ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 424
17 Μαΐου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΥΣΤΑΘΕΝΤΟΣ
ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 50(Ι)/2004,
Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση,
ν.
ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 94/2008)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 2004 (Ν.50(Ι)/04) ― Η κρίση ότι πρόνοιές του παραβιάζουν το Άρθρο 15 του Συντάγματος ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της Αναφοράς Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238.
Η Δημοκρατία αμφισβήτησε με την έφεσή της, την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχαν ακυρωθεί οι επίδικες χρηματικές ποινές σε βάρος της εφεσίβλητης, για το λόγο ότι κρίθηκε αντισυνταγματικός ο Ν.50(Ι)/2004, δυνάμει του οποίου αυτές είχαν επιβληθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία το Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση (Αναφορά) Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238, που επικαλέστηκαν οι συνήγοροι και των δυο πλευρών και στην οποία είχε κριθεί η τύχη προηγούμενου παρόμοιου νόμου (ο περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 1999) ότι δηλαδή προσέκρουε στον Άρθρο 15 του Συντάγματος, κατέληξε ότι ο παρών Νόμος και συγκεκριμένα τα Άρθρα 3, 4, 7 και 11 «σαφώς συνιστούν παρέμβαση με την ιδιωτική ζωή στην ευρύτερη έννοια», όπως είχε εξηγηθεί στην προαναφερθείσα Αναφορά. Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω Αναφορά, είναι ότι η ανάγκη για περιορισμό του δικαιώματος δυνάμει του Άρθρου 15.2, πρέπει να είναι υπαρκτή και άμεση.
Με βάση τα πιο πάνω, το μόνο θέμα που χρήζει εξέτασης, είναι αν ο υπό εξέταση Νόμος 50(Ι)/2004, έχει τέτοιες διαφορές σε σύγκριση με τον προηγούμενο νόμο, που καθιστούν τις σχετικές πρόνοιες του αναγκαίες κατά το Άρθρο 15.2 του Συντάγματος. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων, είναι ότι ο περιορισμός του δικαιώματος είναι αναγκαίος για την προστασία της συνταγματικής τάξης και της δημοσίας τάξης.
Μετά από εξέταση όλων των ισχυρισμών και λόγων, για τους οποίους οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ο υπό κρίση νόμος είναι συνταγματικός, κρίνεται ότι αυτοί δεν ευσταθούν. Κατ' αρχήν δεν υφίσταται οποιαδήποτε ουσιαστική διαφοροποίηση στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες που να καθιστά το νέο νόμο ουσιαστικά διαφορετικό από τον προηγούμενο που κρίθηκε αντισυνταγματικός. Από την αγόρευση των εφεσειόντων προκύπτει ότι η θέσπιση του νόμου έγινε προληπτικά, προτού προκύψει η ανάγκη. Περαιτέρω τα όσα ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, ότι είναι ανάγκη να αποτραπούν, ήδη καλύπτονται από άλλους νόμους.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η κατάληξη είναι ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να δείχνει ότι οι πρόνοιες του υπό εξέταση νόμου διαφέρουν ουσιωδώς από τις πρόνοιες του νόμου αντικείμενο της προαναφερθείσας Αναφοράς, ούτε και ότι υπήρχε άμεση και πιεστική ανάγκη για θέσπιση του υπό εξέταση νόμου, ο οποίος περιορίζει το συνταγματικό δικαίωμα που διασφαλίζει το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Επομένως κρίνεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή, ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν επιτύχει να ικανοποιήσουν ότι οι πρόνοιες του νόμου δικαιολογούνται από την παράγ. 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1920/06), ημερ. 2/6/08.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Κυπριανού με Μ. Χαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία αποδέχθηκε την προσφυγή 1920/2006 που καταχώρησε η εφεσίβλητη και ακύρωσε την απόφαση των εφεσειόντων με την οποία επέβαλαν πρόστιμο ύψους £1.000 και επιπλέον £30 για κάθε μέρα καθυστέρησης υποβολής Δήλωσης Περιουσιακών Στοιχείων μετά την 1/9/2006.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Την 1/9/2004 θεσπίστηκε ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 2004 (Ν. 50(Ι)/2004) σύμφωνα με τον οποίο πρόσωπα που ενέπιπταν στις πρόνοιες του είχαν υποχρέωση να υποβάλουν Δήλωση Ελέγχου Περιουσίας. Παράλειψη συμμόρφωσης με τη σχετική πρόνοια, έδιδε εξουσία σε Τριμελές Συμβούλιο (που καθιδρύθηκε με τον ίδιο νόμο για σκοπούς ελέγχου εφαρμογής του Νόμου), όπως επιβάλλει χρηματικές ποινές.
Η εφεσίβλητη κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και αποτελεί κοινό έδαφος ότι ενέπιπτε στις σχετικές πρόνοιες του προαναφερθέντος νόμου. Με τη λήξη της θητείας της είχε υποχρέωση να υποβάλει δήλωση μέχρι 15/4/2005, κάτι που δεν έπραξε. Έτσι την 15/12/2005 το Τριμελές Συμβούλιο απέστειλε επιστολή προς την εφεσίβλητη και την πληροφορούσε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3 είχε υποχρέωση να καταθέσει μέχρι τις 15/4/2005 Δήλωση Περιουσιακών Στοιχείων, κάτι που δεν έπραξε και την κάλεσε όπως υποβάλει αυτή μέχρι 15/1/2006. Την πληροφόρησε επίσης ότι σε περίπτωση παράλειψης της να συμμορφωθεί, το Συμβούλιο είχε εξουσία να επιβάλει χρηματικό πρόστιμο ύψους £3.000 και £50 για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης.
Ενόψει του ότι η εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε, το Τριμελές Συμβούλιο στις 25/7/2006 αποφάσισε να επιβάλει πρόστιμο £1.000 πλέον £30 για κάθε ημέρα περαιτέρω καθυστέρησης μετά την 1/9/2006. Η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 24/8/2006 ζήτησε αναθεώρηση της απόφασης αναφέροντας ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να ακουστεί η ίδια και ότι η ποινή ήταν «έκδηλα υπερβολική και δυσανάλογη». Σύντομα μετά (σε 5 ημέρες) υπέβαλε και τη σχετική δήλωση.
Το Τριμελές Συμβούλιο απάντησε με επιστολή του ημερ. 4/10/2006 και πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι εξέτασε τα όσα αυτή επικαλείται, σε συνεδρία του ημερ. 2/10/2006 αλλά δεν συντρέχουν λόγοι ανάκλησης της προηγούμενης απόφασης που της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 27/7/2006. Η εφεσίβλητη προσέβαλε με προσφυγή την επιστολή αυτή δηλαδή της 27/7/2006.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία η εφεσίβλητη, με αναφορά σε νομολογία προέβαλε τη θέση ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή με αναφορά στην υπόθεση (Αναφορά) Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238, που επικαλέστηκαν οι συνήγοροι και των δυο πλευρών και στην οποία είχε κριθεί η τύχη προηγούμενου παρόμοιου νόμου (ο περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 1999) ότι δηλαδή προσέκρουε στον Άρθρο 15 του Συντάγματος, κατέληξε ότι ο παρών Νόμος και συγκεκριμένα τα Άρθρα 3, 4, 7 και 11 «σαφώς συνιστούν παρέμβαση με την ιδιωτική ζωή στην ευρύτερη έννοια» όπως είχε εξηγηθεί στην προαναφερθείσα Αναφορά με αποτέλεσμα την παρούσα έφεση.
Η έφεση
Με την παρούσα έφεση που βασίζουν σε 3 λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες προωθούν τη θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Εξετάζοντας τους 3 λόγους έφεσης προσέχουμε ότι αυτοί ουσιαστικά επικεντρώνονται στον ισχυρισμό ότι οι πρόνοιες του υπό εξέταση νόμου είναι διαφορετικές από τις πρόνοιες του προηγούμενου Νόμου που κρίθηκαν αντισυνταγματικές στην προναφερθείσα Αναφορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 2).
Είναι περαιτέρω η εισήγηση του κ. Μαππουρίδη ότι και αν ακόμα οι πρόνοιες του Νόμου περιέχουν παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη ότι αυτή η παρέμβαση εξουσιοδοτείται από το νόμο και είναι αποκλειστικά αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης.
Η θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων της εφεσίβλητης είναι ότι ο υπό εξέταση νόμος, παρά τις κάποιες τροποποιήσεις που έγιναν, εξακολουθεί να είναι αντισυνταγματικός, όπως αποφασίστηκε στην προαναφερθείσα Αναφορά.
Το θεωρούμε ορθό όπως παραθέσουμε τις πρόνοιες του σχετικού άρθρου του πρώτου νόμου που έτυχαν εξέτασης στην προαναφερθείσα Αναφορά και Γνωμάτευση της Πλήρους Ολομέλειας και τις πρόνοιες του υπό εξέταση νόμου.
Αντικείμενο της προαναφερθείσας Αναφοράς Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ήταν ο περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 1999. Η απόφαση (Γνωμάτευση) ήταν ομόφωνη αλλά με διαφορετικο σκεπτικό. Με την απόφαση του κ. Πική Π. συμφώνησαν οι Δικαστές Νικήτας, Αρτέμης, Καλλής, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής και Χατζηχαμπής. Με το σκεπτικό της απόφασης Νικολάου Δ. συμφώνησαν οι Δικαστές Αρτεμίδης, Νικολαΐδης και Γαβριηλίδης.
Με το Άρθρο 4 του εν λόγω Νόμου καθορίζονταν τα «ελεγχόμενα πρόσωπα» και με το Άρθρο 5 επιβαλλόταν η υποχρέωση υποβολής δήλωσης. Αυτό είχε ως εξής:
«5.(1) Όλοι οι ελεγχόμενοι, σύμφωνα με το Άρθρο 4 του παρόντος Νόμου, έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν ανά τριετία δήλωση στο Συμβούλιο Ελέγχου που καθιδρύεται με βάση το Άρθρο 8 του παρόντος Νόμου.
(2) Επιπρόσθετα από την πιο πάνω υποχρέωση, όλοι οι ελεγχόμενοι, υποχρεούνται από την ανάληψη του πολιτειακού τους αξιώματος ή το διορισμό τους στη συγκεκριμένη θέση ή από τη λήξη της θητείας τους ή την παραίτηση τους από το αξίωμα ή τη θέση τους ή την αφυπηρέτησή τους από αυτή ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματός τους για οποιοδήποτε άλλο λόγο, να υποβάλουν δήλωση μέσα σε περίοδο τριών μηνών από την ημερομηνία που θα κληθούν προς τούτο από το Συμβούλιο Ελέγχου.»
Στην παρούσα περίπτωση το σχετικό Άρθρο 3 του Ν. 50(Ι)/2004 έχει ως εξής:
«3(1) Κάθε αξιωματούχος έχει υποχρέωση να καταθέτει μέσα σε τρεις μήνες από την απόκτηση της ιδιότητας ή του αξιώματός του ή την ανάληψη των καθηκόντων του, και ανά τριετία από το χρόνο που ανέλαβε και καθ' όσο χρόνο κατέχει την ιδιότητα ή το αξίωμά του, δήλωση στο Συμβούλιο.
(2) Επιπρόσθετα από την πιο πάνω υποχρέωση, κάθε αξιωματούχος υποχρεούται μέσα σε τρεις μήνες από τη λήξη της θητείας του ή από την παραίτησή του από το αξίωμα ή τη θέση του ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιοδήποτε άλλο λόγο, να υποβάλει δήλωση στο Συμβούλιο:
Νοείται ότι το Συμβούλιο μπορεί να δώσει παράταση στις πιο πάνω προθεσμίες αν αυτό επιβάλλεται για σοβαρούς λόγους υγείας του αξιωματούχου:
Νοείται περαιτέρω ότι δήλωση που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό καταστρέφεται από το Συμβούλιο μετά την παρέλευση τριών χρόνων από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης ή από τη λήξη της θητείας του ή από την ημερομηνία παραίτησης του αξιωματούχου από το αξίωμα ή τη θέση, εκτός εάν για αυτόν έχει αρχίσει έρευνα η οποία δεν έχει περατωθεί, οπότε η δήλωσή του καταστρέφεται αμέσως μετά την περάτωση της έρευνας.»
