ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 3 ΑΑΔ 185
17 Μαρτίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΛΟΓΙΣΤΩΝ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΕΤΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 158/2007)
Διοικητικό Δίκαιο ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Η περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής, σε πρόσωπο πρώην μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών, το οποίο όμως είχε ήδη παραιτηθεί κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ― Ο τερματισμός της ιδιότητας του μέλους τερματίζει και την εξουσία του Συνδέσμου επί του προσώπου του αιτητή.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί απόφασή τους, περί επιβολής πειθαρχικής ποινής στον εφεσίβλητο.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το βασικό ερώτημα που τίθεται, είναι βέβαια το κατά πόσο η Πειθαρχική Επιτροπή των εφεσειόντων είχε την αρμοδιότητα να δικάσει τον εφεσίβλητο, μετά την υποβολή της παραίτησής του από μέλος. Από τη διατύπωση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι φανερό ότι η παραίτησή του θεωρήθηκε ως έγκυρη και ουσιαστικά αποδεκτή. Εν πάση όμως περιπτώσει, μέλος οποιουδήποτε σώματος, εκτός εάν άλλως προνοείται στο καταστατικό του σώματος, έχει δικαίωμα να παραιτηθεί. Η παραίτησή του δεν είναι αναγκαίο να γίνει αποδεκτή, εκτός αν βέβαια άλλως προνοείται. Ελλείψει άλλης ρητής καταστατικής πρόνοιας, ο εφεσίβλητος είχε κάθε δικαίωμα να παραιτηθεί και συνεπώς να τερματίσει την ιδιότητά του ως μέλους του Συνδέσμου. Ο τερματισμός της ιδιότητας μέλους τερματίζει βεβαίως, και πάλιν ελλείψει αντίθετης πρόνοιας και την εξουσία επί του προσώπου του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1164/05), ημερ. 24/8/07.
Ι. Λοϊζίδου (κα), για Λ. Π. Δημητριάδη, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χριστοφίδης, για LicaLaw Partners Orphanides, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο εγκεκριμένος ελεγκτής, εγγεγραμμένος στο Μητρώο Εγκεκριμένων Λογιστών που διατηρούν οι εφεσείοντες. Οι εφεσείοντες είναι εγγεγραμμένοι ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δι' εγγυήσεως (βλέπε Άρθρο 155(α) του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 76(Ι)/2001). Στις 10.2.2005, λόγω παραπομπής του στην Πειθαρχική Επιτροπή των εφεσειόντων, αποστάληκε στον εφεσίβλητο κατηγορητήριο. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε παράλειψη παροχής αναγκαίων πληροφοριών και εξηγήσεων κατά τη διερεύνηση ενδεχόμενης διάπραξης πειθαρχικών αδικημάτων, ενώ η δεύτερη στην παροχή ανακριβών ή παραπλανητικών στοιχείων σε όργανα του Συνδέσμου, δηλαδή την παροχή ανακριβών πληροφοριών στον εισηγητή που διερευνούσε την εναντίον του υπόθεση. Η τρίτη κατηγορία ήταν αποδοχή ή μη διακοπή εργασίας που του ανατέθηκε κάτω από συνθήκες που κλονίζουν την ανεξαρτησία και αντικειμενικότητά του.
