίχνευσης, αυτό ήταν κάτι που, κατά την εκτίμησή μου, θα έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψιν και να εξετάσουν οι καθ' ων η αίτηση, εφόσον η καταβολή του επιδόματος Ανιχνευτή συνεπάγετο ότι οι αιτητές είχαν προσφέρει υπερωριακή εργασία συγκεκριμένων ωρών την εβδομάδα. Το γεγονός ότι λάμβαναν το επίδομα του Ανιχνευτή ήταν βέβαια ανεξάρτητο από την απαίτηση τους για επίδομα υπερωριακής εργασίας εφόσον το επίδομα Ανιχνευτή αφορά αποζημίωση τους ως προς τα έξοδα που υπέστησαν κατά την εκτέλεση της εργασίας τους αλλά δεν αποτελεί επίδομα ή αποζημίωση για την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας». 

Κρίνουμε ότι ο συσχετισμός των προνοιών των πιο πάνω Κανονισμών, δημιουργεί απλώς μια κατάσταση που δείχνει, εκ πρώτης όψης, ότι το αίτημα των εφεσιβλήτων δυνατό να ευσταθούσε.  Επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

Με τον (β) λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα.  Σχετικά με το λόγο αυτό ο κ. Χριστοφόρου ισχυρίστηκε τα ακόλουθα:

«Ο Αρχηγός Αστυνομίας σε συμμόρφωση με το δεδικασμένο διερεύνησε τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων και δεν πείστηκε πως οι εφεσίβλητοι εργάστηκαν υπερωριακά.  Αντίθετα διαπίστωσε έτσι όπως προκύπτει από το παράρτημα Θ στην Ένσταση πως οι εφεσίβλητοι εργάστηκαν συγκεκριμένες ώρες για τις οποίες συμπλήρωσαν τα σχετικά έντυπα και για τις οποίες πήραν χρόνο ανάπαυσης κατά την αφυπηρέτηση τους.  Άρα το θέμα είχε λήξει οριστικά και δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο το οποίο θα έπρεπε να διερευνηθεί.  Αντίθετα αν η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου έτσι όπως περιγράφεται στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο ήταν ορθή δεν θα τίθετο θέμα έρευνας αφού κατά τεκμήριο οι εφεσίβλητοι εργάστηκαν υπερωριακά πέντε ώρες εβδομαδιαίως και γι' αυτό τους χορηγήθηκε το επίδομα ανιχνευτή».

Σχετικά με την κατάληξη του ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα, ο αδελφός Δικαστής ανάφερε τα ακόλουθα:

«Έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι καθ' ων η αίτηση, στην προκείμενη περίπτωση, δεν προέβηκαν σε δέουσα έρευνα, κατά παράβαση του δικαστικού δεδικασμένου αλλά και κατά παράβαση της υποχρέωσης τους να ακολουθήσουν τους κανόνες της χρηστής διοίκησης.  Διαπίστωσα ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα, όπως επιβαλλόταν, εφόσον, δεν έλαβαν δεόντως υπόψιν, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι αιτητές λάμβαναν επίδομα Ανιχνευτή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 30 των προαναφερομένων κανονισμών, γεγονός που σήμαινε, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, αν όχι και τελεσίδικα, ότι αυτοί προσέφεραν υπερωριακή εργασία τουλάχιστον 5 ωρών πέραν του κανονικού ωραρίου που καθορίζεται στον κανονισμό 17.  Μπορεί ακόμα να θεωρηθεί οτι η προσβαλλόμενη απόφαση επηρεάστηκε και από αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα από το σκοπό της «εξοικονόμισης» ή της «μη διασπάθισης» δημόσιου χρήματος.  Κατά συνέπεια θεωρώ την προσβαλλόμενη απόφαση ως τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση, για τους προαναφερόμενους λόγους.»

Από τα γεγονότα της υπόθεσης όπως ήταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση λήφθηκε στις 15/2/2007, δηλαδή σύντομα μετά το αποτέλεσμα της προαναφερθείσας Α.Ε. 3770, ημερ. 11/10/2006 όπου είχε επιβεβαιωθεί το πρόωρο της προσφυγής αρ. 614/2002.   Με την επιστολή ημερ. 20/2/2007 (προσβαλλόμενη απόφαση) απλώς πληροφορήθηκαν οι αιτητές περιληπτικά περί της πιο πάνω απόφασης. 