Η ουσία των σχετικών προνοιών των δυο νόμων είναι η υποχρέωση υποβολής Δήλωσης Περιουσίας, η οποία στην προαναφερθείσα Αναφορά ήταν κοινώς αποδεκτό ότι αποτελούσε επέμβαση στην ιδιωτική ζωή. Στη σελ. 251 της Αναφοράς (απόφαση Πική Π.) λέχθηκαν τα εξής:
«Συμπίπτουν, ορθά όπως έχουμε διαπιστώσει, οι θέσεις των δύο πλευρών - του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων - ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής και ότι η αποκάλυψη και ο έλεγχος, τον οποίο καθιερώνει ο νόμος, συνιστούν επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των ελεγχομένων προσώπων. Για τους ίδιους λόγους, ο νόμος είναι αντινομικός προς το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των συζύγων και των τέκνων των ελεγχομένων προσώπων.»
Το ίδιο προκύπτει και από την απόφαση του Νικολάου Δ. σελ. 261 όπου διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Η Γνωμάτευση αυτή περιορίζεται σε μόνο ένα από τα τεθέντα ζητήματα. Το οποίο εμπεριέχεται στην πρώτη παράγραφο της Αναφοράς. Είναι το κατά πόσο η υποχρέωση υποβολής δήλωσης βάσει του Άρθρου 5 του Νόμου ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 15 του Συντάγματος. Η καταφατική απάντηση αποβαίνει κρίσιμη για ολόκληρο το Νόμο αφού χωρίς υποχρέωση υποβολής δήλωσης ο Νόμος στερείται αντικειμένου. Και καθιστά αχρείαστη την επέκταση σε άλλα ζητήματα, ανεξάρτητα από τη θεωρητική τους σημασία.
Η υποχρέωση για την υποβολή δήλωσης βάσει του Άρθρου 5 του Νόμου αποτελεί καταφανή επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το οποίο:
«15.1 Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.»
Την επέμβαση αναγνώρισε και η Βουλή των Αντιπροσώπων μέσω του συνηγόρου της.»
Η ουσία του θέματος, όπως αυτό αποτελούσε αντικείμενο της πιο πάνω Αναφοράς, ήταν το κατά πόσο η επέμβαση αυτή δικαιολογείτο με βάση το Άρθρο 15.2 του Συντάγματος που διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«15.2 Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημόσιας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον.»
Αυτό που προκύπτει από την πιο πάνω Αναφορά είναι ότι η ανάγκη για περιορισμό του δικαιώματος δυνάμει του Άρθρου 15.2, πρέπει να είναι υπαρκτή και άμεση. Στη σελ. 252 ο Πικής Π. ανέφερε σχετικά τα ακόλουθα:
«Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Αναγνωρίζεται, κατ' αρχήν, κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο νομοθέτη, ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για τη θεσμοθέτηση κανόνα δικαίου,. Η εμβέλεια της αρχής αυτής είναι περιορισμένη, όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για τη νομοθετική ρύθμιση θέματος. Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη.»
Στη σελ. 262 ο Νικολάου Δ. διατύπωσε την ίδια αρχή ως εξής:
«Απόκειται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, πρώτο, να προσδιορίσει τον τομέα προς το συμφέρον του οποίου γίνεται η επέμβαση και, δεύτερο, να στοιχειοθετήσει την ανάγκη για την οποία γίνεται η επέμβαση στον προσδιορισθέντα τομέα ή τομείς. Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων φωτίζουν τις βασικές παραμέτρους με αναφορά προς τις οποίες αντικρύζεται το θέμα: βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις στις υποθέσεις Niemietz A. 252, paras 27.37, [1992], Murray A. 300, paras 90/94, (1994) Leander A. 116, paras 58/60, [1987], Dudgeon A. 45, paras 50/54 [1981]. Για να δικαιολογείται η επέμβαση πρέπει να προκύπτει «πιεστική κοινωνική ανάγκη» ενόψει της οποίας επιβάλλεται να υποχωρήσει το ατομικό δικαίωμα για χάρη του συνόλου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Για την προστασία της από διακριβωθέντα σοβαρό κίνδυνο στους τομείς που εξειδικεύονται στο Άρθρο. Η στάθμιση αγαθών φέρει από τη φύση της εγγενείς δυσκολίες. Ενόψει των οποίων παρέχονται λογικά περιθώρια εκτίμησης. Πάντως η θυσία του ενός αγαθού πρέπει να δικαιώνεται από τη διαφύλαξη του άλλου. Κι αυτό με αναφορά στο σκοπό και στη μεταξύ τους αναλογία.»
Με βάση τα πιο πάνω το μόνο θέμα που χρήζει εξέτασης είναι αν ο υπό εξέταση Νόμος 50(Ι)/2004 έχει τέτοιες διαφορές σε σύγκριση με τον προηγούμενο νόμο που καθιστούν τις σχετικές πρόνοιες του αναγκαίες «προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον». Στην παρούσα περίπτωση ο ισχυρισμός των εφεσειόντων είναι ότι ο περιορισμός του δικαιώματος είναι αναγκαίος για την προστασία της συνταγματικής τάξης και της δημοσίας τάξης. Ο πρωτόδικος Δικαστής αφού αναφέρθηκε σε αποσπάσματα από την Γνωμάτευση στην προαναφερθείσα Αναφορά, κατάληξε ως εξής:
«Δεν μπορεί να λεχθεί, σε αναφορά με τον παρόντα νόμο, ότι έχει καταδειχθεί τέτοια υπαρκτή και πιεστική κοινωνική ανάγκη η οποία, συναρτώμενη προς την έκταση του περιορισμού του δικαιώματος, να δικαιολογεί την παρέμβαση με αυτό. Η ανάγκη, όπως τονίζεται στην προαναφερθείσα γνωμάτευση, πρέπει να εξειδικεύεται και να τεκμηριώνεται ώστε να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά και η παρέμβαση και η έκταση της, έστω και αναγνωριζομένων των λογικών περιθωρίων εκτίμησης που ανήκουν στο νομοθετικό σώμα.»
Οι λόγοι για τους οποίους ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι οι πρόνοιες του παρόντος νόμου είναι διαφορετικές από αυτές του νόμου αντικείμενο της προαναφερθείσας Αναφοράς ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση στο δικαίωμα με βάση την παράγραφο 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος, είναι οι εξής:
(α) Με το Άρθρο 3 του παλαιού νόμου η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσίας εκτεινόταν στις συζύγους και τέκνα των ελεγχόμενων προσώπων, ενώ ο νέος νόμος περιορίζει την υποχρέωση μόνο στο ελεγχόμενο πρόσωπο και τα ανήλικά τέκνα του.
(β) Η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσίας περιορίζεται στους σκοπούς του Άρθρου 7 του Νόμου, δηλαδή όταν μεταξύ άλλων υπάρχει ένορκη γραπτή καταγγελία ότι ο συγκεκριμένος αξιωματούχος έχει άμεσο ή έμμεσο ή συγκαλυμμένο περιουσιακό όφελος, το οποίο, όπως εύλογα πιστεύει ο καταγγέλλων, δεν έχει περιληφθεί στη δήλωσή του.
(γ) Ο νέος νόμος σε αντίθεση με τον προηγούμενο έχει πρόνοιες (Άρθρο 8) περί τήρησης εχεμύθειας από το Συμβούλιο και ότι απαγορεύεται η δημοσίευση της Δήλωσης.
Ενόψει των πιο πάνω ήταν η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων, ότι αφού το Σύνταγμα επιτρέπει την επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή που διασφαλίζει το Άρθρο 15, μεταξύ άλλων, για την προστασία της συνταγματικής τάξης και της δημόσιας τάξης, τότε η επέμβαση είναι αναγκαία και δικαιολογείται για τους λόγους αυτούς. Επικαλέστηκε προς τούτο το ακόλουθο απόσπασμα από το Νεώτερον Λεξικόν Νομικής του Γεώργιου Σ. Κώνστα, Τόμος 1, Εκδόσεις Π. Σάκκουλα, Αθήνα (1967) σελ. 421, σχετικά με τον ορισμό της φράσης «δημόσια τάξη»:
«πάσα διάταξις υπηρετούσα την ασφάλεια των συναλλαγών και το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον, την προστασία των οικονομικώς ασθενεστέρων αλλά και πάντες οι κανόνες εκείνοι οι οποίοι κατά τας αρχάς της νομοθεσίας ημών και εν γένει κατά τας συγχρόνους παρ' ημίν αντιλήψεις, αναφέρονται εις ζωτικούς όρους, ως ιδία είναι η κοινωνική, πολιτική και οικογενειακή οργάνωσις ημών (.....).»
Ήταν περαιτέρω η θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι εφόσον ο νόμος αφορά αξιωματούχους των οποίων η περιουσιακή κατάσταση ελέγχεται με τον υπό κρίση νόμο, η υπέρμετρη και αδικαιολόγητη αύξηση της περιουσίας τους ενώ κατέχουν πολιτειακό αξίωμα, άπτεται άμεσα της συνταγματικής τάξης γιατί υπάρχει υπόνοια για κατάχρηση της θέσης τους. Με το ίδιο σκεπτικό και τον ίδιο τρόπο η δημόσια τάξη σχετίζεται με το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον και την πολιτική οργάνωση του κράτους. Επομένως, συνέχισε ο συνήγορος, υπάρχει υπαρκτή και πιεστική ανάγκη για αποτροπή του φαινομένου και δεν θα πρέπει να προηγηθεί έξαρση κατάχρησης της θέσης των αξιωματούχων ώστε να ακολουθήσει η θέσπιση νόμου για την αποτροπή της.
Εξετάσαμε όλους τους ισχυρισμούς και λόγους για τους οποίους οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ο νόμος αυτός είναι συνταγματικός αλλά κρίνουμε ότι αυτοί δεν ευσταθούν. Κατ' αρχήν δεν βλέπουμε οποιαδήποτε ουσιαστική διαφοροποίηση στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες που να καθιστά το νέο νόμο ουσιαστικά διαφορετικό από τον προηγούμενο που κρίθηκε αντισυνταγματικός. Ούτε στον τίτλο του νόμου υπάρχει, όπως είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων, οποιαδήποτε αναφορά που να δικαιολογεί την ανάγκη θέσπισης του. Από την αγόρευση των εφεσειόντων προκύπτει ότι η θέσπιση του νόμου έγινε προληπτικά, προτού προκύψει η ανάγκη. Περαιτέρω στην αιτιολογία της Γνωμάτευσης στην προαναφερθείσα Αναφορά για το ότι δεν έχει αποδειχθεί άμεση ανάγκη για περιορισμό του δικαιώματος, ήταν και το ότι τα όσα ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι είναι ανάγκη να αποτραπούν, ήδη καλύπτονται από άλλους νόμους. Σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται από τον Πική Π., στη σελ. 253:
«Ο δεκασμός και η κατάχρηση εξουσίας από δημόσιους λειτουργούς συνιστούν ποινικά αδικήματα, φέροντα βαριές ποινές προστίμου και φυλάκισης. Ο αθέμιτος πλουτισμός από δημόσιο λειτουργό συνιστά, εξ άλλου, ιδιώνυμο αδίκημα, βάσει του περί Αθεμίτου Κτήσεως Περιουσιακού Οφέλους υπό Ωρισμένων Αξιωματούχων της Πολιτείας Νόμου του 1965 (Ν. 65/65). Κανένας συσχετισμός δεν έγινε μεταξύ της υφιστάμενης νομοθεσίας, παρά την εφαρμογή της, και της ανάγκης λήψης πρόσθετων μέτρων για την αντιμετώπιση πράξεων αθέμιτου πλουτισμού από αξιωματούχους του κράτους, που, αν δεν αναχαιτισθούν, θα τεθούν σε κίνδυνο οι σκοποί, ένας ή περισσότεροι, για τους οποίους μπορεί να επιτραπεί επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής.»
Σημειώνουμε ότι ο Νόμος 65/65 έχει καταργηθεί από τον περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμο του 2004 (Ν.51(Ι)/2004) που δημιουργεί αδίκημα την αθέμιτη κτήση περιουσιακού οφέλους από αξιωματούχο ή λειτουργό του δημοσίου, το οποίο τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι 7 έτη ή με πρόστιμο μέχρι £25.000 ή και τις δυο ποινές καθώς και διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει τη δήμευση οποιουδήποτε περιουσιακού οφέλους αποκτήθηκε αθέμιτα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε που να δείχνει ότι οι πρόνοιες του υπό εξέταση νόμου διαφέρουν ουσιωδώς από τις πρόνοιες του νόμου αντικείμενο της προαναφερθείσας Αναφοράς, ούτε και ότι υπήρχε άμεση και πιεστική ανάγκη για θέσπιση του υπό εξέταση νόμου ο οποίος περιορίζει το συνταγματικό δικαίωμα που διασφαλίζει το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος. Επομένως κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν επιτύχει να ικανοποιήσουν ότι οι πρόνοιες του νόμου δικαιολογούνται από την παράγ. 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.