Ο εφεσίβλητος υπέβαλε παραίτηση από μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου στις 11.4.2005. Στις 21.6.2005 η Πειθαρχική Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος και του επέβαλε τις ποινές της διαγραφής από το μητρώο και της αφαίρεσης του δικαιώματος απόκτησης άδειας άσκησης του επαγγέλματος του εγκεκριμένου λογιστή. Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε με προσφυγή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι κατά το χρόνο επιβολής των πειθαρχικών ποινών, ο εφεσίβλητος δεν ήταν μέλος του Συνδέσμου και επομένως οι εφεσείοντες δεν είχαν αρμοδιότητα να του επιβάλουν ποινή. Ο τερματισμός της σχέσης του Συνδέσμου με το μέλος τερμάτισε αυτόματα, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο και την εξουσία του επί του εφεσίβλητου.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η παραίτηση του εφεσίβλητου είχε γίνει αποδεκτή από τους εφεσείοντες, είναι λανθασμένη. Βασίζουν την επιχειρηματολογία τους στο ότι το καταστατικό του Συνδέσμου απαριθμεί εξαντλητικά τις προϋποθέσεις τερματισμού της ιδιότητας του μέλους. Σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, δεν προβλέπεται η απώλεια ιδιότητας μέλους με την απλή υποβολή παραίτησης.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν, ακόμα, ότι η απόφαση του δικαστηρίου ότι ο τερματισμός της ιδιότητας του μέλους του Συνδέσμου τερματίζει αυτόματα και την εξουσία επί του μέλους αυτού για πειθαρχική έρευνα, είναι εξ ίσου λανθασμένη. Ισχυρίζονται δε τέλος, ότι η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι η πειθαρχική διαδικασία δεν διεκπεραιώθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, δεν είναι ορθή.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι βέβαια το κατά πόσο η Πειθαρχική Επιτροπή των εφεσειόντων είχε την αρμοδιότητα να δικάσει τον εφεσίβλητο μετά την υποβολή της παραίτησής του από μέλος.
Από τη διατύπωση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι φανερό ότι η παραίτησή του θεωρήθηκε ως έγκυρη και ουσιαστικά αποδεκτή, αφού η Πειθαρχική Επιτροπή δικαιολογεί την επιβολή ποινής «εφόσον ο κατηγορούμενος (ο εφεσίβλητος) ήταν μέλος όταν διαπράχθηκαν τα παραπτώματα για τα οποία κατηγορήθηκε και τα οποία αποδείχθηκαν ενώπιον της Επιτροπής». Δεν παρέχεται ως αιτιολογία η ιδιότητα του εφεσίβλητου ως μέλους, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά η ιδιότητά του ως μέλους κατά το χρόνο διάπραξης των κατ' ισχυρισμόν πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Εν πάση όμως περιπτώσει, νομίζουμε ότι δεν έχει σημασία αν η παραίτησή του έγινε αποδεκτή ή όχι. Μέλος οποιουδήποτε σώματος, εκτός εάν άλλως προνοείται στο καταστατικό του σώματος, έχει δικαίωμα να παραιτηθεί. Η παραίτησή του δεν είναι αναγκαίο να γίνει αποδεκτή, εκτός αν βέβαια άλλως προνοείται.
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά στα επικρατούντα στη Δημόσια Υπηρεσία, για να εξηγηθεί όμως τελικά πως δεν υπάρχει εν προκειμένω πρόνοια, όπως η πρόνοια του Άρθρου 76 του Ν.1/90 για συνέχιση πειθαρχικής διαδικασίας που άρχισε παρά τη μεταγενέστερη λήξη της υπαλληλικής σχέσης. Σημειώνουμε δε πως και κατά το Άρθρο 52(1) του πιο πάνω νόμου, κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να παραιτηθεί χωρίς την προηγούμενη άδεια της ΕΔΥ.
Ελλείψει άλλης ρητής καταστατικής πρόνοιας ο εφεσίβλητος είχε κάθε δικαίωμα να παραιτηθεί και συνεπώς να τερματίσει την ιδιότητά του ως μέλους του Συνδέσμου. Ο τερματισμός της ιδιότητας μέλους τερματίζει βεβαίως, και πάλιν ελλείψει αντίθετης πρόνοιας και την εξουσία επί του προσώπου του.
Κάτω από τις περιστάσεις η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε με τον τρίτο λόγο έφεσης ο οποίος αναφέρεται στο εύλογο ή μη του χρόνου διεκπεραίωσης της πειθαρχικής διαδικασίας, μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.