Κατά τη λήψη της νέας απόφασης (παράρτημα Θ στην ένσταση) ο Αρχηγός Αστυνομίας ανάφερε τα ακόλουθα:

«Έχω μελετήσει το αίτημα των πιο πάνω καθώς και τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου στις προσφυγές με αρ. 566/97, 277/99, 278/99, 279/99, 614/02 και την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3770 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α), την γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 10/10/2002 καθώς και την έρευνα που διεξήχθη από τον Ανώτερο Αστυνομο κ. Χρ. Κατσικίδη.

Η αξίωση των αιτητών στηρίζεται ξεκάθαρα στις πρόνοιες του Καν. 17 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89) και η διαδικασία πληρωμής υπερωριακής αποζημίωσης με βάση τον εν λόγω Κανονισμό είναι εντελώς ανεξάρτητη από τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις του επιδόματος ανιχνευτή.  Αυτό έχει κριθεί στην προσφυγή αρ. 566/97 και στις συνεκδικασθείσες προσφυγές 277/99, 278/99, 279/99 σελ. 9.

Η Αστυνομία ως διοικητικό όργανο αναγνωρίζει τη νομική υποχρέωση για αποζημίωση για υπερωριακή εργασία οποιουδήποτε μέλους της, νοουμένου ότι η εργασία αυτή ήθελε εξακριβωθεί κατά την καθορισμένη διαδικασία και με την προσκόμιση αναγκαίων δικαιολογητικών για να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του Καν. 17 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89), ήτοι να διαπιστωθεί κατά πόσο μέλος της Αστυνομίας έχει εργασθεί υπερωριακά (βλέπε προσφυγή 403/97 και Αναθεωρητική Έφεση 3121 που αφορούσε παρόμοιο αίτημα).

Από την έρευνα που διεξήχθη από τον Ανώτερο Αστυνόμο κ. Χρ. Κατσικίδη κατόπιν οδηγιών του Αρχηγού Αστυνομίας μετά την ακυρωτική απόφαση στις συνεκδικασθείσες προσφυγές 277/99, 278/99 και 279/99 προκύπτει ότι δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η ισχυριζόμενη υπερωριακή εργασία.  (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β).

Επισημαίνω μόνο, πως στις ενυπόγραφες δηλώσεις τους οι αιτητές και πρώην Διοικητές της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών προσέγγισαν με γενικό τρόπο το θέμα εκφράζοντας το πώς λειτουργούσε η Κ.Υ.Π., την περίοδο εκείνη.  Δεν τηρούσαν ημερολόγια καθηκόντων γιατί όπως ανέφεραν αποτελούσε πάγια τακτική λόγω της εμπιστευτικότητας της αποστολής της.  Σήμερα τηρούνται Ημερολόγια Καθηκόντων και δεν τίθεται τέτοιο θέμα.  Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά τους πως δεν κατέγραφαν την κατά ισχυρισμό πεντάωρη επιπρόσθετη εργασία στα έντυπα Υπερωριών που διατηρούσαν γιατί τότε δεν θεωρείτο υπερωριακή εργασία.

Επιπρόσθετα με την έρευνα που διεξήγαγε ο κ. Κατσικίδης έχουν εντοπιστεί στο Λογιστήριο του Αρχηγείου Αστυνομίας τα πιο κάτω συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία αποτελούν μέρος του Αρχείου που τηρείτο σύμφωνα με τις καθορισμένες διαδικασίες που υπογράφονται από τους καθ' ύλην αρμοδίους που ήταν οι τότε προϊστάμενοι των συγκεκριμένων προσώπων:

(α)    Έχει εντοπιστεί επίσημη εμπιστευτική επιστολή του Διοικητή της Κ.Υ.Π. ημερομηνίας 11.7.1997 που αφορά τις υπερωρίες που είχε εργαστεί μέχρι τότε το κάθε μέλος της Κ.Υ.Π. ξεχωριστά.  Σ' αυτή φαίνεται ο Α. Σπάταλος είχε εργαστεί μέχρι τότε 113 ώρες, ο Λοχ. 342 Α. Αναστασίου 568 ώρες και ο Λοχ. 2120 Γ. Τσαγκάρης 235 ώρες.

