ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 254
11 Aπριλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3/2008)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Αφυπηρέτηση ― Ημερομηνία αφυπηρέτησης ― Η δυνατότητα παράτασης της υπηρεσίας λειτουργού, σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 12(6) του Ν.97(Ι)/97 ― Περιστάσεις εφαρμογής της πρόνοιας στην κριθείσα περίπτωση ― Αίτημα για παράταση δεν εγκρίθηκε νομίμως.
Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόρριψης αιτήματός του για παράταση της υπηρεσίας του.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το Άρθρο 12(6) του Νόμου 97(Ι)/97, έδιδε διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό να επιτρέψει σε καθηγητή ή δάσκαλο παράταση, αφού η σχετική επιφύλαξη αναφέρει ότι αυτός «μπορεί να επιτρέψει». Άρα η εξουσία του ήταν δυνητική. Με την υπό κρίση εγκύκλιό του και έκφραση πολιτικής, ο Υπουργός καθόριζε γενικό κριτήριο για άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας, το οποίο επενεργούσε υπέρ της χρηστής διοίκησης. Ως εκ τούτου, όχι μόνο είχε δικαίωμα να το πράξει, αλλά ο καθορισμός κάποιου είδους κριτηρίων ήταν ενδεδειγμένος.
2. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, ότι η διαδικασία των διευκρινίσεων δεν διεξήχθη σε αίθουσα Δικαστηρίου, αλλά στο γραφείο του Δικαστή, αυτός δεν υποστηρίζεται από το πρακτικό και ούτε δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία επί του προκειμένου. Δεν υπήρξε παραβίαση ή δεν απεδείχθη τέτοια συνταγματική απαίτηση όπως οι δίκες διεξάγονται δημοσίως.
3. Όσον αφορά το παράπονο για έλλειψη αιτιολογίας, τούτο δεν ευσταθεί. Η αιτιολογία προκύπτει τόσο από την προσβαλλόμενη απόφαση, που αναφέρει ότι οι θέσεις έχουν ήδη πληρωθεί, όσο και από το περιεχόμενο του φακέλου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1404/06), ημερ. 3/12/08.
Κ. Σαββίδης, εμφανίζεται προσωπικά.
Ε. Λοϊζίδου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Τα γεγονότα και το ιστορικό της υπόθεσης φαίνονται καθαρά στην πρωτόδικη απόφαση, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Ο αιτητής, ενώ υπηρετούσε ως Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης, ειδοποιήθηκε από την Εκπαιδευτική Υπηρεσία την 8.7.2005 ότι, σύμφωνα με το Νόμο, η αφυπηρέτηση του λόγω συμπλήρωσης του 60ου έτους της ηλικίας του θα άρχιζε την 1.1.2006 ( ο αιτητής, γεννηθείς την 30.12.1945, συμπλήρωνε 60 έτη ηλικίας την 30.12.2005). Ο αιτητής, με επιστολή του ημερ. 21.10.2005, ζήτησε από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού παράταση της υπηρεσίας του μέχρι το τέλος του σχολικού έτους 2005-2006 «για συμπλήρωση του εκπαιδευτικού μου έργου». Το αίτημα υποστηρίχθηκε και από το Σύνδεσμο Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου το οποίο διεύθυνε ο αιτητής. Την 8.12.2005 ο αιτητής απηύθυνε νέα επιστολή προς τον Υπουργό παραπονούμενος ότι δεν είχε λάβει ακόμα απάντηση, σχετική δε επιστολή απηύθυνε και ο δικηγόρος του την 9.12.2005. Εν τω μεταξύ την 7.12.2005 ο αιτητής είχε υποβάλει και αίτηση επί ειδικού εντύπου προς τον Υπουργό για παράταση της υπηρεσίας του μέχρι 31.8.2006 «σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, ημ. 05 Δεκεμβρίου 2005, για τους πιο κάτω λόγους:
1. Να συμπληρώσω το εκπαιδευτικό έργο που προγραμμάτισα.
2. Να μη παραμείνει ακέφαλο το σχολείο στο μέσο της χρονιάς.
3. Για να συνεχιστεί απρόσκοπτη και αποτελεσματική λειτουργία του σχολείου.
Σημειώνω ότι ο Υπουργός, με εγκύκλιο του ημερ. 5.12.2005, είχε πληροφορήσει τους εκπαιδευτικούς για τη νέα πολιτική του να επιτρέπει παράταση υπηρεσίας μέχρι το τέλος του σχολικού έτους χάριν της ομαλής λειτουργίας των σχολείων, εφόσον οι προκύπτουσες από την αφυπηρέτηση θέσεις δεν έχουν προκηρυχθεί και πληρωθεί από την ΕΕΥ με ημερομηνία προαγωγής την 1.1.2006. Σύμφωνα με την προηγούμενη πολιτική του Υπουργού, εδίδετο παράταση μέχρι την 31η Δεκεμβρίου σε όσους εκπαιδευτικούς συμπλήρωναν το 60ο έτος μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου και 31ης Δεκεμβρίου του διανυόμενου σχολικού έτους, ενώ σε όσους το συμπλήρωναν μέταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Αυγούστου του διανυόμενου σχολικού έτους εδίδετο παράταση μέχρι την 31η Αυγούστου. Το αίτημα του αιτητή απερρίφθη με επιστολή ημερ. 14.12.2005 με την παρατήρηση ότι η θέση του διευθυντή που εκενώνετο με την αφυπηρέτηση του είχε ήδη πληρωθεί. Την 30.12.2005 εστάλη και απαντητική επιστολή στο δικηγόρο του με το ίδιο περιεχόμενο.»
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο εφεσείων-αιτητής καταχώρησε την προσφυγή 1404/06, με την οποία ζητούσε την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή και η απόφαση του καθ' ου η αίτηση, ημερ. 14.12.05 με την οποία απέρριψαν ως το παράρτ. Α το αίτημα του αιτητή για παράταση των υπηρεσιών του μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς, δηλ. μέχρι 31.8.2006 όπως γίνεται πάγια με όλους τους άλλους εκπαιδευτικούς για πολλά τώρα χρόνια αλλά και φέτος, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.».
Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την προσφυγή και ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση. Οι βασικοί λόγοι, στους οποίους βασίζεται, είναι οι πιο κάτω:
Ο εφεσείων προβάλλει το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε σωστά το Άρθρο 12(6) του περί Συντάξεως Νόμου (Ν.97(Ι)/97), καθόσον ο Υπουργός, δεν είχε δικαίωμα, με βάση αυτό, να καθορίζει πολιτική ή και πρακτική με εγκύκλιο. Επίσης, ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε η αρχή της δημοσιότητας, καθόσον η διαδικασία των διευκρινίσεων στην προσφυγή διεξάχθηκε στο γραφείο του Δικαστή και όχι στην αίθουσα του δικαστηρίου. Περαιτέρω, παραπονείται ότι, αντί η διοίκηση να απαντήσει και να ασχοληθεί με την πρώτη του αίτηση, ασχολήθηκε μόνο με τη νέα αίτηση του της 7ης Δεκεμβρίου, 2005 και ισχυρίζεται ότι με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος κακώς δεν απαντήθηκε εντός 30 ημερών το αίτημά του. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά το στάδιο που υπέβαλε την αίτησή του, υπήρχε η θέση ενός διευθυντή στην Πάφο, που δεν είχε πληρωθεί. Προσβάλλει επίσης την απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και τέλος, την παρατήρηση του Δικαστή, ότι, βάσει της μέχρι 15.12.05 κρατούσας πολιτικής, ο εφεσείων δεν εδικαιούτο παράτασης.
Το Άρθρο 12(6) του Νόμου 97(Ι)/97 προνοεί τα ακόλουθα:
«Κάθε υπάλληλος αφυπηρετεί την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνεται η ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του:
Νοείται ότι ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού μπορεί να επιτρέψει σε καθηγητή ή δάσκαλο ο οποίος συμπληρώνει την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, να συνεχίσει να υπηρετεί μέχρι τέλους του σχολικού έτους.»
Παραπονείται, όπως είπαμε, ο εφεσείων ότι ο Υπουργός δεν εδικαιούτο να θέσει περιορισμούς στις πρόνοιες της επιφύλαξης του σχετικού άρθρου. Επί του προκειμένου παρατηρούμε πως η επιφύλαξη έδιδε διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό να επιτρέψει σε καθηγητή ή δάσκαλο παράταση, αφού η σχετική επιφύλαξη αναφέρει ότι αυτός «μπορεί να επιτρέψει». Άρα η εξουσία του ήταν δυνητική. Με την υπό κρίση εγκύκλιό του και έκφραση πολιτικής, ο Υπουργός καθόριζε γενικό κριτήριο για άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας, το οποίο επενεργούσε υπέρ της χρηστής διοίκησης, αφού θα εφαρμοζόταν γενικά σε όλες τις περιπτώσεις και δεν αφήνετο η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας χωρίς ρύθμιση, ώστε να μπορεί να αποφασίζει κατά το δοκούν σε κάθε περίπτωση. Ως εκ τούτου, κρίνουμε ότι όχι μόνο είχε δικαίωμα να το πράξει αλλά ο καθορισμός κάποιου είδους κριτηρίων ήταν ενδεδειγμένος.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η διαδικασία των διευκρινίσεων δεν διεξήχθη σε αίθουσα Δικαστηρίου, αλλά στο γραφείο του Δικαστή, αυτός δεν υποστηρίζεται από το πρακτικό και ούτε δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία επί του προκειμένου, πλην της αναφοράς στην αγόρευση του εφεσείοντα. Παρατηρούμε επίσης, ότι, σε απάντηση η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου αναφέρει πως δεν ήταν οι διευκρινίσεις που διεξήχθηκαν στο γραφείο του Δικαστή αλλά η εκ συμφώνου καταχώρηση τεκμηρίου σε αντικατάσταση άλλου που αποκαλύφθηκε ότι λανθασμένα τέθηκε αρχικά ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, κρίνουμε ότι δεν υπήρξε παραβίαση ή δεν απεδείχθη τέτοια της συνταγματικής απαίτησης όπως οι δίκες διεξάγονται δημοσίως.
Όπως φαίνεται από το λεκτικό της αίτησης και της αιτούμενης θεραπείας, το τι ο αιτητής ζητούσε με την προσφυγή του ήταν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση που περιείχετο στην επιστολή των εφεσίβλητων, ημερομηνίας 14.12.05 ήταν άκυρη. Η επιστολή αυτή περιείχε τα ακόλουθα:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας με ημερομηνία 7.12.2005, σχετικά με την παράταση των υπηρεσιών σας μέχρι 31.8.2006 και λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας δεν έχει εγκριθεί.
Η θέση του Διευθυντή, που κενώνεται με την αφυπηρέτησή σας, έχει ήδη πληρωθεί.»
Έτσι, είναι προφανές ότι το τι προσβάλλεται ήταν η απάντηση αυτή που δόθηκε στο γραπτό αίτημά του, που υποβλήθηκε σύμφωνα με την απαιτούμενη διαδικασία στις 7.12.05 και όχι σε οποιαδήποτε άλλη αίτηση. Το παράπονο του αιτητή για παραβίαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος δεν μπορεί να ευσταθήσει, αφού το αίτημά του, πέραν του ότι δυνατόν να μην ενέπιπτε στην έννοια αιτημάτων με βάση το Άρθρο 29, αλλά να ήταν μάλλον αίτηση απαιτούμενη από το Νόμο, ουδέποτε προσβλήθηκε και τελικά ουσιαστικά απαντήθηκε με την επίδικη απόφαση.
Εν πάση περιπτώσει, παρατηρούμε πως, κατά το χρόνο που υπεβλήθη αρχικά το αίτημά του στις 21.10.05, δεν θα εδικαιούτο σε παράταση, αφού μέχρι της νέας έκφρασης πολιτικής (η οποία απαιτούσε και υποβολή αίτησης επί ειδικού εντύπου), όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην περίπτωσή του η δυνατή παράταση θα ήταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2005, ημερομηνία κατά την οποία αφυπηρετούσε κανονικά.
Ο ισχυρισμός του περί ύπαρξης κενής θέσης στην Πάφο δεν τεκμηριώνεται με μαρτυρία, αλλά αντίθετα προκύπτει από τα στοιχεία που κατατέθηκαν στο φάκελο πως οι θέσεις είχαν ήδη πληρωθεί. Εν πάση περιπτώσει, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν θα μπορούσε η ύπαρξη κενής θέσης στην Πάφο να βοηθούσε τον εφεσείοντα, αφού οι λόγοι που πρόβαλε για παράταση της υπηρεσίας του ήταν η συμπλήρωση του εκπαιδευτικού του έργου που προγραμμάτισε, η μη παραμονή ακέφαλου του σχολείου στο μέσο της χρονιάς και η συνέχιση της απρόσκοπτης και αποτελεσματικής λειτουργίας του.
Όσον αφορά το παράπονο για έλλειψη αιτιολογίας, τούτο δεν ευσταθεί. Η αιτιολογία προκύπτει τόσο από την προσβαλλόμενη απόφαση που αναφέρει ότι οι θέσεις έχουν ήδη πληρωθεί όσο και από το περιεχόμενο του φακέλου.
Ο εφεσείων, προβάλλει τέλος τον ισχυρισμό ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, όχι τον ίδιο τον Υπουργό, βασιζόμενος στο γεγονός ότι η απάντηση που του δόθηκε υπογράφεται από κάποια Τασούλα Χ" Προδρόμου, για Γενική Διευθύντρια. Το θέμα όμως αυτό έχει διασαφηνισθεί με την κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου του σχετικού εγγράφου, από το οποίο προέκυπτε ότι την απόφαση έλαβε πράγματι ο Υπουργός, έγγραφο το οποίο κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 20.11.07, όταν διαπιστώθηκε ότι είχε κατατεθεί αντί του ορθού εγγράφου το τεκμήριο Ψ, που αφορούσε άλλο αιτητή.
Ως συνέπεια των πιο πάνω, καταλήγουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.