(β)   Επίσης, έχει εντοπιστεί επιστολή του Διοικητή της Κ.Υ.Π. ημερομηνίας 12.6.1998 με συνημμένο αντίγραφο Έντυπο Υπερωριών για τον Γ. Τσαγκάρη που τηρείτο από το Αρχείο της Κ.Υ.Π. δεόντως συμπληρωμένο καθώς και επιστολή του Διοικητή της Κ.Υ.Π. ημερομηνίας 31.8.1998 με συνημμένο Έντυπο υπερωριών δεόντως συμπληρωμένο για τον Α. Αναστασίου.

Από τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι υπερωρίες που είχαν εις πίστη τους οι αιτητές κατά το χρόνο πριν την αφυπηρέτηση τους, ήταν μόνο αυτές που αναφέρονται στα επίσημα Έντυπα Υπερωριών που τηρούνταν από το Αρχείο της Κ.Υ.Π. και βεβαιώνονταν από τους εκάστοτε άμεσα προϊσταμένους τους και τους Διοικητές τους (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ).

Οι ενυπόγραφες δηλώσεις των αιτητών και των πρώην Διοικητών της Κ.Υ.Π. δεν αποτελούν στοιχείο στο οποίο μπορεί να βασιστεί κάποιος παραβλέποντας την έρευνα που έγινε και τα παραπάνω ειδικά και επίσημα στοιχεία, που εκφράζουν με λεπτομέρεια και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης τις συγκεκριμένες υπερωρίες που εξετέλεσε το κάθε μέλος και τα οποία τηρήθηκαν σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες.  Ως εκ τούτου πιστεύω πως δεν έχω τη δυνατότητα ή το δικαίωμα να καταλήξω σε συμπεράσματα διαφορετικά από αυτά που προκύπτουν από το περιεχόμενο των συγκεκριμένων στοιχείων.

Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι αυτό που καταδεικνύει η έρευνα και οι συγκεκριμένες, ειδικές, λεπτομερείς και επίσημες καταστάσεις που αναφέρονται στα συγκεκριμένα πρόσωπα πως δηλαδή οι αιτητές είχαν εργαστεί υπερωριακά μόνο τις ώρες που επιβεβαίωσε η επίσημη αλληλογραφία και τις οποίες απόλαυσαν ως άδεια ανάπαυσης πριν την αναχώρηση τους με προαφυπηρετική άδεια.»

Το παράρτημα Β που αναφέρεται στην πιο πάνω απόφαση του Αρχηγού είναι το παράρτημα Ε στην Ένσταση με τίτλο «Έκθεση Ανώτερου Αστυνόμου Χρ. Κατσικίδη» ημερ. 2/6/2003 η οποία έγινε στα πλαίσια επανεξέτασης όπως είχαν υποχρέωση οι εφεσείοντες μετά την απόφαση ημερ. 3/7/2001 στις προσφυγές 278/1999 και 279/1999.  Είχε περαιτέρω ο Αρχηγός ενώπιον του και τη συμπληρωματική έκθεση του κ. Κατσικίδη ημερ. 13/2/2007 σχετικά με διευκρινίσεις επί της πρώτης, όπως ζητήθηκαν από τον Αρχηγό Αστυνομίας.

Από την όλη έρευνα οι εφεσείοντες έκριναν ότι δεν παρουσιάστηκαν τέτοια στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι εφεσίβλητοι εργάστηκαν τις υπερωρίες που ισχυρίστηκαν, αλλά μόνο κάποιες υπερωρίες που λόγω του ότι (α) δεν κρατούνταν Ημερολόγιο Σταθμού ή Σημειωματάρια στην ΚΥΠ λόγω της φύσης της υπηρεσίας και (β) εκεί που υπήρχαν κάποια στοιχεία αυτά καταστράφηκαν λόγω παρόδου πέντε ετών σύμφωνα με την Αστυνομική Διάταξη αρ. 45,  κατέληξαν ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν το αίτημα όπως προβλέπει ο Καν. 17.

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι οι καθ' ων η αίτηση εξάντλησαν κάθε δυνατότητα για έρευνα του θέματος και δε βλέπουμε τί άλλο θα μπορούσε να εξεταστεί.  Επομένως καταλήγουμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί και η πρωτόδικη απόφαση επί του σημείου αυτού θα πρέπει να παραμεριστεί.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο